Στή χώρα τῶν Γεργεσηνῶν

Εὐαγγελικό Ἀνάγνωσμα Κυριακῆς 25 Ἰουλίου 2021, Ε΄ Ματθαίου (Ματθ. η΄ 28 – θ΄ 1)

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἐλθόντι τῷ Ἰησοῦ εἰς τὴν χώραν τῶν Γεργεσηνῶν ὑπήντησαν αὐτῷ δύο δαιμονιζόμενοι ἐκ τῶν μνημείων ἐξερχόμενοι, χαλεποὶ λίαν, ὥστε μὴ ἰσχύειν τινὰ παρελθεῖν διὰ τῆς ὁδοῦ ἐκείνης. καὶ ἰδοὺ ἔκραξαν λέγοντες· τί ἡμῖν καὶ σοί, Ἰησοῦ υἱὲ τοῦ Θεοῦ; ἦλθες ὧδε πρὸ καιροῦ βασανίσαι ἡμᾶς; ἦν δὲ μακρὰν ἀπ᾿ αὐτῶν ἀγέλη χοίρων πολλῶν βοσκομένη. οἱ δὲ δαίμονες παρεκάλουν αὐτὸν λέγοντες· εἰ ἐκβάλλεις ἡμᾶς, ἐπίτρεψον ἡμῖν ἀπελθεῖν εἰς τὴν ἀγέλην τῶν χοίρων. καὶ εἶπεν αὐτοῖς· ὑπάγετε. οἱ δὲ ἐξελθόντες ἀπῆλθον εἰς τὴν ἀγέλην τῶν χοίρων· καὶ ἰδοὺ ὥρμησε πᾶσα ἡ ἀγέλη τῶν χοίρων κατὰ τοῦ κρημνοῦ εἰς τὴν θάλασσαν καὶ ἀπέθανον ἐν τοῖς ὕδασιν. οἱ δὲ βόσκοντες ἔφυγον, καὶ ἀπελθόντες εἰς τὴν πόλιν ἀπήγγειλαν πάντα καὶ τὰ τῶν δαιμονιζομένων. καὶ ἰδοὺ πᾶσα ἡ πόλις ἐξῆλθεν εἰς συνάντησιν τῷ Ἰησοῦ, καὶ ἰδόντες αὐτὸν παρεκάλεσαν ὅπως μεταβῇ ἀπὸ τῶν ὁρίων αὐτῶν. Καὶ ἐμβὰς εἰς πλοῖον διεπέρασε καὶ ἦλθεν εἰς τὴν ἰδίαν πόλιν.

1. Ὁ διάβολος δὲν ἔχει ἐξουσία

Ἡ Εὐαγγελικὴ περικοπὴ ποὺ ἀκούσαμε σήμερα μᾶς περιγράφει τὴν ἐπίσκεψη τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ στὴ χώρα τῶν Γεργεσηνῶν καὶ τὰ ὅσα παράδοξα συνέβησαν ἐκεῖ: Μόλις ὁ Κύριος διέσχισε τὴ λίμνη Γεννησαρὲτ καὶ ἀποβιβάσθηκε ἀπὸ τὸ πλοιάριο, τὸν συν­άντησαν δύο δαιμονισμένοι ποὺ ἔβγαιναν ἀπὸ τὰ μνήματα. Ἦταν γενικὰ τόσο ἐπιθετικοὶ καὶ ἐπικίνδυνοι, ὥστε κανεὶς ἀπὸ τοὺς κατοίκους τῆς πόλεως νὰ μὴν τολμᾶ νὰ τοὺς πλησιάσει.

Ἀντικρίζοντας ὅμως τὸν Χριστό, κραύγασαν ἀπὸ τὸν φόβο τους: Ποιὰ σχέση ὑπάρχει ἀνάμεσα σὲ μᾶς καὶ σ᾿ Ἐσένα, Ἰησοῦ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ; Ἦλθες ἐδῶ πρόωρα, γιὰ νὰ μᾶς βασανίσεις; Στὸ μεταξὺ ἔβοσκε στὴν περιοχή τους ἕνα κοπάδι χοίρων. Οἱ δαίμονες τότε ἄρχισαν νὰ παρακαλοῦν τὸν Χριστό: «Εἰ ἐκβάλλεις ἡμᾶς, ἐπίτρεψον ἡμῖν ἀπελθεῖν εἰς τὴν ἀγέλην τῶν χοίρων». Δηλαδή, ἐὰν πρόκειται νὰ μᾶς ἐκδιώξεις ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, δῶσε μας τὴν ἄδεια νὰ μποῦμε μέσα στὸ κοπάδι αὐτὸ τῶν χοίρων.

