ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (2/5)

Εὐαγγέλιον: Μεσοπεντηκοστῆς (Ἰω. ζ΄ 14-30)

14 Ἤδη δὲ τῆς ἑορτῆς μεσούσης ἀνέβη ὁ Ἰησοῦς εἰς τὸ ἱερὸν καὶ ἐδίδασκε. 15 καὶ ἐθαύμαζον οἱ Ἰουδαῖοι λέγοντες· πῶς οὗτος γράμματα οἶδε μὴ μεμαθηκώς; 16 ἀπεκρίθη οὖν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς καὶ εἶπεν· ἡ ἐμὴ διδαχὴ οὐκ ἔστιν ἐμή, ἀλλὰ τοῦ πέμψαντός με· 17 ἐάν τις θέλῃ τὸ θέλημα αὐτοῦ ποιεῖν, γνώσεται πε­ρὶ τῆς διδαχῆς, πότερον ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐστιν ἢ ἐγὼ ἀπ’ ἐμαυτοῦ λαλῶ. 18 ὁ ἀφ’ ἑαυτοῦ λαλῶν τὴν δόξαν τὴν ἰδίαν ζητεῖ, ὁ δὲ ζητῶν τὴν δόξαν τοῦ πέμψαντος αὐτόν, οὗτος ἀληθής ἐστι, καὶ ἀδικία ἐν αὐτῷ οὐκ ἔστιν. 19 οὐ Μωϋσῆς δέδωκεν ὑμῖν τὸν νόμον; καὶ οὐδεὶς ἐξ ὑμῶν ποιεῖ τὸν νόμον. τί με ζητεῖτε ἀποκτεῖναι; 20 ἀπεκρίθη ὁ ὄχλος καὶ εἶπε· δαιμόνιον ἔχεις· τίς σε ζητεῖ ἀποκτεῖναι; 21 ἀπεκρίθη Ἰησοῦς καὶ εἶ­πεν αὐτοῖς· ἓν ἔργον ἐποί­ησα, καὶ πάντες θαυμάζετε διὰ τοῦτο. 22 Μωϋσῆς δέδωκεν ὑμῖν τὴν περιτομήν, οὐχ ὅτι ἐκ τοῦ Μωϋσέως ἐστίν, ἀλλ’ ἐκ τῶν πατέρων, καὶ ἐν σαββάτῳ περιτέμνετε ἄν­θρω­πον. 23 εἰ περιτομὴν λαμβάνει ἄνθρωπος ἐν σαββάτῳ ἵνα μὴ λυθῇ ὁ νόμος Μωϋσέως, ἐμοὶ χολᾶτε ὅτι ὅλον ἄνθρωπον ὑγιῆ ἐποίησα ἐν σαββάτῳ! 24 μὴ κρίνετε κατ’ ὄψιν, ἀλλὰ τὴν δικαίαν κρίσιν κρίνατε. 25 Ἔλεγον οὖν τινες ἐκ τῶν Ἱεροσολυμιτῶν· οὐχ οὗ­τός ἐστιν ὃν ζητοῦσιν ἀποκτεῖ­ναι; 26 καὶ ἴδε παρρησίᾳ λαλεῖ, καὶ οὐδὲν αὐτῷ λέγουσι. μήποτε ἀληθῶς ἔγνωσαν οἱ ἄρχοντες, ὅτι οὗτός ἐστιν ἀληθῶς ὁ Χριστός; 27 ἀλλὰ τοῦτον οἴδαμεν πόθεν ἐστίν· ὁ δὲ Χριστὸς ὅταν ἔρχηται, οὐδεὶς γινώσκει πόθεν ἐστίν. 28 ἔκραξεν οὖν ἐν τῷ ἱερῷ διδάσκων ὁ Ἰησοῦς καὶ λέγων· κἀμὲ οἴδατε, καὶ οἴδατε πόθεν εἰμί· καὶ ἀπ’ ἐμαυτοῦ οὐκ ἐλήλυθα, ἀλλ’ ἔστιν ἀληθινὸς ὁ πέμψας με, ὃν ὑμεῖς οὐκ οἴδατε· 29 ἐγὼ οἶδα αὐτόν, ὅτι παρ’ αὐτοῦ εἰμι κἀκεῖνός με ἀπέστειλεν. 30 Ἐζήτουν οὖν αὐτὸν πιάσαι, καὶ οὐδεὶς ἐπέβαλεν ἐπ’ αὐτὸν τὴν χεῖρα, ὅτι οὔπω ἐληλύθει ἡ ὥρα αὐτοῦ.

