24. «Κύριε, μή στήσῃς αὐτοῖς τήν ἁμαρτίαν ταύτην»

Μεταφορτώσεις

Θέμα για τους κυκλάρχες

Στή σειρά τῶν συμμελετῶν μας εἴδαμε τή σύλληψη τοῦ ἁγίου διακόνου Στεφάνου καί τήν προσαγωγή του γιά ἀπολογία ἐνώπιον τοῦ Συνεδρίου τῶν Ἰουδαίων. Ἐκεῖ ὁ ἅγιος Στέφανος μίλησε μέ παρρησία πρός τούς θρησκευτικούς ἡγέτες τοῦ Ἰσραήλ καί ἀνέ­φερε συνοπτικά τήν ἱστορία τῶν Ἑβραίων ἀπό τήν ἐποχή τοῦ γενάρχη τους Ἀβραάμ ἕως τίς ἡμέρες τους. Ἡ ὁμιλία του εἶναι πολύ ἐνδιαφέρουσα καί διδακτική. Λόγῳ τῆς περιορισμένης ὅμως χρονικῆς διάρκειας τῆς συμμελέτης μας δέν θά τή σχολιάσουμε λεπτομερῶς. Θά μελετήσουμε τό κείμενο καί τήν ἑρμηνεία καί θά ἐπιμείνουμε σέ τρία σημεῖα.

Μελέτη περικοπῆς: Πράξ. ζ´ 1-60.

1. Τό πρῶτο σημεῖο θά τό λάβουμε ἀπό τήν ἀρχή τῆς ὁμιλίας τοῦ Ἁγίου, ὅπου ὁμιλεῖ γιά τόν Ἀβραάμ, γιά τόν ὁποῖο καυχῶνταν οἱ Ἑβραῖοι (στίχ. 1-8). Τί ἀναφέρει στόν τρίτο στίχο γιά τόν Ἀβραάμ; Ὅτι ὁ Θεός, ὁ Ὁποῖος ρυθμίζει τήν ἱστορία προσώπων καί λαῶν, ἀφοῦ διάλεξε «ἐν τῇ ἀπείρῳ σοφίᾳ» Του τόν Ἀβραάμ, γιά νά γίνει γενάρχης τοῦ λαοῦ ἀπό τόν ὁποῖο θά προερχόταν κατά σάρκα ὁ Σωτήρας τοῦ κόσμου, τοῦ ἔδωσε ἐντολή νά φύγει ἀπό τήν πατρίδα του, τή Χαρράν τῆς Μεσοποταμίας, καί νά μεταβεῖ γιά νά ἐγκατασταθεῖ σέ ἄλλη χώρα.

Ἡ ἔξοδος καί ἀπομάκρυνση αὐτή ἀπό τήν κοινή καί συνηθισμένη ζωή τοῦ Ἀβραάμ ἦταν τό πρῶτο βῆμα γιά τή νέα πορεία ζωῆς πού ἄρχιζε πλέον. Δέν ἔπρεπε νά τόν συνδέει τίποτε μέ τό παρελθόν. «Ὁ Θεός ἐκείνους μετά τῶν ὁποίων συνάπτει διαθήκην, ἀποχωρίζει ἀπό τά τέκνα τοῦ κόσμου τούτου. Καλεῖ αὐτούς νά ἐξέλθουν ἐκ τῆς γῆς αὐτῶν καί ἐκ τῆς συγγενείας των. Πρέπει νά λυθοῦν ἐκ τῶν δεσμῶν των πρός τήν ματαιότητα τοῦ κόσμου, νά ζήσουν ὑπεράνω αὐτῆς καί ὑπεράνω παντός ὅπερ δύναται νά ἀπομακρύνῃ αὐτούς ἀπό τόν Θεόν» (Π. Ν. Τρεμπέλας).