Ἀξιοπρόσεκτο τὸ γεγονός. Αὐτοὶ ποὺ ἦταν ὁ φόβος καὶ ὁ τρόμος τῶν ἀνθρώπων τῆς περιοχῆς, μπροστὰ στὸν Χριστὸ χάνουν τὴν ἐξουσία τους, τὴ δύναμή τους καὶ κυριεύονται ἀπὸ φόβο. Γιατὶ γνωρίζουν καλὰ ὅτι ἀπέναντί τους ἔχουν τὸν παντοδύναμο Θεό, τὸν Δημιουργὸ καὶ κυβερνήτη τοῦ κόσμου. Ἀναγνωρίζουν τὴν ἀπόλυτη ἐξουσία ποὺ Ἐκεῖνος ἔχει ἐπάνω τους, γι᾿ αὐτὸ καὶ ζητοῦν τὴν ἄδειά του ἀκόμη καὶ γιὰ νὰ εἰσέλθουν σ᾿ ἕνα κοπάδι χοίρων.

Ἡ δύναμη καὶ ἡ ἐξουσία τοῦ διαβόλου εἶναι ἑπομένως περιορισμένη. Χωρὶς τὴν ἄδεια τοῦ Χριστοῦ κανένα κακὸ δὲν μπορεῖ νὰ ἐπιφέρει. Γιὰ κάθε πειρασμὸ στὸν ὁποῖο μᾶς ὑποβάλλει, γιὰ κάθε συμφορὰ καὶ ἀναστάτωση ποὺ φέρνει στὴ ζωή μας ἔχει πάρει ἔγκριση ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Θεό. Γι᾿ αὐτὸ ἂς μὴ φοβόμαστε τὸν διάβολο. Δὲν ἔχει καμία ἰσχὺ ἀπέναντί μας, οὔτε αὐτὸς οὔτε τὰ δαιμονικὰ τεχνάσματα τῶν ἀνθρώπων του, ὅπως ἡ μαγεία. Δὲν μποροῦν νὰ μᾶς βλάψουν, ἂν δὲν τὸ ἐπιτρέψει ὁ παντοκράτορας Κύριος κι ἂν ἐμεῖς βέβαια δὲν δώσουμε ἀφορμὲς μὲ τὴν ἀπρόσεκτη ζωή μας.

2. Νὰ μὴ διώχνουμε τὸν Χριστὸ

Ἐξίσου ἐντυπωσιακὴ εἶναι καὶ ἡ συνέχεια τῆς περικοπῆς: Ἐπειδὴ αὐτοὶ ποὺ ἔτρεφαν τὸ κοπάδι τῶν χοίρων, παρέβαιναν μὲ τὴν πράξη τους αὐτὴ τὸν Μωσαϊ­κὸ Νόμο, ποὺ ἀπαγόρευε ὡς ἀκάθαρτο τὸ χοιρινὸ κρέας, ὁ Κύριος, γιὰ νὰ τοὺς παιδαγωγήσει, ἐπέτρεψε στοὺς δαίμονες νὰ εἰσέλθουν στοὺς χοίρους. Καὶ τότε συνέβη τὸ ἑξῆς παράδοξο: Οἱ δαίμονες βγῆκαν ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους καὶ μπῆκαν στοὺς χοίρους· ὁπότε ξαφνικὰ ὅλο τὸ κοπάδι τῶν χοίρων ὅρμησε μὲ μανία στὸν γκρεμό, ἔπεσε στὴ θάλασσα καὶ πνίγηκε στὰ νερὰ τῆς λίμνης.

