ΤΟ ΣΥΝΑΞΑΡΙ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ (25/4)

Σήμερα 25/4 εορτάζουν:

  • Άγιος Μάρκος ο Απόστολος και Ευαγγελιστής
  • Άγιος Μακεδόνιος Β’ Πατριάρχης Κωνσταντινούπολης
  • Ανάμνηση των εγκαινίων του σεπτού Αποστολείου
  • Αγία Νίκη
  • Άγιοι Οκτώ Οσιομάρτυρες και Αναχωρητές
  • Άγιος Maughald (Ιρλανδός)
  • Άγιος Αννιανός Επίσκοπος Αλεξανδρείας
  • Όσιος Σιλβέστρος της Ομπνόρα
  • Όσιος Βασίλειος ο Ησυχαστής

Ὁ Ἅγιος Μᾶρκος ὁ Ἀπόστολος καὶ Εὐαγγελιστής

25.-Agios-Markos

Α. Συ­νερ­γός τῶν Ἀ­πο­στό­λων.

Ἕ­νας ἀ­πό τούς τέσ­σε­ρις ἱ­ε­ρούς Εὐ­αγ­γε­λι­στές, ὁ δεύ­τε­ρος στή σει­ρά τῶν Εὐ­αγ­γε­λί­ων, εἶ­ναι ὁ Μάρ­κος. Ἰ­δι­αί­τε­ρη χά­ρις καί τι­μή τοῦ δό­θη­κε ἀ­πό τόν Θε­ό νά συγ­γρά­ψει τά γεγονό­τα τῆς ἐ­πί τῆς γῆς ζω­ῆς τοῦ Κυ­ρί­ου μας, τή δι­δα­σκα­λί­α του, τά θαύ­μα­τά του, τά Πά­θη του καί τήν Ἀ­νά­στα­σή του, μο­λο­νό­τι δέν ἀ­νῆ­κε στόν κύ­κλο τῶν δώ­δε­κα μα­θη­τῶν του. Καί ἀ­να­δεί­χθη­κε ἔ­τσι προ­σω­πι­κό­τη­τα ἐ­ξαί­ρε­τη μέ­σα στήν Ἐκ­κλη­σί­α τοῦ Χρι­στοῦ. Ποι­ός ὅ­μως ἦ­ταν ὁ εὐ­αγ­γε­λι­στής Μάρ­κος;

Δέν ἔ­χου­με πολ­λά στοι­χεῖ­α γιά νά γνω­ρί­σου­με λε­πτο­με­ρῶς τή ζω­ή τοῦ ἐν­δό­ξου Εὐ­αγ­γε­λι­στου. Γνω­ρί­ζου­με μό­νο, ὅ­τι ἦ­ταν γιός της Μα­ρί­ας, γυ­ναι­κός πο­λύ γνω­στῆς στόν Κύ­ριο καί τούς Ἀ­πο­στό­λους καί τόν κύ­κλο τῶν προ­σώ­πων πού ἀ­κο­λου­θοῦ­σαν τόν Ἰ­η­σοῦ. Ἡ Μα­ρί­α ἦ­ταν ἀ­δελ­φή τοῦ ὀ­νο­μα­στοῦ διά τήν ἀ­γά­πη καί φρον­τί­δα πρός τούς πά­σχον­τες καί θλι­βο­μέ­νους, τοῦ ἀ­πο­στό­λου Βαρ­νά­βα, τοῦ ὁ­ποί­ου τό ὄ­νο­μα ση­μαί­νει υἱ­ός πα­ρα­κλή­σε­ως. Φω­τι­σμέ­νη ψυ­χή ἡ Μα­ρί­α, ἀ­κο­λού­θη­σε ἀ­πό νω­ρίς τον Κύ­ριο καί ἀ­πο­τέ­λε­σε μέ­λος τῆς ὀ­νο­μα­στῆς συν­τρο­φιᾶς τῶν Μυ­ρο­φό­ρων γυ­ναι­κῶν, καί τήν ἐ­κτι­μοῦ­σε πο­λύ ὁ Κύ­ριος. Γυ­ναί­κα μᾶλ­λον εὔ­πο­ρος ἡ Μα­ρί­α, δι­έ­θε­τε σπί­τι εὐ­ρύ­χω­ρο στά Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα, στό ὁποῖο ἀ­σφα­λῶς πολ­λές δι­δα­σκα­λί­ες τοῦ Κυ­ρί­ου θά ἔ­γι­ναν. Ἐ­κεῖ, στήν οἰ­κί­α τῆς Μα­ρί­ας, τέ­λε­σε ὁ Ἰ­η­σοῦς καί τόν Μυ­στι­κό Δεῖ­πνο, ἀ­φοῦ ὁ οἰ­κο­δε­σπό­της εὐ­χα­ρί­στως τό παραχώρη­σε.

