Ἡ προσδοκία τῶν αἰώνων – Ἀποστολικὸ Ἀνάγνωσμα Κυριακῆς 18 Δεκεμβρίου 2022

Ἀποστολικὸ Ἀνάγνωσμα Κυριακῆς 18 Δεκεμβρίου 2022, Πρὸ τῆς Χριστοῦ Γεννήσεως (Ἑβρ. ια΄ 9-10, 32-40)

Ἀδελφοί, πίστει παρῴκησεν Ἀβραὰμ εἰς τὴν γῆν τῆς ἐπαγγελίας ὡς ἀλλοτρίαν, ἐν σκηναῖς κατοικήσας μετὰ Ἰσαὰκ καὶ Ἰακὼβ τῶν συγκληρονόμων τῆς ἐπαγγελίας τῆς αὐτῆς· ἐξεδέχετο γὰρ τὴν τοὺς θεμελίους ἔχουσαν πόλιν, ἧς τεχνίτης καὶ δημιουργὸς ὁ Θεός. Καὶ τί ἔτι λέγω; ἐπιλείψει γάρ με διηγούμενον ὁ χρόνος περὶ Γεδεών, Βαράκ τε καὶ Σαμψὼν καὶ Ἰεφθάε, Δαυΐδ τε καὶ Σαμουὴλ καὶ τῶν προφητῶν, οἳ διὰ πίστεως κατηγωνίσαντο βασιλείας, εἰργάσαντο δικαιοσύνην, ἐπέτυχον ἐπαγγελιῶν, ἔφραξαν στόματα λεόντων, ἔσβεσαν δύναμιν πυρός, ἔφυγον στόματα μαχαίρας, ἐνεδυναμώθησαν ἀπὸ ἀσθενείας, ἐγενήθησαν ἰσχυροὶ ἐν πολέμῳ, παρεμβολὰς ἔκλιναν ἀλλοτρίων· ἔλαβον γυναῖκες ἐξ ἀναστάσεως τοὺς νεκροὺς αὐτῶν· ἄλλοι δὲ ἐτυμπανίσθησαν, οὐ προσδεξάμενοι τὴν ἀπολύτρωσιν, ἵνα κρείττονος ἀναστάσεως τύχωσιν· ἕτεροι δὲ ἐμπαι­γμῶν καὶ μαστίγων πεῖραν ἔλαβον, ἔτι δὲ δεσμῶν καὶ φυλακῆς· ἐλιθάσθησαν, ἐπρίσθησαν, ἐπειράσθησαν, ἐν φόνῳ μαχαίρας ἀπέθανον, περιῆλθον ἐν μηλωταῖς, ἐν αἰγείοις δέρμασιν, ὑστερούμενοι, θλιβόμενοι, κακουχούμενοι, ὧν οὐκ ἦν ἄξιος ὁ κόσμος, ἐν ἐρημίαις πλανώμενοι καὶ ὄρεσι καὶ σπηλαίοις καὶ ταῖς ὀπαῖς τῆς γῆς. Καὶ οὗτοι πάντες μαρτυρηθέντες διὰ τῆς πίστεως οὐκ ἐκομίσαντο τὴν ἐπαγγελίαν, τοῦ Θεοῦ περὶ ἡμῶν κρεῖττόν τι προβλεψαμένου, ἵνα μὴ χωρὶς ἡμῶν τελειωθῶσι.

Η ΠΡΟΣΔΟΚΙΑ ΤΩΝ ΑΙΩΝΩΝ

1. Πάροικοι

Κυριακὴ πρὸ τῆς Χριστοῦ Γεννήσεως ὀνομάζεται ἡ σημερινὴ Κυριακὴ καὶ ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία μέσα ἀπὸ τὰ ἱερὰ ἀναγνώσματα τῆς ἡμέρας κάνει μιὰ ἀναδρομὴ στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, γιὰ νὰ μᾶς θυμίσει ὅλες ἐκεῖνες τὶς μεγάλες μορφές, ποὺ προϋπῆρξαν τοῦ Χριστοῦ καὶ προετοίμα­σαν τὴν ἔλευσή του στὸν κόσμο. Ἡ ἀποστολικὴ περικοπὴ ἀπὸ τὴν πρὸς Ἑβραίους ἐπιστολὴ ξεκινᾶ τὴν περιγραφή της ἀπὸ τὸν μεγάλο Πατριάρχη Ἀβραάμ, τὸν γίγαντα αὐτὸν τῆς πίστεως, ὁ ὁποῖος «πίστει παρῴκησεν εἰς τὴν γῆν τῆς ἐπαγγελίας ὡς ἀλλοτρίαν». Δηλαδή, χάρη στὴ με­γάλη πίστη του ζοῦσε ὡς ξένος στὸν τόπο ποὺ εἶχε ὑποσχεθεῖ ὁ Θεὸς νὰ δώσει σ᾿ αὐτὸν καὶ στοὺς ἀπογόνους του. Γι᾿ αὐτὸ καὶ διέ­με­νε μέσα σὲ σκηνὲς μαζὶ μὲ τὸν Ἰσα­ὰκ καὶ τὸν Ἰακώβ, ποὺ ἦταν συγ­κληρονόμοι τῆς ἴδιας ὑποσχέσεως.

