ΤΟ ΣΥΝΑΞΑΡΙ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ (20/5)

Σήμερα 20/5 εορτάζουν:

  • Άγιος Θαλλέλαιος ο Ανάργυρος
  • Αγία Λυδία η Φιλιππησία
  • Όσιοι Νικήτας, Ιωάννης και Ιωσήφ οι κτήτορες της Νέας Μονής Χίου
  • Όσιος Θαλάσσιος
  • Άγιοι Αλέξανδρος και Αστέριος
  • Άγιος Ασκλάς
  • Ανακομιδή και μετακομιδή του ιερού λειψάνου του Αγίου Νικολάου επισκόπου Μύρων της Λυκίας του Θαυματουργού
  • Όσιος Μάρκος ο Ερημίτης
  • Ανακομιδή Ιερών Λειψάνων του Οσίου Αλεξίου του θαυματουργού
  • Όσιος Στέφανος
  • Άγιος Τιμόθεος του Πσκώφ
  • Άγιοι Ζαβουλών και Σωσσάνη
  • Αγία Πλατίλλα η Ρωμαία
  • Άγιος Θεόδωρος Επίσκοπος Παβίας
  • Άγιος Ουλτρίλλος Επίσκοπος Μπουργκές
  • Άγιος Αναστάσιος Επίσκοπος Βρεσκίας

Ὁ Ἅγιος Θαλλέλαιος

Στήν Ἐκ­κλη­σί­α τοῦ Χρι­στοῦ δέν εἶ­ναι μι­κρή ἡ πα­ρά­τα­ξη τῶν Ἁ­γί­ων ἰα­τρῶν καί μά­λι­στα τῶν Μαρ­τύ­ρων ἰα­τρῶν, οἱ ὁ­ποῖ­οι ὄ­χι μό­νο προ­σέ­φε­ραν μέ αὐ­τα­πάρ­νη­ση τίς ὑ­πη­ρε­σί­ες τους στήν κοι­νω­νί­α, ἀλ­λά ὑ­πέ­στη­σαν καί τό μαρ­τύ­ριο γιά τήν πί­στη τοῦ Χρι­στοῦ. Ἕ­νας ἀ­π’ αὐ­τούς εἶ­ναι καί ὁ Θαλ­λέ­λαι­ος, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἔ­ζη­σε στόν Λί­βα­νο τόν 3ο μ.Χ. αἰ­ώ­να.

Ἦ­ταν ἀ­κό­μη ἐ­πο­χή εἰ­δω­λο­λα­τρί­ας καί μά­λι­στα δι­ωγ­μοῦ κα­τά τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τοῦ Χρι­στοῦ καί τῶν πι­στῶν της. Ὅ­μως ὁ Θαλ­λέ­λαι­ος εὐ­τύ­χη­σε νά γεν­νη­θεῖ ἀ­πό γο­νεῖς Χριστιανούς καί μά­λι­στα πι­στούς καί ἐ­νά­ρε­τους. Τόν Βε­ρού­κιο καί τήν Ρω­μυ­λί­α. Εὐ­φυ­ής, ἀ­πό τήν πρώ­τη του ἡ­λι­κί­α δι­έ­κρι­νε τόν ἐ­νά­ρε­το χα­ρα­κτή­ρα καί τήν ἀ­να­στρο­φή τῶν γονέ­ων του καί προ­σπά­θη­σε νά τούς μι­μη­θεῖ σέ ὅ­λα. Τούς μι­μή­θη­κε στήν φω­τι­σμέ­νη καί θερ­μή τους πί­στη, τήν ἀ­γά­πη καί τήν φι­λαν­θρω­πί­α, τήν παρ­ρη­σί­α καί τήν ὁ­μο­λο­γί­α. Κι ὅ­λα αὐ­τά μέ­σα στό πο­νη­ρό πε­ρι­βάλ­λον τῆς εἰ­δω­λο­λα­τρί­ας, τῆς φι­λαυ­τί­ας καί τοῦ ἀ­το­μι­σμοῦ. Ὁ Θαλ­λέ­λαι­ος, σύμ­φω­να μέ τό πα­ρά­δειγ­μα τῶν γο­νέ­ων του, θέ­λη­σε νά θέ­σει τόν ἑ­αυ­τό του στήν ὑ­πη­ρε­σί­α τῶν συ­ναν­θρώ­πων του, τούς ὁ­ποί­ους στό ὄ­νο­μα τοῦ Θε­οῦ τῆς ἀ­γά­πης ἀ­γά­πη­σε μέ ὅ­λη τήν καρ­διά του. Σπού­δα­σε λοι­πόν τήν ἰ­α­τρι­κή ἐ­πι­στή­μη καί μ’ αὐ­τήν ἔ­γι­νε ὁ πρό­θυ­μος καί ἀ­κού­ρα­στος ὑ­πη­ρέ­της στό πε­ρι­βάλ­λον του, σέ Χρι­στια­νούς καί εἰ­δω­λο­λά­τρες. Πραγ­μα­τι­κός μι­μη­τής τοῦ Κυ­ρί­ου στή νί­ψη τῶν πο­δι­ῶν τῶν συνάνθρω­πών του, ὑ­πη­ρέ­της καί δοῦ­λος ὅ­λων (Ἰ­ω­άν. ιγ΄ 14 – 15.), (Μάρκ. ι΄ 13 – 14).