Σ’ἕ­να τέ­τοι­ο εὐ­σε­βές πε­ρι­βάλ­λον ἀ­φοῦ βρέ­θη­κε ὁ Μάρ­κος, δέν εἶ­ναι ἀ­νε­ξή­γη­το πώς πο­τί­σθη­κε ἀ­πό τά νά­μα­τα τῆς εὐ­σέ­βειας καί πῶς ἀ­να­δεί­χθη­κε ἄν­θρω­πος τό­σο πολ­λῆς ἐμπι­στο­σύ­νης ἐκ μέ­ρους τοῦ κύ­κλου, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἀ­κο­λου­θοῦ­σε τόν Δι­δά­σκα­λο.

Δέν ἔ­χου­με ἄλ­λες μαρ­τυ­ρί­ες γιά τόν Εὐ­αγ­γε­λι­στή κα­τά τήν πε­ρί­ο­δο πρό τοῦ Πά­θους καί τῆς Ἀ­να­στά­σε­ως τοῦ Κυ­ρί­ου. Αὐ­τό μό­νο ἀ­κό­μη γνω­ρί­ζου­με, ὅ­τι δη­λα­δή ἦ­ταν γνω­στός καί μέ ἕ­να δεύ­τε­ρο ὄ­νο­μα, τό ὄ­νο­μα Ἰ­ω­άν­νης. Δι­ό­τι ἐ­πι­κρα­τοῦ­σε τήν ἐ­πο­χή ἐ­κεί­νη ἡ συ­νή­θεια νά παίρ­νουν οἱ Ἑ­βραῖ­οι νέ­οι καί ἕ­να ὄ­νο­μα ρω­μαῖ­κο. Ἔ­τσι Ἰ­ω­άν­νης ἦ­ταν τό ἐβραϊκό ὄ­νο­μα τοῦ Εὐ­αγ­γε­λι­στοῦ, τό ὁ­ποῖ­ο τοῦ δό­θη­κε τήν ἡ­μέ­ρα τῆς πε­ρι­το­μῆς, καί Μάρ­κος τό ρω­μα­ϊ­κό του ὄ­νο­μα. Καί μέ τό ὄ­νο­μα αὐ­τό ἔ­μει­νε γνω­στός στό πλή­ρω­μα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Αὐ­τές εἶ­ναι οἱ ἐ­λά­χι­στες πλη­ρο­φο­ρί­ες πού ἔ­χου­με γιά τόν Ἱ­ε­ρό Εὐ­αγ­γε­λι­στή κα­τά τήν πε­ρί­ο­δο μέ­χρι τῶν Πα­θῶν καί τῆς Ἀ­να­στά­σε­ως τοῦ Κυ­ρί­ου. Εἶ­ναι μᾶλ­λον φυσικό νά πα­ρα­δε­χθοῦ­με, ὅ­τι ὁ Μάρ­κος πί­στευ­σε στόν Κύ­ρι­ο πρί­ν ἀ­πό τόν θά­να­τό του. Καί τήν πί­στη του αὐ­τή, ὅ­πως καί τῶν λοι­πῶν Ἀ­πο­στό­λων, τήν ἐ­νί­σχυ­σε τό γε­γο­νός τῆς τρι­η­μέ­ρου ἐκ νε­κρῶν Ἀ­να­στά­σε­ώς Του.

