Μεταφορτώσεις
|
Θέμα για τους κυκλάρχες |
Εἴπαμε καί ἄλλοτε ὅτι τό τμῆμα τῶν ΠΡΑΞΕΩΝ πού μελετοῦμε ἐφέτος παρουσιάζει περισσότερο τή ζωή καί δράση τοῦ μεγάλου Ἀποστόλου τῶν Ἐθνῶν Παύλου, πού εἶναι πολύ διδακτική. Τήν ἁγία αὐτή μορφή τῆς Ἐκκλησίας μας θά ἔχει ὡς κέντρο καί ἡ συμμελέτη μας αὐτή. Θά δοῦμε τί ἀναφέρει ὁ ἱερός Συγγραφέας γιά τίς ἐνέργειες τοῦ Ἀποστόλου, ὅταν διέφυγε τόν κίνδυνο ἀπό τούς φανατικούς Ἰουδαίους τῆς Δαμασκοῦ.
Μελέτη περικοπῆς: Πράξ. θ´ 26-30.
1. Ὅταν ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἦλθε στά Ἱεροσόλυμα, τόν περίμενε μιά σοβαρή δοκιμασία. Τί ἀκριβῶς συνέβη; Ἐπιχείρησε ἐπανειλημμένως (χρόνου παρατατικοῦ εἶναι τό ρῆμα «ἐπειρᾶτο»=προσπαθοῦσε) νά πλησιάσει τούς μαθητές (ἔτσι ὀνομάζονταν οἱ πιστοί, δέν εἶχαν ὀνομασθεῖ ἀκόμη Χριστιανοί). Ὅσο ὅμως ἐκεῖνος τούς πλησίαζε, τόσο αύτοί τόν ἀπέφευγαν, διότι γνώριζαν ποιός ἦταν προηγουμένως καί δέν εἶχαν πληροφορηθεῖ ὅλοι λεπτομερῶς τά σχετικά μέ τή θαυμαστή μεταστροφή του.
Μεγάλη, πραγματικά, ἡ ψυχική δοκιμασία τοῦ Παύλου. Γιατί; Διότι οἱ μέν Ἰουδαῖοι βλέποντάς τον νά συνδέεται πλέον μέ τούς Χριστιανούς, τόν μισοῦσαν θανάσιμα. Οἱ δέ Χριστιανοί ἦταν δύσπιστοι καί πολύ ἐπιφυλακτικοί ἀπέναντί του. Ὁ τρόπος ἀντιμετωπίσεώς του καί ἀπό τούς μέν καί ἀπό τούς δέ ἦταν φυσικός καί δικαιολογημένος; Μάλιστα, διότι ἔβλεπαν οἱ μέν ἕναν πρώην φίλο τους νά ταυτίζεται μέ τούς ἐχθρούς τους, οἱ δέ ἕναν πρώην τρομερό ἐχθρό τους νά παρουσιάζεται ὡς φίλος τους. Νά δοῦμε γιά λίγο τή διαγωγή αὐτή. Γιά τούς Ἰουδαίους δέν ἔχουμε βεβαίως νά ποῦμε τίποτε. Ἡ διαγωγή ὅμως τῶν πιστῶν εἶναι συζητήσιμη. Γιατί; Διότι δέν πρέπει νά εἴμαστε βέβαια εὐκολόπιστοι καί νά δεχόμαστε ἀμέσως ὅποιον μᾶς πλησιάζει ὡς φίλος, ἐνῶ ἦταν γνωστός ὡς ἐχθρός μας. Ὅμως δέν πρέπει νά φθάνουμε καί σέ ὑπερβολές καί νά ἐξακολουθοῦμε νά τόν ὑποπτευόμαστε καί νά ἀμφισβητοῦμε διαρκῶς τήν εἰλικρίνειά του. Χρειάζεται προσοχή καί διάκριση καί προσευχή πολλή νά μᾶς φωτίζει ὁ Θεός πῶς νά ἐνεργοῦμε.