Ὁ χρι­στια­νός ἰα­τρός δέν εἶ­χε ἀ­νάγ­κη χρη­μά­των. Πλού­σιος ἀ­πό τούς γο­νεῖς του, δι­έ­θε­τε, μα­ζί μέ τίς γνώ­σεις του καί τίς δυ­νά­μεις του, ἀ­πό τά δι­κά του χρή­μα­τα γιά τήν ἀνακούφιση τῶν ἀ­σθε­νῶν, ὅ­που κι ἄν τόν κα­λοῦ­σαν. Γιά τούς ἀ­σθε­νεῖς καί τίς οἰ­κο­γέ­νει­ές τους ἦ­ταν ὄ­χι μό­νο ὁ θε­ρά­πων ἰα­τρός, ἀλ­λά συγ­χρό­νως καί ὁ ἄγ­γε­λος τῆς παρηγοριᾶς, ὁ εὐ­θαρ­σής ὁ­μο­λο­γη­τής τῆς χρι­στι­α­νι­κῆς ὁ­μο­λο­γί­ας. Γιά τούς Χρι­στια­νούς ὁ θαρ­ρα­λέ­ος ἐ­πι­στή­μων, ὁ ὁ­ποῖ­ος στή­ρι­ζε στήν πί­στη καί τήν ἐλ­πί­δα, ἐ­νί­σχυ­ε στήν ἀρετή καί τούς ἀ­γῶ­νες, μά­λι­στα στήν πε­ρί­ο­δο ἐ­κεί­νη τῶν δι­ωγ­μῶν.

Γιά τούς εἰ­δω­λο­λά­τρες ἦ­ταν ὁ ἱ­ε­ρα­πό­στο­λος τῆς ἀ­γά­πης. Θλι­βό­ταν ὅ­ταν δι­α­πί­στω­νε τήν ἄ­γνοι­α τῆς ἀ­λή­θειας, τήν τυ­ραν­νί­α τῆς πο­λύ­μορ­φης ἁ­μαρ­τί­ας. Ὡς ἰα­τρός γνώ­ρι­ζε πό­σο τα­λαι­πω­ρεῖ τό σῶ­μα καί τήν ψυ­χή ἡ ἁ­μαρ­τί­α. Καί προ­σπα­θοῦ­σε τό­τε μέ ὅ­λη τή δύ­να­μη τῆς ἐ­πι­στή­μης καί τῆς πί­στε­ως νά ἐμ­πνεύ­σει στούς ἀ­σθε­νεῖς του ἐ­θνι­κούς τήν ἀ­λή­θεια τῆς χρι­στι­α­νι­κῆς πί­στε­ως, τή με­τά­νοι­α καί τή νέ­α ἐν Χρι­στῷ ζω­ή.

Σ’ αὐ­τά ἄς προ­στε­θοῦν καί τά θαύ­μα­τα, τά ὁ­ποῖ­α ἐ­πι­τέ­λε­σε ἡ πί­στη του. Ὅ­ταν δη­λα­δή δι­ε­πί­στω­νε δύ­σκο­λες ἤ καί ἀ­νί­α­τες ἀ­σθέ­νει­ες, γο­νά­τι­ζε μέ πί­στη σέ προ­σευ­χή καί ἱ­κέ­τευ­ε τόν Θε­ό γιά τή θαυ­μα­τουρ­γι­κή θε­ρα­πεί­α. Καί μέ τήν προ­σευ­χή του καί τήν θαυ­μα­στή ἐ­πέμ­βα­ση τοῦ Κυ­ρί­ου ἔ­γι­ναν πολ­λές ἰά­σεις.

