ΤΟ ΣΥΝΑΞΑΡΙ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ (6/4)

Σήμερα 6/4 εορτάζουν:

  • Άγιος Ευτύχιος πατριάρχης Κωνσταντινούπολης
  • Όσιος Γρηγόριος ο Σιναΐτης
  • Άγιοι Εκατόν είκοσι Μάρτυρες που μαρτύρησαν στην Περσία
  • Οσία Πλατωνίς
  • Άγιοι Δύο μάρτυρες οι εν Ασκάλωνι
  • Όσιος Γρηγόριος ο εν Άθω
  • Άγιος Γεννάδιος ο Διονυσιάτης ο Νεομάρτυς και Οσιομάρτυς
  • Άγιοι Τιμόθεος και Διογένης οι Μάρτυρες
  • Άγιος Τερβίλλιος ο πρίγκιπας
  • Άγιος Αφφίωνος Επίσκοπος Νόβγκοροντ
  • Άγιοι Γεώργιος, Μανουήλ, Θεόδωρος, Γεώργιος και Μιχαήλ από τη Σαμοθράκη

Ὁ Ἅγιος Εὐτύχιος πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως

6.-Agios-Eutixios

Πα­τέ­ρας τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας ὀ­νο­μά­σθη­κε ὁ ἅ­γιος Εὐ­τύ­­χιος. Καί ὑ­πῆρ­ξε πράγ­μα­τι με­γά­λη ἐκ­κλη­σι­α­στι­κή προ­σω­πι­κό­τη­τα. Ὀρ­θό­δο­ξος καί ἡ­ρω­ι­κός ἀ­γω­νί­στη­κε μέ σθέ­νος καί ἀποφασι­στι­κό­τη­τα γιά τήν ὑ­πε­ρά­σπι­ση τῆς ἀ­λή­θειας, γιά νά δι­α­φυ­λα­χθεῖ ἡ ἀ­μώ­μη­τη πί­στη μας ἀ­νό­θευ­τη καί κα­θα­ρή.

Ἡ Φρυ­γί­α τῆς Μι­κρᾶς Ἀ­σί­ας καί συγ­κε­κρι­μέ­να τό χω­ριό Θεί­α Κώ­μη ἦ­ταν ἡ πα­τρί­δα τοῦ Εὐ­τυ­χί­ου. Πο­λύ γρή­γο­ρα καί οἱ δυ­ό γο­νεῖς του ἔ­φυ­γαν ἀ­πό τόν κό­σμο αὐ­τό καί ἄ­φη­σαν τόν μι­κρό Εὐ­τύ­χιο ὀρ­φα­νό. Ὁ Θε­ός ὅ­μως ὡς στορ­γι­κός Πα­τέ­ρας φρόν­τι­σε καί ἔ­βα­λε κον­τά του τόν θεῖ­ο του, τόν εὐ­λα­βῆ ἱ­ε­ρέ­α Ἡ­σύ­χιο, ὁ ὁ­ποῖ­ος τόν ὁ­δή­γη­σε στή ζω­ή τῆς πίστεως καί τῆς σε­μνό­τη­τας. Καί ὁ Εὐτύχιος ἀ­γά­πη­σε μέ ὅ­λη τή δύ­να­μη τῆς ψυ­χῆς του τήν Ἐκ­κλη­σί­α καί ἀ­πό πο­λύ νω­ρίς ἐκ­δή­λω­σε τόν θε­όσ­δο­το πό­θο νά ἀ­φι­ε­ρω­θεῖ στό ἔρ­γο της. Στόν κα­τάλ­λη­λο και­ρό μέ βα­θύ­τα­τη συ­ναί­σθη­ση δέ­χθη­κε τή χει­ρο­το­νί­α καί ἐγ­κα­τα­στά­θη­κε ὡς ἀρ­χι­μαν­­δρί­της στήν ἱ­ε­ρά Μο­νή τῆς ἐ­παρ­χί­ας Ἀ­μα­σεί­ας, τῆς ὁ­ποί­ας ἀρ­γό­τε­ρα ἀ­να­δεί­χθη­κε καί ἡ­γού­με­νος.

