Ἡ ἄπειρη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ – Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα Κυριακῆς 12 Φεβρουαρίου 2023

Εὐαγγελικό Ἀνάγνωσμα Κυριακῆς 12 Φεβρουαρίου 2023, Ἀσώτου (Λουκ. ιε΄ 11-32)

Eἶπεν ὁ Κύριος τὴν παραβολὴν ταύ­την· ἄνθρωπός τις εἶχε δύο υἱούς. καὶ εἶπεν ὁ νεώτερος αὐτῶν τῷ πατρί· πάτερ, δός μοι τὸ ἐπιβάλλον μέ­ρος τῆς οὐσίας. καὶ διεῖλεν αὐτοῖς τὸν βίον. καὶ μετ᾿ οὐ πολλὰς ἡμέρας συνα­γαγὼν ἅπαντα ὁ νεώτερος υἱὸς ἀπεδή­μησεν εἰς χώραν μακράν, καὶ ἐκεῖ διεσκόρπισε τὴν οὐσίαν αὐτοῦ ζῶν ἀσώ­τως. δαπανήσαντος δὲ αὐτοῦ πάντα ἐγένετο λιμὸς ἰσχυρὸς κατὰ τὴν χώραν ἐκείνην, καὶ αὐτὸς ἤρξατο ὑστερεῖσθαι. καὶ πορευθεὶς ἐκολλήθη ἑνὶ τῶν πολιτῶν τῆς χώρας ἐκείνης, καὶ ἔπεμψεν αὐτὸν εἰς τοὺς ἀγροὺς αὐτοῦ βόσκειν χοίρους. καὶ ἐπεθύμει γεμίσαι τὴν κοιλίαν αὐτοῦ ἀπὸ τῶν κερατίων ὧν ἤσθιον οἱ χοῖροι, καὶ οὐδεὶς ἐδίδου αὐτῷ. εἰς ἑαυτὸν δὲ ἐλθὼν εἶπε· πόσοι μίσθιοι τοῦ πατρός μου περισσεύουσιν ἄρτων, ἐγὼ δὲ λιμῷ ἀπόλλυμαι! ἀναστὰς πορεύσομαι πρὸς τὸν πατέρα μου καὶ ἐρῶ αὐτῷ· πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου· οὐκ­έτι εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός σου· ποίησόν με ὡς ἕνα τῶν μισθίων σου. καὶ ἀναστὰς ἦλθε πρὸς τὸν πατέρα αὐτοῦ. ἔτι δὲ αὐτοῦ μακρὰν ἀπέχοντος εἶδεν αὐτὸν ὁ πατὴρ αὐτοῦ καὶ ἐσπλαγχνίσθη, καὶ δραμὼν ἐ­­­­πέπεσεν ἐπὶ τὸν τράχηλον αὐτοῦ καὶ κατεφίλησεν αὐτόν. εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ υἱός· πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐ­ρα­νὸν καὶ ἐνώπιόν σου, καὶ οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός σου. εἶπε δὲ ὁ πατὴρ πρὸς τοὺς δούλους αὐτοῦ· ἐξενέγκατε τὴν στολὴν τὴν πρώτην καὶ ἐνδύσατε αὐτόν, καὶ δότε δακτύλιον εἰς τὴν χεῖρα αὐτοῦ καὶ ὑποδήματα εἰς τοὺς πόδας, καὶ ἐνέγ­καντες τὸν μόσχον τὸν σιτευτὸν θύσατε, καὶ φαγόντες εὐφρανθῶμεν, ὅτι οὗτος ὁ υἱός μου νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησε, καὶ ἀπολωλὼς ἦν καὶ εὑρέθη. καὶ ἤρξαν­το εὐφραίνεσθαι. Ἦν δὲ ὁ υἱὸς αὐτοῦ ὁ πρεσβύτερος ἐν ἀγρῷ· καὶ ὡς ἐρχόμενος ἤγγισε τῇ οἰκίᾳ, ἤκουσε συμφωνίας καὶ χορῶν, καὶ προσκαλεσάμενος ἕνα τῶν παίδων ἐπυνθάνετο τί εἴη ταῦτα. ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ ὅτι ὁ ἀδελφός σου ἥκει καὶ ἔθυσεν ὁ πατήρ σου τὸν μόσχον τὸν σιτευτόν, ὅτι ὑγιαίνοντα αὐτὸν ἀπέλαβεν. ὠργίσθη δὲ καὶ οὐκ ἤθελεν εἰσελθεῖν. ὁ οὖν πατὴρ αὐτοῦ ἐξελθὼν παρεκάλει αὐτόν. ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπε τῷ πατρί· ἰδοὺ τοσαῦτα ἔτη δουλεύω σοι καὶ οὐ­δέποτε ἐντολήν σου παρῆλθον, καὶ ἐμοὶ οὐδέποτε ἔδωκας ἔριφον ἵνα μετὰ τῶν φίλων μου εὐφρανθῶ· ὅτε δὲ ὁ υἱός σου οὗτος, ὁ καταφαγών σου τὸν βίον μετὰ πορνῶν, ἦλθεν, ἔθυσας αὐτῷ τὸν μόσχον τὸν σιτευτόν. ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ· τέκνον, σὺ πάντοτε μετ᾿ ἐμοῦ εἶ, καὶ πάντα τὰ ἐμὰ σά ἐστιν· εὐφρανθῆναι δὲ καὶ χαρῆναι ἔδει, ὅτι ὁ ἀδελφός σου οὗτος νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησε, καὶ ἀπολωλὼς ἦν καὶ εὑρέθη.

