† Ἀρχιμ. Γαβριὴλ Γρ. Ἀθανασιάδης (1928-2020)
Μόλις εἶχε ἀνατείλει ἡ ἡμέρα τῆς ἑορτῆς τοῦ ἁγίου Ἐλευθερίου (15 Δεκεμβρίου), ὅταν ἡ ψυχὴ τοῦ σεβαστοῦ ἀδελφοῦ μας π. Γαβριὴλ Ἀθανασιάδη, ἐλευθερωμένη ἀπὸ τὰ δεσμὰ τῆς προσκαίρου ζωῆς, ἀνεχώρησε γιὰ τὴν αἰωνιότητα.
Ὁ π. Γαβριήλ (κατὰ κόσμον Γεώργιος) γεννήθηκε τὸ ἔτος 1928 στὴν Παναγίτσα τῆς Ἔδεσσας μὲ καταγωγὴ ἀπὸ τὴν Ἀργυρούπολη τοῦ Πόντου. Μετὰ τὴν ἐγκύκλια μόρφωσή του σπούδασε τὴν ἱερὴ Ἐπιστήμη στὴ Θεολογικὴ Σχολὴ τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν. Τὸ ἔτος 1955 ἐντάχθηκε στὴν Ἀδελφότητα Θεολόγων «Ζωή», ἀπὸ δὲ τὸ ἔτος 1960 ἔγινε ἱδρυτικὸ μέλος τῆς Ἀδελφότητος Θεολόγων «Ὁ Σωτήρ». Κατὰ τὰ πρῶτα χρόνια τῆς ἀφιερώσεώς του προσέφερε ἀφανῶς τὶς ὑπηρεσίες του στὴν «Οἰκονομία» τῆς Ἀδελφότητος. Στὸν ἱεραποστολικὸ τομέα ὁ π. Γαβριὴλ δραστηριοποιήθηκε μὲ ζῆλο ὡς κατηχητὴς τῆς νεολαίας ἀπὸ τὸ 1952 καὶ ἑξῆς.
Ἀπὸ τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 1960 ὁρίσθηκε διευθυντὴς τοῦ φοιτητικοῦ Οἰκοτροφείου στὴ Θεσσαλονίκη, ὅπου ὑπηρέτησε ἐπὶ τέσσερα χρόνια, ἐνῶ κατὰ τὴν ἑπόμενη τριετία διακόνησε ὡς λαϊκὸς θεολόγος στὰ ἱεραποστολικὰ ἔργα τῆς Χίου. Μεγάλο γεγονὸς στὴ ζωή του ὑπῆρξε ἡ μοναχικὴ κουρὰ καὶ ἡ χειροτονία του εἰς διάκονον στὴν Ἀθήνα τὸν Νοέμβριο τοῦ 1967, ἐνῶ στὸν δεύτερο βαθμὸ τῆς ἱερωσύνης χειροτονήθηκε τὸν Νοέμβριο τοῦ ἑπόμενου ἔτους.
Στὴ συνέχεια τὸν Ἰανουάριο τοῦ 1969 ἐγκαταστάθηκε στὴν Πάτρα ὡς ἐπίσημος ἱεροκήρυκας τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Πατρῶν, ὅπου παρέμεινε ἐπὶ 45 ὁλόκληρα χρόνια, διακονώντας τὶς πνευματικὲς ἀνάγκες τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ μὲ ἰδιαίτερο ζῆλο καὶ ὑποδειγματικὴ αὐταπάρνηση. Ἀπὸ τὸν Δεκέμβριο τοῦ 2014 ἀναγκάσθηκε γιὰ λόγους σωματικῆς ἀδυναμίας νὰ ἐγκατασταθεῖ στὴν ἕδρα τῆς Ἀδελφότητός μας, ὅπου δεχόταν τὶς περιποιήσεις ἀδελφῶν καὶ νοσηλευτῶν, ἐνῶ ἡ διάνοιά του παρέμενε μέχρι τέλους ἀκμαία.