Γιατί ὁ Θεός ζητεῖ ἀπό τόν Ἀβραάμ τήν ἀποκοπή ἀπό τό παρελθόν; Διότι αὐτός πού καλεῖται ἀπό τόν Θεό, πρέπει νά βλέπει πλέον ἐμπρός, ἐμπιστευόμενος στήν καθοδήγηση τοῦ Κυρίου. Ἐάν «βλέπῃ εἰς τά ὀπίσω», δέν εἶναι «εὔθετος εἰς τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ», ὅπως μᾶς εἶπε ὁ Θεάνθρωπος (βλ. Λουκ. θ´ 61-62). Πῶς τό κατανοεῖτε αὐτό; Ἄν κανείς ἀποφασίσει νά ζήσει ὡς ἀληθινός πιστός τοῦ Χριστοῦ καί παρόλα αὐτά θυμᾶται τό παρελθόν του καί συνεχίζει τίς σχέσεις του μέ τούς πρώην γνωστούς καί φίλους του, εἶναι ἐνδεχόμενο νά ἐπηρεασθεῖ ἀπό τό παρελθόν καί νά ψυχρανθεῖ ὁ ζῆλος του. Οὔτε ὁ ἴδιος θά δοκιμάσει στήν πληρότητά της τή γλυκύτητα τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς, οὔτε τούς ἄλλους θά βοηθήσει οὐσιαστικά.

Πολύ χαρακτηριστική ἐν προκειμένῳ εἶναι μία φράση τοῦ 44ου Ψαλμοῦ, ὁ ὁποῖος εἶναι Μεσσιακός καί ἀναφέρεται «εἰς τούς μυστικούς γάμους τοῦ Νυμφίου Χριστοῦ μετά τῆς Ἐκκλησίας του γενικῶς καί μεθ᾿ ἑκάστης ψυχῆς ἀφωσιωμένης εἰς αὐτόν καί ἑνουμένης διά τῆς πίστεως καί ὑπακοῆς πρός αὐτόν» (Π. Ν. Τρεμπέλας). Ποιά εἶναι ἡ φράση; «Ἄκουσον, θύγατερ, καί ἴδε καί κλῖνον τό οὖς σου καί ἐπιλάθου τοῦ λαοῦ σου καί τοῦ οἴκου τοῦ πατρός σου· καί ἐπιθυμήσει ὁ βασιλεύς τοῦ κάλλους σου» (στ. 11-12). Τά πάντα ἔκανε γιά μᾶς ὁ Νυμφίος μας. Πρόσφερε καί αὐτή τή ζωή Του. «Δέν πρέπει κι ἐμεῖς νά ξεχάσωμεν ὁλοτελῶς τό παρελθόν μας, νά ἀποκόψωμεν πάντα παλαιόν πρός τό ἁμαρτωλόν τοῦτο παρελθόν δεσμόν καί νά ἀφοσιωθῶμεν ἐξ ὁλοκλήρου εἰς τόν πνευματικόν Νυμφίον μας;» (Π. Ν. Τρεμπέλας).

Νά προσέξουμε καί κάτι ἀκόμη ὡς πρός τόν γενάρχη τῶν Ἑβραίων καί πνευματικό γενάρχη ὅλων τῶν πιστῶν Ἀβραάμ. Φανέρωσε ὁ Θεός στόν Ἀβραάμ ἐξαρχῆς ποῦ θά πήγαινε, ὅταν τοῦ εἶπε νά φύγει ἀπό τή Χαρράν; Ὄχι. Ξεκίνησε, τοῦ εἶπε, καί θά σοῦ δείξω ποῦ θά κατευθυνθεῖς. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος γράφει ὅτι ὁ Ἀβραάμ ὑπάκουσε στήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ, χωρίς νά ζητήσει διευκρινίσεις καί ἐγγυήσεις καί ξεκίνησε «μή ἐπιστάμενος ποῦ ἔρχεται» (Ἑβρ. ια´ 8). Χωρίς νά γνωρίζει ποῦ πηγαίνει. «Τοῦτο τῆς πίστεως ἐπίτασις», σημειώνει ὁ ἑρμηνευτής Ζιγαβηνός. Εἶναι δεῖγμα τῆς πολλῆς του πίστεως καί τῆς ἀπόλυτης ἐμπιστοσύνης του στήν Πρόνοια καί στά σχέδια τοῦ Θεοῦ. Παράδειγμα αἰώνιο γιά ὅλους μας. Ἀλλά καί ἔλεγχος γιά ὅσους ἀπό μᾶς θέλουμε νά τά θέτουμε ὅλα κάτω ἀπό τό πρίσμα τῆς λογικῆς μας καί ρυθμίζουμε τά πάντα ἀνάλογα μέ τά δεδομένα τῆς Στατιστικῆς Ὑπηρεσίας, τόσο τά οἰκογενειακά, ὅσο καί τά ἐπαγγελματικά, ἀλλά καί τά καθαρά προσωπικά μας θέματα.