Με­τά τήν Ἀ­νά­στα­ση τοῦ Κυ­ρί­ου καί τόν δι­α­σκορ­πι­σμό τῶν Ἀ­πο­στό­λων ἀ­πό τά Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα, βρί­σκου­με τόν Μάρ­κο μα­ζί μέ τόν θεῖ­ο ἀ­πό­στο­λο Παῦ­λο καί τόν θεῖ­ο του Βαρ­νά­βα στήν Ἀν­τι­ό­χεια. Ἔ­φθα­σαν ἐ­κεῖ οἱ δυ­ό Ἀ­πό­στο­λοι ἐ­πι­στρέ­φον­τας ἀ­πό τά Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα, ὅ­που με­τέ­φε­ραν τίς εἰ­σφο­ρές τῶν Χρι­στια­νῶν τῆς Ἀν­τι­ο­χεί­ας στούς στε­ρού­με­νους ἀδελφούς. Μα­ζί τους συμ­πα­ρα­λαμ­βά­νουν καί Ἰ­ω­άν­νη πού ὀ­νο­μα­ζό­ταν καί Μάρ­κος (Πράξ. ιβ΄ 25). Ἑ­τοι­μά­ζον­ται οἱ δυ­ό θερ­μουρ­γοί Ἀ­πό­στο­λοι γιά μα­κρι­νή πε­ρι­ο­δεί­α στήν Κύπρο. Τούς ἀ­κο­λου­θεῖ καί ὁ Μάρ­κος, τόν ὁ­ποῖ­ο ὁ Ἱ­ε­ρός συγ­γρα­φεύς τῶν Πρά­ξε­ων ὀ­νο­μά­ζει ὑ­πη­ρέ­τη. Εἶ­χαν, λέ­ει, καί «Ἰ­ω­άν­νην ὑ­πη­ρέ­την» (Πράξ. ιγ΄ 5). Δέν γνω­ρί­ζου­με τί ἀκρι­βῶς ὑ­πο­νο­εῖ­ται μέ τόν χα­ρα­κτη­ρι­σμό αὐ­τό. Τό πι­θα­νό­τε­ρο μᾶλ­λον πού ση­μαί­νει ὁ χα­ρα­κτη­ρι­σμός εἶ­ναι, ὄ­χι αὐ­τόν πού προ­σφέ­ρει ὑ­λι­κές ἐ­ξυ­πη­ρε­τή­σεις στούς Ἀ­πο­στό­λους, ἀλ­λά αὐ­τόν πού τούς βο­η­θᾶ στό ἔρ­γο τῆς δι­α­δό­σε­ως τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου καί συμ­πλη­ρώ­νει τό δι­κό τους ἔρ­γο.

