Μὲ τὴ δύναμη τῆς πίστεως

Εὐαγγελικό Ἀνάγνωσμα Κυριακῆς 7 Νοεμβρίου 2021, Ζ΄ Λουκᾶ (Λουκ. η΄ 41-56)

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἄνθρωπός τις προσῆλθε τῷ ᾿Ιησοῦ, ᾧ ὄνομα ᾿Ιάειρος, καὶ αὐτὸς ἄρχων τῆς συναγωγῆς ὑπῆρχε· καὶ πεσὼν παρὰ τοὺς πόδας τοῦ ᾿Ιησοῦ παρεκάλει αὐτὸν εἰσελθεῖν εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ, ὅτι θυγάτηρ μονογενὴς ἦν αὐτῷ ὡς ἐτῶν δώδεκα, καὶ αὕτη ἀπέθνησκεν. ᾿Εν δὲ τῷ ὑπάγειν αὐτὸν οἱ ὄχλοι συνέπνιγον αὐτόν. καὶ γυνὴ οὖσα ἐν ρύσει αἵματος ἀπὸ ἐτῶν δώδεκα, ἥτις ἰατροῖς προσαναλώσα­σα ὅλον τὸν βίον οὐκ ἴσχυσεν ὑπ᾿ οὐδενὸς θεραπευθῆναι, προσελθοῦσα ὄπισθεν ἥ­ψα­το τοῦ κρασπέδου τοῦ ἱματίου αὐτοῦ, καὶ παραχρῆμα ἔστη ἡ ρύσις τοῦ αἵματος αὐτῆς. καὶ εἶπεν ὁ ᾿Ιησοῦς· τίς ὁ ἁψάμενός μου; ἀρνουμένων δὲ πάντων εἶπεν ὁ Πέτρος καὶ οἱ σὺν αὐτῷ· ἐπιστάτα, οἱ ὄχλοι συνέχουσί σε καὶ ἀποθλίβουσι, καὶ λέγεις τίς ὁ ἁψάμενός μου; ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς εἶπεν· ἥψατό μού τις· ἐγὼ γὰρ ἔγνων δύναμιν ἐξελθοῦσαν ἀπ᾿ ἐμοῦ. ἰδοῦσα δὲ ἡ γυνὴ ὅτι οὐκ ἔλαθε, τρέμουσα ἦλθε καὶ προσπεσοῦσα αὐτῷ δι᾿ ἣν αἰτίαν ἥψατο αὐτοῦ ἀπήγγειλεν αὐτῷ ἐνώπιον παντὸς τοῦ λαοῦ, καὶ ὡς ἰάθη παραχρῆμα. ὁ δὲ εἶπεν αὐτῇ· θάρσει, θύγατερ, ἡ πίστις σου σέσωκέ σε· πορεύου εἰς εἰρήνην. ῎Ετι αὐτοῦ λαλοῦντος ἔρχεταί τις παρὰ τοῦ ἀρχισυναγώγου λέγων αὐτῷ ὅτι τέ­θνηκεν ἡ θυγάτηρ σου· μὴ σκύλλε τὸν διδάσκαλον. ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς ἀκούσας ἀπε­κρίθη αὐτῷ λέγων· μὴ φοβοῦ· μόνον πίστευε, καὶ σωθήσεται. ἐλθὼν δὲ εἰς τὴν οἰκίαν οὐκ ἀφῆκεν εἰσελθεῖν οὐδένα εἰ μὴ Πέτρον καὶ ᾿Ιωάννην καὶ ᾿Ιάκωβον καὶ τὸν πατέρα τῆς παιδὸς καὶ τὴν μητέρα. ἔκλαιον δὲ πάντες καὶ ἐκόπτοντο αὐτήν. ὁ δὲ εἶπε· μὴ κλαίετε· οὐκ ἀπέθανεν, ἀλλὰ καθεύδει. καὶ κατεγέλων αὐτοῦ, εἰδότες ὅτι ἀπέθανεν. αὐτὸς δὲ ἐκβαλὼν ἔξω πάντας καὶ κρατήσας τῆς χειρὸς αὐτῆς ἐφώνησε λέγων· ἡ παῖς, ἐγείρου. καὶ ἐπέστρεψε τὸ πνεῦμα αὐτῆς, καὶ ἀνέστη παραχρῆμα, καὶ διέταξεν αὐτῇ δοθῆναι φαγεῖν. καὶ ἐξέστησαν οἱ γονεῖς αὐτῆς. ὁ δὲ παρήγγειλεν αὐτοῖς μηδενὶ εἰπεῖν τὸ γεγονός.

1. Ἂν «ἀγγίζαμε» τὸν Θεό!