Γρά­φει ὁ ἱ­ε­ρός ὑ­μνω­δός: «Νέ­ος τό σῶ­μα ὑ­πάρ­χων, ταῖς δέ φρε­σί τέ­λει­ος, θε­ο­γνω­σί­αν ἀ­λη­θῆ, κα­θά­περ ἥ­λιος ἔ­λαμ­ψας». Γιά ὅ­λα αὐ­τά ὁ Θαλ­λέ­λαι­ος ἀ­γα­πή­θη­κε ἀ­πό πολ­λούς, ἀλ­λά καί τό ὄ­νο­μά του ἀ­να­φε­ρό­ταν μέ με­γά­λο θαυ­μα­σμό ἀπό ὅ­λους.

Τόν ἀ­γά­πη­σαν πολ­λοί, ἀλ­λά καί με­ρι­κοί τόν μί­ση­σαν, ζη­λό­τυ­ποι εἰ­δω­λο­λά­τρες, δι­ῶ­κτες τοῦ Χρι­στι­α­νι­σμοῦ. Ἄλ­λω­στε καί ὁ αὐ­το­κρά­τωρ Νου­με­ρια­νός (283 – 284) εἶ­χε ἐ­ξα­πο­λύ­σει δι­ωγ­μό ἐ­ναν­τί­ον τῶν Χρι­στια­νῶν. Γι’ αὐ­τό καί ὁ ἔ­παρ­χος Τι­βε­ρια­νός κι­νή­θη­κε νά συλ­λά­βει τόν χρι­στια­νό ἰα­τρό. Ὁ Θαλ­λέ­λαι­ος ὅ­μως δι­έ­φυ­γε στήν Κι­λι­κί­α, γιά νά συ­νε­χί­σει κι ἐ­κεῖ τό φι­λάνθρωπο δι­πλό ἔρ­γο του. Ὅ­μως κι ἐ­κεῖ δέν φαί­νε­ται νά ἐρ­γά­σθη­κε γιά πολ­λά ἔ­τη. Τόν ἀ­να­γνώ­ρι­σαν ὡς Χρι­στια­νό, καί ὡς ἐ­πι­κίν­δυ­νο τόν ὁ­δή­γη­σαν στόν ἄρ­χον­τα τοῦ τόπου Θε­ό­δω­ρο, ὁ ὁ­ποῖ­ος καί τόν βα­σά­νι­σε μέ φο­βε­ρά μαρ­τύ­ρια.

Οἱ ἱ­ε­ροί Συ­να­ξα­ρι­στές μᾶς δι­α­σώ­ζουν τή σει­ρά τῶν μαρ­τυ­ρί­ων. Στήν ἀρ­χή τοῦ τρύ­πη­σαν τούς ἀ­στρα­γά­λους καί ἀ­π’ αὐ­τούς μέ σχοι­νί τόν κρέ­μα­σαν μέ τό κε­φά­λι πρός τά κά­τω. Στή συ­νέ­χεια, γιά νά πνι­γεῖ, τόν ἔ­ρι­ξαν στό βά­θος τῆς θά­λασ­σας, ἀ­π’ ὅ­που ὅ­μως βγῆ­κε τε­λεί­ως ἀ­βλα­βής. Κα­τό­πιν τόν ἔ­ρι­ξαν στά θη­ρί­α, ἀλ­λά καί τά θη­ρί­α, ἡ­με­ρό­τε­ρα στήν περί­πτω­ση αὐ­τή ἀ­πό τούς δη­μί­ους του, τόν ἄ­φη­σαν ἀ­νέ­πα­φο. Τε­λι­κά, τόν Μά­ϊ­ο τοῦ ἔ­τους 289, τοῦ ἔ­κο­ψαν τό κε­φά­λι καί ὁ ἰα­τρός τῆς ἀ­γά­πης πα­ρέ­δω­σε τό πνεῦ­μα του στόν Θε­ό τῆς ἀ­γά­πης, ἀ­φοῦ προ­η­γου­μέ­νως μέ τήν ἀ­γά­πη του ὁ­δή­γη­σε στήν ἀ­γά­πη τοῦ Θε­οῦ ἀμέ­τρη­τους ἀν­θρώ­πους. Γιά νά ση­μει­ώ­σει καί ὁ ἱ­ε­ρός ὑ­μνο­γρά­φος: «Οἱ πό­νοι σου, μακά­ρι­ε, εὐ­ῶ­δες ὡς θυ­μί­α­μα τῷ Εὐ­ερ­γέ­τῃ προ­ση­νέ­χθη­σαν τήν ἄ­πο­νον ἐν­τεῦ­θεν βα­σι­λεί­αν, Ἅ­γι­ε, καί ζω­ήν κε­κλή­ρω­σαι, με­τά πάν­των ἐ­κλε­κτῶν».

