16. «Γρηγορῶμεν καί νήφωμεν»

Μεταφορτώσεις

Θέμα για τους κυκλάρχες

 

Στό προηγούμενο θέμα μας εἴχαμε συζητήσει γιά τό αἰφνίδιο τῆς ὥρας τοῦ θανάτου καί τῆς Δευτέρας Παρουσίας καί γιά τή διαρκή ἑτοιμότητα, στήν ὁποία πρέπει νά βρισκόμαστε ἐν ὄψει αὐτῶν πού πρόκειται νά συμβοῦν. Στή σημερινή συμμελέτη μας θά δοῦμε τό γιατί δέν κυριεύεται ἀπό ἄγχος καί τρόμο ὁ πιστός μπροστά στόν θάνατο καί τή Δευτέρα Παρουσία.

Μελέτη Περικοπῆς: Α΄ Θεσ. ε΄ 5-8

1. Ὁ πέμπτος στίχος εἶναι ὁ σύνδεσμός μας μέ τά προηγούμενα, διότι σχετίζεται ἄμεσα μέ τόν 4ο στίχο. Δέν ζεῖτε, τούς εἶπε στόν 4ο στίχο, στό σκοτάδι τῆς ἁμαρτίας καί ἄγνοιας καί δέν διατρέχετε ἑπομένως τόν κίνδυνο νά σᾶς καταλάβει ὁ θάνατος σέ καιρό πνευματικοῦ σκοταδιοῦ καί νά κατακριθεῖτε. Σεῖς εἶστε, προσθέτει στόν 5ο στίχο, «υἱοί φωτός καί υἱοί ἡμέρας». Τονίζει μάλιστα περισσότερο τήν ἀλήθεια αὐτή μέ τό ὅτι ἀλλάζει τή σύνταξη καί ὁμιλεῖ σέ πρῶτο πληθυντικό πρόσωπο συμπεριλαμβάνοντας καί τόν ἑαυτό του. Τί λέει; «Οὐκ ἐσμέν νυκτός οὐδέ σκότους». Τί σημαίνουν αὐτοί οἱ χαρακτηρισμοί; Πῶς κατανοεῖτε τήν ἀλήθεια ὅτι εἴμαστε «υἱοί φωτός καί ἡμέρας» καί δέν εἴμαστε ἄνθρωποι τοῦ σκότους; Ὁ ποιητής Γ. Βερίτης ἔλεγε σ’ ἕνα ποίημά του γιά τούς Χριστιανούς: «Εἴμαστε ἐμεῖς παιδιά τῆς μέρας φωτεινά». Τούς δέ ἄπιστους καί ἀσεβεῖς τούς ὀνομάζει «γιούς τῆς νύχτας».

Ὁ ἱερός Χρυσόστομος σημειώνει ὅτι «υἱοί ἡμέρας καί φωτός (εἰσί) οἱ τά φωτός πράττοντες» (ΕΠΕ 22, 532), «ἤγουν οἱ τά καλά ἔργα καί τάς ἀρετάς μεταχειριζόμενοι» (Ἅγιος Νικόδημος). «Ὡς πιστοί Χριστιανοί ἐλάβομεν τόν φωτισμόν τῆς χριστιανικῆς γνώσεως καί τήν θείαν ἔλλαμψιν τοῦ ἁγίου Πνεύματος καί ἀπηλλάγημεν ἀπό τά σκότη τῆς ἀγνοίας καί τῆς πλάνης καί ἀπό τήν τύφλωσιν τῆς ἁμαρτίας καί τοῦ κακοῦ» (π. Εὐσέβιος). Μέ φῶς δέν παρομοίωσε τόν Ἑαυτό του ὁ Κύριος; Θυμάστε τί εἶπε; «Ἐγώ εἰμι τό φῶς τοῦ κόσμου. ὁ ἀκολουθῶν ἐμοί οὐ μή περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ, ἀλλ’ ἕξει τό φῶς τῆς ζωῆς» (Ἰω. η΄ 12). Κάτι ἀνάλογο δέν τονίζει καί ἡ πρώτη φράση τοῦ Ἀπολυτικίου τῶν Χριστουγέννων; Τί λέει ὁ ἱερός ὑμνογράφος; «Ἡ γέννησίς σου Χριστέ, ὁ Θεός ἡμῶν, ἀνέτειλε τῷ κόσμῳ τό φῶς τό τῆς γνώσεως…»