ΕΡΜΗΝΕΙΑ Π. Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑ

14 Ἀλλά ὅταν πλέον ἡ ἑορτή ἦταν στή μέση καί εἶχαν πε­ράσει οἱ τέσσερις πρῶτες ἡμέρες της, ὁ Ἰησοῦς ἀνέ­­βη­κε στόν ἱερό περίβολο τοῦ ναοῦ καί δίδασκε ἐκεῖ δη­μοσίως. 15 Καί οἱ Ἰουδαῖοι ἀποροῦσαν καί γεμάτοι ἔκπληξη ἔλε­γαν: Πῶς αὐτός γνωρίζει γράμματα, χωρίς νά ἔχει σπου­δά­σει σέ κάποια ραββινική σχολή; 16 Τότε λοιπόν ὁ Ἰησοῦς στράφηκε σ’ αὐτούς πού ἀπο­ροῦσαν ποῦ ἔμαθε γράμματα, καί εἶπε: Ἡ διδασκαλία πού διδάσκω δέν εἶναι ἐπινόηση δική μου, ἀλλά εἶναι ἡ διδασκαλία τοῦ Θεοῦ Πατρός, ὁ ὁποῖος μέ ἔστειλε στόν κόσμο γιά νά τήν φανερώσω στούς ἀνθρώπους. 17 Ὅποιος ἔχει πόθο καί εἰλικρινή διάθεση νά κάνει τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, θά γνωρίσει ἀπό τήν πείρα του γιά τή διδασκαλία μου ποιό ἀπό τά δύο εἶναι ἀλη­­θι­νό: Ἄν δηλαδή ἡ διδασκαλία μου αὐτή προέρχεται ἀπό τόν Θεό, ἤ ἄν ἐγώ διδάσκω ἀπό μόνος μου καί σύμ­φωνα μέ δικές μου ἐπινοήσεις. 18 Ἐκεῖνος πού διδάσκει ἀπό μόνος του, διδασκα­λίες δηλαδή πού ἐπινόησε ὁ ἴδιος, ἐπιδιώκει νά ἐπι­­­­­­­­­­βάλει τόν ἑαυτό του στούς ἄλλους ὡς διδάσκαλο καί ζητᾶ τή δική του δόξα. Ὅποιος ὅμως ζητᾶ τή δόξα ἐκεί­­­­­­­νου πού τόν ἀπέστειλε, ὅπως εἶμαι ἐγώ, αὐτός λέει τήν ἀλήθεια μέ ἀνιδιοτελή ἐλατήρια, καί δέν ὑπάρχει σ’ αὐ­τόν καμία παράβαση τοῦ νόμου καί ἁμαρτία. 19 Ἐσεῖς ὅμως μέ θεωρεῖτε παραβάτη τοῦ νόμου καί δέν δέχεσθε τή διδασκαλία μου. Ἀλλά πῶς εἶναι δυνα­τόν νά τή δεχθεῖτε, ἀφοῦ ἀπορρίπτετε καί τή διδασκαλία τοῦ Μωυσῆ, τόν ὁποῖο τόσο πολύ τιμᾶτε; Δέν σᾶς ἔχει δώσει τό νόμο ὁ Μωυσῆς; Κι ὅμως κανείς ἀπό σᾶς δέν τόν τηρεῖ. Ἐάν τηρεῖτε τίς ἐντολές τοῦ νό­­­μου, τότε γιατί θέλετε νά μέ σκοτώσετε ἀντίθετα μέ τήν ἕκτη ἐντολή; 20 Ἀποκρίθηκε ὁ πολύς λαός καί εἶπε: Εἶσαι