Παροιμ.ιε΄3

ΚΕΙΜΕΝΟ

«Ἐν παντί τόπῳ ὀφθαλμοί Κυρίου, σκοπεύουσι κακούς τε καί ἀγαθούς»

ΕΡΜΗΝΕΙΑ

    «Εἰς κάθε μέρος τά μάτια τοῦ Θεοῦ παρατηροῦν καί ἐποπτεύουν τούς κακούς καί τούς καλούς εἰς ὅλας τάς ἐσωτερικάς καί ἐξωτερικάς ἐνεργείας των» ( Ἀπό τήν «ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ ΜΕΤΑ ΣΥΝΤΟΜΟΥ ΕΡΜΗΝΕΙΑΣ»,  τόμος 12ος, ἔκδοση «Ο ΣΩΤΗΡ»)

ΣΧΟΛΙΟ

    Κλεῖνεσαι στὸ δωμάτιό σου καὶ λές: Ἐπιτέλους εἶμαι μόνος. Κανένας δὲν μὲ βλέπει. Κανένας δὲν μὲ ἀκούει. Θὰ κάνω ὅ,τι θέλω. Θὰ συμπεριφερθῶ ὅπως μοῦ ἀρέσει. Δὲν θά πῶ σὲ κανέναν τίποτε ἀπὸ ὅσα σκέπτομαι. Μόνος μου θὰ ἀποφασίσω. Μόνος μου θὰ καταστρώσω τὰ σχέδια. Μόνος μου θὰ ἐνερ¬γήσω. Κανένας μάρτυρας δὲν θὰ ὑπάρχει νὰ μὲ δεῖ.
    Ὤ, ἀδελφέ μου, πόσο ἀπατᾶσαι ὅταν σκέπτεσαι κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο. Μπορεῖ μάτι ἀνθρώπου νὰ μὴ σὲ βλέπει. Ἀλλά ἀπὸ τὸ ἀκοίμητο μάτι τοῦ Θεοῦ πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ κρυφτεῖς; Δὲν ἀκοῦς τὸν θεόπνευστο προφήτη τι λέει; «Ἐν παντὶ τόπῳ ὀφθαλμοὶ Κυρίου, σκοπεύουσι κακούς τε καὶ ἀγαθούς». Σὲ κάθε μέρος, παντοῦ, βλέπουν τὰ μάτια τοῦ Θεοῦ, παρατηροῦν καὶ παρακολουθοῦν τοὺς κακοὺς καὶ τοὺς καλούς. Βλέπουν καὶ ἐρευνοῦν μὲ λεπτομέρεια καὶ γνωρίζουν μὲ πολλὴ ἀκρίβεια ὄχι μόνο ὅσα πράττουν οἱ ἄνθρωποι, καλοὶ καὶ κακοί, ἀλλὰ καὶ ὅσα σκέπτονται. Ὅσα ἀποφασίζουν, ἀλλὰ καὶ ὅσα διαλογίζονται.
     «Ἐ παντὶ τόπῳ». Ὅπου κι ἂν βρισκόμαστε. Εἴτε στήν ξηρά, εἴτε στή θάλασσα, εἴτε στόν ἀέρα, εἴτε στήν ἐπιφάνεια τῆς γῆς, εἴτε στὰ βάθη τῶν θαλασσῶν, εἴτε στὰ ἀδιαπέραστα σκοτάδια στὰ ἔγκατα τῆς γῆς. «Ἐν παντὶ τόπῳ». Μὴ μᾶς κάνει ἐντύπωση αὐτό. Μὴ μᾶς φαίνεται ἀδύνατο, ἀφοῦ κι ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι τὸ καταφέρνουμε μέχρις ἐνὸς σημείου. Ἔχεις μπροστά σου τή συσκευή τοῦ ραδιοφώνου σου. Καὶ τώρα ἀκοῦς ὅ,τι λένε στόν ραδιοφωνικὸ σταθμὸ μιᾶς πόλε¬ως. Ἂν ὅμως γυρίσεις τὸ κουμπὶ τοῦ ραδιοφώνου σου, ἀκοῦς εὐθὺς ἀμέσως ἐκεῖνα πού λένε σὲ κάποιον ἄλλο σταθμό. Τὸ ἴδιο γίνεται καὶ μὲ τὴν τηλε¬όραση. Τὰ ἀόρατα ἠλεκτρομαγνητικὰ κύματα μετα¬φέρουν τή μορφή τῶν διαφόρων προσώπων κι ἐσὺ τή βλέπεις στήν ὀθόνη τῆς τηλεοπτικῆς συσκευῆς. Συ¬νομιλεῖς μὲ τὸ τηλέφωνο καὶ βλέπεις συγχρόνως τή μορφή τοῦ συνομιλητή σου, ἔστω κι ἂν βρίσκεται ἐκεῖνος χιλιάδες καὶ μυριάδες χιλιόμετρα μακριά. Οἱ ἀστροναῦτες δὲν φαίνονταν στήν ὀθόνη τῆς τηλεορά¬σεως καὶ δὲν ἀκουγόταν καθαρὰ ἡ φωνή τους, καθώς περιστρέφονταν γύρω ἀπὸ τή γή ἢ ταξίδευαν πρὸς τή σελήνη; Λοιπόν, ἀφοῦ πέτυχε ὁ ἄνθρωπος νὰ βλέπει σὲ κάποιο βαθμὸ καὶ ὅσα βρίσκονται σὲ ἀπίστευτες ἀπὸ αὐτὸν μακρινὲς ἀποστάσεις, πῶς οἱ ὀφθαλμοὶ τοῦ Κυρίου νὰ μὴ βλέπουν ὅσα γίνονται ἐν παντὶ τόπῳ;