Ἀκόμη καὶ στὴ Γῆ τῆς Ἐπαγγελίας ζοῦσε ὡς παρεπίδημος ὁ Ἀβραάμ. Τὴ θεωροῦσε ξένη γῆ καὶ ὄχι δική του. Διότι προσδοκοῦσε μιὰ ἄλλη «Γῆ»· τὴν ἐπουράνια Πόλη, τὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ἐκείνη ποὺ ἔχει ἀληθινὰ καὶ ἀδιάσειστα θεμέλια καὶ κτίστη της τὸν ἴδιο τὸν Θεό.

Δὲν μπορεῖ νὰ μείνει ἀσυγκίνητη ἡ καρδιά μας μπροστὰ στὴ μορφὴ τοῦ μεγάλου Πατριάρχη. Ἐγκατέλειψε τὸν τόπο του, τὴν περιουσία του ὑπακούοντας στὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ. Περίμενε μὲ ὑπομονὴ τὴν πραγματοποίηση τῆς ἐπαγγελίας Του. Ὅταν δὲ τελικὰ ἔλαβε ἀπὸ τὸν Θεὸ τὴ Γῆ Χαναάν, δὲν ἄφησε τὴν καρδιά του νὰ προσκολληθεῖ σ᾿ αὐτήν. Δὲν ἔκτισε σπίτια καὶ μεγαλόπρεπα παλάτια, ἀλλὰ διέμενε σὲ σκηνές, ὡς προσωρινὸς κάτοικός της, προσδοκώντας τὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.

Ἡ ὑπέροχη αὐτὴ μορφὴ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης μᾶς διδάσκει σήμερα ὅτι δὲν εἴμαστε πλασμένοι γιὰ νὰ ζήσουμε λίγα χρόνια ἐπάνω στὴ γῆ, ἀλλὰ γιὰ νὰ ζοῦμε αἰώνια στὴν Οὐράνια Βασιλεία τοῦ Κυρίου μας. Ἐδῶ εἴμαστε «πάροι­κοι καὶ παρεπίδημοι» (Α΄ Πέτρ. β΄ 11). Τὸ πέρασμά μας εἶναι σύντομο καὶ φευγαλέο. Ἂς μὴν ἀφήνουμε λοιπὸν τὴν καρδιά μας νὰ δένεται στὸν πλοῦτο, στὴν ὕλη, στὶς ψεύτικες χαρὲς καὶ τὶς ἐφήμερες ἀπολαύσεις τοῦ κόσμου αὐτοῦ. Στὸν Οὐρανὸ ἂς εἴμαστε στραμμένοι, στὴν ἀληθινὴ καὶ αἰώνια Πατρίδα μας.

2. Μὲ τὴ δύναμη τῆς πίστεως

Ἀντίστοιχη πίστη μὲ τὸν Ἀβραὰμ εἶ­χαν καὶ οἱ Προφῆτες καὶ οἱ Δίκαιοι τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, τοὺς ὁποίους ἰδιαιτέρως τιμοῦμε τὴ σημερινὴ Κυριακὴ καὶ οἱ ὁποῖοι «διὰ πίστεως κατηγωνίσαντο βασιλείας, εἰργάσαντο δικαιοσύνην, ἐπέτυχον ἐπαγγελιῶν». Ὑπέταξαν ἐχθρικὰ βασίλεια, κυβέρνησαν μὲ δικαιοσύνη, εἶδαν ἐκπληρωμένες τὶς ὑποσχέσεις τοῦ Θεοῦ, ἔφραξαν στόματα λιονταριῶν, ἔσβησαν τὸ καμίνι τῆς φωτιᾶς, διέφυγαν τὴ σφαγή, θεραπεύθηκαν ἀπὸ ἀσθένειες, ἀναδείχθηκαν ἀνίκητοι στὸν πόλεμο, συνέτριψαν τὶς ἐχθρικὲς παρατάξεις.

