ΕΦ3. Ἡ χριστιανική θεώρηση τοῦ θανάτου

ΘΕΜΑ: Ἡ χριστιανική θεώρηση τοῦ θανάτου
ΕΒΔΟΜΑΔΑ:
ΑΡΘΡΟ: «Ἡ χριστιανική ἀντιμετώπιση τοῦ θανάτου», «Ὁ Σωτήρ», τεῦχ. 2329/15.4.25/σελ. 187-188.
ΑΓΙΟΓΡΑΦΙΚΟ: Α΄ Θεσ. δ΄ 13
ΒΟΗΘΗΜΑΤΑ: † Νικολάου Π. Βασιλειάδη, «Τό μυστήριο τοῦ θανά­του», ἐκδ. «Ὁ Σωτήρ», Ἀθήνα 202421.

 


Μεταφορτώσεις

Θέμα για τους κυκλάρχες

Άρθρο

 

ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ

Τόν μήνα Αὔγουστο δεσπόζει ἡ θεομητορική Ἑορτή τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου. Σ᾿ ὁλόκληρη τήν Ὑφήλιο, σ᾿ Ἀνατολή καί Δύση, Βορριά καί Νότο, οἱ πιστοί Χριστιανοί γιορτάζουμε σάν Πασχαλιά, τό Πάσχα τοῦ Καλοκαιριοῦ, τή μεγάλη Ἑορτή τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου. Ἔνδοξη κοίμηση! «Τῇ ἐνδόξῳ κοιμήσει σου οὐρανοί ἐπαγάλλονται…»! «Αἱ γενεαί πᾶσαι μακαρίζομέν σε, τήν μόνην Θεοτόκον»! «Τήν τιμιωτέραν τῶν Χερουβείμ καί ἐνδοξοτέραν ἀσυγκρίτως τῶν Σεραφείμ, τήν ἀδιαφθόρως Θεόν Λόγον τεκοῦσαν, τήν ὄντως Θεοτόκον, σέ μεγαλύνομεν»!

Ἀλλά καί τῶν Ἁγίων τή σεπτή μνήμη τή γιορτάζουμε ὄχι τήν ἡμέρα τῆς γεννήσεώς τους, ἀλλά τήν ἡμέρα τῆς κοιμήσεώς τους, διότι ὁ θάνατός τους εἶναι ἔνδοξος θάνατος, ἀκόμη καί ὅταν εἶναι μαρτυρικός!

Δέν ἦταν ὅμως ἔτσι τά πράγματα πρίν ἀπό τήν Ἐνανθρώπηση, τή Σταύρωση, τήν Ταφή, τήν Ἀνάσταση καί τήν Ἀνάληψη τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ. Τόν θάνατο στήν πρό Χριστοῦ ἐποχή τόν φοβοῦνταν οἱ ἄνθρωποι, τόν θεωροῦσαν ἀπροσωπόληπτο ἐκβιαστή τοῦ ἀνθρωπίνου γένους καί τόν ἀντιμετώπιζαν μέ ἀκραῖες ἐκδηλώσεις πένθους. Θεωροῦσαν ὅτι ὁ θάνατος εἶναι τό τέλος, ὅτι μέ αὐτόν ὁ ἄνθρωπος χάνεται γιά πάντα. Ἤ ἄν συνεχίζει νά ὑπάρχει, θά εἶναι δυστυχισμένος στόν Ἅδη.

