ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (8/4)

Εὐαγγέλιον Κυριακῆς τοῦ Πάσχα (Ἰω. α΄ 1-17)

Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεόν, καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος. 2 Οὗτος ἦν ἐν ἀρχῇ πρὸς τὸν Θεόν. 3 πάντα δι’ αὐτοῦ ἐγένετο, καὶ χωρὶς αὐτοῦ ἐγένετο οὐδὲ ἓν ὃ γέγονεν. 4 ἐν αὐτῷ ζωὴ ἦν, καὶ ἡ ζωὴ ἦν τὸ φῶς τῶν ἀνθρώπων. 5 καὶ τὸ φῶς ἐν τῇ σκοτίᾳ φαίνει, καὶ ἡ σκοτία αὐτὸ οὐ κατέλαβεν. 6 Ἐγένετο ἄνθρωπος ἀπεσταλμένος παρὰ Θεοῦ, ὄνο­μα αὐτῷ Ἰωάννης· 7 οὗτος ἦλθεν εἰς μαρτυρίαν, ἵνα μαρτυρήσῃ περὶ τοῦ φωτός, ἵνα πάντες πιστεύσωσι δι’ αὐτοῦ. 8 οὐκ ἦν ἐκεῖνος τὸ φῶς, ἀλλ’ ἵνα μαρτυρήσῃ περὶ τοῦ φωτός. 9 Ἦν τὸ φῶς τὸ ἀληθινόν, ὃ φωτίζει πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τὸν κόσμον. 10 ἐν τῷ κόσμῳ ἦν, καὶ ὁ κόσμος δι’ αὐτοῦ ἐγένετο, καὶ ὁ κόσμος αὐτὸν οὐκ ἔγνω. 11 εἰς τὰ ἴδια ἦλθε, καὶ οἱ ἴδιοι αὐτὸν οὐ παρέλαβον. 12 ὅσοι δὲ ἔλαβον αὐτόν, ἔδωκεν αὐτοῖς ἐξουσίαν τέ­κνα Θεοῦ γενέσθαι, τοῖς πι­στεύουσιν εἰς τὸ ὄνομα αὐ­τοῦ, 13 οἳ οὐκ ἐξ αἱμάτων, οὐδὲ ἐκ θελήματος σαρκός, οὐδὲ ἐκ θελήματος ἀνδρός, ἀλλ’ ἐκ Θεοῦ ἐγεννήθησαν. 14 Καὶ ὁ Λόγος σὰρξ ἐγέ­νετο καὶ ἐσκήνωσεν ἐν ἡ­μῖν, καὶ ἐθεασάμεθα τὴν δόξαν αὐτοῦ, δόξαν ὡς μο­νογενοῦς παρὰ πατρός, πλήρης χάριτος καὶ ἀ­λη­θείας. 15 Ἰωάννης μαρτυρεῖ περὶ αὐτοῦ καὶ κέκραγε λέγων· οὗτος ἦν ὃν εἶπον, ὁ ὀπίσω μου ἐρχόμενος ἔμπροσθέν μου γέγονεν, ὅτι πρῶτός μου ἦν. 16 Καὶ ἐκ τοῦ πληρώματος αὐτοῦ ἡμεῖς πάντες ἐλά­βομεν, καὶ χάριν ἀντὶ χάριτος· 17 ὅτι ὁ νόμος διὰ Μωϋσέως ἐδόθη, ἡ χάρις καὶ ἡ ἀλήθεια διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐγένετο.