Ὡς ἡ­γού­με­νος τῆς Μο­νῆς προι­κι­σμέ­νος μέ μόρ­φω­­ση καί ἀ­ρε­τή ἐκ­προ­σώ­πη­σε τόν Μη­τρο­πο­λί­τη Ἀ­μα­σεί­ας σέ το­πι­κή Σύ­νο­δο στήν Κων­σταν­τι­νού­πο­λη με­τα­ξύ τῶν ἐ­τῶν 543-546 μ.Χ. Οἱ εὔ­στο­χες καί ἐ­πι­τυ­χη­μέ­νες θέ­σεις του στή Σύ­νο­δο κα­θώς καί ἡ ἀ­να­στρο­φή τοῦ ἐμ­πνευ­σμέ­νου καί ἐ­νά­ρε­του ἡ­γου­μέ­νου στήν Κων­σταν­τι­νού­πο­λη εἵλ­κυ­σαν τήν προ­σο­χή ὅ­λων καί­ ἰ­δι­­αι­τε­ρα τοῦ αὐ­το­κρά­το­ρα Ἰ­ου­στι­νια­νοῦ τοῦ Με­γά­λου.

Ὅ­ταν λοι­πόν πέ­θα­νε ὁ Πα­τριά­ρχης Κων­σταν­τι­νου­­πό­λε­ως Μη­νᾶς, ὁ Ἰ­ου­στι­νια­νός πρό­τει­νε ὡς δι­ά­δο­­χο στόν πα­τρι­αρ­χι­κό θρό­νο τόν Εὐτύχιο. Ἔ­τσι μέ τήν ὁ­μό­θυ­μη ψῆ­φο κλήρου καί λα­οῦ ὁ Εὐτύχιος κλή­θη­κε ἀ­πό τά βά­θη τῆς Μι­κρᾶς Ἀ­σί­ας καί το­πο­θε­τή­θη­κε ὡς Πα­τριά­ρχης στό προ­σκή­νιο τῆς ὑ­πεύ­θυ­νης ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῆς δρα­στη­ρι­ό­τη­τας. Σέ ἐποχή μά­λι­στα κρί­σι­μη, κα­τά τήν ὁ­ποί­α ἡ Ἐκ­κλη­σί­α εἶ­χε νά ἀν­τι­με­τω­πί­σει αἱ­ρέ­σεις καί αἱ­ρε­τι­κούς ποι­κί­λους καί ἐ­πι­κίν­δυ­νους.

Ἀ­μέ­σως ἀ­πό τίς πρῶ­τες ἡ­μέ­ρες ὁ Πα­τριά­ρχης Εὐ­τύ­­χιος ἀ­γω­νί­σθη­κε σκλη­ρά γιά τήν πί­στη. Τόν Μά­ι­ο τοῦ 553 μ.Χ. συγ­κλή­θη­κε στή Βα­σι­λεύ­ου­σα ἡ Ε΄ Οἰ­κου­με­νι­κή Σύ­νο­δος στήν ὁ­ποί­α ἦ­ταν πρό­ε­δρος ὡς Πα­τριά­ρχης ὁ Εὐτύχιος. Προι­κι­σμέ­νος ἀ­πό τόν Θε­ό μέ τά ἀ­πα­ραί­τη­τα χα­ρί­σμα­τα, ὀρ­θό­δο­ξος στό φρό­νη­μα, δι­α­κρι­τι­κός καί συ­νε­τός, ἀλ­λά καί στα­θε­ρός, κα­τηύ­θυ­νε τίς συ­ζη­τή­σεις μέ πο­λύ φω­τι­σμό Θε­οῦ μέ ἀ­πο­τέ­λε­σμα τόν θρί­αμ­βο τῆς ὀρ­θο­δό­ξου πί­στε­ως.