Ἀλλά μέ τήν Ἐνανθρώπηση, τή Σταύρωση, τήν Ταφή, τή λαμπροφόρο Ἀνάσταση καί τήν ἔνδοξη Ἀνάληψη τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ, ὁ θάνατος νική­θηκε ὁλοσχερῶς, διότι γνωρίζουμε ὅτι ἡ ψυχή μας ζεῖ μέσα στὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ καὶ κατὰ τὴ Δευτέρα Παρουσία θά ἀναστηθεῖ καί τό σῶμα μας. Ἑπομένως ὁ θάνατος δέν λογίζεται πλέον θάνατος, οὔτε κάν ὀνομάζεται θάνατος, ἀλλά ὀνομάζεται ὕπνος ἤ κοίμηση καί τά νεκροταφεῖα ὀνομάζονται κοιμητήρια. «Ἐπειδή δέ ἦλθεν ὁ Χριστός, καί ὑπέρ ζωῆς τοῦ κόσμου ἀπέθανεν, οὐκέτι θάνατος καλεῖται λοιπόν ὁ θάνατος, ἀλλά ὕπνος καί κοίμησις», σημειώνει ὁ ἱερός Χρυσόστομος (PG 49, 394). Γι᾿ αὐτό καί ἡ ἀντιμετώπιση τοῦ θανάτου γιά τούς πιστούς ἀνθρώπους εἶναι τώρα πλέον τελείως διαφορετική ἀπ᾿ ὅ,τι ἦταν στήν πρό Χριστοῦ ἐποχή ἤ ἀπ᾿ ὅ,τι τόν ἀντιμετωπίζουν «οἱ μή ἔχοντες ἐλπίδα». Στό θέμα τοῦ Κύκλου πού θά κάνουμε σήμερα θά ἀναφερθοῦμε στή χριστιανική θεώρηση τοῦ θανάτου.

Α΄ ΜΕΡΟΣ: Ἡ χριστιανική θεώρηση τοῦ θανάτου

Θά διαβάσουμε τό πρῶτο Μέρος τοῦ ἄρθρου «Ἡ χριστιανική ἀντιμετώπιση τοῦ θανάτου», «Ὁ Σωτήρ», τεῦχ. 2329/15.4.25/σελ. 187-188, ἕως ἐκεῖ πού λέει: «Ἀπό τήν ἄλλη πλευρά ὅμως ὁ θάνατος εἶναι καί λυπηρό γεγονός, διότι χωρίζει τήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τό σῶμα του καί τόν κεκοιμημένο ἀπό ἀγαπημένα του πρόσωπα», σελ. 188, α΄ στήλη, καί θά ρωτήσουμε τά Μέλη: Ποιά εἶναι ἡ χριστιανική θεώρηση τοῦ θανάτου; Τί μᾶς λέει τό ἄρθρο; (Σκέψεις Μελῶν…) Μᾶς λέει ὅτι, ἐφόσον ὁ θάνατος νικήθηκε ὁλοσχερῶς μέ τήν Ἐνανθρώπηση, τή Σταύρωση, τήν Ταφή, τήν Ἀνάσταση καί τήν Ἀνάληψη τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ, τώρα πλέον δέν λογίζεται κάν θάνατος, ἀλλά εἶναι ὕπνος γλυκός· λυκόφως πού προμηνύει τό λυκαυγές· ἤρεμη δύση πού προοιωνίζει τήν ἀνατολή· τερματικός σταθμός τοῦ παρόντος βίου καί ἀφετηρία τῆς καινούργιας βιοτῆς.

Ἀντιλέγουν μερικοί ὅτι ὁ ὕπνος εἶναι μικρῆς διάρκειας καί μετά ξυπνᾶμε, ἐνῶ ὁ θάνατος εἶναι μεγάλης διάρκειας. Δέν ἔχει σημασία, ἄν ὁ θάνατος εἶναι μεγαλύτερης διάρκειας ἀπ᾿ ὅ,τι ὁ συνήθης ὕπνος τῶν ἀνθρώπων. Σημασία ἔχει ὅτι εἶναι ὕπνος, ἐφόσον θά ἐπακολουθήσει καί ἡ δική μας ἀνάσταση.

Τό βέβαιο εἶναι ὅτι ὁ θάνατος μέ τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ οὐσιαστικά καταργήθηκε. Δέν ὀνομάζεται κάν θάνατος. Ὀνομάζεται ὕπνος. «Λάζαρος ὁ φίλος ἡμῶν κεκοίμηται», εἶπε ὁ Κύριος στούς Μαθητές Του (Ἰω. ια΄ 11). «Μή κλαίετε· οὐκ ἀπέθανεν, ἀλλά καθεύδει», εἶπε στούς συγγενεῖς καί φίλους πού συγκεντρώθηκαν στό σπίτι τοῦ Ἰαείρου, ὅταν κοιμήθηκε ἡ κόρη του (Λουκ. η΄ 52). Ὅπως ὅταν κοιμόμαστε, ξεκουραζόμαστε ἀπό τούς κόπους τῆς πολύμοχθης ζωῆς καί ξυπνοῦμε ἀνανεωμένοι, ἔτσι καί ὅταν κοιμόμαστε τόν ὕπνο τοῦ θανάτου, ἀναπαυόμαστε καί θά ἀναστηθοῦμε «ἐκ τοῦ τάφου ὡραῖοι»!