Με­τά τήν ἐ­πι­στρο­φή τους ἀ­πό τήν πε­ρι­ο­δεί­α τῆς Κύ­πρου ἑ­τοι­μά­ζον­ται γιά ἄλ­λη μα­κρι­νή καί ἐ­πί­πο­νη πε­ρι­ο­δεί­α στίς χῶ­ρες γύ­ρω ἀ­πό τό ὄ­ρος Ταῦ­ρος. Ὁ Μάρ­κος ὅ­μως, εἴ­τε διότι κου­ρά­σθη­κε καί δει­λί­α­σε ἀ­πό τούς κό­πους καί τίς τα­λαι­πω­ρί­ες πού τόν ἀ­νέ­με­ναν κα­τά τή νέ­α αὐ­τή ἐ­ξόρ­μη­ση, εἴ­τε δι­ό­τι δι­α­τη­ροῦ­σε ἐ­πι­φυ­λά­ξεις γιά τή στά­ση τοῦ Παύ­λου σχε­τι­κά μέ τήν μή τή­ρη­ση τῶν Ἰ­ου­δα­ϊ­κῶν ἐ­θί­μων ἐκ μέ­ρους αὐ­τῶν πού πί­στευ­σαν στόν Χρι­στό, δέν θέ­λη­σε νά τούς ἀ­κο­λου­θή­σει. Ἀλ­λά ἀ­πο­χω­ρί­σθη­κε ἀ­πό ἀυ­τούς καί ἐπέστρεψε πι­θα­νῶς στά Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα. Ἀλ­λά μέ τήν ἀ­φορ­μή τό γε­γο­νός αὐ­τό καί οἱ δυ­ό Ἀ­πό­στο­λοι ἦλ­θαν σέ κά­ποι­α ἀν­τί­θε­ση με­τα­ξύ τους, ἡ ὁ­ποί­α ἔ­γι­νε αἰ­τί­α νά χω­ρι­σθοῦν προ­σω­ρι­νά· καί ὁ Βαρ­νά­βας μα­ζί μέ τόν Μάρ­κο νά πε­ρι­ο­δεύ­σουν πά­λι στήν Κύ­προ, ἐ­νῶ ὁ Παῦ­λος μα­ζί μέ τόν Σί­λα νά ἐ­πι­σκε­φθοῦν τίς Ἐκ­κλη­σί­ες τῆς Συ­ρί­ας καί τῆς Κι­λι­κί­ας, γιά νά στη­ρί­ξουν τούς πι­στούς στήν ἀ­λή­θεια τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου. Ἡ Ἀ­πο­στο­λι­κή Σύ­νο­δος στά Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα τα­κτο­ποί­η­σε τά ζη­τή­μα­τα σχε­τι­κά μέ τίς ὑ­πο­χρε­ώ­σεις τῶν ἐ­θνι­κῶν πού πί­στευ­αν στόν Χρι­στό καί οἱ δυ­ό Ἀ­πό­στο­λοι μέ θαυ­μα­στή σύμ­πνοι­α καί μέ θεῖ­ο φω­τι­σμό ἐ­ξέ­θε­σα ἐ­νώ­πιον τοῦ πλή­θους ὅ­σα ἐ­ποί­η­σεν ὁ Θε­ός ση­μεῖ­α καί τέ­ρα­τα ἐν τοῖς ἐ­θνε­σι διο’ αὐ­τῶν (Πράξ. ι­ε΄ 14). Ἀλ­λά τό ἄ­ξιο ἰ­δι­αί­τε­ρης προ­σο­χῆς εἶ­ναι αὐ­τό: Ὅ­ταν ὁ Παῦ­λος βρι­σκό­ταν στή Ρώ­μη κα­τά τή δεύ­τε­ρη φυ­λά­κι­σή του, ζή­τη­σε ἀ­πό τόν μα­θη­τή του Τιμόθεο νά τόν ἐ­πι­σκε­φθεῖ. Καί τοῦ προ­σθέ­τει: «Μάρ­κον ἀ­να­λα­βών ἄ­γε με­τά σε­αυ­τοῦ· ἐ­στι γάρ μοι εὔ­χρη­στος εἰς δι­α­κο­νί­αν» (Β΄ Τιμ. δ΄ 11). Τί νά θαυ­μά­σει κα­νείς περισσότερο; Τοῦ Παύ­λου τήν ὁ­μο­λο­γί­α ἤ τοῦ Μάρ­κου τήν στα­θε­ρή πρό­ο­δο, ἡ ὁ­ποί­α ἔ­κα­νε τόν μέ­γα Ἀ­πό­στο­λο νά τόν χα­ρα­κτη­ρί­ζει μέ τίς τι­μη­τι­κές αὐ­τές λέ­ξεις; Ἀ­σφα­λῶς καί τά δυ­ό εἶ­ναι ἄ­ξια προ­σο­χῆς. Παι­δα­γω­γεῖ ὁ Παῦ­λος τόν Μάρ­κο, γιά νά γί­νει ἀ­κό­μη πε­ρισ­σό­τε­ρο κα­τάλ­λη­λος γιά τήν ὑ­ψη­λή ἀ­πο­στο­λή, ἀλ­λά καί βα­θειά τα­πεί­νω­ση δεί­χνει καί ὁ Μάρ­κος καί ἀ­πο­δει­κνύ­ε­ται «εὔ­χρη­στος εἰς δι­α­κο­νί­αν». Καί τό εὔ­χρη­στον αὐ­τό στήν ἁ­γί­α καί ὑ­ψη­λή δι­α­κο­νί­α θά τό πα­ρου­σί­α­σει ἀ­κό­μη πε­ρισ­σό­τε­ρο στή με­τέ­πει­τα ζω­ή του.

Β. Ὁ Θε­ο­κί­νη­τος συγ­γρα­φεύς.