Τί εἶναι ἑπομένως αὐτό πού κάνει τόν ἄνθρωπο «υἱόν φωτός»; Ἡ ἀληθινή θεογνωσία καί ἡ γνήσια ἀρετή, ἤ μέ ἄλλες λέξεις ἡ Ὀρθοδοξία καί ἡ ὀρθοπραξία. Τό νά γνωρίζω τί πρέπει νά πιστεύω καί πῶς νά ζῶ. Νά γνωρίζω τόν σκοπό τῆς ζωῆς μου καί νά μήν παραπαίω στά σκότη. Καί τί εἶναι ἀντιθέτως αὐτό πού κάνει τόν ἄνθρωπο «υἱόν τοῦ σκότους»; Ἡ ἄγνοια τοῦ Θεοῦ, ἡ ἀθεΐα, ἡ ἀπιστία, ἡ αἵρεση, ἡ ἀσεβής καί ἁμαρτωλή ζωή. Ἡ ὑποδούλωση στά πάθη καί ἡ συμμόρφωση πρός τίς εἰσηγήσεις τοῦ Πονηροῦ. Πῶς ὀνομάζεται ὁ Σατανᾶς καί οἱ δαίμονές του στήν Ἁγία Γραφή; «Κοσμοκράτορες τοῦ σκότους τοῦ αἰῶνος τούτου» (Ἐφ. ς΄ 12). Γιατί; Διότι κυριαρχοῦν στίς καρδιές καί τή ζωή τῶν ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι μισοῦν τό φῶς καί εὐχαριστιοῦνται νά ζοῦν στό σκοτάδι, ἐπειδή εἶναι πονηρά τά ἔργα τους. Εἶναι οἱ νυκτόβιοι τῶν ἡμερῶν μας, ἀλλά καί οἱ σκοτεινοί ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι διαρκῶς σκέπτονται τό κακό καί βυθίζονται ὁλοένα καί περισσότερο στό σκοτάδι τῆς ἁμαρτίας (βλ. καί Ἰω. γ΄ 19-21).

Ποιά μαρτυρία δίνει ἡ καθημερινή ζωή καί ἡ ἱστορία γιά τούς ἀνθρώπους τοῦ σκότους; Ὅτι ζοῦν οἱ ἴδιοι τήν τραγικότητα τῆς ζωῆς τῆς ἁμαρτίας, κάποτε δέ σέ στιγμές νηφαλιότητας ὁμολογοῦν αὐτή τή θλιβερή ψυχική τους κατάσταση. Συγχρόνως ὅμως προκαλοῦν ποικίλη ταλαιπωρία καί στούς ἀνθρώπους τοῦ περιβάλλοντός τους καί ὄχι μόνο.

Γι’ αὐτό δέν πρέπει νά παύουμε νά δοξολογοῦμε τόν Κύριο, διότι «ἐρρύσατο ἡμᾶς ἐκ τῆς ἐξουσίας τοῦ σκότους» καί μᾶς ἱκάνωσε νά λάβουμε «μερίδα τοῦ κλήρου τῶν ἁγίων ἐν τῷ φωτί» (Κολασ. α΄ 12-13). Ἀνήκουμε στά «φωτόμορφα τέκνα τῆς Ἐκκλησίας»! Πηγάζει κανένα χρέος ἀπό αὐτή τήν ἰδιότητα καί τήν τιμή πού μᾶς ἔκανε ὁ Θεός; Μάλιστα. Νά ζοῦμε ἀξίως τῆς μεγάλης τιμῆς, νά ζοῦμε ζωή φωτεινή, ζωή ἡ ὁποία νά ἀντέχει στό φῶς τῆς δημοσιότητας, γιά νά ἐκπροσωπεῖται ὀρθά ἡ χριστιανική μας πίστη καί ἰδιότητα (βλ. Ἐφ. ε΄ 8, Α΄ Ἰω. α΄ 5-7).