ΕΡΜΗΝΕΙΑ Π. Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑ

Στήν ἀρχή τῆς δημιουργίας ὑπῆρχε ὁ Υἱός τοῦ ­Θε­οῦ, πού γεννήθηκε ἀχρόνως ἀπό τόν Πατέρα ὡς ἄπειρος καί ζωντανός Λόγος ἀπό ἀπειροτέλειο καί πάν­­­­­σοφο Νοῦ. Καί ὁ Λόγος ὡς δεύτερο πρόσωπο τῆς Θε­­­­ό­τητος ἦταν ἀχώριστος ἀπό τόν Θεό Πατέρα καί πάν­το­τε ἑνω­μένος μαζί του. Καί ἦταν Θεός τέλειος ὁ Λόγος. 2 Στήν ἀρχή τῆς δημιουργίας αὐτός ὑπῆρχε ἑνω­μένος μέ τόν Θεό Πατέρα. 3 Ὅλα τά δημιουργήματα δημιουργήθηκαν δι’ αὐτοῦ σέ συ­ν­ερ­γα­σί­α μέ τόν Πατέρα καί τό Ἅγιον Πνεῦμα· καί χωρίς αὐτόν δέν ἔγινε τό παραμικρό ἀπ’ ὅλα ὅσα ἔχουν γίνει. 4 Εἶχε μέσα του τή ζωή, καί αὐτός, ὡς πηγή τῆς ζωῆς πού εἶναι, δημιούργησε καί συντηρεῖ κάθε ζωή. Καί γιά τούς ἀνθρώπους, πού εἶναι λογικά ὄντα, ἦταν ἀπό τήν ἀρχή καί τό πνευματικό φῶς, πού φωτίζει τό νοῦ τους καί τούς ὁδηγεῖ στήν ἀλήθεια. 5 Τό φῶς βέβαια σκορπίζει τή λάμψη του καί ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους πού εἶναι σκοτισμένοι ἀπό τήν ἁμαρ­τία καί τήν πλάνη, γιά νά τούς φωτίσει κι αὐτούς. Ἀλλά οἱ σκοτισμένοι αὐτοί ἄνθρωποι δέν τό ἀντι­­λή­φθη­καν καί δέν τό ἐγκολπώθηκαν, ἀλλά καί δέν μπόρεσαν νά τό ἐξουδετερώσουν καί νά τό κατανικήσουν. 6 Γιά νά γνωρίσουν λοιπόν οἱ ἄνθρωποι τό φῶς, ἐμ­φα­νίστηκε κάποιος ἄνθρωπος ἀπεσταλμένος ἀπό τόν Θεό, πού λεγόταν Ἰωάννης. 7 Αὐτός ἦλθε ἔχοντας ὡς κύρια ἀποστολή του νά δώ­­σει τή μαρτυρία του γιά τόν Ἰησοῦ Χριστό. Ἦλθε δη­λα­δή νά δώσει τή μαρ­­­τυρία ὅτι αὐτός εἶναι τό φῶς, γιά νά πιστέψουν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι μέ τό κή­­ρυγ­μά του στόν Ἰησοῦ Χριστό. 8 Δέν ἦταν ὁ ἴδιος ὁ Ἰωάννης τό φῶς, ἀλλά ἦλθε ἀπε­σταλ­μένος ἀπό τόν Θεό γιά νά μαρτυρήσει γιά τόν Ἰη­σοῦ Χριστό, ὁ ὁποῖος εἶναι τό φῶς. 9 Ὡς Λόγος καί ὡς δεύτερο πρόσωπο τῆς Θεότητος ἦταν πάντοτε ὁ Χριστός τό ἀπολύτως τέλειο φῶς, ἡ μο­να­δική πηγή τοῦ φωτός, πού φωτίζει κάθε ἄνθρωπο πού ἔρχεται στόν κόσμο. 10 Ἦταν ἀπό τήν ἀρχή στόν κόσμο, προ­νο­­­­­­­οῦ­σε καί κυ­βερνοῦσε τόν κόσμο. Καί ὅλα τά ὁρατά καί ἀόρατα κτί­­σματα ἀπ’ τά ὁποῖα ἀποτελεῖται ὁ ἐπί­­γει­­­ος κι ὁ οὐ­ρά­­­­νιος κόσμος, διαμέσου αὐτοῦ ἔγιναν. Κι ὅ­­­­­­­­­­­­­­­μως, ὅταν αὐ­τός σαρκώθηκε κι ἔγινε ἄνθρωπος, ὁ δι­­­­­εφθαρμένος κόσμος τῶν ἀνθρώπων πού ἦταν προ­­­­­­­­­­­σκολ­­­­λημένος στά γήινα δέν τόν ἀναγνώρισε ὡς δη­­­­­μι­ουρ­­­­­­γό του. 11 Καί ὄχι μόνο ὁ κόσμος, ἀλλά καί οἱ δικοί του, οἱ Ἰου­­­­δαῖοι, τόν ἀπέρριψαν. Ἦλθε ἀπ’ τόν οὐρανό κι ἔζη­­­­­­σε ὡς ἄνθρωπος στή γῆ τῆς ἐπαγ­­γελίας, πού ἦταν ξε­­­­χωρισμένη πρίν ἀπό πολλούς αἰῶ­νες ἀπό τόν Θεό ὡς ἰδιαιτέρως δική του. Μά οἱ δικοί του ἄν­­θρω­ποι, οἱ Ἰου­­δαῖοι, δέν τόν παραδέχθηκαν, ἀλλά τόν ἀρνήθηκαν σάν ξένο καί ἐχθρό. 