Δέν πέ­ρα­σε ὅ­μως πο­λύς και­ρός ἀ­πό τήν Ε΄ Οἰ­κου­με­νι­κή Σύ­νο­δο καί ἐμ­φα­νί­σθη­καν καί ἄλ­λες αἱ­ρέ­σεις. Ἄ­γρυ­πνος γιά τά θέ­μα­τα τῆς ἀ­λή­θειας καί τῆς πί­στε­ως, θε­ο­φώ­τι­στος καί γνώ­στης βα­θύς της Ἁ­γί­ας Γρα­φῆς ὁ Εὐτύχιος ἀ­πέ­δει­ξε μέ ἐ­πι­χει­ρή­μα­τα ἀ­δι­ά­σει­στα τό ἀ­σύ­στα­το τῆς αἱ­ρέ­σε­ως. Πα­ρό­λα ὅ­μως αὐ­τά ὁ­ρι­σμέ­νοι Ἐ­πί­σκο­ποι καί μα­ζί τους ὁ ἴ­διος ὁ αὐ­το­κρά­το­ρας Ἰ­ου­στι­νια­νός πα­ρα­σύρ­θη­καν στήν αἵ­ρε­ση καί ζή­τη­σαν ἀ­πό τόν Πα­τριά­ρχη νά προ­σχω­ρή­σει καί αὐ­τός στίς δο­ξα­σί­ες τους.

Καί ὁ Εὐτύχιος; Ὡς ὀρ­θό­δο­ξος Πα­τριά­ρχης στά­θη­κε στό ὕ­ψος του, ἀν­τά­ξιος τῶν προ­κα­τό­χων τοῦ Πα­τρια­ρχῶν τῆς Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως. Δέν ξέ­χα­σε βέ­βαι­α τήν ἀ­γά­πη καί τήν εὔ­νοι­α τοῦ αὐ­το­κρά­το­ρα πρός τό πρό­σω­πό του. Μπρο­στά ὅ­μως στήν ἀ­λή­θεια, στά ὅ­σια καί ἱ­ε­ρά, στά αἰ­ώ­νια συμ­φέ­ρον­τα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας καί τοῦ πι­στοῦ ὀρ­θό­δο­ξου λα­οῦ δέν ὑπο­λό­γι­σε τά ἀν­θρώ­πι­να συμ­φέ­ρον­τα. Ἀ­κέ­ραι­ος χα­ρα­κτή­ρας, πραγ­μα­τι­κός Πα­τέ­ρας τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας ὕ­ψω­σε τό ἀ­νά­στη­μά του καί δι­α­μαρ­τυ­ρή­θη­κε. Τί κι ἄν τόν ἀ­πει­λεῖ ὁ αὐτοκρά­το­ρας; Τί κι ἄν συγ­κα­λεῖ Σύ­νο­δο καί τόν κα­θαι­ρεῖ ἀ­πό τόν πα­τρι­αρ­χι­κό θρό­νο; Ὁ Εὐτύχιος δέν ὑ­πο­λο­γί­ζει θρό­νο. Ἄλ­λω­στε γι’ αὐ­τόν ὁ πα­τρι­αρ­χι­κός θρό­νος ἦ­ταν θρόνος εὐ­θύ­νης καί κα­θή­κον­τος καί ὄ­χι θρό­νος δό­ξας καί με­γα­λεί­ου. Προ­τι­μά­ει λοι­πόν τήν κα­θαί­ρε­ση καί τήν ἀ­πο­μά­κρυν­ση. Με­γά­λες πραγ­μα­τι­κά στιγ­μές γιά τήν ἱ­στο­ρί­α, τήν πί­στη καί τήν Ὀρ­θο­δο­ξί­α!

