Ματθ. β΄3

Τετάρτη 19  Ἰανουαρίου 2010

ΚΕΙΜΕΝΟ

«Ἀκούσας δέ Ἡρῴδης ὁ βασιλεύς ἐταράχθη καί  πᾶσα  Ἱεροσόλυμα μετ’ αὐτοῦ»

ΕΡΜΗΝΕΙΑ

 «Ὅταν δηλαδή ὁ βασιλεύς Ἡρῴδης ἤκουσε τόν λόγον αὐτόν πού εἶπαν οἱ μάγοι, ἐταράχθη. Συγχρόνως ὁμως ἐταράχθησαν μαζί μέ αὐτόν καί οἱ κάτοικοι ὅλης τῆς πόλεως τῶν Ἱεροσολύμων»

ΣΧΟΛΙΟ (α)

    «Διατί ὅμως ἐταράχθη ὁ Ἡρῴδης; Καί διατί μαζί μέ αὐτόν ὁλόκληρος ὁ λαός τῶν Ἱεροσολύμων; Τοῦ μέν Ἡρώδου ἡ ταραχή εὐκόλως ἐξηγεῖται. Βασιλέα ἤκουσε. Καί ὁ νοῦς του ἐπῆγεν ἀμέσως εἰς τόν θρόνον του• εἰς τόν κίνδυνον πού διατρέχει ἡ βασιλεία του ἀπό ἐκεῖνον πού ἐνδέχεται νά τήν διεκδικήση.
      Ἀλλ’ Ἐκεῖνος εἶναι ἀκόμη νήπιον. Ποῖον λοιπόν κίνδυνον διέτρεχεν ἡ βασιλεία του; Ἀπολύτως κανένα. Καί ὅμως ὁ αἱμοβόρος Ἡρῴδης τρέμει, ταράσσεται, θορυβεῖται τρομερά. Τρέμει καί ταράσσεται, διότι γνωρίζει, ὅτι τόν θρόνον τόν διατηρεῖ μέ τήν συνεχῆ βίαν, πού χρησιμοποιεῖ ἐπί τῶν δυστυχῶν ὑπηκόων του• μέ τό αἷμα τῶν Γαλιλαίων πού διαρκῶς χύνεται, ἐπειδή συνεχῶς ἐπαναστατοῦν ἐναντίον τοῦ λόγω τῆς σκληρότητος, μέ τήν ὁποίαν φέρεται ἀπέναντί τους. Γνωρίζει, ὅτι ἡ βασιλεία του εἶναι μισητή ἀπό τούς Ἑβραίους, καί μέ τήν πρώτην εὐκαιρίαν πού θά εὕρουν, θά τόν ἀνατρέψουν. Νά παρουσιασθῆ λοιπόν ἄλλος βασιλεύς καί νά μή ταραχθῆ; Ἀλλ’ ἔτσι εἶναι. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος δέν φοβῆται τόν Θεόν ὅταν, ὁπουδήποτε καί ἄν εὑρίσκεται, δέν προσπαθῆ νά ἔχη ἕνα μόνον κριτήριον τῆς ζωῆς του καί τῆς πολιτείας του, τόν νόμον τοῦ Θεοῦ, καταλαμβάνεται ἀπό φόβους ἀσυστάτους καί ἀνυπάρκτους, καί γίνεται ἡ ζωή του μία πραγματική κόλασις. Θέλεις νά εἶναι ἤρεμος, εἰρηνική, ἀπηλλαγμένη φόβων καί ταραχῶν ἡ ζωή σου; Ζῆσε μέ φόβον Θεοῦ. Ἀγωνίζου νά ἐφαρμόζης τόν νόμον του καί τάς ἐντολάς του, καί τότε κάθε φόβος σου θά διασκεδάζεται, καί κάθε ἀνησυχία θά διαλύεται ὡς καπνός.»