Σέ τί οὐσιαστικά δοκιμαζόταν τόν καιρό ἐκεῖνο ὁ Παῦλος; Στήν ὑπομονή καί στήν ἐμπιστοσύνη του στόν Θεό, ὁ Ὁποῖος τόν εἶχε καλέσει στό ἔργο του. Ἴσως ὁ Πονηρός νά ἐπιχείρησε νά ψυχράνει τόν ζῆλο καί τόν ἐνθουσιασμό του εὐθύς ἐξαρχῆς, πράγμα πού δέν εἶναι σπάνιο καί στήν ἐποχή μας. Τό βίωμα ὅμως πού ἔζησε κατά τή θαυμαστή ἐμφάνιση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐμπρός του, ἔξω ἀπό τή Δαμασκό, τόν ἔκανε νά ἐλπίζει ἀταλάντευτα στή βοήθειά Του καί νά μήν ἀγωνιᾶ. Εἶχε παραδοθεῖ ἐξ ὁλοκλήρου στόν Χριστό καί ἦταν βέβαιος ὅτι δέν θά τόν ἐγκατέλειπε Ἐκεῖνος.
Κάτι ἀνάλογο πρέπει νά γίνεται καί στίς δικές μας δοκιμασίες, ὅταν ἔρχονται πολύ δύσκολες στιγμές στή ζωή μας, στήν οἰκογένειά μας, στήν ἐργασία μας κλπ. Ἐάν ἔχουμε αἰσθανθεῖ τήν ἀγάπη καί τή δύναμη τοῦ Κυρίου καί ἐάν πιστεύουμε ἀκράδαντα σ᾿ Ἐκεῖνον, δέν θά μᾶς κυριεύσει ποτέ ἡ ἀνησυχία καί ἡ ἀβεβαιότητα γιά τό μέλλον (βλ. Ἑβρ. ιγ´ 5, Α´ Πέτρ. ε´ 7).
2. Πῶς ἀπάντησε ὁ Θεός στήν ὑπομονή τοῦ Παύλου καί πῶς τόν ἀπάλλαξε ἀπό τή δοκιμασία του; Παρουσίασε τόν Βαρνάβα, ἕναν ἀπό τούς Ἑβδομήκοντα Ἀποστόλους, γιά τήν ἀρετή τοῦ ὁποίου κάναμε εἰδικό λόγο στίς περυσινές συμμελέτες μας. Ὁ Βαρνάβας ἦταν τό πλέον κατάλληλο πρόσωπο, γιά νά βοηθήσει τόν Παῦλο στήν προκειμένη περίπτωση. Γιατί; Διότι «ἦτο ἀνήρ μεγάλης γενναιοφροσύνης καί αὐταπαρνήσεως (Πράξ. δ´ 36-37) καί ἀδιαμφισβητήτου ἀφοσιώσεως εἰς τόν Ἰησοῦν· ἐξόχως ἀγαθός ἀνήρ καί πλήρης Πνεύματος ἁγίου καί πίστεως» (Π. Ν. Τρεμπέλας). Τόν ἐκτιμοῦσαν οἱ Χριστιανοί γιά τήν ἀρετή του καί ἐφόσον αὐτός ἔγινε ἐγγυητής γιά τόν Παῦλο, διαλύθηκαν οἱ ἐπιφυλάξεις ὅλων.
Εἶχε πιθανῶς γνωρίσει ὁ Βαρνάβας ἀπό κοντά τόν Παῦλο καί εἶχε μάθει τά σχετικά μέ τή θαυμαστή μεταστροφή του. Ἀσφαλῶς ὅμως τόν φώτισε καί ὁ Θεός, πού τόν παρουσίασε στή δύσκολη αὐτή κατάσταση πού βρέθηκε ὁ Παῦλος καί μεσολάβησε στούς Ἀποστόλους ὑπέρ του.