Συγκλονισμένοι ἐκεῖνοι ποὺ ἔβοσκαν τοὺς χοίρους ἔφυγαν, ἀφοῦ δὲ πῆγαν στὴν πόλη, ἀνήγγειλαν ὅλα ὅσα ἔγιναν, καὶ ἰδιαιτέρως τὸ τί συνέβη μὲ τοὺς δαιμονισμένους. Ὅλοι οἱ κάτοικοι τῆς πόλεως βγῆκαν τότε γιὰ νὰ συναντήσουν τὸν Ἰησοῦ Χριστό. Ὄχι ὅμως γιὰ νὰ Τοῦ ἐκφράσουν τὴν εὐγνωμοσύνη τους καὶ νὰ Τὸν εὐχαριστήσουν ἢ νὰ Τὸν προσκυνήσουν ὡς ἀπεσταλμένο τοῦ Θεοῦ, ὅπως ἔκαναν πολλοὶ ἄλλοι ἄνθρωποι ποὺ ἔβλεπαν τὰ ἐντυπωσιακὰ θαύματα ποὺ Ἐκεῖνος ἐπιτελοῦσε. Ἀντίθετα, αὐτοὶ «ἰδόντες αὐτὸν παρεκάλεσαν ὅπως μεταβῇ ἀπὸ τῶν ὁρίων αὐτῶν». Δηλαδή, Τὸν ἀναζήτησαν γιὰ νὰ Τὸν παρακαλέσουν νὰ φύγει ἀπὸ τὴν περιοχή τους. Τὸν ἔδιωξαν! Ὁ Κύριος λοιπὸν σεβόμενος τὴν ἐπιθυμία τους μπῆκε σ᾿ ἕνα πλοῖο, πέρασε στὴν ἀπέναν­τι ὄχθη τῆς λίμνης καὶ ἦλθε στὴν Καπερναούμ.

Εἶναι ὄντως τραγικό: ὁ μικρὸς καὶ πεπερασμένος ἄνθρωπος νὰ διώχνει τὸν ἴδιο τὸν Δημιουργό του, τὸν Εὐεργέτη του, τὸν Λυτρωτή του· νὰ διώχνει τὸν ἄπειρο Θεό! Ἐκεῖνον ποὺ ἔγινε ἄνθρωπος γιὰ νὰ σώσει τὸν ἄνθρωπο καὶ νὰ τὸν ἐλευθερώσει ἀπὸ τὸν θάνατο· Ἐκεῖνον ποὺ θυσιάσθηκε γιὰ νὰ τὸν ὁδηγήσει στὴν ἀθανασία, στὴν αἰώνια χαρὰ καὶ εὐτυχία.

Τὸ ἀκόμη τραγικότερο εἶναι ὅτι δὲν ἔδιωξαν τὸν Χριστὸ ἀπὸ τὰ σύνορά τους μόνο οἱ Γεργεσηνοὶ ποὺ ἀκούσαμε στὴν περικοπή. Αἰῶνες τώρα οἱ ἀνθρώπινες κοινωνίες διώχνουν τὸν Χριστό. Τὸ βλέπουμε καὶ στὴν ἐποχή μας, ἀκόμη καὶ στὴν Ὀρθόδοξη πατρίδα μας. Μήπως δὲν διώχνουμε τὸν Χριστὸ μὲ τοὺς ἀσεβεῖς καὶ ἀνήθικους νόμους ποὺ ψηφίζονται, μὲ τὴν ἐφαρμογὴ σχολικῶν προγραμμάτων ποὺ ἀπροκάλυπτα ἀποχριστιανίζουν τὴ νεολαία, μὲ τὴν κατασυκοφάντηση τῆς Ἐκκλησίας;

Ὅσο ὅμως θὰ ἀπομακρύνουμε τὸν Χριστὸ ἀπὸ τὴν κοινωνία μας, τόσο αὐτὴ θὰ ἐκβαρβαρίζεται, τὰ ἐγκλήματα θὰ ἐξ­απλώνονται καὶ ἡ κακία θὰ ὀργιάζει· τόσο περισσότερο θὰ αὐξάνεται ἡ ταλαιπωρία καὶ ὁ σπαραγμὸς τῶν ἀνθρώπων. Ἂς ξυπνήσουμε λοιπόν, πρὶν εἶναι πολὺ ἀργά!