Φι­λάν­θρω­πος, πράγ­μα­τι χρι­στια­νός ἰα­τρός ὁ ἅ­γιος καί μάρ­τυς Θαλ­λέ­λαι­ος, ὁ ὁ­ποῖ­ος μέ τήν πί­στη καί τήν ἐ­πι­στή­μη του εὐ­ερ­γέ­τη­σε σώ­μα­τα καί ψυ­χές ἀν­θρώ­πων. Πα­ρά­δειγ­μα ἄ­ξιο γιά μί­μη­ση!

Στι­χη­ρόν Ἑ­σπε­ρι­νοῦ. Ἦ­χος δ΄.

Ὄμ­βροις τῶν αἱ­μά­των σου, με­γα­λο­μάρ­τυς Θαλ­λέ­λαι­ε, ἀ­θε­ΐ­ας τήν κά­μι­νον ἐν­θέ­ως κα­τέ­σβε­σας,

νῦν δέ τῶν θαυ­μά­των, ρεί­θροις ἀ­πε­λαύ­νεις, πά­θη ποι­κί­λα καί πι­στοῖς ρῶ­σιν πα­ρέ­χεις ἐν θεί­ᾳ χά­ρι­τι,

διό τήν θεί­αν μνή­μην σου πε­ρι­χα­ρῶς ἑ­ορ­τά­ζο­μεν καί τήν κό­νιν τοῦ σώ­μα­τος ἱ­ε­ρῶς προ­σπτυσ­σό­με­θα.

Ἀ­πο­λυ­τί­κιον Ἦ­χος γ΄.

Ἀ­θλο­φό­ρε Ἅ­γι­ε καί ἰ­α­μα­τι­κέ Θαλ­λέ­λαι­ε, πρέ­σβευ­ε τῷ ἐ­λε­ή­μο­νι Θε­ῷ

ἵ­να πται­σμά­των ἄ­φε­σιν πα­ρά­σχῃ ταῖς ψυ­χαῖς ἡ­μῶν.

Ἀπό τό βιβλίο «Φωστῆρες Ὑπέρλαμπροι»