Οἱ κοσμικοί ἄνθρωποι ἀγνοοῦν τή χριστιανική θεώρηση τοῦ θανάτου καί δέν θέλουν οὔτε νά ἀκούσουν γιά θάνατο. Ὅταν ἀρχίζει συζήτηση γιά τόν θάνατο, χτυποῦν ξύλο. Μερικοί τόν φοβοῦνται τόσο πολύ, πού δέν πηγαίνουν καθόλου σέ κηδεῖες. Οἱ πνευματικοί ἄνθρωποι δέν κάνουν τίποτε ἀπ᾿ αὐτά. Ἀγωνίζονται νά ζοῦν σύμφωνα μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ γιά νά μήν τούς ἐλέγχει ἡ συνείδησή τους γιά παραβάσεις τοῦ θείου Νόμου, καί ὅταν ἐγγίζει τό τέλος τους, οἱ πραγματικοὶ πιστοὶ ἐπιθυμοῦν «ἀναλῦσαι καί σύν Χριστῷ εἶναι» (Φιλιπ. α΄ 23), ὅπως ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ὁ ὁποῖος ἐπιθυμοῦσε νά φύγει ἀπό τή ζωή αὐτή καί νά εἶναι μαζί μέ τόν Χριστό. Θεωροῦσε κέρδος τό νά βρεθεῖ στήν ἀγκαλιά τοῦ Θεοῦ καί νά ἐπιτύχει τήν πλήρη ἕνωσή του μέ τόν Κύριο. «Ἐμοί τό ζῆν Χριστός καί τό ἀποθανεῖν κέρδος» (Φιλιπ. α΄ 21)! Ἀλλά καί ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος, ὅταν τόν ὁδηγοῦσαν στό μαρτύριο καί προσπαθοῦσαν οἱ Χριστιανοί νά τόν προστατεύσουν, νά μή μαρτυρήσει, τούς ἔλεγε: Ἀφῆστε με νά ζήσω. Δηλαδή, ἀφῆστε με νά πεθάνω. «Κακαί κολάσεις τοῦ διαβόλου ἐπ᾿ ἐμέ ἐρχέσθωσαν, μόνον ἵνα Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐπιτύχω». Ἄς ἔλθουν ἐπάνω μου πολλά βασανιστήρια, ἀρκεῖ νά ἐπιτύχω νά εἶμαι ἑνωμένος μέ τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό.

Γιατί ἐπιθυμοῦν οἱ πνευματικοί ἄνθρωποι τόν σωματικό θάνατο; Διότι μᾶς παίρνει ἀπό τήν κοιλάδα τοῦ κλαυθμῶνος τῆς παρούσας ζωῆς καί μᾶς φέρνει στόν νέο κόσμο τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, στήν «ἀγείρω ζωήν», ἐκεῖ πού δέν ὑπάρχει πόνος, λύπη, στεναγμός, ἀλλά «ζωή ἀτελεύτητος»! Γι᾿ αὐτό ψάλλουμε στήν ἐξόδιο Ἀκολουθία: «Μακαρία ἡ ὁδός, ᾗ πορεύει σήμερον, ὅτι ἡτοιμάσθη σοι τόπος ἀναπαύσεως»! Οἱ ἀγωνιστές τοῦ καλοῦ ἀγώνα τῆς πίστεως ἐκδημοῦν ὄχι ὡς ἡττημένοι, ἀλλά ὡς νικητές πού στεφανώνονται καί πορεύονται στόν τόπο ἀναπαύσεως πού τούς ἑτοίμασε ὁ ἅγιος Θεός!

