15. «…δεηθέντων αὐτῶν ἐσαλεύθη ὁ τόπος»

Μεταφορτώσεις

Θέμα για τους κυκλάρχες

Ἀμέσως μετά τήν ἀπόλυση τῶν ἁγίων Ἀποστόλων ἀπό τό Συνέδριο τῶν Ἰουδαίων, γιά τήν ὁποία συζητήσαμε στήν προη­γούμενη συμμελέτη μας, οἱ δύο ἀπόστολοι Πέτρος καί Ἰωάννης ἦλθαν στόν γνωστό τους τόπο τῆς συνάξεως τῶν πιστῶν. Δέν ἐγκατέλειψαν τήν Ἱερουσαλήμ, ἀλλά ἔσπευσαν πρός τούς «οἰκείους τῆς πίστεως». Τό τί ἀκριβῶς συνέβη ἐκεῖ θά ἀποτελέσει τό θέμα τῆς παρούσας συμμελέτης.

Μελέτη περικοπῆς: Πράξ. δ´ 23-31.

1. Τί φανερώνει τό ὅτι δέν ἐγκατέλειψαν τά Ἱεροσόλυμα ἔπειτα ἀπό τήν πρόσφατη ταλαιπωρία τους; Ὅτι εἶχαν ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη στήν προστασία τοῦ παντοδύναμου Κυρίου καί ἦταν βέβαιοι ὅτι θά τούς λύτρωνε Ἐκεῖνος καί ἀπό νέες τυχόν περιπέτειες (βλ. καί Ψαλ. ϟ΄ [90]).

Καί ἀντί νά ἀπομακρυνθοῦν, ἦλθαν στή σύναξη τῆς Ἐκ­κλη­σίας. Ἦταν βέβαιοι ὅτι «θά εὕρισκον ἐκεῖ ἐν τῇ μετά τῶν λοιπῶν ἀδελφῶν κοινωνίᾳ μεγαλυτέραν ἀνακούφισιν, ἐνίσχυσιν, ἐνθάρρυνσιν παρ᾿ ὅσον ἐν τῇ κατ᾿ ἰδίαν περισυλλογῇ» (Π. Ν. Τρεμπέλας). Ἡ ἐπικοινωνία μέ τούς ἀδελφούς ἐν Χριστῷ θά τούς ἐνίσχυε περισσότερο ἀπ’ ὅσο ἡ φυγή καί ἡ ἀπομόνωση. Ἐφόσον ἦταν μέλη τῆς Ἐκκλησίας, θεώρησαν χρέος τους ἀλλά καί ψυχική τους ἀνάγκη νά σπεύσουν νά συναντήσουν τούς πιστούς καί νά τούς διηγηθοῦν τά καθέκαστα. Γιατί; Γιά νά ἐνημερωθοῦν ὅλοι καί γιά νά δοξολογήσουν τόν Θεό γιά τήν ἀπαλλαγή τους ἀπό τόν πειρασμό· ἀλλά καί γιά νά γνωρίζουν ὅτι θά ἔχουν μέν νά ἀντιμετωπίσουν ἐχθρότητες καί δυσκολίες γιά τήν πίστη τους, ὅμως δέν θά τούς ἐγκαταλείψει ὁ Κύριος.

2. Μόλις ἀνακοίνωσαν τά συμβάντα οἱ Ἀπόστολοι, ὅλοι οἱ παρόντες πῆραν στάση προσευχῆς καί ἕνας ἀπό αὐτούς – ἤ ὁ Πέτρος ἤ ὁ Ἰάκωβος ὁ Ἀδελφόθεος – ἄρχισε νά προσεύχεται σέ ἐπήκοο ὅλων, οἱ ὁποῖοι ὕψωναν μαζί του τή φωνή τῆς καρδιᾶς τους πρός τόν οὐρανό.