Ἀρχιμ. Θεοδώρου Μπεράτη

Ἡ Ἁγία Λυδία ἡ Φιλιππησία

«Διαβὰς εἰς Μακεδονίαν βοήθησον ἡμῖν» (Πράξ. 16,9), εἶναι ἡ ἔκκληση τοῦ Μακεδόνα ποὺ βλέπει σὲ ὅραμα ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἐνῷ βρίσκεται στὴν Τρωάδα. Τὴ φωνὴ αὐτὴ τὴν θεωρεῖ ὡς φωνὴ Θεοῦ καὶ χωρὶς ἀναβολὴ ἀποφασίζει νὰ διαπεραιωθεῖ στὸ ἐκλεκτότερο τμῆμα τῆς Εὐρώπης, τὴν Μακεδονία. Μαζί του παίρνει καὶ τοὺς ἐκλεκτούς του συνεργάτες, Τιμόθεο, Σίλα καὶ Λουκᾶ. Ἀποβιβάζονται στὴ Νεάπολη, σημερινὴ Καβάλα, κι ἀπὸ κεῖ ἀναχωροῦν γιὰ τοὺς Φιλίππους. Ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη τῶν Φιλίππων καὶ κοντὰ στὶς ὄχθες τοῦ Ζυγάκτου ποταμοῦ εἶναι ὁ τόπος προσευχῆς τῶν Ἰουδαίων. Στὶς συγκεντρωμένες ἐκεῖ γυναῖκες ὁ Ἀπόστολος Παῦλος κηρύττει, γιὰ πρώτη φορὰ στὴν Εὐρώπη, τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ. Οἱ θεοφοβούμενες γυναῖκες ἀκοῦν μὲ προσοχὴ καὶ εὐλάβεια τὰ λόγια του ἀγνώστου Ἰουδαίου. Ἀλλὰ ἐκείνη ποὺ περισσότερο ἀπ΄ ὅλες ἐνθουσιάζεται εἶναι ἡ Λυδία, ἡ προσήλυτος πορφυρόπωλις ἀπὸ τὰ Θυάτειρα. Μέσα της γίνεται ἕνας σεισμός. Ἡ καρδιὰ τῆς Λυδίας ἦταν πάντα ἀνήσυχη. Δὲν μποροῦσε νὰ λατρεύει θεοὺς καὶ θεὲς ποὺ ὀργίαζαν μεταξύ τους. Ἔτσι ὁδηγήθηκε στὸν κῆπο προσευχῆς τῶν Ἰουδαίων. Γνώρισε τὸ νόμο τοῦ Ἰσραὴλ κι ἄναψε μέσα της ἡ δίψα γιὰ τὴν ἀναζήτηση τοῦ Μεσσία. Καὶ τώρα ἀκούει γιὰ πρώτη φορὰ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο νὰ μιλάει γιὰ τὸ Λυτρωτὴ τοῦ κόσμου. Ἡ Λυδία ἀποδέχεται χωρὶς καμιὰ ἀντίῤῥηση τὴν νέα διδασκαλία. Πιστεύει στὸ Χριστὸ καὶ δηλώνει κατηγορηματικὰ πὼς καὶ αὐτὴ θέλει νὰ γίνει Χριστιανή. Καὶ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ὁλοκληρώνει τὸ ἔργο του. Στὰ γάργαρα νερὰ τοῦ ποταμοῦ Ζυγάκτου βαπτίζει τὴν Λυδία. Ἡ πρώτη χριστιανὴ τῆς Μακεδονίας πολιτογραφεῖται στὴ βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Τώρα εἶναι τὸ πρῶτο μέλος τῆς πρώτης Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος. Ἡ καρδιά της πλημμυρίζει ἀπὸ αἰσθήματα εὐγνωμοσύνης πρὸς αὐτοὺς ποὺ ἄνοιξαν τὰ μάτια τῆς ψυχῆς της καὶ ζητᾶ νὰ τοὺς φιλοξενήσει στὸ σπίτι της. «Καὶ τις γυνὴ ὀνόματι Λυδία, πορφυρόπωλις πόλεως Θυατείρων, σεβόμενη τὸν Θεόν, ἤκουεν, ἧς ὁ Κύριος διήνοιξε τὴν καρδίαν προσέχειν τοῖς λαλουμένοις ὑπὸ τοῦ Παύλου, ὡς δὲ ἐβαπτίσθη καὶ ὁ οἶκος αὐτῆς, παρεκάλεσε λέγουσα· εἰ κεκρίκατέ με πιστὴν τῷ Κυρίῳ εἶναι, εἰσελθόντες εἰς τὸν οἶκον μου μείνατε· καὶ παρεβιάσατο ἡμᾶς» (Πράξ. 16,14-15).

Οἱ Ἅγιοι Ἀλέξανδρος καὶ Ἀστέριος

Αὐτοὶ ἦταν ὑπηρέτες τοῦ ἄρχοντα Θεοδώρου καὶ διατάχτηκαν νὰ τρυπήσουν τοὺς ἀστράγαλους τοῦ Ἁγίου Θαλλελαίου. Πίστεψαν ὅμως διὰ τοῦ Ἁγίου αὐτοῦ στὸν Χριστό, τὸν ὁμολόγησαν καὶ στὴ συνέχεια τοὺς ἀποκεφάλισαν.