2. Ποιό συμπέρασμα ἐξάγει ὁ Ἀπόστολος ἀπό τήν ἀλήθεια ὅτι εἴμαστε «υἱοί φωτός καί ἡμέρας»; Τί λέει ὁ 6ος στίχος; «Ἄρα οὖν μή καθεύδωμεν ὡς καί οἱ λοιποί, ἀλλά γρηγορῶμεν καί νήφωμεν». «Ἤτοι λοιπόν, ἡμεῖς οἱ Χριστιανοί ἄς μήν ἀμελοῦμεν τήν ἀρετήν καί τά καλά ἔργα, ἀλλά ἄς ἀγρυπνῶμεν καί ἄς νήφωμεν, ἤγουν ἄς προσέχωμεν καλά εἰς τόν ἑαυτόν μας. Ἐπίτασις γάρ καί αὔξησις τῆς ἀγρυπνίας εἶναι ἡ νῆψις καί προσοχή. Διά τι εἶναι δυνατόν τινάς (κάποιος) νά ἀγρυπνῇ μέν, νά μή νήφῃ δέ καί νά μή προσέχῃ, ἀλλά νά ἀφίνῃ τόν νοῦν του νά τρέχῃ ἐδῶ καί ἐκεῖ εἰς τά μάταια» (Ἅγιος Νικόδημος). Ἡ νήψη ἐδῶ ἔχει περισσότερο τήν ἔννοια «τῆς ἐγκρατείας καί τῆς ἐπί τῶν αἰσθήσεων κυριαρχίας» (Π. Ν. Τρεμπέλας). Εἶναι γνωστός ὁ ὅρος «Νηπτικοί Πατέρες». Τί σημαίνει; Τούς ἀσκητές τῆς Ὀρθοδοξίας μας, οἱ ὁποῖοι δάμασαν τίς διάφορες ὀρέξεις καί κλίσεις τους καί μέ τήν ἐγκράτεια καί αὐτοκυριαρχία ἀνύψωναν τόν νοῦ τους καί τήν καρδιά σέ ὕψη πνευματικά. Τίς δέ ὑπέροχες ἐμπειρίες τους ἀπό αὐτές τίς πνευματικές ἀναβάσεις τίς βρίσκουμε σήμερα στά λεγόμενα «Φιλοκαλικά» κείμενα.

Μᾶς προτρέπει, λοιπόν, ὁ Ἅγιος νά γρηγοροῦμε καί νά νήφουμε. Τό ρῆμα «νήφωμεν» τό ἐπαναλαμβάνει καί στόν 8ο στίχο. Ἀντιθέτει μάλιστα τήν ἐγρήγορση πρός τόν ὕπνο καί τή νήψη πρός τή μέθη. Ὕπνος καί μέθη συμβαδίζουν συνήθως μέ τή νύχτα. Κατά τήν ἡμέρα, ὁπότε καί ἐργαζόμαστε, πρέπει νά εἴμαστε ἄγρυπνοι καί νηφάλιοι. Πῶς σχετίζονται αὐτά μέ τά πνευματικά νοήματα πού θέλει νά μεταδώσει ὁ Ἀπόστολος; Τί θέλει δηλαδή νά πεῖ μέ τήν παρομοίωση καί μεταφορά τοῦ ὕπνου καί τῆς μέθης; Σάν ὕπνο ἐννοεῖ κυρίως τή ραθυμία, τή νωθρότητα, καί σάν μέθη τή ζάλη πού προκαλεῖ ἡ ἁμαρτία. «Ἐσεῖς λοιπόν, λέγει, Χριστιανοί, δέν πρέπει νά εἶσθε τοιοῦτοι κοιμισμένοι ἀπό τήν ἀμέλειαν καί μεθυσμένοι ἀπό τά πάθη» (Ἅγιος Νικόδημος). Ἐφόσον εἴμαστε «υἱοί φωτός καί ἡμέρας», πρέπει νά «προσέχωμεν εἰς πάντα καί ἄς ἐγκρατευώμεθα ἀπέχοντες ἀπό πᾶν εἶδος κακίας» (π. Εὐσέβιος).