Ἡ προσευχή αὐτή τῆς πρώτης Ἐκκλησίας εἶναι ἐξαίρετη. Νά τήν προσέξουμε καλύτερα. Τί λένε στήν ἀρχή; Ἀπευθύνονται στόν Κύριο καί τόν ὀνομάζουν «Δεσπότην», δηλαδή κυρίαρχο καί ἐξουσιαστή. Γιατί; «Ἐπειδή ἐπιστομισθῆναι τούς ἐναντίους ἐχρῆν, περί δεσποτείας διαλέγονται», σημειώνει ὁ ἱερός Χρυσόστομος (ΕΠΕ 15, 316). Ἐπειδή μέ τά ὅσα τούς εἶπαν οἱ δύο Ἀπόστολοι κατάλαβαν ὅτι εἶχαν νά ἀντιμεπωπίσουν ἐχθρούς, καταφεύγουν σ’ Ἐκεῖνον ὁ Ὁποῖος εἶναι ὁ Κύριος καί Δεσπότης τῶν ὅλων καί διοικεῖ καί ρυθμίζει τά πάντα ὡς ὁ Δημιουργός τοῦ οὐρανοῦ, τῆς γῆς καί τῆς θάλασσας καί ὅλων ὅσα ὑπάρχουν σ᾿ αὐτά.

Γι᾿ αὐτή τή δεσποτεία καί κυριαρχία τοῦ Κυρίου ἐπάνω σέ ὅλα, ὑπέροχα ὁμιλεῖ ἡ Εὐχή τοῦ Μεγάλου Ἁγιασμοῦ, πού ἀκούσαμε κατά τόν ἁγιασμό τῶν ὑδάτων στήν ἑορτή τῶν Θεοφανίων: «Μέγας εἶ, Κύριε, καί θαυμαστά τά ἔργα σου… Σύ γάρ βουλήσει ἐξ οὐκ ὄντων εἰς τό εἶναι παραγαγών τά σύμπαντα, τῷ σῷ κράτει (=μέ τή δύναμή Σου) συνέχεις (=συγκρατεῖς) τήν κτίσιν καί τῇ σῇ προνοίᾳ διοικεῖς τόν κόσμον… Σέ τρέμουσιν αἱ νοεραί πᾶσαι Δυνάμεις. Σέ ὑμνεῖ ἥλιος, σέ δοξάζει σελήνη, σοί ἐντυγχάνει (=προσεύχονται) τά ἄστρα, σοί ὑπακούει τό φῶς, σέ φρίττουσιν ἄβυσσοι, σοί δουλεύουσιν αἱ πηγαί. Σύ ἐξέτεινας τόν οὐρανόν ὡσεί δέρριν (=δερμάτινο κάλυμμα)· σύ ἐστερέωσας τήν γῆν ἐπί τῶν ὑδάτων· σύ περιετείχισας τήν θάλασσαν ψάμμῳ· σύ πρός ἀναπνοάς τόν ἀέρα ἐξέχεας…» Ἡ θέα τῆς ὑλικῆς Δημιουργίας μπορεῖ νά γίνει θεολογία καί νά μᾶς ὑψώσει πρός τόν οὐρανό, πρός τόν Δημιουργό τῶν ὅλων, ἀρκεῖ νά εἴμαστε σώφρονες καί «θεόφρονες», ὅπως ἀναφέρει ὁ ὕμνος τῆς Ἐκκλησίας: «Οὐκ ἐλάτρευσαν τῇ κτίσει οἱ θεόφρονες, παρά τόν Κτίσαντα».

Τί δήλωναν οἱ πιστοί προσφωνώντας τόν Θεό ὡς Δεσπότη; Ὅτι ἦταν δοῦλοι Του πού ἐξαρτῶνταν ἀπό Ἐκεῖνον, ἕτοιμοι νά ἐκτελέσουν τίς βουλές τῆς μεγαλοσύνης Του. Τά αἰσθανόμαστε ἄραγε αὐτά κι ἐμεῖς, κάθε φορά πού ὀνομάζουμε τόν Θεό Κύριό μας, ὄνομα πού ταυτίζεται μέ τό ὄνομα Δεσπότης;