Πῶς παρουσιάζει ὁ Θεός βοηθούς καί στή δική μας ζωή; Τό θεόπνευστο βιβλίο τοῦ «Τωβίτ» ὁμιλεῖ εὔγλωττα γιά τό θέμα αὐτό. Ἀπό ἐκεῖ ἴσως πού δέν τό περιμένουμε καί ἐνῶ ὅλα γύρω μᾶς φαίνονται «βουνά ἀξεπέραστα» καί ἡ κατάστασή μας ἐγγίζει τά ὅρια τῆς τραγικότητας, ἡ ἀγαθή Πρόνοια τοῦ Θεοῦ ἐπεμβαίνει μέ πρόσωπα δικά Του καί ἀλλάζουν ὅλα. Ἔχουμε ἀσφαλῶς κάποια σχετική πείρα ὅλοι μας. Ἄς παρακαλοῦμε τόν Θεό νά μή μειωθεῖ ποτέ ἡ πίστη καί ἡ ἐλπίδα μας σ᾿ Ἐκεῖνον, καί νά εἴμαστε βέβαιοι ὅτι κάποιος «Βαρνάβας», ἀπεσταλμένος Του, θά ἀνοίξει δίοδο καί στή δική μας δυσκολία. Καί τί τιμή νά γίνει καί ὁ καθένας μας «Βαρνάβας» γιά κάποιον ἄλλον πού ταλαιπωρεῖται καί δέν ἔχει ποῦ νά στηριχθεῖ ἀνθρωπίνως, καί πολύ περισσότερο νά τόν ὁδηγήσει στήν Ἐκκλησία, στόν Πνευματικό, στά Μυστήρια κλπ.
3. Σύμφωνα μέ τούς ἑρμηνευτές, ὁ Βαρνάβας συνέστησε τόν Παῦλο στόν ἀπόστολο Πέτρο καί στόν ἀδελφόθεο Ἰάκωβο. Οἱ ἄλλοι Ἀπόστολοι εἶχαν διασκορπισθεῖ στήν τότε γνωστή οἰκουμένη γιά νά κηρύξουν τό Εὐαγγέλιο. Γεμάτοι ἀπό τή Χάρι τοῦ Παναγίου Πνεύματος ὁ Πέτρος καί ὁ Ἰάκωβος, ἀλλά καί μέ εἰδικό φωτισμό τοῦ Θεοῦ γιά τήν προκειμένη περίπτωση, δέχθηκαν τόν Παῦλο στήν Ἐκκλησία τῶν Ἱεροσολύμων.
Δέν τοῦ ἀνέθεσαν ὅμως ἀμέσως οἱ Ἀπόστολοι κάποια συγκεκριμένη ἀποστολή. Δέν ἀναφέρει κάτι τέτοιο τό Βιβλίο τῶν ΠΡΑΞΕΩΝ. Γιατί; Διότι αὐτό ἐπέβαλλε ἡ σύνεση. Ἔπρεπε νά ἀποδειχθεῖ ἔμπρακτα ἡ εἰλικρίνεια τῆς πίστεώς του. Ὡς πιστός γίνεται – καί πρέπει νά γίνεται – εὐχαρίστως δεκτός καθένας πού ἔρχεται στήν Ἐκκλησία. Ὡς ἐργάτης ὅμως τοῦ Εὐαγγελίου, κληρικός ἤ συνεργάτης στά ἔργα της, σέ ἕνα ἱεραποστολικό ἔργο κλπ., πρέπει νά περάσει ἀπό κάποια δοκιμασία γιά νά διαπιστωθεῖ ἡ γνησιότητα τῶν διαθέσεών του.
Πῶς ἀπέδειξε ὁ Παῦλος τή γνησιότητα τῶν διαθέσεών του στήν Ἐκκλησία τῶν Ἱεροσολύμων; Πρῶτον, μέ τό ὅτι «εἰσεπορεύετο καί ἐξεπορεύετο», δηλαδή πηγαινοερχόταν συχνά καί ἐπικοινωνοῦσε καθημερινά μέ τούς Ἀποστόλους. Γιατί; Γιά νά τόν γνωρίσουν καλύτερα καί νά κατανοήσουν τήν ἀλλαγή τῆς ζωῆς του. Δέν ἀπομονώθηκε οὔτε ἔκανε κάτι κρυφά ἀπό αὐτούς. Στή διαγωγή του ἔλαμπε καί ἀκτινοβολοῦσε ἡ εἰλικρίνεια τῶν προθέσεών του καί ἡ θεοχαρίτωτη μετάνοιά του.