Δέν γνω­ρί­ζου­με, ἄν ἔ­πει­τα ἀ­πό τήν πρό­σκλη­ση τοῦ Ἀ­πο­στό­λου τῶν ἐ­θνῶν νά με­τα­βεῖ ὁ Μάρ­κος στήν Ρώ­μη γιά νά τόν συ­νάν­τη­σει, ὁ τε­λευ­ταῖ­ος αὐ­τός ἔ­σπευ­σε νά βρε­θεῖ κοντά στόν φυ­λα­κι­σμέ­νο ἡ­ρω­ι­κό ἀ­γω­νι­στή πού βρι­σκό­ταν πρός τό τέ­λος τῆς ζω­ῆς του. Οὔ­τε ἀ­κό­μη ἄν, ὅ­ταν πῆ­γε ἐ­κεῖ, βρῆ­κε ἐν ζω­ῇ τόν Ἀ­πό­στο­λο. Ὑ­πάρ­χουν ὅ­μως σο­βα­ρές ἱ­στο­ρι­κές μαρ­τυ­ρί­ες, σύμ­φω­να μέ τίς ὁ­ποῖ­ες ὁ Μάρ­κος βρι­σκό­ταν στή Ρώ­μη μα­ζί μέ τόν ἄλ­λο στύ­λο τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, τόν ἀ­πό­στο­λο Πέ­τρο. Αὐ­τός, γρά­φον­τας ἀ­πό τή Ρώ­μη τήν πρώ­τη Κα­θο­λι­κή ἐ­πι­στο­λή του πρός τίς Ἐκ­κλη­σί­ες, στέλ­νει ἀ­σπα­σμό στούς Χρι­στια­νούς τῶν Ἐκ­κλη­σι­ῶν αὐ­τῶν καί ἀ­πό τόν Μάρ­κο. Καί τό σπου­δαῖ­ο εἶ­ναι, ὅ­τι τόν Μάρ­κο τόν ἀπο­κα­λεῖ υἱ­ό του. «Ἀ­σπά­ζε­ται ὑ­μᾶς», γρά­φει,… «Μάρ­κος ὁ υἱ­ός μου» (Α΄ Πέ­τρ. ε΄ 13). Πο­λύ χα­ρα­κτη­ρι­στι­κός ὁ τίτ­λος αὐ­τός, μέ τόν ὁ­ποῖ­ο ἐκ­δη­λώ­νε­ται ὄ­χι μό­νο ἡ πολ­λή ἀγάπη, μέ τήν ὁ­ποί­α πε­ρι­έ­βαλ­λε ὁ Πέ­τρος τόν Μάρ­κο, ἀλ­λά ὁ πρό­θυ­μος συ­νερ­γός του ἀ­να­γνω­ρί­ζε­ται καί κα­τά πνεῦ­μα υἱ­ός του.

Δέν εἶ­ναι ὅ­μως μό­νο ὁ κα­τά πνεῦ­μα υἱ­ός τοῦ Πέ­τρου ὁ Μάρ­κος, εἶ­ναι καί ἑρ­μη­νευ­τής του σύμ­φω­να μέ τήν ἀρ­χαι­ό­τα­τη ἱ­στο­ρι­κή μαρ­τυ­ρί­α. Καί ἡ λέ­ξη αὐ­τή ση­μαί­νει, ὅ­τι ὁ Μάρκος, πού ἀ­ξι­ώ­θη­κε ἀ­πό τόν Θε­ό νά συγ­γρά­ψει τό ἱ­ε­ρό Εὐ­αγ­γέ­λιο πού φέ­ρει τό ὄ­νο­μά του, πε­ρι­έ­λα­βε σ’ αὐ­τό τίς σύν­το­μες δι­δα­σκα­λί­ες καί τά θαύ­μα­τα τοῦ Κυ­ρί­ου πού ἄκου­σε ἀ­πό τό στό­μα τοῦ Πέ­τρου, ὥ­στε, ὅ­πως ὀρ­θῶς πα­ρα­τη­ρεῖ­ται, τό «κα­τά Μάρ­κον» ἱ­ε­ρό Εὐ­αγ­γέ­λιο εἶ­ναι τοῦ Πέ­τρου τό Εὐ­αγ­γέ­λιο, ἀ­φοῦ ἀ­πό ἐ­κεῖ­νον ὁ Μάρ­κος ἄ­κου­σε τίς πλη­ρο­φο­ρί­ες γιά τόν Κύ­ριο, τίς ὁ­ποῖ­ες καί κα­τέ­γρα­ψε.

