Ἡ θεραπεία τῆς συγκύπτουσας

Εὐαγγελικό Ἀνάγνωσμα Κυριακῆς 6 Δεκεμβρίου 2020, Ι΄ Λουκᾶ (Λκ. ιγ΄ 10-17)

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἦν διδάσκων ὁ ᾿Ιησοῦς ἐν μιᾷ τῶν Συναγωγῶν ἐν τοῖς Σάββασι. Καὶ ἰδοὺ γυνὴ ἦν πνεῦμα ἔχουσα ἀσθενείας ἔτη δέκα καὶ ὀκτώ, καὶ ἦν συγκύπτουσα καὶ μὴ δυναμένη ἀνακῦψαι εἰς τὸ παντελές. Ἰδὼν δὲ αὐτὴν ὁ ᾿Ιησοῦς, προσεφώνησε, καὶ εἶπεν αὐτῇ· Γύναι, ἀπολέλυσαι τῆς ἀσθενείας σου· καὶ ἐπέθηκεν αὐτῇ τὰς χεῖρας· καὶ παραχρῆμα ἀνωρθώθη καὶ ἐδόξαζε τὸν Θεόν. Ἀποκριθεὶς δὲ ὁ ἀρχισυνάγωγος, ἀγανακτῶν ὅτι τῷ Σαββάτῳ ἐθεράπευσεν ὁ ᾿Ιησοῦς, ἔλεγε τῷ ὄχλῳ· Ἕξ ἡμέραι εἰσὶν, ἐν αἷς δεῖ ἐργάζεσθαι· ἐν ταύταις οὖν ἐρχόμενοι θεραπεύεσθε, καὶ μὴ τῇ ἡμέρᾳ τοῦ Σαββάτου. Ἀπεκρίθη οὖν αὐτῷ ὁ Κύριος, καὶ εἶπεν· Ὑποκριτά, ἕκαστος ὑμῶν τῷ Σαββάτῳ οὐ λύει τὸν βοῦν αὐτοῦ, ἢ τὸν ὄνον ἀπὸ τῆς φάτνης, καὶ ἀπαγαγὼν ποτίζει; ταύτην δέ, θυγατέρα ᾿Αβραὰμ οὖσαν, ἣν ἔδησεν ὁ Σατανᾶς, ἰδοὺ δέκα καὶ ὀκτὼ ἔτη, οὐκ ἔδει λυθῆναι ἀπὸ τοῦ δεσμοῦ τούτου τῇ ἡμέρᾳ τοῦ Σαββάτου; Καὶ ταῦτα λέγοντος αὐτοῦ κατῃσχύνοντο πάντες οἱ ἀντικείμενοι αὐτῷ, καὶ πᾶς ὁ ὄχλος ἔχαιρεν ἐπὶ πᾶσι τοῖς ἐνδόξοις τοῖς γινομένοις ὑπ᾿ αὐτοῦ.

1. ΚΑΘΕ ΚΥΡΙΑΚΗ

Κά­ποι­ο Σάβ­βα­το ὁ Κύ­ριος, ὅπως συνήθιζε, δίδασκε σέ μία ἀπ’ τίς συναγωγές. Ἀνάμεσα στό πλῆθος μόλις πού ξεχώριζε μία γυναίκα σκυμμένη διαρκῶς μέ κυρ­τω­­­μένο τό σῶμα της τόσο πολύ πού δέν μποροῦσε κα­θό­λου νά σηκώσει ὄρθιο τό κεφάλι της. Βασανιζόταν ἡ δύστυχη δεκοκτώ ὁλόκληρα χρόνια ἀπό σατανική ἐν­έρ­γεια. Ὅταν λοιπόν τήν εἶδε ὁ Κύριος, τῆς φώναξε: Γυ­ναίκα, εἶσαι ἐλευθερωμένη ἀπό τήν ἀρ­ρώ­στι­α σου. Ἅπλωσε πάνω της τά χαριτόβρυτα χέρια του καί τήν ἴδια στιγμή ἔγινε καλά, σηκώθηκε ὁλόρθη καί εὐθυ­τε­νής καί δόξαζε τόν Θεό γιά τή θεραπεία της.