Ὁ Ἅγιος Ἀσκλᾶς ἢ Ἀκλᾶς ἢ Ἀσκαλᾶς

Καταγόταν καὶ αὐτὸς ἀπὸ τὴν Θηβαΐδα. Ἐργαζόταν δραστηριώτατα ὑπὲρ τῆς χριστιανικῆς πίστεως, γι΄ αὐτὸ καὶ καταγγέλθηκε στὸν ἔπαρχο Ἀῤῥιανό. Ἐπειδὴ ἀρνήθηκε νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα, ἄνοιξαν τὰ πλευρά του καὶ ἔκαψαν τὶς πληγές του μὲ ἀναμμένες λαμπάδες. Ἐπειδή, ὅμως καὶ πάλι τὸ φρόνημά του παρέμεινε ἄκαμπτο, ὁ Ἀῤῥιανὸς, ἔδεσε μία μεγάλη πέτρα στὸ σῶμα τοῦ μάρτυρα, τὸν ἔῤῥιξε στὰ νερὰ τοῦ Νείλου, ὅπου καὶ βρῆκε τὸν θάνατο ὁ λαμπρὸς ἀθλητὴς τοῦ Χριστοῦ.

Οἱ Ὅσιοι Νικήτας, Ἰωάννης καὶ Ἰωσὴφ οἱ κτήτορες τῆς Νέας Μονῆς Χίου

Οἱ ὅσιοι αὐτοὶ καταγόταν ἀπὸ τὴν Χίο καὶ ἔζησαν στὰ τέλη τοῦ 10ου αἰῶνα καὶ στὶς ἀρχὲς τοῦ 11ου. Ἀσκήτευαν σὲ μία σπηλιὰ τοῦ ὄρους λεγομένου Προβατείου, στὴ Χίο. Ἐκεῖ κοντά, βρῆκαν σ΄ ἕνα δένδρο μυρσίνης κρεμασμένη τὴν εἰκόνα τῆς Θεοτόκου καὶ ἀνήγειραν πρὸς τιμήν της εὐκτήριο οἶκο, ὅπου καὶ διέμεναν. Ἀργότερα μὲ τὴν συνδρομὴ τοῦ Κωνσταντίνου τοῦ Μονομάχου (1042-1054), ἔκτισαν τὴν μεγαλοπρεπῆ Νέα Μονή, στὴν ὁποία ὁ αὐτοκράτορας δώρισε κτήματα καὶ ἀφιερώματα, σύμφωνα μὲ τὴν ὑπόσχεση ποὺ εἶχε δώσει στοὺς συγκεκριμένους Ὁσίους. Ἐκεῖ λοιπὸν πέρασαν τὴν ζωή τους ἀσκητικὰ καὶ ἀπεβίωσαν εἰρηνικά.

Μετακομιδὴ Λειψάνου Ἁγίου Νικολάου, ἐπισκόπου Μύρων τῆς Λυκίας τοῦ Θαυματουργοῦ

Ἡ μετακομιδὴ τοῦ λειψάνου τοῦ Ἁγίου Νικολάου, ἔγινε στὰ χρόνια του αὐτοκράτορα Ἀλεξίου Α΄ τοῦ Κομνηνοῦ (1081 -1118) καὶ Πατριάρχου Νικολάου Γ΄ τοῦ Κυρδινιάτη (1084-1111). Τὸ ἱερὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου μετακομίστηκε στὸ Μπάρι τῆς Ἰταλίας, ἐπειδὴ οἱ Τοῦρκοι κατέλαβαν τὴν πόλη τῶν Μύρων καὶ οἱ κάτοικοι φοβήθηκαν μήπως οἱ ἄπιστοι τὸ καταστρέψουν.

Ὁ Ὅσιος Θαλάσσιος

Ὁ Ὅσιος αὐτός, ἔγινε Πρεσβύτερος καὶ ἔπειτα ἡγούμενος. Ἔζησε στὰ χρόνια του βασιλιᾶ Κωνσταντίνου Δ΄ τοῦ Πωγωνάτου (668-685). Αὐτὸς ὑπῆρξε ἀσκητικὸς συγγραφέας (ἔργα του ὑπάρχουν στὴ Φιλοκαλία), σύγχρονός του Ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητῆ. Συνέγραψε 400 κεφάλαια περὶ Ἀγάπης καὶ Ἐγκράτειας καὶ τῆς κατὰ Νοῦν πολιτείας. Ἀπεβίωσε εἰρηνικὰ τὸ 648.

Ὁ Ὅσιος Μᾶρκος ὁ Ἐρημίτης

Ἀπεβίωσε εἰρηνικά.