«Ἐν παντὶ τόπῳ ὀφθαλμοὶ Κυρίου, σκοπεύουσι κακούς τε καὶ ἀγαθούς».
    Ἐὰν ὁ κλέφτης, τὴν ὥρα πού παίρνει τὸ ξένο πρᾶγμα, γίνει ἀντιληπτὸς ἀπὸ τὸν ἰδιοκτήτη, τὶ προ¬σβολή! Καὶ ἐὰν τὰ αἰσθήματα τοῦ μίσους πού κυριαρχοῦν στὸ ἐσωτερικὸ τῶν ἀνθρώπων, ἦταν δυνατὸν νὰ ἀποτυπωθοῦν σὲ μιά φωτογραφικὴ πλά¬κα, τὶ ντροπή! Καὶ ἐὰν οἱ πονηριὲς καί οἰ ἐλεεινότητες, οἱ ὁποῖες διαπράττονται στὸ σκοτάδι τῆς νύχτας, φωτισθοῦν ξαφνικὰ μὲ τὸ φῶς ἑνὸς δυνατοῦ ἠλεκτρι¬κοὺ λαμπτήρα, ὤ, θὰ προτιμοῦσε ὁ ταλαίπωρος ἄνθρωπος νὰ ἄνοιγε ἡ γῆ νὰ τὸν καταπιεῖ, παρὰ νὰ ἔλθουν στὸ φῶς τῆς δημοσιότητας τὰ ἀνομήματά του. Καὶ ὅμως ὅλα αὐτὰ καὶ ὅσα ἄλλα γίνονται κρυφὰ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, δὲν παραμένουν ἄγνω¬στα στόν Θεό. Τὸ βλέμμα τοῦ Παντογνώστη διαλύει τὰ σκοτάδια καὶ βλέπει πολὺ καθαρότερα ἀπ’ ὅ,τι βλέπει ὁ ἄνθρωπος ὅσα συμβαίνουν σὲ μακρινὲς ἀποστάσεις. «Οὔκ ἐστι κτίσις ἀφανὴς ἐνώπιον αὐτοῦ» βεβαιώνει ὁ θεῖος Παῦλος (Ἑβρ. δ’ 13). Κανένα δημιούργημα, τίποτε ἀπολύτως δὲν ὑπάρχει πού νὰ εἶναι ἀόρατο καὶ ἀφανὲς ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ τὰ πάντα εἶναι «γυμνὰ καί  τετραχηλισμενα τοῖς ὀφθαλμοῖς αὐτοῦ» (Ἑβρ. δ’ 13). Ὅλα εἶναι γυμνὰ καὶ ξεσκεπασμένα στὰ μάτια τοῦ Θεοῦ!
«Ἐν παντὶ τόπῳ ὀφθαλμοὶ Κυρίου, σκοπεύουσι κα¬κούς τε καὶ ἀγαθούς». Φίλη ψυχή, τὸ ἔχεις σκεφθεῖ αὐτὸ καλά; Τὸ ἀκοίμητο μάτι τοῦ Θεοῦ μᾶς βλέπει συνεχῶς, ὅπου κι ἂν βρισκόμαστε. Δὲν νυστάζει, δὲν κλείνει ποτέ. Σκοπεύει. Παρατηρεῖ μὲ λεπτομέρεια ὅλους καὶ ὅλα. Μᾶς παρακολουθεῖ μέρα καὶ νύχτα. Μᾶς βλέπει ὅταν προσευχόμαστε, ἀλλά καὶ ὅταν ἀσχημονοῦμε. Μᾶς βλέπει ὅταν ἐπισκεπτόμαστε καὶ παρηγοροῦμε ἀσθενεῖς, ἀλλὰ καὶ ὅταν βαδίζουμε σὲ δρόμους ἁμαρτωλοὺς καὶ πονηρούς. Μᾶς βλέπει ὅταν ἐλεοῦμε καὶ βοηθοῦμε ὅσους ἔχουν ἀνάγκη, ἀλλά καὶ ὅταν ἀδικοῦμε καὶ καταπιέζουμε τὸν φτωχὸ ἀδελφὸ μας. Μᾶς βλέπει ὅταν ὑπομένουμε καρτερικά τίς θλίψεις καὶ τοὺς πόνους δοξάζοντας τὸ ἅγιο ὄνομά Του, μᾶς βλέπει ὅμως καὶ ὅταν γογγύζουμε καὶ βλασφημοῦμε. Μᾶς βλέπει ὅταν ἁμαρτάνουμε, ἀλλά καὶ ὅταν μετανοοῦμε. Ὤ, αὐτὸ τὸ ἀκοίμητο μάτι τοῦ Θεοῦ! Πόσο φόβο προξενεῖ στούς ἁμαρτωλοὺς καὶ ἔνοχους. Ἀντίθετα ποιά ἐνίσχυση καὶ παρηγοριά μεταδίδει στούς πιστοὺς καὶ εὐσεβεῖς Χριστιανούς! Ἔλα, ἀδελφέ μου, νὰ πέσουμε μὲ μετάνοια μπροστὰ στόν παντογνώστη Κύριο καὶ νὰ Τὸν παρακαλέσουμε:

    Πανάγαθε, παντεπόπτη, καρδιογνώστη, ἀνεξίκακε, φιλάνθρωπε Κύριε, Σύ ὅλα τὰ βλέπεις, ὅλα τὰ παρακολουθεῖς, ὅλα τὰ γνωρίζεις. Τὸ ἀνύυσταχτο βλέμ¬μά Σου, ὁ ἀκοίμητος ὀφθαλμός Σου μὲ παρατηρεῖ μέρα καὶ νύχτα καὶ παρακολουθεῖ τὰ ἔργα μου, τὶς σκέψεις καί τις ἐπιθυμίες μου, τοὺς πόθους καί τίς ἀποφάσεις μου. Ἀξίωσέ με νὰ εἶναι ἡ ζωή μου καὶ ἡ συμπεριφορά μου σύμφωνη πάντοτε μὲ τὸ ἅγιο θελη¬μά Σου, γιὰ νὰ αἰσθάνομαι τὸ βλέμμα Σου στοργικὸ καὶ νὰ ἀντλῶ ἀπὸ αὐτὸ θάρρος καὶ δύναμη στούς πνευματικοὺς ἀγῶνες μου καὶ στίς δυσκολίες τῆς ζωῆς. Ὅσες φορὲς δὲ ἡ εὐπερίστατη ἁμαρτία ζητάει νὰ μὲ δελεάσει, τὸ ἅγιο βλέμμα Σου ἂς μὲ ἐπαναφέρει στήν τάξη, ἂς μὴ μὲ ἀφήνει νὰ παρασυρθῶ. Ἐνίσχυσέ με, πολυεύσπλαχνε, παντογνώστη, δίκαιε Κριτή, νὰ βαδί¬ζω πάντοτε στόν δρόμο τὸν ὁποῖον Σύ μου ὑποδεικνύ¬εις, γιὰ νὰ ἀξιωθῶ νὰ εἶμαι μαζί Σου στήν οὐράνια Βασιλεία Σου, κάτω ἀπὸ τὸ ἀκοίμητο βλέμμα Σου, δοξάζοντας κι εὐλογώντας Σὲ τὸν Σωτήρα καὶ Λυτρω¬τή μου, μαζί μέ τὸν Ἄναρχο Πατέρα Σου καί τό Πανα¬γιό Σου Πνεῦμα. Ἀμήν.»
(Ἀπό τό βιβλίο τοῦ Ἀρχ.Χριστοφ.Παπουτσοπούλου «ΟΙ ΣΠΕΙΡΟΝΤΕΣ ΕΝ ΔΑΚΡΥΣΙΝ», ἔκδοση «Ο ΣΩΤΗΡ»).