 

Η ΑΠΕΙΡΗ ΑΓΑΠΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

«Δραμὼν ἐπέπεσεν ἐπὶ τὸν τράχηλον αὐτοῦ καὶ κατεφίλησεν αὐτόν»

Ἂν ὑποθέσουμε ὅτι χανόταν ὅλη ἡ ὑπόλοιπη διδασκαλία τοῦ Εὐ­αγ­γελίου, θὰ ἀρκοῦσε καὶ μόνο ἡ παραβολὴ τοῦ ἄσωτου υἱοῦ ἢ ἀλ­λιῶς τοῦ σπλαχνικοῦ πατέρα, ποὺ μᾶς διηγήθηκε ὁ Κύριος στὸ σημερινὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο, γιὰ νὰ μᾶς βεβαιώσει ὅτι ὁ Κύριός μας εἶναι Θεὸς ἀγάπης καὶ εὐσπλαχνίας.

Μὲ ἀφορμὴ λοιπὸν τὴν ὑπέροχη μορ­φὴ τοῦ σπλαχνικοῦ πατέρα τῆς πα­ραβολῆς ἂς θαυμάσουμε τὴν ἄπειρη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος σέβεται τὴν ἐλευθερία μας, περιμένει τὴ μετάνοιά μας καὶ μᾶς ὑποδέχεται μὲ στοργή, ὅταν ἐπιστρέφουμε κοντά Του.

1. Σέβεται τὴν ἐλευθερία μας

Ἕνας ἄρχοντας ἀγάπης ἦταν ὁ πατέρας τῆς παραβολῆς. Κοντά Του ἀπολάμβαναν τὰ παιδιά του ὑλικὰ καὶ πνευματικὰ ἀγαθά, τὴν πατρικὴ στοργὴ καὶ προστασία του. Ὁ πατέρας σεβόταν ὅμως καὶ τὴν ἐλευθερία τους. Γι᾿ αὐτὸ ὅταν ὁ νεότερος υἱὸς θέλησε νὰ ἀπομακρυνθεῖ, ὁ πατέρας δὲν ὀργίσθηκε. Δὲν τοῦ εἶπε λόγια πικρά, οὔτε τὸν ρώτησε ποῦ θὰ πάει. Σεβάσθηκε τὴν ἐλευθερία του, τοῦ ἔδωσε ὅ,τι ζήτησε καὶ τὸν ἄφησε νὰ φύγει, διότι τὸν ἔβλεπε ἀποφασισμένο γιὰ τὴν πράξη του.