Πολλὲς γυναῖκες ἀντίκρισαν ἀναστημένα τὰ νεκρὰ παιδιά τους. Ἄλλοι μαρτύρησαν· δάρθηκαν σκληρὰ μέχρι θανάτου. «Οὐ προσδεξάμενοι τὴν ἀπολύτρωσιν, ἵνα κρείττονος ἀναστάσεως τύχωσιν». Προτίμησαν τὴν ἀνάσταση σὲ μιὰ καλύτερη ζωή, παρὰ τὴν πρόσ­καιρη ἀπελευθέρωσή τους. Ἄλλοι δέχθηκαν χλευασμούς, μαστιγώσεις καὶ φυλακίσεις. Λιθοβολήθηκαν, πριονίσθηκαν, σφαγιάσθηκαν, περιπλανήθη­καν φο­ρώντας προβιὲς καὶ γιδοδέρματα στὶς ἐρημιές, στὰ βουνά, στὶς σπηλιὲς τῆς γῆς, ζώντας μὲ στερήσεις, θλίψεις καὶ κακοπάθειες. Ὁλόκληρος ὁ κόσμος δὲν μπορεῖ νὰ συγκριθεῖ σὲ ἀξία μαζί τους.

Καὶ ὅμως ὅλοι αὐτοὶ δὲν ἀπήλαυσαν ἀκόμη τὴν οὐράνια ἐπαγγελία τοῦ Θεοῦ. Διότι ὁ Θεὸς θέλησε νὰ μὴ λάβουν πλήρως τὴ σωτηρία τους χωρὶς ἐμᾶς, ἀλλὰ νὰ μᾶς ἀναμένουν γιὰ νὰ στεφανωθοῦμε κι ἐμεῖς μαζί τους.

Οἱ μεγάλες αὐτὲς μορφὲς τῆς Παλαι­ᾶς Διαθήκης χάρη στὴ ζωντανὴ πίστη τους εἶδαν τὴ θαυμαστὴ παρουσία τοῦ Θεοῦ καὶ σώθηκαν ἀπὸ τοὺς κινδύνους μὲ τὴ δική του θεία παρέμβαση. Εἶχαν ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη ὅτι ὁ παν­τοδύναμος Κύριος μπορεῖ νὰ πραγματοποιήσει ἀκόμη καὶ τὰ ἀκατόρθωτα. Χάρη στὴ θερμὴ πίστη τους ἀντιμετώπισαν μὲ ἐγκαρτέρηση κάθε κακοπάθεια. Προτίμησαν τὰ μαρτύρια καὶ τὸν θάνατο, παρὰ τὴν ἁμαρτία. Ἐπέλεξαν τὴν αὐτοθυσία, παρὰ τὴν ἄρνηση τοῦ Θεοῦ. Χάρη στὴ φλογερὴ πίστη τους οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ ἀναδείχθηκαν ἀνυποχώρητοι, ἀκατάβλητοι, ὑπερκόσμιοι.

Αὐτὴ εἶναι ἡ δύναμη τῆς πίστεως. Ἑλκύει τὴ δύναμη τοῦ Θεοῦ. Καταρ­γεῖται τότε ἡ λογική, ὑπερβαίνονται οἱ νόμοι τῆς φύσεως, πραγματοποι­οῦνται ἀκόμη καὶ τὰ πιὸ ἀπίθανα. Μὲ τὴν πίστη στὸν παντοκράτορα Κύριο ὁ μικρὸς καὶ ταπεινὸς ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ ξεπεράσει τὶς φτωχὲς δυνάμεις του καὶ νὰ ζεῖ μέσα στὸ θαῦμα.

Ὅλοι αὐτοὶ οἱ Δίκαιοι τῆς Παλαιᾶς Δια­θήκης εἶχαν μιὰ ἀσίγαστη προσδοκία: νὰ δοῦν τὸν ἐρχομὸ τοῦ Μεσσία καὶ ἐπιπλέον νὰ ζήσουν τὴν ἐπαγγελία τῆς Βασιλείας του. Ἡ καρδιά τους ἦταν ἕτοιμη· γεμάτη πόθο καὶ πίστη. Σὲ λίγες ἡμέρες, μὲ τὴ Γέννηση τοῦ Κυρίου μας, θὰ δοῦμε κι ἐμεῖς τὴν προσδοκία τους αὐτὴ νὰ ἐκπληρώνεται. Μὲ ἀνάλογο πόθο καὶ ἀσίγαστη πίστη ἂς Τὸν ὑποδεχθοῦμε, γιὰ νὰ λάβουμε ἀπὸ Ἐκεῖνον καὶ τὰ ἄφθαρτα ἀγαθὰ τῆς ἐπαγγελίας του, τὴν Οὐράνια Βασιλεία του.