Θρήνοι Ιερεμίου ε’ 2

ΚΕΙΜΕΝΟ

«Κληρονομία ἡμῶν μετεστράφη ἀλλοτρίοις, οἱ οἶκοι ἡμῶν ξένοις»

ΕΡΜΗΝΕΙΑ

    «Ἡ κληρονομία μας, ἡ πατρίδα μας, ἐπέρασεν εἰς τά χέρια ἄλλων ἐθνῶν καί τά σπίτια μας εἰς τά χέρια ξένων» ( Ἀπό τήν «Παλαιά Διαθήκη μετά συντόμου ἑρμηνείας», τόμος ~18ος,  ἔκδοση «Ο ΣΩΤΗΡ»).

ΣΧΟΛΙΟ

    Ὁ  πόνος τοῦ προφήτη εἶναι πολύ βαθύς. Βαριά σύννεφα λύπης ἔχουν σκεπάσει τόν οὐρανό τῆς ψυχῆς του. Δάκρυα καυτά ἔχουν χύσει τά μάτια του καί ἐξακολουθοῦν νά χύνουν.
    Ἡ αἰτία γιά τήν ὁποία κλαίει καί θρηνεῖ δέν εἶναι μόνο προσωπική του ὑπόθεση. Εἶναι δοκιμασία ὅλου τοῦ ἔθνους. Εἶναι πληγή πού φθάνει στά κατάβαθα τῆς ψυχῆς, διότι ξεπερνᾶ τα ὅρια μιᾶς ἐθνικῆς καταστροφῆς καί τραυματίζει πολύ βαθιά τό θρησκευτικό συναίσθημα τοῦ περιούσιου λαοῦ. Δέν εἶναι μόνο ἡ ἐθνική ὑποδούλωση σ’ ἕναν εἰδωλολάτρη καί ἀσεβή κατακτητή. Δέν εἶναι μόνο ἡ αἰχμαλωσία τοῦ λαοῦ καί ἡ μεταφορά πολλῶν αἰχμαλώτων στή Βαβυλώνα. Δέν  εἶναι ἀκόμη μόνο ἡ καταστροφή τῆς θεοφρούρητης πόλεως. Ἐκεῖνο πού περισσότερο άπ’ ὅλα καταστενοχωρεῖ τον προφήτη καί τούς ὁμοεθνεῖς του, εἶναι ἡ βεβήλωση καί ἡ ἁρπαγή τοῦ περίφημου ναοῦ, στό μοναδικό θυσιαστήριο τοῦ ὁποίου προσφέρονταν οἱ θυσίες καί στά Ἅγια των Ἁγίων φυλάγονταν τά ἱερότερα σεβάσματα τῆς Μωσαικῆς λατρείας. Καί θρηνεῖ λοιπόν ὁ προφήτης καί προσκαλεῖ τό ἔθνος του νά μεταβάλουν τόν πόνο τους σέ προσευχή καί τή θλίψη τους σέ ἱκεσία. «Μνήσθητι, Κύριε, ὅτι έγενήθη ήμῖν ἐπίβλεψον καί ἴδε τόν όνειδισμόν ἡμῶν. κληρονομία ἡμῶν μετεστράφη άλλοτρίοις, οἱ οἶκοι ἡμῶν ξένοις» (Θρῆνοι ε’ 1-2).
    Κύριε παντογνώστη, Κύριε παντοδύναμε, Κύριε πανάγαθε. Δές, Κύριε, τήν ἄθλια κατάσταση στήν ὁποία περιπέσαμε, διότι θριάμβευσε ὁ ἀσεβής ἐχθρός. Ὅλα τά κακά πού μᾶς βρῆκαν, Κύριε, τά βλέπεις. Έσύ γνωρίζεις τούς όνειδισμούς καί τήν καταισχύνη μας. Ἡ χώρα πού μᾶς ἔδωσες ὡς ἱερή κληρονομιά, ἡ εὐλογημένη Χαναάν, ἔπεσε σέ χέρια ξένων. Τά σπίτια καί τίς περιουσίες μας μᾶς τά ἅρπαξαν οἱ ἐχθροί. Πού ἀλλοῦ νά καταφύγουμε, Κύριε, παρά σέ Σένα; Τίνος ἄλλου τή βοήθεια καί τήν προστασία νά ζητήσουμε παρά τή δική Σου;
    «Κληρονομία ἡμῶν μετεστράφη άλλοτρίοις, οἱ οἶκοι ἡμῶν ξένοις».