Ὁ Θεὸς ἔπλασε γιὰ μᾶς ἕναν πανέμορφο φυσικὸ κόσμο· ἕνα πλούσιο παλάτι γιὰ νὰ κατοικήσουμε σὲ αὐτὸ χωρὶς νὰ μᾶς λείψει τίποτε. Μᾶς τρέφει, μᾶς χαρίζει τὴν ὑγεία, μᾶς προστατεύει ἀπὸ τοὺς κινδύνους. Σέβεται ὅμως καὶ τὴν ἐλευθερία μας. Δὲν μᾶς θέλει κοντά Του ὡς δούλους, ἀλλὰ ὡς υἱούς. Μᾶς ἀφήνει ἐλεύθερους νὰ ἐπιλέξουμε τὸ καλὸ ἢ τὸ κακό· τὴν ἀρετὴ ἢ τὴν ἁμαρτία. Θέλει ἀσφαλῶς τὴ σωτηρία μας, ἀλλὰ δὲν μᾶς ἐξαναγκάζει σὲ αὐτήν. Κρούει τὴ θύρα τῆς ψυχῆς μας χωρὶς νὰ τὴν παραβιάζει. Δέχεται καὶ τὴν περιφρόνηση, ἀκόμη καὶ τὶς ὕβρεις μας. Σέβεται ἀπόλυτα τὴν κάθε ἐπιλογή μας.

2. Περιμένει τὴν ἐπιστροφή μας

Μᾶς ἀφήνει ἐλεύθερους ὁ Θεὸς ἀκόμη καὶ νὰ ἀπομακρυνθοῦμε ἀπὸ κον­τά Του. Πάντοτε ὅμως περιμένει τὴν ἐπι­στροφή μας. Ὁ πατέρας τῆς παραβολῆς δὲν λησμόνησε τὸ παραστρατημένο παιδί του, ἀλλὰ τὸ καρτεροῦσε, τὸ περίμενε μὲ λαχτάρα. Παρατηροῦσε μὲ ἐλπίδα τὸν ὁρίζοντα κι ἀνέμενε ἐκεῖ, μήπως καὶ ἀντικρίσει τὴ γνώριμη μορφή του νὰ ἐπιστρέφει.

Ἡ εἰκόνα αὐτὴ ἀποτυπώνει μὲ ἀ­πα­ράμιλλο τρόπο τὴ μακροθυμία τοῦ πανά­γαθου Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος ἀνέχεται τὶς ἁμαρτίες μας, περιμένει ὅμως καὶ τὴ μετάνοιά μας. Δὲν μᾶς ἐγκαταλείπει στὴν ἀποστασία μας. «Μὴ ἐπιλήσεται γυνὴ τοῦ παιδίου αὐτῆς τοῦ μὴ ἐλεῆσαι τὰ ἔκγονα τῆς κοιλίας αὐτῆς; εἰ δὲ καὶ ταῦτα ἐπιλάθοιτο γυνή, ἀλλ᾿ ἐγὼ οὐκ ἐπιλήσομαί σου» (Ἡσ. μθ΄ [49] 15). Δηλαδή, ἀκόμη κι ἂν μία γυναίκα λησμονήσει καὶ ἀδιαφορήσει γιὰ τὸ παιδί της, Ἐγὼ δὲν πρόκειται νὰ σὲ λησμονήσω ποτέ, τονίζει ὁ Κύριος. Μᾶς παρακολουθεῖ μὲ τὸ στοργικὸ βλέμμα του, ἀκόμη κι ὅταν ἔχουμε ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ κοντά Του. Παρατείνει τὸ ἔλεός του καὶ μᾶς δίνει ἀφορμὲς ἀφυπνίσεως καὶ μετάνοιας, χωρὶς νὰ μᾶς ἔχει Ἐκεῖνος ἀνάγκη. Γιὰ χάρη μας τὸ κάνει. Γιὰ νὰ χαροῦμε κον­τά Του τὸν ἄπειρο πλοῦτο καὶ τὰ οὐράνια ἀγαθὰ τῆς Βασιλείας του.