δαιμονισμένος, καί τό δαιμόνιο σοῦ διετάραξε τά μυαλά καί σοῦ δημιουργεῖ μελαγχολία καί μανία καταδιώξεως, ὥστε νά νομίζεις ὅτι κάποιοι θέλουν νά σέ σκοτώσουν. Ποι­ός θέλει νά σέ σκοτώσει; 21 Τότε ὁ Ἰησοῦς τούς εἶπε: Ἕνα μόνο ἔργο ἔκανα· θε­­­ράπευσα τόν παράλυτο· κι ὅλοι κυριευθή­κατε ἀπό τα­­­­ρα­χή καί ἀπορία, ἐπειδή νομίζετε ὅτι μ’ αὐτό καταλύθη­κε ἡ ἐντολή τῆς ἀργίας τοῦ Σαββάτου. 22 Ἀλλά ἐπειδή αὐτή εἶναι ἡ αἰτία τῆς ταραχῆς σας, σᾶς λέω τά ἑξῆς: Σᾶς ἔδωσε ὁ Μωυσῆς τήν ἐντολή τῆς πε­ρι­­­το­μῆς, ἀφοῦ αὐτή περιλαμβάνεται στό Μωσαϊκό νόμο. Ὅμως ὁ Μωυσῆς σᾶς ἔδωσε τήν ἐντολή αὐτή, ὄχι ἐπειδή ἡ περιτομή ὁρίστηκε ἀπό τόν ἴδιο καί ἔχει τήν ἀρχή της στή νομοθεσία του, ἀλλά ἐπειδή ἡ παράδοση αὐτή προ­έρχεται ἀπό τούς πατριάρχες μας. Κι ἄν τύχει νά πέσει Σάββατο ἡ ὄγδοη ἡμέρα τοῦ βρέφους, κατά τήν ὁποία γίνεται ἡ περιτομή του, δέν τήν ἀναβάλλετε γιά τήν ἑπόμενη ἡμέρα, ἀλλά περιτέμνετε τόν ἄνθρωπο ἀκόμη καί τό Σάββατο. 23 Ἐάν λοιπόν θεωρεῖτε ἐπιβεβλημένο νά δέχεται περιτομή ὁ ἄνθρωπος τό Σάββατο, γιά νά μήν ἀθετηθεῖ ὁ νόμος τοῦ Μωυσῆ, ὁ ὁποῖος ὁρίζει νά γίνεται ἡ περιτομή τήν ὄγδοη ἡμέρα ἀπό τή γέννηση τοῦ βρέφους, πῶς θυμώνετε ἐναντίον μου, πού θεράπευσα ὁλό­­κλη­ρο ἄνθρωπο τήν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου; Ἐγώ δέν ἐπι­με­λήθηκα κά­ποιο μέλος τοῦ σώματός του, ὅπως γίνεται μέ τήν περιτομή, ἀλλά τοῦ χάρισα τήν ὑγεία στό παραλυμένο σῶμα του καί ὁδήγησα τήν ψυχή του διαμέσου τῆς πίστεως στό δρόμο τῆς σωτηρίας. 24 Μή δικάζετε καί μή σχηματίζετε κρίσεις μέ ἐπι­πο­­­λαι­ό­τητα σύμφωνα μέ τήν ἐξωτερική ὄψη καί τά ἐξω­­τε­ρι­κά φαινόμενα. Ἀλλά νά κρίνετε δίκαια, μέ κρι­τή­ρια πού βασίζονται στήν ἴδια τήν πραγματι­κό­­­τητα. Φαι­­­νομενικά ἡ θεραπεία τοῦ παραλύτου τήν ἡμέ­­­ρα τοῦ Σαββάτου πα­­ρουσιάζεται ὡς παράβαση τοῦ νό­μου. Στήν πραγμα­τικό­τητα ὅμως εἶναι συμμόρφωση στό πνεῦ­­­μα τοῦ νό­­­­­­­μου, ὁ ὁποῖος μᾶς ζητᾶ νά μή χά­νου­με καμία εὐ­­­­­­και­­ρία ἀγαθοεργίας. 