Τί ἄλλο ἔκανε πού φανέρωνε τή μετάνοια καί εἰλικρίνειά του; Μιλοῦσε γιά τόν Χριστό μέ παρρησία πρός τούς Ἰουδαίους καί ἰδιαιτέρως πρός τούς Ἑλληνιστές, δηλαδή σέ ὅσους μιλοῦσαν ἑλληνικά, διότι καταγόταν ἀπό περιοχές, ὅπως ὁ ἴδιος, ὅπου ὁμιλεῖτο ἡ ἑλληνική γλώσσα. Ὁ ἱερός Χρυσόστομος σημειώνει ὅτι μιλοῦσε μέ τούς Ἑλληνιστές, καί διότι «οἱ ἄλλοι οὐδέ ἰδεῖν αὐτόν ἠθέλησαν οἱ βαθεῖς Ἑβραῖοι» (ΕΠΕ 15, 600). Οἱ φανατικοί δηλαδή Ἑβραῖοι οὔτε πού ἤθελαν νά τόν δοῦν μπροστά τους.
Ποῦ βρῆκε τό ψυχικό σθένος καί μιλοῦσε πρός τούς Ἑλληνιστές, πού ἦταν καί αὐτοί Ἰουδαῖοι, μέ τόση παρρησία γιά τόν Χριστό; Διότι πίστευε ὅτι μιλοῦσε γιά τή σπουδαιότερη ὑπόθεση ὅλων τῶν αἰώνων, τή σωτηρία τοῦ κόσμου διά τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Αὐτό πού πίστευε θερμά, τό διεκήρυσσε ἄφοβα καί θαρραλέα (βλ. Β´ Κορ. δ´ 13). Ἀλλά καί διότι ἦταν βέβαιος ὅτι ἦταν ἀπεσταλμένος τοῦ Θεοῦ. Καί τήν «φυσικήν δραστηριότητα καί θέρμην τοῦ πνεύματος, λόγῳ τῶν ὁποίων ὁ Σαῦλος εἶχεν ἀναδειχθῆ φανατικός καί μανιώδης διώκτης τῆς χριστιανικῆς πίστεως, χρησιμοποιεῖ ἤδη ὁ Κύριος ἀναδείξας αὐτόν λίαν ζηλωτήν καί θαρραλέον ὑπερασπιστήν τῆς πίστεως» (Π. Ν. Τρεμπέλας). Ὁ πάνσοφος Θεός χρησιμοποιεῖ ὅλα τά γνωρίσματα τοῦ χαρακτήρα μας, τά ὁποῖα ὁ Ἴδιος μᾶς χάρισε, ὅταν πρόκειται νά ἐργασθοῦμε ἤ νά συντελέσουμε στά ἔργα τῆς Ἐκκλησίας Του. Ἐξαγιάζει, γιά παράδειγμα, τήν ὁρμητικότητά μας καί τή διαθέτουμε μέ ζῆλο στά ἱερά ἔργα Του.
Ὅταν οἱ πιστοί τῶν Ἱεροσολύμων ἀντιλήφθηκαν ὅτι κινδύνευε ἡ ζωή τοῦ Παύλου ἀπό τούς φανατικούς Ἰουδαίους, τί ἔκαναν; Δέν ἔμειναν μέ σταυρωμένα χέρια περιμένοντας τό μοιραῖο, ἀλλά κινήθηκαν δραστήρια καί ἔκαναν ὅ,τι ἔπρεπε γιά νά τόν σώσουν. Τόν ὁδήγησαν μέ κάθε προσοχή καί ἀσφάλεια στήν πατρίδα του τήν Ταρσό, ὅπου θά ἦταν περισσότερο ἀσφαλής μεταξύ καί ἀρκετῶν γνωστῶν καί συγγενῶν του. Ἀλλά καί ἐκεῖ δέν ἔπαυσε νά κηρύσσει τόν Χριστό. Τό κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου εἶχε γίνει πλέον ἕνα μέ τόν ἑαυτό του. Ὅπως λένε οἱ ἑρμηνευτές, ἔμεινε στήν Ταρσό 4 ἤ 5 ἔτη καί πιθανῶς αὐτός ἵδρυσε τίς Ἐκκλησίες τῆς Ταρσοῦ καί τῆς εὐρύτερης Κιλικίας. Τό ἱερό καί θεόσδοτο ἔργο του εἶχε πλέον ἀρχίσει, καί τό ἐπιτελοῦσε μέ ἀμείωτο ἐνθουσιασμό.
ΣΥΝΘΗΜΑ: «Βαρνάβας δέ ἐπιλαβόμενος αὐτόν (τόν Παῦλον) ἤγαγε πρός τούς Ἀποστόλους» (Πράξ. θ΄ 27).