Γιατί ὅμως ὁ Κύριος σπλαγχνίσθηκε καί θεράπευσε τή γυναίκα αὐτή χωρίς ἡ ἴδια νά ζητήσει τή θεραπεία της; Διότι ἡ γυναίκα αὐτή ἦταν εὐσε­βής. Ἄν καί εἶχε μιά τό­σο βασανιστική καί πα­­­­ρα­μορ­φωτική ἀσθένεια, πού κα­θι­στοῦσε δύσκολη καί ἐπίπο­νη κι αὐτήν ἀκόμη τή μετα­κί­νησή της, αὐτή ὅμως δέν ἀ­πουσίαζε ἀπό τή συ­να­γωγή τήν ἡμέρα τοῦ Σαββά­του. Ἐπιπλέον ἡ γυ­ναί­κα αὐτή ἐνῶ ἦταν ἄρρωστη δε­καοκτώ ὁλόκληρα χρό­νια δέν τά ἔβαλε μέ τόν Θεό, δέν σκληρύνθηκε ἡ καρδιά της, δέν ἔγινε ἄπιστη. Ἀντίθετα μέσα στή δοκι­μα­σία της ἔμεινε σταθερή στήν πί­στη της. Καί προ­σῆλ­θε στή συναγωγή μέ τόσο κόπο, διότι εἶχε πόθο νά ἀκούει τό λόγο τοῦ Θεοῦ. Φαίνεται μά­λι­στα ὅτι ἄκουγε τό κήρυγμα τοῦ Κυρίου μέ ἐνδια­φέ­ρον πολύ κι ἐκδή­λω­νε βαθειά ἐμπιστο­σύ­νη σ’ αὐ­τόν. Γι αὐ­τό καί ὁ Χριστός μας δέν τῆς ζήτησε πί­στη γιά νά κάνει τό θαῦμα, διότι διέκρινε τήν ἐσω­τερική της διάθεση. Οὔτε τῆς εἶπε «σοῦ συγχω­ροῦ­νται οἱ ἁ­μαρ­τίες σου». Κατόπιν μάλι­στα τήν ὀνόμασε καί «κόρη τοῦ Ἀβραάμ», γιά νά ἀπο­κα­λύψει τήν εὐσέβειά της.

Φαίνεται λοιπόν ὅτι ἡ γυναίκα αὐτή εἶχε ἐξαγνισθεῖ μέ τήν ἀσθένεια της, εἶχε ἀποκτήσει βαθύτερη εὐσέ­βεια καί πίστη. Ἦλθε στή συναγωγή γιά νά διδαχθεῖ καί νά ὠφεληθεῖ πνευματικῶς κι ὁ Κύριος μαζί μέ τήν ὠφέλεια τῆς ψυχῆς της, τῆς χάρισε καί τή θερα­πεία τοῦ σώματός της. 

Καί ἡ γυναίκα αὐτή ἔγινε σ’ ὅ­λους παράδειγμα πού μᾶς διδά­σκει πολύ. Μᾶς διδάσκει νά συμμετέχουμε κά­θε Κυριακή στή λα­τρεία τοῦ Θεοῦ. Καί μάλιστα ἐμεῖς πού δέν πηγαίνουμε ἁπλῶς σέ μία συναγωγή γιά τήν ἀ­κρό­αση τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, ἀλλά πηγαίνουμε στούς ἱε­ρούς ναούς μας ὅπου τελεῖται ἡ φοβερή και ἀναίμα­κτη θυσία τοῦ Κυρίου μας, ἄγγελοι καί ἅγιοι καί ὁ ἴδιος ὁ Θεός εἶναι ἀνάμεσά μας. Πόσο ἀδικαιολόγητοι λοι­πόν εἴμαστε νά ἀπουσιάζουμε, ὅταν μιά συγκύπτουσα μέ τόσο κόπο δέν παρέλειπε τό ἱερό της καθῆκον σέ μία συναγωγή. Καί τί ἀπο­λο­γία θά δώ­σου­με στόν Θεό τήν ὥρα τῆς κρί­σε­ως ὅταν ὁ Κύριος θά κρίνει μπροστά μας κι ἐκείνη κι ἐ­μᾶς. Κάθε Κυ­ριακή λοιπόν στό ναό τοῦ Θεοῦ, γιά νά παίρ­νου­με χάρη καί δύναμη, φῶς καί ζωή. Κάποτε καί τό θαῦ­μα, ἐάν ὁ Θεός τό κρίνει. 

2. Ο ΦΘΟΝΟΣ ΟΔΗΓΕΙ ΣΕ ΠΑΡΑΛΟΓΙΣΜΟ

Μόλις ἡ γυναίκα θεραπεύθηκε τά ἔκπληκτα μάτια ὅ­λων στράφηκαν πρόν τόν Κύριο. Ἕνας ὅμως δέν ἄν­τε­χε τήν κατάσταση αὐτή. Ὁ Ἀρχισυνάγωγος. Αὐτός δέν μπό­ρε­σε νά κρύψει τή ζήλεια του, καί γεμάτος ἀ­γα­­νάκτηση ἄρχισε νά διαμαρτύρεται: ἕξι ἡμέ­ρες μπο­ροῦμε νά ἐργαζόμαστε. Αὐτές τίς ἐργάσιμες ἡ­μέ­ρες νά ἔρχεστε νά θεραπεύεστε, κι ὄχι τό Σάββα­το. 