Ὁ ὕπνος καί ἡ μέθη ἐξάλλου δέν εἶναι ἀρνητικοί παράγοντες καί γιά τήν ἐπιτυχία καί πρόοδο καί στήν παρούσα ζωή; Εἶναι δυνατόν νά προοδεύσει στή ζωή του καί νά ἐπιτύχει κάτι σπουδαῖο ἕνας ράθυμος ἄνθρωπος ἤ ἕνας παραδομένος στή μέθη (ἀλκοολικός) καί γενικότερα στά διάφορα ἄλλα πάθη; Ἐάν ἑπομένως χρειάζεται ἐγρήγορση καί νήψη γιά τήν ἐδῶ ζωή, γιά τήν πρόοδο στήν ἐργασία καί τήν ἐν γένει κοινωνική ζωή μας, πόση ἄραγε νήψη καί ἐπιβολή στόν ἑαυτό μας χρειάζεται γιά τήν κατάκτηση τῆς εὐτυχίας τῶν οὐρανῶν; Καί κάτι ἄλλο: Κοιμᾶται ποτέ ὁ ἐχθρός μας; Εἶναι ράθυμος ὁ Σατανᾶς ἤ μήπως νύχτα καί ἡμέρα ἐπιτίθεται ἐναντίον μας γιά νά ἐμποδίσει τή σωτηρία μας; Ἀλίμονο ἐάν μᾶς βρεῖ χαλαρούς καί «ραθυμοῦντας» (βλ. καί Α΄ Πέτρ. α΄ 13, ε΄ 8, Β΄ Πέτρ. γ΄ 8-13).

3. Στόν 8ο στίχο ὁ Ἀπόστολος χρησιμοποιεῖ καί ἄλλη μεταφορά, γιά νά τονίσει καλύτερα τήν ἀλήθεια πού διδάσκει στούς Θεσσαλονικεῖς γιά τήν ἤρεμη ἐγρήγορση ἐν ὄψει τοῦ θανάτου. Ποιά εἶναι αὐτή; Ἡ μεταφορά «τοῦ φρουροῦ ὡπλισμένου καί ἀγρυπνοῦντος ἐπί τῆς θέσεως αὐτοῦ» (Π. Ν.Τρεμπέλας). Ἀναφέρει δύο ἀμυντικά ἐξαρτήματα τῆς πανοπλίας τοῦ στρατιώτη τῆς ἐποχῆς του, τόν θώρακα καί τήν περικεφαλαία. Μέ αὐτά ἀπέκρουαν τότε τίς ἐπιθέσεις τῶν ἐχθρῶν καί ἀσφαλίζονταν ἀπό τά βέλη, τά τόξα καί τά ξίφη τους. Ὅταν μελετούσαμε τήν πρός Ἐφεσίους Ἐπιστολή, εἴδαμε ὅλα τά ἐξαρτήματα τῆς πνευ­ματικῆς πανοπλίας (βλ. Ἐφ. ς΄ 14-18).