Δώ­δε­κα χρό­νια ὁ­λό­κλη­ρα μέ­νει ἀ­πο­μο­νω­μέ­νος στή Μο­νή τῆς Ἀ­μα­σεί­ας. Δώ­δε­κα χρό­νια με­λέ­της καί προ­σευ­χῆς στόν Κύ­ριο τῶν Δυ­νά­με­ων νά ἀ­πο­κα­τα­στή­σει Ἐ­κεῖ­νος τήν ἀλήθεια στήν Ἐκ­κλη­σί­α Του. Καί ἡ προ­σευ­χή εἰ­σα­κού­σθη­κε. Καί ἡ ἀ­λή­θεια ἀ­πο­κα­τα­στά­θη­κε. Ἀρ­γεῖ ὁ Θε­ός, ἀλ­λά δέν λη­σμο­νεῖ. Ἀ­νέ­χε­ται γιά λί­γο τά σκάν­δα­λα πού ὁ σα­τα­νᾶς καί οἱ ἀν­θρω­ποί τοῦ δη­μι­ουρ­γοῦν. Τε­λι­κά προ­στα­τεύ­ει τήν Ἐκ­κλη­σί­α Του καί τήν λαμ­πρύ­νει. Ὅ­ταν τό 577 μ.Χ. Ὁ δι­ά­δο­χος τοῦ Εὐτυχί­ου Ἰ­ω­άν­νης ὁ Γ΄ πέ­θα­νε, ὁ νέ­ος αὐτοκράτο­ρας Ἰ­ου­στί­νος ὁ Β΄ ζη­τά­ει ἀ­πο­κα­τά­στα­ση τῆς ἀ­δι­κί­ας. Κα­λεῖ ἐ­πι­σκο­πι­κή Σύ­νο­δο, ἡ ὁ­ποί­α καί ἀ­να­κα­λεῖ τόν Εὐτύχιο στόν πα­τρι­αρ­χι­κό θρό­νο. Ἔκ­πλη­κτος ὁ ἀπομακρυν­θείς Πα­τριά­ρχης πλη­ρο­φο­ρεῖ­ται τά γε­γο­νό­τα. Δέ­χε­ται τήν πρό­σκλη­ση. Ἤ­ξε­ρε ἄλ­λω­στε ὅ­τι μέ τόν τρό­πο αὐ­τό θά ἀ­πο­κα­τα­στα­θεῖ ἡ τά­ξη.

Πα­νη­γυ­ρι­κή ἐκ­κλη­σι­α­στι­κή πομ­πή στήν ὁ­ποί­α συμ­με­τεῖ­χε συγ­κι­νη­μέ­νος ὁ κλῆ­ρος, οἱ ἄρ­χον­τες καί ὁ ἐν­θου­σι­ώ­δης λα­ός, ὁ­δή­γη­σε μέ τι­μή καί ἐ­πευ­φη­μί­ες τόν Εὐτύχιο στόν πατρι­αρ­χι­κό θρό­νο. Καί ἀ­νέ­λα­βε καί πά­λι στά στι­βα­ρά του χέ­ρια τό πη­δά­λιο τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μέ ζῆ­λο καί ἀ­γά­πη μέ­χρι τήν τε­λευ­ταί­α του πνο­ή.

Ὁ βι­ο­γρά­φος του Εὐ­φραί­μιος τόν ἐγ­κω­μιά­ζει ὡς φί­λο τοῦ λό­γου καί ἐ­κλε­κτό ὁ­μι­λη­τή, ὡς ἐρ­γά­τη τῆς ἀ­ρε­τῆς, ὡς κα­λό ποι­μέ­να τῶν προ­βά­των τοῦ Χρι­στοῦ, ὁ ὁ­ποῖ­ος θυ­σιά­ζει τή ζω­ή του γιά χά­ρη τῆς ἀ­λή­θειας καί τῆς ποί­μνης του. Ὁ δέ ἱ­ε­ρός ὑ­μνο­γρά­φος ψάλ­λει:

«Θεί­αν δύ­να­μιν ἐν­δε­δυ­μέ­νος ἀ­πε­γύ­μνω­σας ἰ­σχύν τοῦ πλά­νου, θαυ­μα­τουρ­γῶν, θε­ο­φό­ρε, ἐ­ξαί­σια, ἀ­πε­λα­θείς δέ ἀ­δί­κως τῆς ποί­μνης σου πα­λιν­δρο­μεῖς εἰς αὐ­τήν δεδοξασμένος».