Στρέφουν κατόπιν τήν προσευχή τους στήν προστασία πού ἐπέδειξε ὁ Θεός στήν προκειμένη περίπτωση. Καί τί θυμοῦνται ἀρχικά; Τά ὅσα ἀναφέρει ὁ δεύτερος Ψαλμός, ὁ ὁποῖος θεωρεῖται ποίημα τοῦ Δαβίδ καί εἶναι Μεσσιακός. Λέει ὅτι φρύαξαν καί στράφηκαν μέ ἄγρια μανία ἐναντίον τοῦ Μεσσία ἔθνη καί λαοί, εἰδωλολάτρες δηλαδή, καί ὅλες οἱ φυλές τοῦ Ἰσραήλ καί σχεδίασαν νά Τόν ἐξοντώσουν. Ἀλλά ὅμως τά σχέδιά τους ἀποδείχθηκαν μάταια. Γιατί; «Διότι ἡ δύναμις τοῦ Θεοῦ ἡ ἀόρατος καί ἀκαταγώνιστος καί ἡ σοφία αὐτοῦ ἡ πολυμήχανος καί ἀλάθητος ἐματαίωσε τά σχέδια αὐτῶν» (Π. Ν. Τρεμπέλας). Βασιλεῖς ὅπως ὁ Ἡρώδης καί ἄρχοντες ὅπως ὁ Πιλάτος συνασπίσθηκαν ἐναντίον τοῦ ἀπεσταλμένου τοῦ Θεοῦ Μεσσία, μέ τούς εἰδωλολάτρες στρατιῶτες τους καί τά ὄργανα τῶν ἀρχόντων τῶν φυλῶν τοῦ Ἰσραήλ. Ἐνῶ ὅμως αὐτοί ἀπό κοινοῦ ἐπιτέθηκαν μέ φονική μανία ἐναντίον Του, δέν μπόρεσαν, λένε, τελικά νά κάνουν τίποτε περισσότερο ἀπό ὅσα Σύ, Δέσποτα, μέ τήν παντοδυναμία καί πανσοφία Σου καθόρισες. Τά Πάθη τοῦ Μεσσία ἦταν ἐπακριβῶς καθορισμένα προαιωνίως.

Τί σημαίνει ἡ φράση αὐτή τῆς προσευχῆς τους; Ὅτι ἀκόμη καί ἡ κακία καί μοχθηρία τῶν ἐχθρῶν τοῦ Κυρίου καί τῆς Ἐκκλησίας Του εἶναι ἐλεγχόμενη ἀπό τόν Παντοκράτορα. Δέν μποροῦν νά κάνουν κάτι πού δέν τό ἐπιτρέπει ὁ Θεός. Καί ὁ ἄρχοντας τοῦ σκότους, ὁ Σατανᾶς, ὁ ὑποκινητής ὅλων τῶν φοβερῶν διωκτῶν τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι ἐλεγχόμενος. Δέν ἔχει τή δύναμη νά κάνει κάτι περισσότερο ἀπό αὐτό, γιά τό ὁποῖο λαμβάνει ἄδεια ἀπό τόν Κύριο τοῦ παντός (βλ. καί Ἰώβ β´ 1-7, Ματθ. η´ 31).

Καί ἀφοῦ ἀνέφεραν τά σχετικά μέ τή διάλυση τῶν σχεδίων τῶν ἐχθρῶν τοῦ Μεσσία, ζητοῦν πλέον τήν ἐπέμβαση καί βοήθεια τοῦ Κυρίου γιά τήν παρούσα περίσταση. Καί τί λένε; Μήπως νά ἐξοντώσει ὁ Θεός τούς ἐχθρούς τους; Μήπως νά τούς ἀπαλλάξει ἀπό τίς ἀντιδράσεις καί δυσκολίες; Τίποτε ἀπό αὐτά. Ἀλλά τί ζητοῦν; Παρακαλοῦν τόν Κύριο νά ρίξει τό προστατευτικό βλέμμα Του στήν περίστασή τους καί νά τούς ἐνισχύσει, ὥστε νά μή δειλιάσουν, νά μή χάσουν τό θάρρος τους, ἀλλά παρά τίς δυσκολίες καί μέσα στίς δυσκολίες νά συνεχίζουν νά κηρύττουν καί νά διαδίδουν μέ παρρησία τόν λόγο Του.