Β΄ ΜΕΡΟΣ: Ἡ χριστιανική ἀντιμετώπιση τοῦ θανάτου

Ἔπειτα θά διαβάσουμε τό ὑπόλοιπο ἄρθρο καί θά ρωτήσουμε τά Μέλη: Ποιά εἶναι ἡ χριστιανική ἀντιμετώπιση τοῦ θανάτου; (Σκέψεις Μελῶν…) Ἡ χριστιανική ἀντιμετώπιση τοῦ θανάτου ποτέ δέν φθάνει στά ἄκρα. Τά ἄκρα εἶναι πάντοτε τῶν δαιμόνων. Στήν ἀντιμετώπιση τοῦ θανάτου τά δύο ἄκρα τῶν δαιμόνων εἶναι ἡ πλήρης ἀδιαφορία ἀπό τή μιά μεριά καί ἡ ὑπερβολική λύπη ἀπό τήν ἄλλη. Ὁ ὑγιής Χριστιανισμός δέν μᾶς παρακινεῖ νά φθάσουμε οὔτε στό ἕνα ἄκρο τῆς πλήρους ἀδιαφορίας, οὔτε στό ἄλλο ἄκρο τῆς ὑπερβολικῆς λύπης, ἀλλά μᾶς προτρέπει νά ἀκολουθήσουμε τή μέση καί βασιλική ὁδό τοῦ μέτρου.

Ἀναλυτικότερα: α) Ὁ ὑγιής Χριστιανισμός δέν μᾶς προτρέπει νά μείνουμε ἀδιάφοροι, ἀσυγκίνητοι καί ψυχροί μπροστά στόν θάνατο τῶν προσφιλῶν προσώπων μας. Δέν μᾶς παροτρύνει νά εἴμαστε ἀναίσθητοι, ἀπάνθρωποι, μέ πέτρινη καρδιά. Δέν μᾶς παρακινεῖ νά δείξουμε στωική ἀπάθεια ἤ νά παραμείνουμε ἀνάλγητοι ἤ νά ἐκμηδενίσουμε τό φίλτρο τοῦ συγγενικοῦ δεσμοῦ ἤ νά καταργήσουμε τό ἀνθρώπινο συναίσθημα. Ἀπεναντίας μᾶς διδάσκει νά ἀγαποῦμε, νά σπλαχνιζόμαστε καί νά συμπονοῦμε τόν ἄνθρωπό μας πού ἔφυγε ἀπό τήν παρούσα ζωή, ἀλλά καί τούς συγγενεῖς πού τόν προπέμπουν στήν ἀτελεύτητη αἰωνιότητα. Ὁ σοφός Σειράχ μᾶς συμβουλεύει, ὅταν βρισκόμαστε μπροστά στή σορό νεκροῦ, νά χύνουμε δάκρυα. «Ἐπί νεκρῷ κατάγαγε δάκρυα» (Σ. Σειράχ λη΄ 16).

Ἐν προκειμένῳ τό ὑπόδειγμα τῆς χριστιανικῆς ἀντιμετώπισης τοῦ θανάτου μᾶς τό δίνει ὁ ἴδιος ὁ Κύριος, ὁ Ὁποῖος «ἐδάκρυσεν», ὅταν βρέθηκε μπροστά στό μνῆμα τοῦ φίλου του Λαζάρου (Ἰω. ια΄ 35). Ὁ Μέγας Βασίλειος σχολιάζει ὅτι «ἐδάκρυσε τό μέν ἀσυμπαθές καί θηριῶδες ἐκκλίνων». Δάκρυσε ἀποκλείοντας τό ἕνα ἄκρο τῆς ἀσυμπάθειας καί θηριωδίας.

β) Ἀλλά δάκρυσε ἀποκλείοντας καί τό ἄλλο ἄκρο τῆς ὑπερβολικῆς λύπης καί τῶν πολλῶν δακρύων. Ὁ Μέγας Βασίλειος ὁλοκληρώνοντας τό σχόλιό του, προσθέτει ὅτι ὁ Κύριος ἀπέκλεισε καί τούς μεγάλους θρήνους, καί τά βαριά πένθη. «Τό δέ φιλόλυπον καί πολύθρηνον ὡς ἀγενές παραιτούμενος»! Παρόμοια καί ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος χαρακτηρίζει ὡς «ἀπάνθρωπον» τό νά μένει κανείς ἀσυγκίνητος μπροστά στόν θάνατο προσφιλῶν προσώπων του, ἀλλά καί ὡς «ἀφιλόσοφον» τό νά κλαίει μέ ἀσταμάτητα δάκρυα.