Τὸ πνευματικὸ ἔργο ποὺ προσέφερε ὁ ἀείμνηστος π. Γαβριὴλ ἐπὶ μισὸ σχεδὸν αἰώνα στὸν ἀγρὸ τῆς Μητροπόλεως Πατρῶν ἦταν πολύπλευρο καὶ πολυσχιδές. Ὄργωνε συστηματικὰ μὲ περιοδεῖες ὅλα τὰ χωριὰ τῆς περιφέρειας ποὺ τοῦ ἀνέθετε ὁ ἑκάστοτε Μητροπολίτης, χωρὶς νὰ ἐγκαταλείπει τοὺς Χριστιανοὺς τῶν ἐνοριῶν τῆς ἀποστολικῆς καθέδρας, ὅπου ὁ Πρωτόκλητος ἅγιος Ἀνδρέας εἶχε ὑποστεῖ σταυρικὸ θάνατο γιὰ τὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Κατὰ καιροὺς ἐξυπηρετοῦσε ὁρισμένες πνευματικὲς ἀνάγκες σὲ γειτονικὲς Μητροπόλεις, ὅπου μετέβαινε ὡς ἐξομολόγος, ὅπως τῆς Μητροπόλεως Ἠλείας ἢ τῆς Μητροπόλεως Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου. Στὸ κτήριο τῆς «Χριστιανικῆς Ἑστίας Πατρῶν» δεχόταν πλήθη Χριστιανῶν στὸ φιλάνθρωπο Μυστήριο τῆς ἱερᾶς Ἐξομολογήσεως καὶ ἐπιτελοῦσε πολλὰ ἀκόμη ἱεραποστολικὰ ἔργα.
Κάποια προσφιλὴ πνευματικά του τέκνα, τὰ ὁποῖα θέλησαν νὰ καταθέσουν μερικὲς ἀλησμόνητες ἐμπειρίες ποὺ ἔζησαν κοντὰ στὸν π. Γαβριήλ, ἔγραψαν:
«Σκοπός του ἦταν νὰ γεμίσει τὶς ψυχές μας μὲ τὴν εἰρήνη τοῦ Θεοῦ. Αὐτὴ τὴν εἰρήνη ζοῦσε καὶ αὐτὴ τὴν εἰρήνη τοῦ Χριστοῦ ἤθελε νὰ τὴν ζοῦμε ὅλοι. Τὸν ὀνόμασαν “Γέροντα τῆς εἰρήνης” καὶ ἦταν πράγματι, γιατὶ καὶ βίωνε ὁ ἴδιος τὴν εἰρήνη καὶ τὴν μετέδιδε καὶ στοὺς ἄλλους. Ἦταν ὁ εἰρηνοποιός. Μετέδιδε γραμμὲς πνευματικές, τὶς αἰώνιες ἀλήθειες τοῦ Εὐαγγελίου. Τὸ κύριο ἔργο του ἦταν ἡ ἐξομολόγηση. Εἰσχωροῦσε στὸ βάθος τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου καὶ γαλήνευε τὸν ἐσωτερικό του κόσμο. Μὲ διάκριση ἔλυνε τὰ οἰκογενειακὰ προβλήματα. Εἶχε πολλὰ χαρίσματα. Εὐγενής, συνετός, ἐπιεικής, εὐχάριστος, οἰκοδομητικός, διορατικός, χριστοκεντρικός, καὶ ὅλα αὐτὰ ἐν ἁπλότητι, μὲ μιὰ ξεχωριστὴ χάρη. Τὸ κατ᾿ ἐξοχὴν γνώρισμά του ἦταν ἡ μεγάλη του ταπείνωση σὲ ὅλες τὶς ἐνέργειές του. Ἀφανής, ἀθόρυβος, κρυμμένος μὲ πολλὲς ἱκανότητες, τὰ ἀπέδιδε ὅλα στοὺς ἄλλους καὶ ὁ ἴδιος ἔμενε στὴν ἀφάνεια. Καὶ ἦταν πολλὰ τὰ ἔργα ποὺ ἄφησε. (…) Ὁ ἅγιος Γέροντάς μας εἶχε μιὰ ξεχωριστὴ ἀγάπη γιὰ ὅλους καὶ γιὰ τὸν καθένα χωριστά».