3. Μᾶς ἀποκαθιστᾶ ὡς υἱούς του

Ἐκεῖ ὅμως ποὺ σαστίζει κανεὶς εἶναι ὅταν ἀναλογίζεται τὴν ὑποδοχὴ ποὺ ἐπιφυλάσσει ὁ Θεὸς στὸν ἁμαρτωλό, ὁ ὁποῖος μετανοημένος ἐπιστρέφει κον­τά Του. Ὁ πατέρας τῆς παραβολῆς, μόλις διέκρινε ἀπὸ μακριὰ τὴ μορφὴ τοῦ γιοῦ του, ἔτρεξε νὰ τὸν ὑποδεχθεῖ. Δὲν σιχάθηκε τὰ κουρελιασμένα ροῦχα του. Ἄνοιξε τὴν πατρικὴ ἀγκαλιά του κι ἔ­πεσε στὸν τράχηλό του, διότι γνώριζε τὴν εἰλικρινὴ μετάνοιά του. Δὲν τὸν ἄ­φησε οὔτε νὰ ἀπολογηθεῖ πλήρως. Διέταξε νὰ τὸν ντύσουν μὲ τὴν πιὸ λαμπρὴ φορεσιά· νὰ τοῦ φορέσουν δακτυλίδι καὶ ὑποδήματα, ὅπως φοροῦσαν οἱ βασιλεῖς· νὰ σφάξουν τὸ καλύτερο μο­σχάρι γιὰ νὰ γιορτάσουν τὴν ἐπιστροφὴ τοῦ χαμένου παιδιοῦ του.

Στὴν ὑπέροχη αὐτὴ περιγραφὴ προτυπώνεται τὸ ξεχείλισμα τῆς θεϊκῆς ἀγάπης. Ὅταν ὁ Θεὸς διακρίνει διάθεση μετάνοιας στὴν καρδιά μας, σπεύδει νὰ μᾶς ἀναζητήσει, νὰ μᾶς ἀγκαλιάσει, παρὰ τὴ δυσωδία τῶν παθῶν μας, νὰ μᾶς ἐλευθερώσει ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες καὶ τὶς ἐνοχές, νὰ μᾶς χαρίσει τὴν εἰρήνη καὶ τὴ χαρά· νὰ μᾶς προσφέρει τὸν «μόσχο τὸν σιτευτό», τὸ Ἄχραντο Σῶμα καὶ τὸ Τίμιο Αἷμα τοῦ Υἱοῦ του στὸ Μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας· νὰ μᾶς καταστήσει καὶ πάλι παιδιά του ἀγαπημένα, βασιλόπουλα στὴν οὐράνια Βασιλεία του.

«Ἀνερμήνευτος ἡ τοῦ Θεοῦ πρόνοια, καὶ ἀκατάληπτος αὐτοῦ ἡ κηδεμονία, ἄρρητος ἡ ἀγαθότης καὶ ἀνεξιχνίαστος ἡ φιλανθρωπία» (PG 52, 498). Εἶναι ἀκατάληπτη ἡ στοργὴ τοῦ Θεοῦ, ἀνέκφραστη ἡ ἀγαθότητά του, ἀνεξερεύνητη ἡ φιλανθρωπία του, θαυμάζει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος. Ἂς μὴν ἀναβάλλουμε λοιπὸν τὴν ἐπιστροφή μας. Ἂς ἀφήσουμε τοὺς ρύπους τῶν παθῶν κι ἂς ἐπιστρέψουμε μὲ μετάνοια στὴν ἀγάπη τοῦ φιλόστοργου Πατέρα μας.