Θά δακρύσουμε λοιπόν καί οἱ πιστοί Χριστιανοί, ἀλλά τά δάκρυά μας θά εἶναι ἤρεμα καί γλυκά, θά εἶναι «εὐσυμπάθητος θρῆνος», διότι προσδοκοῦμε ἀνάσταση νεκρῶν. Γι᾿ αὐτό στήνουμε σταυρό ἐπάνω στόν τάφο. Διότι ὁ σταυρός συμβολίζει τή νίκη τοῦ Χριστοῦ ἐπί τοῦ θανάτου, συμβολίζει τήν ἐλπίδα τῆς Ἀναστάσεως.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

Τό τελικό συμπέρασμα στό ὁποῖο καταλήγουμε εἶναι ὅτι ἡ χριστιανική ἀντιμετώπιση τοῦ θανάτου εἶναι κάτι τό ἐνδιάμεσο μεταξύ τῆς χαρᾶς καί τῆς λύπης. Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας τήν ὀνομάζουν χαρμολύπη. Ἀλλά ὑπερισχύει ἡ χαρά τῆς Ἀναστάσεως. «Ἀνέστη Χριστός καί νεκρός οὐδείς ἐπί μνήματος. Χριστός γάρ ἐγερθείς ἐκ νεκρῶν, ἀπαρχή τῶν κεκοιμημένων ἐγένετο» (Ἰω. Χρυσοστόμου, Κατηχητικός Λόγος Ἀναστάσεως). Ἐφόσον ἀναστήθηκε ὁ Χριστός, θά ἀναστηθοῦμε κι ἐμεῖς! Θά ἐπαληθευθεῖ ὁ θεῖος λόγος τῆς Ἁγίας Γραφῆς: «Ἀναστήσονται οἱ νεκροί, καί ἐγερθήσονται οἱ ἐν τοῖς μνημείοις» (Ἡσ. κς΄ 19). Κι ἐφόσον θά ἀναστηθοῦμε κι ἐμεῖς, ἄς ἁπαλυνθεῖ ὁ πόνος τῶν πενθούντων μπροστά στή ρητή διαβεβαίωση τοῦ Νικητῆ τοῦ θανάτου: «Μή κλαῖε»! «Μή κλαίετε»! Μήν κλαῖς, ἀδελφέ μου! Μήν κλαῖτε, πενθοῦντες ἀδελφοί! Ὁ προσφιλής κεκοιμημένος σας «οὐκ ἀπέθανεν, ἀλλά καθεύδει»!
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος στό ἀποστολικό Ἀνάγνωσμα τῆς Α΄ πρός Θεσσαλο­νι­κεῖς ἐπιστολῆς (δ΄ 13-17), πού τό ἀκοῦμε στήν ἐξόδιο Ἀκολουθία, μᾶς προ­τρέπει νά μή λυπόμαστε, ὅταν βρισκόμαστε μπροστά στό νιοσκαμμένο μνῆμα τοῦ προσφιλοῦς κεκοιμημένου μας, ὅπως λυποῦνται οἱ ὑπόλοιποι πού δέν ἔχουν ἐλπίδα ἀναστάσεως, ἀλλά νά παρηγοροῦμε ὁ ἕνας τόν ἄλλο μέ τήν ἐλπίδα τῆς ἀναστάσεως.

ΣΥΝΘΗΜΑ
«Μή λυπῆσθε καθώς καί οἱ λοιποί οἱ μή ἔχοντες ἐλπίδα»
(Α΄ Θεσ. δ΄ 13)

ΥΓ. Τό θέμα αὐτό νά γίνει, κατά προτίμηση, τόν μήνα Αὔγουστο τοῦ 2025.