25 Ὕστερα λοιπόν ἀπ’ αὐτά πού εἶπε ὁ Ἰησοῦς, ἔλεγαν μερικοί Ἱεροσολυμίτες: Αὐτός δέν εἶναι ἐκεῖνος πού οἱ ἄρχοντες ζητοῦν νά σκοτώσουν; 26 Κι ὅμως, γιά δεῖτε, μιλάει ἐλεύθερα καί φανερά, καί δέν τόν διακόπτει κανείς, οὔτε τοῦ λέει κανείς τίποτε. Μή­πως ἀλη­θι­νά ἀναγνώρισαν οἱ ἄρχοντες ὅτι αὐτός εἶναι πράγ­­μα­τι ὁ Χριστός; 27 Ἀλλά αὐτός ἐδῶ γνωρίζουμε ἀπό ποῦ εἶναι καί ἀπό ποιούς κατάγεται. Ὁ Χριστός ὅμως ὅταν θά ἔλθει, κανείς δέν θά ξέρει οὔτε τό χρόνο τῆς ἐμφανίσεώς του, ἀλ­λά οὔτε καί τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο θά ἔλθει. 28 Μετά λοιπόν ἀπό τήν ἀπιστία καί τή θεληματική τύ­­­φλωση πού ἔδειχναν οἱ Ἰουδαῖοι, ὕψωσε ὁ Ἰησοῦς τή φωνή του μέσα στόν ἱερό περίβολο τοῦ ναοῦ διδά­σκο­­­ντας καί λέγοντας: Καί μένα γνωρίζετε καί ἀπό ποῦ κα­τάγομαι ξέρετε. Ἀλλά ἡ γνώση σας αὐτή δέν εἶ­ναι πλή­­ρης. Ἐσεῖς γνωρίζετε μόνο ὅτι εἶμαι ἀπό τή Να­­ζα­­­ρέτ. Κι ὅμως δέν ἔχω ἔλθει ἀπό μόνος μου, ὅπως ἐσεῖς ὑποθέτετε, ἀλλά ἡ ἀποστολή μου εἶναι γνήσι­α καί ἀλη­θι­νή, διότι εἶναι πραγματικός καί ἀλη­θι­νός ὁ Θεός πού μέ ἔστειλε, ἀλλά ἐσεῖς δέν τόν γνωρίζετε. 29 Ἐγώ ὅμως τόν γνωρίζω, διότι ἔχω γεννηθεῖ ἀπ’ αὐ­τόν κι ἔχω ὡς Θεός τήν ἴδια φύση μ’ αὐτόν. Ἀλ­λά ἐπιπλέον αὐτός μέ ἀπέστειλε στόν κόσμο καί γι’ αὐ­τό μέ βλέπετε ἀνάμεσά σας νά εἶμαι ἄνθρωπος σάν καί σᾶς. 30 ’Εξαιτίας λοιπόν τῶν διακηρύξεών του αὐτῶν, ἐπε­δίωκαν οἱ Ἰουδαῖοι νά τόν συλλάβουν. Κανείς ὅμως δέν ἅπλωσε χέρι πάνω του, διότι δέν εἶχε ἔλθει ἀκόμη ὁ καιρός πού καθόρισε ὁ Θεός, ἡ ὥρα δηλαδή πού θά ὑπέμενε τό σταυ­­­­­­­ρικό θάνατο.