«Σὰν σκεφτόμαστε πόσο ἀκούραστα ἐργάσθηκε ὁ στοργικός μας Πατέρας! Ἀφιέρωσε τὴ ζωή του στὸν Κύριο καὶ μὲ τὸ περίσσευμα τῶν σπουδαίων χαρισμάτων του ὑπηρέτησε τὴν τοπική μας Ἐκκλησία καὶ ἄφησε μεγάλο ἔργο, “ζήλῳ πεπυρωμένος”, στὴ Χριστιανικὴ Ἑστία, στὶς Κατασκηνώσεις, στοὺς Ναούς, στὰ Οἰκοτροφεῖα, στὸ Εὐγηρεῖο “Ἡ Ἁγία Σκέπη”. (…)
Σὰν σκεφτόμαστε πὼς ἀγαλλίασή του ἦταν ἡ θεία Λειτουργία καὶ ἡ Ἱερὰ Ἐξομολόγηση! Καθημερινὰ ἐξομολογοῦσε ἀπὸ τὶς 3.30 ἕως τὶς 8.30 μ.μ., μὲ Κύκλους, Συνάξεις, Ὁμιλίες στὰ ἐνδιάμεσα! (…)
Σὰν σκεφτόμαστε τὴν πατρική του μορφὴ μέσα στὸ ἁπλό του Ἐξομολογητήριο, τὰ δάκρυα δὲν συγκρατιοῦνται στὰ μάτια μας. Ἐκεῖ μέσα τὸν ζούσαμε σὲ ὅλο τὸ ψυχικό του μεγαλεῖο. Μᾶς δεχόταν μὲ τὸ στοργικό του βλέμμα, τὸ ἁπαλό του χαμόγελο καὶ τὴ διακριτική του ἀγάπη. (…) Εἶχε τὴν τέχνη νὰ ξεριζώνει πάθη, ἁμαρτίες, κακίες, λάθη μὲ “ἰώβεια ὑπομονή”, “πάλιν καὶ πολλάκις”. Νὰ καθαρίζει, νὰ φωτίζει, νὰ διορθώνει τὸν ἔσω ἄνθρωπο. Νὰ λύνει προβλήματα, νὰ συμβουλεύει, νὰ παρηγορεῖ καὶ νὰ βοηθάει σὲ ἀρρώστιες… Ἀκόμη νὰ προσεύχεται. Εἶχε πολλὴ παρρησία ἡ προσευχή του. Ἔκανε θαύματα μ᾿ αὐτήν! Δὲν παραμελοῦσε ποτὲ νὰ ἐνθαρρύνει καὶ νὰ ἐνθουσιάζει σὲ ἔργα ἱεραποστολῆς: “Θὰ δώσεις χαρὰ στὸν Κύριο, θὰ ὠφελήσεις καὶ θὰ ὠφεληθεῖς πολύ”, μᾶς τόνιζε».
Ὁ μακαριστὸς Γέροντας ἀγαποῦσε ἰδιαίτερα ὁρισμένα ἁγιογραφικὰ ρητά, ὅπως: «Ἀγωνίζεσθε»· «τοῖς ἀγαπῶσι τὸν Θεὸν πάντα συνεργεῖ εἰς ἀγαθόν»· «ἡτοιμάσθην καὶ οὐκ ἐταράχθην». Χρησιμοποιοῦσε ἀκόμη μερικὲς φράσεις «πρὸς οἰκοδομὴν τῆς χρείας»: «Τὸ ἔργο ποὺ κάνουμε εἶναι τοῦ Κυρίου», τόνιζε δυνατά. Ὅταν κάποιος τοῦ ἔλεγε ὅτι ἔχασε τὴν ὑπομονή του, ἀπαντοῦσε: «Πῶς ἔχασες κάτι ποὺ δὲν εἶχες;» Σὲ περίπτωση δοκιμασίας κάποιου Χριστιανοῦ τὸν ρωτοῦσε: «Σὲ ἄφησε ποτὲ ὁ Θεός;» Τὸν ἐγωισμὸ ἀποκαλοῦσε ὡς ἑξῆς: «ἡ νόσος τοῦ πνεύματος».