Ὁ Κύριος κατευθυνόταν πρὸς τὸ σπίτι τοῦ ἀρχισυναγώγου Ἰαείρου. Τὸν εἶχε ἱκετεύσει ὁ Ἰάειρος νὰ θεραπεύσει τὴν ἑτοιμοθάνατη μονάκριβη κόρη του, ποὺ ἦταν μόλις δώδεκα ἐτῶν. Καθὼς ὁ Ἰησοῦς πορευόταν, πλῆθος ἀνθρώπων Τὸν περιέβαλλε ἀσφυκτικά. Ἀνάμεσά τους βρισκόταν καὶ μία γυναίκα, ποὺ ἐπὶ δώδεκα χρόνια ἔπασχε ἀπὸ συν­εχὴ αἱμορραγία. Μάταια εἶχε ξοδέψει ὅλη τὴν περιουσία της σὲ γιατρούς. ­Κανεὶς δὲν μπόρεσε νὰ τὴ βοηθήσει. Τελευταία ἐλ­πίδα τῆς ἀπέμενε τώρα ὁ Χριστός. Δὲν ἀπαίτησε ὡστόσο νὰ δια­κόψει ὁ Κύριος τὴν πορεία του, δὲν παρουσιάσθηκε μπροστά Του, νὰ Τοῦ ἀπευθύνει μὲ θάρρος τὸ αἴτημά της, νὰ ἀγγίξει ἔστω τὰ πόδια του· ἀλλὰ «προσελθοῦσα ὄ­πισθεν», μὲ συστολή, ἄγγιξε μόνο τὴν ἄκρη τοῦ ἐνδύματός του. Ἦταν βέβαιη ὅτι καὶ μόνο αὐτὸ ἀρκοῦσε γιὰ νὰ τὴ θεραπεύσει. Καὶ πράγματι, τὴ στιγμὴ ποὺ ἄγγιξε τὸ ἱμάτιο τοῦ Παντοδυνάμου, ἡ αἱμορραγία της σταμάτησε.
Τότε ρώτησε ὁ Κύριος: «Τίς ὁ ἁψάμενός μου;» Ποιὸς μὲ ἄγγιξε; Ὁ Πέτρος καὶ οἱ ὑπόλοιποι Μαθητὲς ἀπάντησαν μὲ ἀπορία: «Διδάσκαλε, τόσος κόσμος σὲ πιέζει ἀσφυκτικὰ καὶ Σὺ ρωτᾶς, ποιὸς μὲ ἄγγιξε;» Ὁ δὲ Ἰησοῦς ἀποκρίθηκε: «Ἥψατό μού τις». Κάποιος μὲ ἄγγιξε, διότι ἔνιωσα δύναμη θαυματουργικὴ νὰ βγαίνει ἀπὸ μέσα μου. Ἡ ἄρρωστη γυναίκα κατάλαβε ὅτι εἶχε γίνει πλέον ἀντιληπτή. Γι᾿ αὐτὸ παρουσιάσθηκε στὸν Χριστὸ καὶ ὁμολόγησε τί εἶχε συμβεῖ. Ὁ Κύριος τότε τὴν ἐπιβράβευσε λέγοντάς της: «Ἔχε θάρρος, κόρη μου, ἡ πίστη σου σὲ ἔχει θεραπεύσει. Πήγαινε στὸ καλὸ εἰρηνικὴ καὶ ἥσυχη».
Κάνει ὁπωσδήποτε ἐντύπωση τὸ ὅτι, παρόλο ποὺ πολλοὶ ἄνθρωποι συμπνί­γουν τὸν Κύριο, μία μόνο γυναίκα δέχεται τὴ θαυματουργικὴ δύναμή του καὶ θεραπεύεται μὲ τὸν παράδοξο αὐτὸ τρόπο, μόνο μὲ τὸ ἄγγιγμα τοῦ ἐνδύματός του. Διότι μόνο αὐτὴ προσεγγίζει τὸν Χριστὸ μὲ εὐλάβεια καὶ πίστη.
Πλησιάζουμε κι ἐμεῖς τὸν Κύριο. Ἀμέτρητοι ἄνθρωποι Τὸν λατρεύουμε στοὺς ἱεροὺς Ναούς μας καὶ ἀξιωνόμαστε ὄχι ἁπλὰ νὰ ἀγγίξουμε τὴν ἄκρη τοῦ ἐνδύματός του, ἀλλὰ νὰ λάβουμε μέσα μας τὸ Ἄχραντο Σῶμα του καὶ τὸ Τίμιο Αἷμα του· νὰ ἑνωθοῦμε μαζί Του μὲ τὸ Μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας. Ἔχουμε, ἀλήθεια, τὰ ἀντίστοιχα θαυμαστὰ ἀποτελέσματα;
Ἂν «ἀγγίζαμε» τὸν Θεὸ μὲ τὴν εὐλάβεια τῆς αἱμορροούσας, ἂν μεταλαμβάναμε ὄχι ἀπὸ συνήθεια καὶ μὲ θάρρος, ἀλλὰ μὲ φόβο Θεοῦ καὶ συναίσθηση, νὰ εἴμαστε βέβαιοι ὅτι τὴν ἴδια θαυματουργικὴ δύναμη καὶ Χάρι ποὺ ἔλαβε ἡ αἱμορροούσα, θὰ τὴν παίρναμε κι ἐμεῖς.

2. «Μὴ φοβᾶσαι, μόνο πίστευε»!