2. Τό δεύτερο σημεῖο, στό ὁποῖο θά ἐστιάσουμε τήν προσοχή μας, εἶναι αὐτό πού ἀνέφερε ὁ ἅγιος Στέφανος γιά τήν εὐλάβεια τοῦ ἄλλου κορυφαίου ἄνδρα τῆς ἱστορίας τῶν Ἑβραίων, τοῦ Μωυσῆ, ὅταν βρέθηκε ἐνώπιον τῆς φλεγόμενης καί μή καιόμενης βάτου στό ὄρος Σινά (στ. 30-34). Τί εἶπε ὁ Θεός στόν Μωυσῆ, τόν ἄνθρωπο πού τόν ἐπέλεξε γιά νά γίνει ὁ ἐλευθερωτής τοῦ λαοῦ Του, ἀλλά καί ὁ μεσίτης μεταξύ τῶν Ἑβραίων καί Αὐτοῦ; «Λῦσον τό ὑπόδημα τῶν ποδῶν σου· ὁ γάρ τόπος ἐν ᾧ ἕστηκας γῆ ἁγία ἐστίν». Ἦταν τότε δεῖγμα εὐλάβειας νά στέκονται ἐνώπιον τοῦ τόπου τῆς λατρείας τοῦ Θεοῦ ἀνυπόδητοι. Καί οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες εἶχαν αὐτή τή συνήθεια. Ἀλλά καί οἱ Μουσουλμάνοι, πού ἔλαβαν πολλά στό Κοράνιό τους ἀπό τήν Π. Διαθήκη, λατρεύουν καί σήμερα ἀνυπόδητοι τόν Θεό. Αὐτό ὅμως εἶναι ἐξωτερικός τύπος εὐλάβειας. Καί ἦταν καλός γιά τήν πρό Χριστοῦ ἐποχή, τότε πού δέν εἶχε ἀποκαλυφθεῖ ἡ πλήρης ἀλήθεια γιά τόν Θεό καί τή λατρεία του. Ὅταν ὅμως ἐνηνθρώπησε ὁ Θεός, τί μᾶς εἶπε σχετικά μέ τήν ἀληθινή λατρεία; «Ἔρχεται ὥρα, καί νῦν ἐστιν, ὅτε οἱ ἀληθινοί προσκυνηταί προσκυνήσουσι τῷ πατρί ἐν πνεύματι καί ἀληθείᾳ· καί γάρ ὁ πατήρ τοιούτους ζητεῖ τούς προσκυνοῦντας αὐτόν. πνεῦμα ὁ Θεός καί τούς προσκυνοῦντας αὐτόν ἐν πνεύματι καί ἀληθείᾳ δεῖ προσκυνεῖν» (Ἰω. δ´ 23-24).

Ἐάν δέ τότε χρειαζόταν εὐλάβεια καί τήν ἐκδήλωναν οἱ λάτρεις τοῦ Θεοῦ μέ τήν ἐξωτερική, τυπική ἔστω, στάση τοῦ σώματός τους, τί νά ποῦμε γιά τήν ἀληθινή λατρεία; Πῶς πρέπει νά στεκόμαστε κατά τήν ὥρα πού προσφέρεται ἡ πλέον εὐάρεστη στόν Θεό λατρεία, ἡ θυσία τῆς θείας Εὐχαριστίας; «Στῶμεν καλῶς, στῶμεν μετά φόβου», μᾶς προτρέπει ὁ Λειτουργός, ὅταν ἀρχίζει ἡ ἁγία Ἀναφορά, τό ἱερότατο τμῆμα τῆς θείας Λειτουργίας. Καί πῶς πρέπει νά συνέχεται ὅλη ἡ ὑπαρξή μας καί νά συγκλονίζεται ἐνώπιον τῆς Ἁγίας Τράπεζας, ὅπου εἶναι παρών ὁ Κύριος!