Παράδειγμα αἰώνιο γιά ὅλους τούς κήρυκες τοῦ Εὐαγγελίου, τούς ἱεραποστόλους καί ὅλους γενικά τούς πιστούς. Ἐάν οἱ ἐχθροί τῆς Ἐκκλησίας, πού δέν λείπουν καί ἀπό τήν ἐποχή μας, τολμοῦν νά στρέφονται ἐνάντια στό ἔργο τοῦ Θεοῦ, «ἄς μή πτοούμεθα ἡμεῖς νά ἀγωνιζώμεθα ὑπό τήν ἀήττητον σημαίαν τοῦ Χριστοῦ. Ἀλλά διά νά εἶναι τό θάρρος μας ἀκατάβλητον δέν πρέπει νά λησμονῶμεν, ὅτι μόνον διά τῆς βοηθείας καί ἐνισχύσεως τοῦ Θεοῦ δύναται νά καταστῇ τοιοῦτον» (Π. Ν. Τρεμπέλας). Καταφεύγοντας στή Χάρι Του θά μποροῦμε νά συνεχίζουμε τήν πνευματική καί ἱεραποστολική μας ζωή ἀνεπηρέαστοι ἀπό τίς ἀντιδράσεις καί δυσκολίες, τίς ὁποῖες Ἐκεῖνος παραχωρεῖ καί γνωρίζει πῶς νά τίς ἐξουδετερώνει.

Τί ἄλλο ζήτησαν ἀπό τόν Κύριο; Παρακάλεσαν νά μήν παύσουν νά γίνονται μέ τή δύναμή Του θαύματα, «ἐν ὀνόματι τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ». Γιατί τό ζήτησαν αὐτό; Διότι μέ τά θαύματα ἐνισχύονταν καί οἱ ἴδιοι νά συνεχίζουν τό ἔργο τους, βεβαιώνονταν μάλιστα καί ὅσοι τούς ἄκουγαν ὅτι ἦταν μαζί τους ὁ Θεός. Τά θαύματα αὐτά ἦταν ἀπαραίτητα γιά τήν ἐποχή ἐκείνη, γιά νά ἑδραιωθεῖ ἡ Ἐκκλησία. Γίνονται σήμερα θαύματα; Ἀσφαλῶς, καί σωματικά καί ψυχικά, τά ὁποῖα φανερώνουν τή δύναμη τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Δέν εἶναι ὅμως τώρα τά θαύματα τόσο ἀπαραίτητα, ὅσο κατά τά πρῶτα χριστιανικά χρόνια, διότι ὑπάρχουν καί πολλά ἄλλα σημεῖα θαυμαστά στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας, ἐνδεικτικά τῆς δυνάμεώς της καί τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ σ᾿ αὐτήν.

3. Τί ἔγινε μετά τή σύντομη ἀλλά θερμή αὐτή προσευχή τῶν πιστῶν; Ἀπάντησε ἀμέσως ὁ Θεός. Πῶς; «Ἐσαλεύθη ὁ τόπος», ὅπου βρίσκονταν. Ἐκεῖνος πού εἶναι ὁ κοσμοκράτορας καί σεισμοκράτορας, ὁ Θεός, «ὁ ἐπιβλέπων ἐπί τήν γῆν καί ποιῶν αὐτήν τρέμειν» (Ψαλ. ργ´ [103] 32), ἐπέβλεψε στήν προσευχή τῶν δούλων Του τή στιγμή ἐκείνη καί ἔκανε μέ τόν σεισμό ἐκεῖνο αἰσθητή τήν παρουσία Του σ᾿ αὐτούς. Γιατί; Γιά νά τούς ἐνθαρρύνει «καί εἰς παρρησίαν πλείονα ἀλείφων» (=νά τούς προετοιμάσει καί νά τούς χαρίσει περισσοτέρη παρρησία) (Ἰω. Χρυσόστομος, ΕΠΕ 15, 326). Ἡ ἄμεση καί ἐντυπωσιακή αὐτή ἀπάντηση τοῦ Θεοῦ βεβαιώνει ὅλους μας ὅτι ὁ Θεός ἀκούει τίς προσευχές μας καί ἐπεμβαίνει τότε πού πρέπει.

Ἀναζωπυρώθηκε δέ τό χάρισμα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος πού εἶχαν λάβει ὅλοι κατά τήν Πεντηκοστή καί συνέχισαν μέ παρρησία νά διαδίδουν τόν λόγο τοῦ Εὐαγγελίου.

ΣΥΝΘΗΜΑ: «…δεηθέντων αὐτῶν ἐσαλεύθη ὁ τόπος» (Πράξ. δ´ 31).