    Ἀλλά μήπως τά λόγια αὐτά δέν πρέπει νά τά ἐπαναλαμβάνει καί τόο ἔθνος μας μετά τή Μικρασιατική καταστροφή; Χώρα  ἑλληνική ἡ  Μικρά  Ἀσία ἀπό ἀρχαιοτάτων χρόνων, κοιτίδα τοῦ ἀρχαίου ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ ἀπόλαυσε τό ἐξαιρετικό προνόμιο νά εύαγγελισθεῖ τον Κύριο Ίησοῦ ἀπό τό στόμα τοῦ ἀποστόλου Παύλου καί τῶν ἄλλων Ἀποστόλων. Ἀπαρνήθηκε τά εἴδωλα καί έγκολπώθηκε τήν πίστη τοῦ Χριστοῦ. Τά ὀνόματα τῶν πόλεων τίς ὁποῖες ἐπισκέφθηκε ὁ Παῦλος μέ τούς συνεργούς του καί ἵδρυσε τίς πρῶτες Ἐκκλησίες, θά διαλαλοῦνται αἰώνια, ἐφόσον συμπεριλαμβάνονται στό θεόπνευστο κείμενο τῆς Καινῆς Διαθήκης. Οἱ ἑπτά λυχνίες τῶν Ἐκκλησιῶν τῆς Άποκαλύψεως, ἔστω καί ἄν ἔσβησαν, δέν θά πάψουν νά ἀκτινοβολοῦν τό φῶς τῶν λόγων πού ἀπηύθυνε σ’ αὐτές μέσω τοῦ εὐαγγελιστή Ἰωάννη ὁ παλαιός τῶν ἡμερῶν. Οἱ ἐπιστολές τοῦυ Παύλου, τοῦ Πέτρου, τοῦ Ἰακώβου καί τῶν λοιπῶν Ἀποστόλων θά μεταδίδουν μέχρι τῆς συντέλειας τῶν αἰώνων σ’ ὁλόκληρο τόν κόσμο «τί τό Πνεῦμα λέγει ταῖς έκκλησίαις» (Άποκ. β’ 7) «Πόντου, Γαλατίας, Καππαδοκίας, Ἀσίας καί Βιθυνίας» (Α’ Πέτρ. α’ 1).
    Καμιά ἄλλη χώρα δέν εἶναι τόσο ζυμωμένη μέ τό κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου, ὅσο ἡ Μικρασιατική γῆ ἀπό Ἀνατολῶν μέχρι Δυσμῶν καί ἀπό Βορρᾶ μέχρι Νότου. Τό χῶμα της εἶναι διαποτισμένο άπ’ ἄκρη σ’ ἄκρη μέ αἵματα μαρτυρικά. Στίς πόλεις της συγκροτήθηκαν Οἰκουμενικές Σύνοδοι, οἱ ὁποῖες διατύπωσαν τά θεό-πνευστά δόγματα τῆς Πίστεως. Ἀλλά τώρα, κρίμασιν οἷς οἶδε Κύριος, «κληρονομία ἡμῶν μετεστράφη άλλοτρίοις, οἱ οἶκοι ἡμῶν ξένοις».
    Ὅμως ἀπό τά βάθη τῆς ψυχῆς τοῦ λαοῦ, ἀπό τά βεβηλωμένα ἅγια θυσιαστήρια τῆς Μικρασιατικῆς γῆς, ἀπό τά ἐρείπια τῶν ἱερῶν ναῶν της, ἀπό τίς ψυχές τῶν Μαρτύρων της εἴκοσι αἰώνων, ἀπό τόν ίερομάρτυρα Πολύκαρπο Σμύρνης μέχρι τούς σύγχρονους ἄγνωστους Χριστιανούς Μάρτυρες τῆς Μικρασιατικῆς γῆς, μιά φωνή ἱκεσίας ἀνεβαίνει καί διασχίζει τούς αἰθέρες, χτυπᾶ τίς πύλες τοῦ Οὐρανοῦ καί φθάνει μέχρι τά πόδια τοῦ Παντοδύναμου: Ἕως πότε, ὁ δεσπότης ὁ ἅγιος καί ὁ ἀληθινός, οὐ κρίνεις καί έκδικεῖς τό αἷμα ἡμῶν ἐκ τῶν κατοικούντων ἐπί τῆς γῆς; (Άποκ. ς’ 10). Καί σάν ἀπάντηση στή φωνή αὐτή ἔρχεται ἡ προφητική ἀναγγελία: «Ἰδέτωσαν πτωχοί καί εύφρανθήτωσαν έκζητήσατε τόν Θεόν, καί ζήσεται ἡ ψυχή ὑμῶν… ὅτι ὁ Θεός σώσει τήν Σιών, καί οίκοδομηθήσονται αἱ πόλεις τῆς Ἰουδαίας, καί κατοικήσουσιν έκεῖ καί κλη-ρονομήσουσιν αὐτήν  καί τό σπέρμα τῶν δούλων αὐτοῦ καθέξουσιν αὐτήν, καί οἱ άγαπῶντες τό ὄνομά σου κατασκηνώσουσιν ἐν αἀτῇ (Ψαλμ. ξη’ 33,36-37). Καί ἐρεῖ πᾶς ὁ λαός γένοιτο γένοιτο» (Ψαλμ. ρε’ 48).»
( Ἀπό τό βιβλίο τοῦ Ἀρχ.Χριστοφ.Παπουτσοπούλου «ΟΙ ΣΠΕΙΡΟΝΤΕΣ ΕΝ ΔΑΚΡΥΣΙΝ», ἔκδοση «Ο ΣΩΤΗΡ»).