3. Τό τρίτο σημεῖο τῆς συμμελέτης μας θά τό λάβουμε ἀπό τό μαρτυρικό τέλος, μέ τό ὁποῖο ὑπέγραψε τήν ὁμιλία του ὁ ἅγιος Στέφανος. Ἀφοῦ τούς ἀνέφερε τόν Μωυσῆ καί τούς ὑπενθύμισε ὅτι ὁ Μωυσῆς προφήτευσε γιά τήν ἔλευση τοῦ Χριστοῦ καί ἀφοῦ τούς εἶπε τελικά κατά πρόσωπο ὅτι θανάτωσαν τόν ἀναμάρτητο Χριστό, ὄντας σκληροτράχηλοι, ὅπως οἱ πατέρες τους πού θανάτωσαν τούς Προφῆτες, εἶδε ἕνα ὅραμα, ἐνῶ αὐτοί ἔτριζαν τά δόντια τους ἐναντίον του. Εἶδε ἀνοικτό τόν οὐρανό καί τόν ἔνδοξο θρόνο τοῦ Θεοῦ, τόν δέ Ἰησοῦ Χριστό ὄρθιο στά δεξιά τοῦ Θεοῦ. Ἡ στάση αὐτή σήμαινε ὅτι ὁ Χριστός προσευχόταν πρός τόν οὐράνιο Πατέρα Του ὑπέρ τοῦ μαθητῆ του Στεφάνου, πού ἔδινε μαρτυρία γι’ Αὐτόν τήν ὥρα ἐκείνη ἐνώπιον τῶν ἀρχόντων τοῦ Ἰσραήλ. Ἀνακοίνωσε μάλιστα ὁ Στέφανος καί ἀποκάλυψε τό ὅραμά του στούς Συνέδρους. Αὐτοί ὅμως, ἀντί νά ἐντυπωσιασθοῦν καί νά συνετισθοῦν, ἔκλεισαν τά αὐτιά τους γιά νά μήν ἀκοῦνε τά ὅσα ἔλεγε, θεωρώντας τα βλασφημίες, καί ὅρμησαν μέ κραυγές ἐναντίον του. Τόν ἅρπαξαν καί ἀφοῦ τόν ἔβγαλαν ἔξω ἀπό τήν πόλη, τόν λιθοβόλησαν, μέ τήν παρουσία καί ἑνός νέου πού ὀνομαζόταν Σαῦλος, ὁ ὁποῖος φύλασσε τά ροῦχα αὐτῶν πού τόν λιθοβολοῦσαν.

Καί πῶς ἀντέδρασε ὁ Μάρτυρας τοῦ Χριστοῦ; Γονυπετής προσευχόταν ὑπέρ ἐκείνων πού τόν λιθοβολοῦσαν καί παρακαλοῦσε τόν Θεό νά μή λογαριάσει τήν ἁμαρτία πού ἔκαναν. «Κύριε, μή στήσῃς αὐτοῖς τήν ἁμαρτίαν ταύτην». Πόσο ἡρωισμό ψυχῆς περικλείει ἡ προσευχή αὐτή! Ἀποδείχθηκε ἄξιος μαθητής τοῦ Ἐσταυρωμένου, ὁ Ὁποῖος ἀπό τό ὕψος τοῦ Σταυροῦ παρακάλεσε τόν Πατέρα Του νά συγχωρήσει τούς σταυρωτές Του: «πάτερ, ἄφες αὐτοῖς· οὐ γάρ οἴδασι τί ποιοῦσι» (Λουκ. κγ´ 34). Ἡ προσευχή τοῦ Πρωτομάρτυρα, ὅπως βεβαίως καί τοῦ Ἐσταυρωμένου, ἔφερε ἄμεσα ἀποτελέσματα. Ὁ ἱερός Αὐγουστίνος γράφει ὅτι, «ἐάν ὁ Στέφανος δέν ἐδέετο, ἡ Ἐκκλησία δέν θά εἶχε τόν Παῦλον» (Ὑπόμνημα). «Οὐκ ἄν Παῦλος ἀπόστολος ἐγένετο», δέν θά μεταστρεφόταν ὁ φανατικός διώκτης Σαῦλος, ἔλεγε καί ὁ ἱερός Χρυσόστομος, οὔτε θά πίστευαν τόσοι πρώην διῶκτες Ἰουδαῖοι στόν Χριστό, ἐάν δέν συγχωροῦσε ὁ Θεός τούς σταυρωτές τοῦ Κυρίου (ΕΠΕ 36, 28).

Τί διδασκόμαστε ἀπό τήν προσευχή αὐτή τοῦ Στεφάνου; Τήν ἀνεξικακία καί κυρίως τήν ἀγάπη καί πρός αὐτούς τούς ἐχθρούς μας. Αὐτή εἶναι ἡ πρέπουσα ἐκδίκησή μας πρός τούς ἐχθρούς (βλ. Λουκ. Ϛ´ 27-28, Ρωμ. ιβ´ 21).

ΣΥΝΘΗΜΑ: «Κύριε, μή στήσῃς αὐτοῖς τήν ἁμαρτίαν ταύτην» (Πράξ. ζ´ 60).