12 Ὅσοι ὅμως τόν δέχθηκαν καί τόν ἐγκολπώθηκαν ὡς σωτήρα τους, καί πίστεψαν ὅτι αὐτός εἶναι ὁ Υἱός τοῦ Θε­­οῦ πού ἔγινε ἄνθρωπος γιά νά σώσει τούς ἀν­θρώ­πους, τούς ἔδωσε τό δικαίωμα καί τή χάρη νά γίνουν τέκνα τοῦ Θεοῦ. 13 Αὐτοί δέν γεννήθηκαν ἀπό γυναικεῖα αἵματα, οὔτε ἀπό σαρκική ἐπιθυμία, οὔτε ἀπό τήν ἐπι­θυ­μία κάποιου ἄνδρα, ἀλλά γεννήθηκαν ἀπό τόν ἴδιο τόν Θεό. 14 Γιά νά ἐντυπωθεῖ περισσότερο στόν καθένα ποιός ἐπιτέλεσε τήν ὑπερφυσική αὐτή γέννηση καί υἱ­ο­­­­­θεσία, ἐπαναλαμβάνω ὅτι ὁ Λόγος ἔγινε μέσα στό χρόνο ἄν­θρω­πος. Καί ἔχοντας ὡς σκηνή καί ὡς ναό ἅγιο τήν ἀν­θρώ­πινη φύση, παρέμεινε μέ πολλή οἰκει­ό­τητα μεταξύ μας σάν ἕνας ἀπό μᾶς. Κι ἐμεῖς χορτάσαμε νά βλέπουμε μέ τά μάτια μας τήν ὑπέρλαμπρη καί θεοπρεπή δόξα του, ἡ ὁποία φα­νε­ρωνόταν μέ τά θαύματά του καί τή διδα­­­σκαλία του καί τή λαμπρότητα τῆς ἀναμάρτητης καί ὁλο­κλη­ρωτικά ἁγίας ζωῆς του. Ἦταν δόξα πού δέν πῆ­ρε ὡς χάρισμα καί δωρεά, ὅπως τήν παίρνουν τά λογικά δη­­­μι­ουργήμα­τα, ἀλλά τήν εἶχε φυσική ἀπό τόν Πατέρα του, ὡς Υἱός μο­νά­κριβος πού ἦταν· Υἱός γε­­μάτος χάρη, μέ τήν ὁποία τότε θαυ­­­­μα­τουργοῦσε καί τώ­ρα μᾶς ἀναγεννᾶ, καί γεμάτος ἀλή­­θεια, μέ τήν ὁποία μᾶς φωτίζει καί μᾶς δι­δά­σκει. 15 Ὁ Ἰωάννης μαρτυρεῖ γι’ αὐτόν καί φωνάζει δημόσια καί χωρίς κανένα δισταγμό, μέ παρρησία, λέγοντας: Αὐ­τός ἦταν ἐκεῖνος γιά τόν ὁποῖο εἶπα ὅτι: αὐτός πού ἔρχεται στή δημόσια δράση ὕστερα ἀπό μένα ὑπῆρξε ἀσυγκρίτως λαμπρότερος καί ἐνδοξότερος πολύ πρίν ἀπό μένα. Αὐτόν ἔβλεπαν καί κήρυτταν ὅλοι οἱ πατριάρ­χες καί οἱ προφῆτες· διότι ὡς πρωτότοκος καί μονογενής Υἱός τοῦ Θεοῦ ὑπῆρχε πρίν ἀπό μένα. 16 Ἀπό τόν ἀνεξάντλητο πλοῦτο τῆς τελειότητος καί τῶν δωρεῶν του πήραμε ὅλοι ἐμεῖς. Πήραμε τή μία χά­ρη πάνω στήν ἄλλη. Μετά τή χάρη τῆς ἀφέσεως τῶν ἁμαρ­τιῶν μας λάβαμε καί τή χάρη τῆς υἱοθεσίας καί τῆς μακαρίας ζωῆς. Καί ὁλοένα δεχόμαστε νέα ὑπερ­ά­­φθο­νη χάρη πάνω σ’ ἐκείνη πού προηγουμένως λάβαμε. 17 Διότι ὁ νόμος, πού τόν παρέβαιναν οἱ ἄνθρωποι καί γιά τό λόγο αὐτό γίνονταν ἔνοχοι καί ἀνάξιοι νά λάβουν τή χάρη τῆς υἱοθεσίας, δόθηκε διαμέσου ἀνθρώπου καί δούλου, τοῦ Μωυσῆ. Ἐνῶ ἡ χάρη καί ἡ τέλεια ἀπο­­­­­κάλυψη τῆς ἀλήθειας, ἡ ὁποία ἀντικατέστησε τίς σκιές καί τά σύμβολα τοῦ νόμου, ἦλθαν διαμέσου τοῦ Ἰη­­σοῦ Χριστοῦ. Καί αὐτή ἡ χάρη καί ἡ ἀλή­θει­α ἐλευθερώνουν τόν ἄνθρωπο ἀπό τή δουλεία τῆς ἁμαρτίας καί τόν ἀνα­γεν­νοῦν.