Πρὶν ἀκόμη τελειώσει τὰ λόγια του ὁ Κύριος, κατέφθασε κάποιος ἀπὸ τὸ σπίτι τοῦ Ἰαείρου καὶ τοῦ ἀνήγγειλε τὸν θάνατο τῆς κόρης του. Ὁ ἀρχισυνάγωγος τὴν ὥρα ἐκείνη ἔνιωσε τὰ πάντα γύρω του νὰ κλονί­ζονται. Μπῆκε ταφόπλακα σὲ κάθε ἐλπίδα του. Δὲν ὑπῆρχε πιὰ συνεπῶς λόγος νὰ ἀπασχολεῖ τὸν Χριστό. Μόλις ὅμως ἄκουσε τὴν εἴδηση ὁ παντογνώστης Κύριος, εἶπε στὸν Ἰάειρο: «Μὴ φοβοῦ· μόνον πίστευε, καὶ σωθήσεται». Δηλαδή, μὴ φοβᾶσαι, μόνο συνέχισε νὰ πιστεύεις καὶ θὰ σωθεῖ ἡ κόρη σου ἀπὸ τὸν θάνατο.
Φθάνοντας στὸ σπίτι ἀντίκρισαν τοὺς ἀνθρώπους ποὺ εἶχαν συγκεντρωθεῖ, νὰ κλαῖνε καὶ νὰ θρηνοῦν γιὰ τὴ ­νεκρή. Ὁ Κύριος ὅμως τοὺς καθησύχασε: «Μὴν κλαῖτε, τὸ κορίτσι δὲν πέθανε, ἀλλὰ κοιμᾶται». Οἱ ἄνθρωποι ἐκεῖνοι παρ᾿ ὅλα αὐτά ἄρχισαν νὰ Τὸν εἰρωνεύονται, καθὼς ἦταν βέβαιοι γιὰ τὸν θάνατο τοῦ παιδιοῦ. Τότε ὁ Ἰησοῦς εἰσῆλθε στὸ δωμάτιο παίρνον­τας μαζί Του μόνο τὸν Πέτρο, τὸν Ἰάκωβο, τὸν Ἰωάννη καὶ τοὺς γονεῖς τῆς κόρης. Ἔπιασε ἔπειτα τὸ χέρι της καὶ φώναξε: «Ἡ παῖς, ἐγείρου»! Κόρη, σήκω ἐπάνω. Τὴ στιγμὴ ἐκείνη ἡ ψυχή της ἐπέστρεψε στὸ σῶμα καὶ ἡ κόρη ἀμέσως ἀναστήθηκε. Κι ἐνῶ οἱ γονεῖς παρακολουθοῦσαν συγκλονισμένοι, ὁ Κύριος τοὺς εἶπε νὰ τῆς δώσουν φαγητὸ καὶ νὰ μὴ διαδώσουν σὲ κανέναν τὸ θαυμαστὸ γεγονός.
Δὲν εἶναι λίγες οἱ φορὲς ποὺ βρισκόμαστε κι ἐμεῖς στὴν ψυχικὴ κατάσταση τοῦ Ἰαείρου τὴ στιγμὴ ποὺ πληροφορήθηκε τὸν θάνατο τοῦ μονάκριβου παιδιοῦ του. Ἡ εἴδηση μιᾶς ἀνίατης ἀσθένειας, ἡ ἀπώλεια κάποιου ἀγαπημένου προσώπου, ἡ ἀποτυχία σὲ κάποια ­προσπάθειά μας, τὰ οἰκονομικὰ προβλήματα καὶ γενικὰ οἱ ἀπογοητεύσεις ποὺ μᾶς ἐπιφυλάσσει ἡ ζωή, σκοτεινιάζουν τὸν ὁρίζοντα τῆς ψυχῆς μας, κλονίζουν τὴν πίστη μας· κάποτε δὲ μᾶς κάνουν νὰ ἀμφισβητοῦμε ἀκόμη καὶ τὸ νόημα τῆς ὑπάρξεώς μας: «Τί νόημα ἔχει γιὰ μένα ἡ ζωή;», διερωτώμαστε.
«Μὴ φοβᾶσαι, μόνο πίστευε»! Σὰν βάλσαμο ἀκούγεται σ᾿ αὐτὲς τὶς ὥρες ὁ λόγος τοῦ Κυρίου, ποὺ κρατεῖ στὰ παν­τοδύναμα χέρια του τὴν ὕπαρξή μας καὶ ὁλόκληρο τὸν κόσμο. Γιὰ Ἐκεῖνον δὲν ὑπάρχει ἀδιέξοδο, οὔτε πρόβλημα ἄλυτο. Ἕνα μόνο θέλει ἀπὸ ἐμᾶς: νὰ μὴ χάσουμε τὴν πίστη μας. Αὐτὴ εἶναι ἡ κινητήρια δύναμη τοῦ ἀνθρώπου. Σὲ κάθε λοιπὸν ἐμπόδιο ποὺ ὑψώνεται στὴν πορεία μας, ἂς ἀκοῦμε κι ἐμεῖς τὴ στοργικὴ ἐκείνη φωνὴ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ: «Μὴ φοβοῦ· μόνον πίστευε»!