Ἄς προσέξουμε ὅμως καί σήμερα τά δύο αὐτά ὁπλικά ἐξαρτήματα. Πῶς ὀνομάζει τόν θώρακα; «Θώρακα πίστεως καί ἀγάπης». Ὁ ἱερός Χρυσόστομος σχολιάζοντας τίς ἱερές αὐτές λέξεις λέει: «ἐνταῦθα βίον καί δόγμα ᾐνίξατο» (ΕΠΕ 22, 536). Ἡ πίστη ὑπονοεῖ τό ὀρθό δόγμα, ἡ ἀγάπη τόν ὀρθό βίο. Ὅταν πιστεύουμε ὀρθά καί ζοῦμε θεάρεστα, δέν φοβόμαστε καμία πτόηση ὡς πρός τόν θάνατο καί τή Δευτέρα Παρουσία. Ἔχουμε ἰσχυρό πνευματικό θώρακα, καί δέν μπορεῖ νά διαπεράσει αὐτό τό «τειχόκαστρον… καμμία ἀπό τάς πεπυρακτωμένας σαΐτας τοῦ διαβόλου καί τῶν παθῶν» (Ἅγιος Νικόδημος).

Ὁ Ἅγιος ἀναφέρει καί ἄλλο ὁπλικό ἐξάρτημα. Τήν «περικεφαλαίαν». Πῶς τή χαρακτηρίζει; Ὡς «περικεφαλαίαν ἐλπίδα σωτηρίας». Δηλαδή; Μᾶς βοηθεῖ ἡ ἑρμηνεία: «Καί σάν περικεφαλαίαν, πού θά προφυλάττῃ τόν νοῦν μας ἀπό τόν κίνδυνον τῆς ἀποθαρρύνσεως καί ἀπογνώσεως, τήν ἐλπίδα ὅτι θά ἀπολαύσωμεν τήν σωτηρίαν». «Παρομοιάζει δέ ὁ θεῖος Ἀπόστολος τήν ἐλπίδα μέ τήν περικεφαλαίαν, διότι καί ἡ ἐλπίς εἶναι πεποίθησις τῶν ἄνω, τῶν ἀγαθῶν, τά ὁποῖα νοεῖ ὁ ἄνθρωπος καί πρός τά ὁποῖα ἀποβλέπει ἡ διάνοια αὐτοῦ» (π. Εὐσέβιος).

Πῶς σχετίζεται μέ τό θέμα μας ἡ ἀκλόνητη πεποίθηση στήν ὕπαρξη τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ καί τῆς μεθέξεως τῶν ἀνέκφραστων ἀγαθῶν της; Γίνεται ἰσχυρότατο κίνητρο γιά τόν καλό ἀγώνα μας στή γῆ, γιά τή διαρκή ἑτοιμότητά μας ἐν ὄψει τῶν μελλόντων γεγονότων τοῦ θανάτου καί τῆς Δευτέρας Παρουσίας καί γιά τή γλυκιά προσμονή ἐκείνης τῆς ἡμέρας. Ἡ Ἐκκλησία μας μέ ἕναν ὕμνο της ἱκετεύει τόν Κύριο «μή σαλευθῆναι τόν νοῦν ἐχθροῦ προσβολαῖς τοῦ δυσμενοῦς». Ἄν μένει ἀσάλευτος ὁ νοῦς μας, προσηλωμένος στά αἰώνια ἀγαθά τῆς θείας Βασιλείας, δέν θά βρεθοῦμε ἀνέτοιμοι κατά τήν ὥρα τῆς ἐξόδου μας ἀπό τόν κόσμο αὐτό (βλ. καί Σ. Σολ. γ΄ 9, Φιλιπ. α΄ 21-23, Α΄ Ἰω. γ΄ 1-3).

Ὁ Ἀπόστολος ὅμως ἀναφέρει στή συνέχεια καί κάποια ἐγγύηση αὐτῆς τῆς ἐλπίδας. Γι’ αὐτήν ὅμως θά μιλήσουμε στό ἑπόμενο θέμα μας.

ΣΥΝΘΗΜΑ: «Γρηγορῶμεν καί νήφωμεν» (Α΄ Θεσ. ε΄ 6).