Δέν εἶ­ναι εὐ­κό­λο ἐ­δῶ νά δο­θεῖ ἔ­στω καί συν­το­μό­τα­τη πε­ρί­λη­ψη τοῦ πε­ρι­ε­χο­μέ­νου τοῦ ἱ­ε­ροῦ αὐ­τοῦ δευ­τέ­ρου κα­τά σει­ρά Εὐ­αγ­γε­λί­ου. Ἄς κά­νη ὁ ἀ­να­γνώ­στης τόν κό­πο νά τό μελε­τή­σει. Εἶ­ναι ἄλ­λω­στε τό μι­κρό­τε­ρο σέ ἔ­κτα­ση ἀ­πό ὅ­λα τά ἀλ­λά Εὐ­αγ­γέ­λια, κα­θώς ἐ­κτεί­νε­ται σέ 16 μό­λις κε­φά­λαι­α καί κα­τα­λαμ­βά­νει 60 πε­ρί­που σε­λί­δες τῆς Και­νῆς Διαθήκης. Αὐ­τό μό­νο θά ση­μει­ώ­σου­με γιά τόν ἱ­ε­ρό καί θε­ό­πνευ­στο συγ­γρα­φέ­α. Ὅ­τι δη­λα­δή ἀ­σχο­λεῖ­ται κυ­ρί­ως νά ἀ­πο­δεί­ξη τή θεί­α κα­τα­γω­γή τοῦ Κυ­ρί­ου, ἐκ­θέ­τον­τας πά­ρα πολ­λά θαύ­μα­τα πού τέ­λε­σε ὁ Κύ­ριος καί δέν ἀ­σχο­λεῖ­ται μέ τή γε­νε­α­λο­γί­α του καί τήν ἀ­να­λυ­τι­κή ἐκ­θέ­ση τῆς δι­δα­σκα­λί­ας Του. Μέ μί­α δύ­να­μη ἐ­ξαί­ρε­τη πα­ρου­σιά­ζει ἐ­νώ­πιόν μας τά θαυ­μα­στά γε­γο­νό­τα, ὅ­πως ἔ­γι­ναν, σάν νά ἦ­ταν αὐ­τό­πτης μάρ­τυ­ράς τους. Στίς δι­η­γή­σεις του ἐμ­φα­νί­ζε­ται ζων­τα­νός, πε­ρι­γρα­φι­κός μέ πλῆ­θος λε­πτο­με­ρει­ῶν καί πε­ρι­στα­τι­κῶν, μέ τά ὁ­ποῖ­α ἀ­να­πα­ρί­σταν­ται ζων­τα­νές οἱ πε­ρι­γρα­φό­με­νες σκη­νές. Στό με­γα­λύ­τε­ρο μέ­ρος τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου του πα­ρου­σι­ά­ζε­ται ὁ Χρι­στός νά ἐ­νερ­γεῖ μέ τήν ὑ­περ­φυ­σι­κή δύ­να­μη πού εἶ­χε μέ­σα του. Ὁ Ἰ­η­σοῦς τοῦ δευ­τέ­ρου Εὐ­αγ­γε­λί­ου εἶ­ναι ὁ Υἱ­ός τοῦ Θε­οῦ μέ δύ­να­μη, καί ἐκ­δη­λώ­νει καί ἐμ­φα­νί­ζει ἀ­νά­με­σα στούς ἀν­θρώ­πους με­γα­λεῖ­ο τῶν ὑ­περ­φυ­σι­κῶν ἔρ­γων καί θαυ­μά­των του. Στοι­χεῖ­α τῆς φύ­σε­ως κα­θυ­πο­τάσ­σον­ται στήν δύ­να­μή του, οἱ δαί­μο­νες τρέ­μουν ἐ­νώ­πιόν Του καί φεύ­γουν ἔν­τρο­μοι καί κα­τη­σχυμ­μέ­νοι στό πρό­σταγ­μά του, πλή­θη ἀ­σθε­νῶν θε­ρα­πεύ­ον­ται μό­νο μέ τό λό­γο του. Δέ­ος αἰ­σθά­νε­ται ὁ πι­στός, με­λε­τών­τας τίς ἱ­ε­ρές σε­λί­δας του. Γε­νι­ές ἀ­μέ­τρη­τες Χρι­στια­νῶν με­λέ­τη­σαν τό ἅ­γιο κεί­με­νο, ἀ­νυ­ψώ­θη­καν πνευ­μα­τι­κῶς ἀ­πό τή με­λέ­τη του καί προ­στέ­θη­καν στούς πο­λί­τες τῆς βα­σι­λεί­ας τοῦ Θε­οῦ. Πό­σο ὥ­ραι­ο θά ἦ­ταν νά τούς ἀ­κο­λου­θή­σο­με καί μεῖς στήν ὡ­ραί­α καί θριαμ­βευ­τι­κή πο­ρεί­α τους. Τήν πο­ρεί­α, πού φώ­τι­σε ὡς φά­ρος τη­λαυ­γής ὁ ἅ­γιος λό­γος τοῦ Θε­οῦ.