Ἡ πα­ρά­δο­ση ἀ­να­φέ­ρει ὅ­τι κα­τά τή δεύ­τε­ρη πα­τρι­αρ­χί­α του ὁ Εὐτύχιος θαυ­μα­τούρ­γη­σε μέ τήν προ­σευ­χή του. Νό­σος ἐ­πι­δη­μι­κή εἶ­χε προ­σβά­λει πολ­λούς ἄρ­χον­τες καί πλῆ­θος λα­οῦ τῆς Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως. Ὁ ἅ­γιος Πα­τριά­ρχης, πα­τέ­ρας καί ποι­μέ­νας τοῦ εὐ­σε­βοῦς λα­οῦ, προ­σευ­χή­θη­κε μέ θερ­μό­τη­τα στό με­γά­λο Ἰ­α­τρό, τόν Κύ­ριο. Ἡ νό­σος φυγαδεύθη­κε. Ὁ λα­ός σώ­θη­κε. Οἱ εὐ­ερ­γε­τη­θέν­τες πι­στοί, ἄρ­χον­τες καί λα­ός, εὐ­γνώ­μο­νες γιά τό θαῦ­μα τοῦ Πα­τριά­ρχη ἐ­ξέ­φρα­ζαν μέ δι­ά­φο­ρους τρό­πους τήν εὐ­γνω­μο­σύ­νη τους πρός τόν Πα­τέ­ρα καί Σω­τή­ρα τους.

Τέ­λος ὁ Κύ­ριος τόν κά­λε­σε στή δό­ξα τῆς Βα­σι­λεί­ας Του, γιά νά τοῦ ἀ­πο­δώ­σει τό δί­και­ο ἔ­παι­νο καί στέ­φα­νο τήν 6η Ἀ­πρι­λί­ου τοῦ 582 μ.Χ.

Ἄς μᾶς δι­δά­ξει ἡ ζω­ή τοῦ ἁ­γί­ου Εὐτυχί­ου πώς ὅ­σο κι ἄν πο­λε­μη­θεῖ ἡ ἀ­λή­θεια καί φα­νεῖ ὅ­τι ἡτ­τᾶ­ται, θά ἔρ­θει ἡ ὥ­ρα πού θά λάμ­ψει καί πά­λι. Καί αὐ­τό γιά κα­ται­σχύ­νη ὅ­σων τήν πο­λέ­μη­σαν, καί δό­ξα ὅ­σων τήν ἀ­κο­λού­θη­σαν μέ πί­στη καί ἀ­φο­σί­ω­ση.

Ἀ­πο­λυ­τί­κιον τοῦ Ἁ­γί­ου. Ἦ­χος δ΄

Κα­νό­να πί­στε­ως καί εἰ­κό­να πρα­ό­τη­τος, ἐγ­κρά­τειας δι­δά­σκα­λον ἀ­νέ­δει­ξε σέ τῇ ποί­μνῃ σου

ἡ τῶν πραγ­μά­των ἀ­λή­θεια. Δί­α τοῦ­το ἐ­κτή­σω τῇ τα­πει­νώ­σει τά ὑ­ψη­λά, τῇ πτω­χείᾳ τά πλού­σια,

Πά­τερ ἱ­ε­ράρ­χα Εὐ­τύ­χι­ε, πρέ­σβευ­ε Χρι­στῷ τῷ Θε­ῷ σω­θῆ­ναι τάς ψυ­χάς ἡ­μῶν.