Ὁ Κύριος ὅμως βλέποντας τή φοβερή ὑποκρισία καί τό φθόνο τοῦ ἀρχισυναγώγου, τόν ξε­σκε­πάζει μπρο­στά σέ ὅλους: Ὑποκριτή, τοῦ λέει. Ὁ κα­θέ­νας σας τήν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου δέν λύνει τό βό­δι του ἤ τό γαϊ­δουράκι του ἀπό τή φάτνη καί δέν τό πη­γαίνει νά τό πο­­τίσει; Καί τό κάνει αὐτό χωρίς νά θε­ωρεῖται πα­ρα­­βά­της τῆς ἀργίας τοῦ Σαββάτου. Αὐτήν ὅμως ἡ γυ­ναι­κα, πού εἶναι κόρη τοῦ Ἀβραάμ, καί τήν ἔδεσε ὁ σα­τα­νᾶς μέ τέτοια ἀρρώστια, ὥστε νά μή μπο­ρεῖ νά ση­κω­θεῖ ὄρθια δεκαοκτώ ὁλόκληρα χρόνια, δέν ἔπρεπε νά θεραπευθεῖ τήν ἡμέ­ρα τοῦ Σαββάτου; Κι ἐνῶ τά ἔλεγε αὐτά ὁ Κύ­ριος, ντρο­πιά­ζονταν ὅλοι οἱ ἀντίθετοί του καί ἰδιαι­τέ­ρως ὁ ἀρχι­συ­νάγωγος.

Διότι αὐτός ἦταν τόσο πολύ κυριευμένος ἀπό τό φθό­­νο, ὥστε παραλογίσθηκε. Ἐπειδή δέν τολμοῦ­σε νά ἐλέγξει κατευθείαν τόν Κύ­ρι­ο, τά ἔβαλε πονηρά και ὑποκριτικά μέ τό λαό. Τόν κατηγόρησε ὅτι παραβιάζει τό Σάββατο, ἐνῶ καμμία σχέση δέν εἶχε ὁ λαός μέ τή θεραπεία πού ἔγινε. Ἀλλά οὔτε ἡ γυ­ναίκα πού θερα­πεύθηκε παρακάλεσε τόν Κύριο νά τήν θερα­πεύ­σει. Ἔπρεπε λοιπόν αὐτή νά δια­μαρ­­τυ­ρηθεῖ καί νά ἀρνηθεῖ τήν θε­ρα­πεία της;  Τέλος ἀντί νά ἀνα­γνω­ρίσει ὁ ἀρχι­συ­νά­γω­γος τό θαῦμα πού ἔγινε τό παρουσιάζει ὡς μιά ἁπλή ἀνθρώπινη ἐνέρ­γει­α. Ἐάν ἦταν ὅμως μιά φυ­σική θεραπεία τότε γιατί δέν τήν ἔκανε ὁ ἴ­δι­ος κά­ποι­α ἄλλη ἡμέρα; Τό­σα χρόνια τήν εἶχε κοντά της.

Ὁ φθόνος λοιπόν παραλογίζει καί ἐξευτελίζει τόν ἄνθρωπο. Εἶναι μιά ἀσθένεια πού ὅταν μᾶς κυριεύσει μᾶς κάνει ἀνε­ξέ­λε­γ­κτους. Κάποτε ὁδηγεῖ καί σέ πρά­ξεις ἀπο­τρό­παιες καί ἐγκληματικές. Πάντοτε ὅμως ἀνα­­στα­τώνει καί συχνά διαλύει τίς ἀνθρώπινες σχέ­σεις. Γί­νε­ται τεῖχος ἀκόμη κι ἀνάμεσα σέ συγγενεῖς. Διαλύει οἰκογένειες, φιλίες, καταστρέφει ψυ­­χές. Χρειά­ζε­ται λοιπόν πολλή προσοχή. Ἐάν βλέ­που­με μέσα στήν ψυχή μας τό παραμικρό ἴχνος ζή­λειας, μήν τό ἀ­φή­νουμε νά ἐξελιχθεῖ. Ἀλ­λά νά προ­στρέ­χουμε στό ἔλεος τοῦ Θεοῦ, στό μυστήριο τῆς ἱερᾶς Ἐξο­μολογή­σε­ως καί νά ζητοῦμε τή χάρη τοῦ Θεοῦ γιά νά τό κατα­πο­λεμήσουμε ἀμέσως πρίν νά ‘ναι ἀργά.