Τί ἀ­πέ­γι­νε ὁ ἅ­γιος Εὐ­αγ­γε­λι­στής με­τά τόν θά­να­το τῶν πρω­το­κο­ρυ­φαί­ων; Ἡ Ἐκ­κλη­σι­α­στι­κή πα­ρά­δο­ση ἀ­να­φέ­ρει, ὅ­τι ὁ Μάρ­κος δι­έ­δω­σε τό Εὐ­αγ­γέ­λιο τῆς σω­τη­ρί­ας στήν Αἴγυπτο, τή Λι­βύ­η, τήν Βαρ­βα­ρι­κή καί τήν Πεν­τά­πο­λη. Τέ­λος, ὅ­τι ἔ­γι­νε ὁ πρῶ­τος ἐ­πί­σκο­πος τῆς Ἀ­λε­ξάν­δρειας, τῆς ὁ­ποί­ας τόν λα­ό ποί­μα­νε ἐ­πί εἴ­κο­σι πε­ρί­που ἔ­τη, ἀ­φοῦ ἔ­δω­σε τόν ἐ­αυ­τό του τέ­λει­ο τύ­πο καί ὑ­πό­δειγ­μα ζω­ῆς ἁ­γί­ας καί ἀ­φω­σι­ω­μέ­νης στόν Κύ­ριο. Ἐ­κεῖ καί συ­νε­λή­φθη ἀ­πό τούς ἐ­χθρούς της πί­στε­ως, τούς ἐ­θνι­κούς καί εἰ­δω­λο­λά­τρες, καί κατα­δι­κά­σθη­κε σέ μαρ­τύ­ρι­κο θά­να­το. Δι­α­σώ­ζει μά­λι­στα καί λε­πτο­με­ρεί­ες ἡ πα­ρά­δο­ση, ὅ­σον ἀ­φο­ρᾶ τό μαρ­τύ­ριό του. Τόν ἔ­δε­σαν μέ σχοι­νιά, ἀ­φοῦ τόν συ­νέ­λα­βαν τήν ὥ­ρα πού εὐ­αγ­γε­λι­ζό­ταν τόν Χρι­ο­τόν, καί τόν ἔ­συ­ραν στούς δρό­μους τῆς Ἀ­λε­ξαν­δρεί­ας. Τό ἅ­γιο σῶ­μα του τραυ­μα­τί­σθη­κε ἀ­πό τά κτυ­πή­μα­τα στίς πέ­τρες καί ἔ­τσι ἔ­μει­νε χω­ίς πνο­ή. Νε­κρό τόν ἔρ­ρι­ξαν σ’ ἕ­να τό­πο, ἀ­πό ὅ­που τόν πε­ρι­μά­ζε­ψαν οἱ πι­στοί καί τόν ἐν­τα­φί­α­σαν σέ γει­το­νι­κό χω­ρί­ο.

Ἐ­νε­τοί ἔμ­πο­ροι με­τέ­φε­ραν τά λεί­ψα­νά του στή Βε­νε­τί­α, ὅ­που ἱ­δρύ­θη­κε πρός τι­μή του πο­λύ με­γά­λος καί ὡ­ραῖ­ος Να­ός.

Τέ­τοι­ος ὑ­πῆρ­ξε ὁ ἅ­γιος Ἀ­πό­στο­λος καί Εὐ­αγ­γε­λι­στής Μάρ­κος. Τή μαρ­τυ­ρί­α πού ἔ­δω­σε μέ τό λό­γο του, τό κή­ρυγ­μά του, τό ἱ­ε­ρό Εὐ­αγ­γἐ­λιο πού ἀ­ξι­ώ­θη­κε νά συγ­γρά­ψει, τήν ἐπισφρά­γι­σε μέ τή μαρ­τυ­ρί­α τῆς ζω­ῆς του. Τήν πρό­σφε­ρε καί αὐ­τή εὐ­χα­ρί­στως στόν Θε­ό. Καί ἡ δι­πλή αὐ­τή μαρ­τυ­ρί­α ἐ­ξα­σφά­λι­σε στόν ἀ­γω­νι­στή ἄ­φθαρ­τη καί αἰ­ω­νί­α δό­ξα ὄ­χι μό­νο στούς οὐ­ρα­νούς, ἀλ­λά καί με­τα­ξύ τῶν Χρι­στια­νῶν κά­θε ἐ­πο­χῆς.