Ἀπό τό βιβλίο «Καλλίνικοι Μάρτυρες»

Ἀρχιμ. Θεοδώρου Μπεράτη

Οἱ Ἅγιοι 120 Μάρτυρες ποὺ μαρτύρησαν στὴν Περσία

Οι Μάρτυρες αὐτοὶ μαρτύρησαν μαζὶ μὲ τὸν ἐπίσκοπο Σαδὼθ (ἢ Σαδὼκ ἢ Σαδώχ, 19 Ὀκτωβρίου) στὴν Περσία ἀπὸ τὸν βασιλιὰ Σαβώριο.

Ἡ Ὁσία Πλατωνίς

Ἀπεβίωσε εἰρηνικά.

Οἱ Ἅγιοι Δύο Μάρτυρες οἱ ἐν Ἀσκάλωνι

Μαρτύρησαν ἀφοῦ τοὺς ἔχωσαν στὴ γῆ μέχρι τὴν μέση.

Ὁ Ὅσιος Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης

Γεννήθηκε τὸ 1255 στὸ χωριὸ Κούκουλο, ποὺ ἦταν κοντὰ στὶς Κλαζομενὲς (ἀρχαία πόλη τῆς Μ. Ἀσίας, ποὺ βρισκόταν 40 χιλιομ. ΝΔ τῆς Σμύρνης). Περιπετειώδης ἡ ζωή του. Οἱ γονεῖς του ἦταν πλούσιοι καὶ εὐσεβεῖς καὶ τὸν ἀνέθρεψαν χριστιανικώτατα. Ὅταν κάποτε οἰκογενειακῶς πήγαιναν στὴ Λαοδικεία, αἰχμαλωτίστηκαν ἀπὸ λῃστές. Οἱ Λαοδικεῖς ὅμως, τοὺς ἐξαγόρασαν μὲ πολλὰ χρήματα. Τὸ ἐπεισόδιο αὐτό, ἔκανε τὸν Γρηγόριο νὰ ἀσχοληθεῖ ἀκόμα περισσότερό με τὴν ἥσυχη καὶ ἀφιερωμένη ζωὴ στὸν Θεό. Γι᾿ αὐτὸ πῆγε στὴν Κύπρο, κοντὰ σ᾿ ἕνα φημισμένο μοναχὸ καὶ κατόπιν μὲ τὴν εὐχὴ αὐτοῦ τοῦ γέροντα ταξίδεψε στὴν Ἀλεξάνδρεια. Μετὰ ἀπὸ πολλὲς περιπέτειες ἔφτασε στὸ ὄρος Σινᾶ. Οἱ προϊστάμενοι τῆς Μονῆς τὸν δέχτηκαν μὲ χαρὰ καὶ μετὰ ἀπὸ κανονικὴ δοκιμασία ἐκάρη μοναχός. Στὴ Μονὴ μέσα ἦταν ὑπόδειγμα ὑψηλῆς πνευματικῆς καὶ ἀσκητικῆς ζωῆς. Ὅμως ὁ πειρασμὸς τοῦ φθόνου κατέλαβε ὁρισμένους μοναχούς, μὲ ἀποτέλεσμα ὁ Γρηγόριος στενοχωρημένος νὰ ἀποχωρήσει ἀπὸ τὴν Μονή. μαζὶ μὲ ἕναν μοναχὸ Γεράσιμο ἔφυγε γιὰ τὰ Ἱεροσόλυμα καὶ ἀπὸ ἐκεῖ στὴν Κρήτη, ὅπου κοντὰ σ᾿ ἕναν φημισμένο γιὰ τὴν ἀρετή του μοναχό, τὸν Ἀρσένιο, πῆρε σπουδαῖα πνευματικὰ διδάγματα τέλειας χριστιανικῆς ζωῆς. Ἔπειτα ὁ Γρηγόριος πῆγε στὸ Ἅγιον Ὄρος, στὴ σκήτη τοῦ Μαγουλᾶ, ἀπέναντι τῆς Μονῆς Φιλόθεου. Ἐκεῖ συγκέντρωσε ἀρκετοὺς μαθητές, ποὺ πολλοὶ ἀπ᾿ αὐτοὺς ἀργότερα διακρίθηκαν στὴν πνευματικὴ ζωή. Στὴ συνέχεια πῆγε στὸ Πρωτάτο τῶν Καρυῶν καὶ ἀπὸ ἐκεῖ, λόγω ἐπιδρομῶν τῶν Ἀγαρηνῶν πειρατῶν, ταξίδεψε στὶς πόλεις Θεσσαλονίκη, Χίο, Μυτιλήνη καὶ Κωνσταντινούπολη, γιὰ νὰ ἐπανέλθει μετὰ ἀπὸ ὁρισμένο χρόνο στὸ Ἅγιον Ὄρος. Ἀλλὰ κατόπιν μὲ ὁρισμένους μαθητές του, ἔφυγε καὶ πάλι γιὰ νὰ καταλήξει στὴν Ἀδριανούπολη, στὸ Κατακεκρυωμένο ὄρος. Ἐκεῖ ἔκτισε ὀχυρωμένο Μοναστήρι, ὅπου μαζὶ μὲ τοὺς μαθητές του, πρόσφερε πολλὰ πνευματικὰ ἐφόδια στὸν πληθυσμὸ τῶν γύρω περιοχῶν (Ἕλληνες, Σέρβους καὶ Βουλγάρους). Μετὰ τὴν περιπετειώδη αὐτὴ ζωή, ὁ Γρηγόριος, παρέδωσε εἰρηνικὰ τὸ πνεῦμα του.