Στὴ διάρκεια τῆς πολύχρονης ποιμαντικῆς διακονίας του δὲν περιορίσθηκε στὰ λειτουργικὰ κηρύγματα καὶ τὶς οἰκοδομητικὲς ὁμιλίες, ἀλλὰ συνέγραψε καὶ εὐσύνοπτα ψυχωφελὴ βιβλία, ὅπως: «Ξέρεις νὰ ἐξομολογεῖσαι;»· «Ὁ θυμός (πάθος καὶ προτέρημα)»· «Ἔχεις εἰρήνη;»· «Στενοχώρια: ἡ ἀσθένεια τῆς καρδιᾶς»· «Τὸ ἄγχος καὶ ἡ εὐθύνη μας».
Ὁ ἀείμνηστος π. Γαβριήλ, καλλιεργώντας τὸ ταπεινὸ φρόνημα καὶ ἐπιτελώντας ἀφανῶς τὰ ἱεραποστολικά του ἔργα, ἀκολουθοῦσε μὲ πιστότητα τὸ παράδειγμα τοῦ ἀοιδίμου ἱδρυτοῦ τῆς Ἀδελφότητος, τοῦ π. Εὐσεβίου Ματθοπούλου, ὁ ὁποῖος ὑπῆρξε μακρινὸς προκάτοχός του στὴν ἀποστολικὴ Ἐκκλησία τῶν Πατρῶν. Καθοριστικὴ ὑπῆρξε ἡ συμβολή του σὲ μία ἱστορικὴ ἀπόφαση τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας. Κατόπιν εἰσηγήσεώς του, μὲ τὶς κατάλληλες ἐνέργειες ἐκ μέρους τοῦ τότε Μητροπολίτου Πατρῶν κ. Νικοδήμου, τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο τὸ ἔτος 1998 ἐνέταξε τὶς μητέρες τῶν ἁγίων Ἱεραρχῶν Μεγάλου Βασιλείου καὶ Ἰωάννου Χρυσοστόμου, δηλαδὴ τὴν Ἐμμέλεια καὶ τὴν Ἀνθοῦσα, στὸ Ἁγιολόγιο τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ δὲ Ἱερὰ Σύνοδος τῆς Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας ὅρισε νὰ τιμῶνται οἱ δύο αὐτὲς ἅγιες μητέρες μαζὶ μὲ τὴν ἁγία Νόννα, μητέρα τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Θεολόγου, τὴν Β΄ Κυριακὴ τοῦ μηνὸς Φεβρουαρίου. Ἐξάλλου, ἐπὶ Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν κ. Χριστοδούλου, ἡ Ἱερὰ Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας μας τὸ ἔτος 2003 τίμησε τὸν π. Γαβριὴλ μὲ τὸν χρυσὸ Σταυρὸ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου γιὰ τὶς πολύτιμες ὑπηρεσίες ποὺ προσέφερε ἐπὶ δεκαετίες στὸν ἐκκλησιαστικὸ χῶρο.
Τελικῶς εἴμαστε βέβαιοι ὅτι ἐφαρμόζεται στὴν περίπτωσή του ὁ λόγος τοῦ ὁσίου Ἐφραὶμ τοῦ Σύρου: «καὶ Θεῷ εὐηρέστησε καὶ ἀνθρώπους ᾠκοδόμησε».
Τοῦ μακαριστοῦ σεβάσμιου ἀδελφοῦ μας πατρὸς Γαβριήλ, ποὺ ἔζησε μὲ ὁσιότητα βίου καὶ ἐργάσθηκε μὲ σπάνια αὐταπάρνηση στὸν «ἀγρὸ τοῦ θερισμοῦ», ἂς εἶναι «αἰωνία ἡ μνήμη»!