Δέν ζη­τᾶ ἀ­πό μᾶς σή­με­ρα ὁ Θε­ός θυ­σί­α τῆς ζω­ῆς μας. Ζη­τᾶ ὅ­μως θυ­σί­α τό­σων ἄλ­λων μι­κρο­πραγ­μά­των καί συ­νη­θει­ῶν, πού τό­σον δυ­σκο­λευ­ό­μα­στε νά τοῦ προ­σφέ­ρου­με. Καί ὅ­μως εἶ­ναι ἀ­νάγ­κη νά τίς προ­σφέ­ρου­με. Τό ἀ­παι­τεῖ τό συμ­φέ­ρον μας καί τό ἐ­πί­γει­ο καί τό οὐ­ρά­νιο. Τό ζη­τᾶ ὁ Θε­ός. Μήν τό ἀρ­νη­θοῦ­με. Δό­ξα ἀ­πε­ρί­γρα­πτη μᾶς πε­ρι­μέ­νει.

Ἀπό τό βιβλίο «Ἀπό τή Ζωή τῶν Ἁγίων»

Ἀρχιμ. Γεωργίου Δημοπούλου

Ὁ Ἅγιος Μακεδόνιος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως

Πρόκειται γιὰ τὸν Πατριάρχη Μακεδόνιο τὸν Β´. Ἀπὸ προσβύτερος καὶ σκευοφύλακας τῆς ἁγίας Σοφίας, γιὰ τὴν εὐσέβειά του, στὴν ὁποία τὸν παιδαγώγησε ὁ θεῖος του Πατριάρχης Γεννάδιος, κλήθηκε νὰ διοίκησῃ τὸν Οἰκουμενικὸ θρόνο (496-511), ἀντὶ τοῦ Πατριάρχη Εὐφημίου, ποὺ ἐξορίστηκε στὰ Εὔχαιτα. Ὁ λαὸς ἔτρεφε μεγάλη ἀγάπη στὸ πρόσωπό του. Ὁ αἱρετικὸς ὅμως αὐτοκράτορας Ἀναστάσιος ὁ Δίκορος (491-518), ζήτησε ἀπὸ τὸ Μακεδόνιο ἕνα γράμμα – ποὺ ὁ Ἀναστάσιος εἶχε δώσει στὸν προκάτοχο τοῦ Μακεδονίου, Εὐφήμιο, καὶ κατόπιν αὐτὸς τὸ εἶχε δώσει στὸν Μακεδόνιο – με τὸ ὁποῖο διαβεβαίωνε ἰδιογράφως, ὅτι θὰ τηρήσει ἀπαραχάρακτα τὰ δόγματα τῆς Ἐκκλησίας. Διαβεβαίωση ποὺ καταπάτησε βάναυσα. Ὁ Μακεδόνιος ἀρνήθηκε νὰ τοῦ τὸ δώσει καὶ ὁ Ἀναστάσιος ἐξοργισμένος τὸν κατέβασε ἀπὸ τὸ θρόνο, καὶ τὸν ἐξόρισε πρῶτα στὴ Χαλκηδόνα καὶ ἔπειτα στὰ Εὔχαιτα. Ἀλλὰ λόγω τῶν ἐπιδρομῶν τῶν Οὔννων στὸν Πόντο, κατέφυγε στὴ Γάγγρα, ὅπου καὶ πέθανε. Ἀλλά, ἀναδείχτηκε ἀληθινὸς ἐπίσκοπος, ὑπέρμαχος τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ τῆς Ἐκκλησίας ἀπέναντι στὶς αὐτοκρατορικὲς αὐθαιρεσίες.

Ἡ Ἁγία Νίκη

Ἡ Ἅγια αὐτὴ ἦταν μεταξὺ αὐτῶν ποὺ πίστεψαν στὸν Χριστὸ ἀπὸ τὰ θαύματα ποὺ ἔκανε ὁ Ἅγιος Γεώργιος ὁ μεγαλομάρτυς, κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ ἐνδόξου μαρτυρίου του, ἐπὶ Διοκλητιανοῦ (284-304). Στὴ συνέχεια ὑπέστη μαζὶ μὲ ἄλλους, θάνατο διὰ ἀποκεφαλισμοῦ.

Οἱ Ἅγιοι ὀκτὼ Ὁσιομάρτυρες καὶ Ἀναχωρητές

Μαρτύρησαν διὰ ξίφους.