Ὁ Ὅσιος Γρηγόριος ποὺ ἀσκήτευσε στὸν Ἄθω

Ὁ Ὅσιος Γρηγόριος, ἔζησε στὶς ἀρχὲς τοῦ 14ου αἰῶνα, καὶ ἦταν ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη. Εὐσεβέστατος, διακρίθηκε συγχρόνως καὶ γιὰ τὴν θεολογικὴ καὶ φιλοσοφικὴ παιδεία του. Ἔκανε διδάσκαλος τοῦ Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ἀλλὰ καὶ σὲ πολλοὺς ἄλλους μετέδωσε τὰ νάματα τῆς νηπτικῆς φιλοσοφίας. Πῆγε στὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ διάλεξε σκήτη κοντὰ στὴ Μονὴ τῆς Λαύρας. Ἡ σκήτη αὐτή, δὲν ἄργησε νὰ ἀναδειχθεῖ κοινὸ ἐντευκτήριο τῶν εὐσεβέστερων ψυχῶν. Ὁ Γρηγόριος πρόθυμα ἔλυνε ἀπορίες, μετέδιδε γνώσεις, φώτιζε διάνοιες καὶ στήριζε τοὺς κλονιζόμενους, δίνοντας σ᾿ αὐτοὺς πολύτιμες ὁδηγίες, γιὰ νὰ μένουν σταθεροὶ στὴν πίστη καὶ ν᾿ ἁγιάζουν τὶς καρδιές τους. Ὁ θάνατος τὸν βρῆκε ν᾿ ἀσχολεῖται μ᾿ αὐτὰ τὰ θεάρεστα ἔργα.

Οἱ Ἅγιοι Γεώργιος, Μανουήλ, Θεόδωρος, Γεώργιος καὶ Μιχαὴλ ἀπὸ τὴν Σαμοθράκη

Οἱ νεομάρτυρες αὐτοὶ ἦταν ἀπὸ τὴν Σαμοθράκη, ἐκτὸς τοῦ Μιχαήλ, ποὺ ἦταν Κύπριος στὴν καταγωγή. Ὅλοι λοιπόν, κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ἐθνεγερσίας τοῦ 1821, ἐξορίστηκαν ἀπὸ τοὺς Τούρκους. Ἀπ᾿ αὐτοὺς ὁ Μιχαήλ, ποὺ ἦταν ὁ πιὸ γέρων, φοβήθηκε καὶ ἀπαρνήθηκε τὴν χριστιανικὴ θρησκεία, οἱ δὲ ὑπόλοιποι πουλήθηκαν σὰν δοῦλοι καὶ σὰν νεαροὶ ποὺ ἦταν ἐξισλαμίστηκαν μὲ δόλιο τρόπο ἀπὸ τοὺς Τούρκους. Ἀπ᾿ αὐτοὺς ὁ Μανουήλ, πουλήθηκε στὴν Αἴγυπτο, ἔμαθε τὴν ἀραβικὴ γλῶσσα καὶ ἐπιδόθηκε στὴ μελέτη τοῦ Κορανίου. Μετὰ τὴν νικηφόρα ἔκβαση τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπανάστασης καὶ κατὰ τὴν στιγμὴ ποὺ ἡ Σαμοθράκη ἦταν ὑπὸ τουρκικὸ ζυγό, οἱ πέντε αὐτοὶ νεομάρτυρες, ἐπανῆλθαν στὴ Σαμοθράκη καὶ ἀποκήρυξαν τὸν μουσουλμανισμό, ποὺ μὲ τὴν βία σὲ νεαρὴ ἡλικία εἶχαν ἀσπασθεῖ. Συνελήφθησαν ἀπὸ τοὺς Τούρκους καὶ βασανίστηκαν φρικτά. Ἀλλὰ ὅλοι ἔμειναν ἀκλόνητοι στὴ χριστιανικὴ πίστη καὶ ἔτσι δέχτηκαν τὸ στεφάνι τοῦ μαρτυρίου: ὁ μὲν Μιχαὴλ μὲ μαχαῖρι κόπηκε σὲ τεμάχια, οἱ δὲ Γεώργιος καὶ Θεόδωρος ἀπαγχονίστηκαν καὶ ὁ Μανουὴλ μὲ τὸν Γεώργιο τὸν νεότερο, «ὀγκίνοις» (αἰχμηρὰ μολυβένια ὄργανα) παραδοθέντες, μαρτυρικὰ ἐξέπνευσαν. Ὅλων τὰ μαρτύρια ἔγιναν στὴ Μάκρη τῆς Ἀλεξανδρουπόλεως, 6 Ἀπριλίου 1835, Δευτέρα τοῦ Θωμά.

Ὁ Νέος Ὁσιομάρτυς Γεννάδιος

Ὁ ὁσιομάρτυρας αὐτός, ζοῦσε στὴν Ἱερὰ Μονὴ Διονυσίου τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Μὲ προτροπὴ λοιπὸν τοῦ ἡγουμένου τῆς Μονῆς αὐτῆς, πῆγε στὴν Κωνσταντινούπολη σὰν συνοδὸς τῶν Βονιφατίου καὶ Εὐδοκίμου, ποὺ βάδιζαν πρὸς τὸ μαρτύριο. Αὐτοὶ ὅμως, δείλιασαν μπροστὰ στὰ βασανιστήρια, ἀπαρνήθηκαν τὸν Χριστὸ καὶ κατήγγειλαν σὰν αἴτιο τῆς πορείας τους πρὸς τὸ μαρτύριο τὸν Γεννάδιο. Τότε οἱ Τοῦρκοι συνέλαβαν τὸ Γεννάδιο, τὸν φυλάκισαν καὶ ποικιλότροπως τὸν βασάνισαν. Αὐτὸς ὅμως ἔμεινε σταθερὸς στὴν πίστη του καὶ ἀποκεφαλίστηκε στὶς 6 Ἀπριλίου 1818. Τμῆμα τῶν λειψάνων τοῦ ὁσιομάρτυρα, βρίσκεται στὴν Ἱερὰ Μονὴ Διονυσίου, ὅπου ὁ Ἅγιος ἀσκήθηκε στὶς ἀρετὲς καὶ τὴν πίστη.