ΤΟ ΣΥΝΑΞΑΡΙ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ (31/1)

Σήμερα 31/1 εορτάζουν:

  • Άγιοι Κύρος και Ιωάννης οι Ανάργυροι και η Αγία Αθανασία με τις τρεις θυγατέρες της Θεοδότη, Θεοκτίστη και Ευδοξία
  • Όσιος Αρσένιος ο Νέος εν Πάρω
  • Άγιοι Ουικτωρίνος, Ουίκτωρ, Νικηφόρος, Κλαύδιος, Διόδωρος, Σαραπίνος και Παπίας
  • Αγία Τρυφαίνη
  • Άγιος Ηλίας ο Νέος Οσιομάρτυρας ο Αρδούνης
  • Σύναξη της Υπεραγίας Θεοτόκου Δακρυρροούσης
  • Άγιος Aed από το Ferns
  • Άγιος Ιούλιος ο Πρεσβύτερος εξ Αιγίνης

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΑΝΑΡΓΥΡΟΙ ΚΥΡΟΣ ΚΑΙ ΙΩΑΝΝΗΣ

31.-Agioi-Kyros-kai-Ioannis

Ἡ­μέ­ρα χα­ρᾶς καὶ ἱ­ε­ρῶν πα­νη­γυ­ρι­σμῶν γιὰ τὴν ἁ­γί­α μας Ἐκ­κλη­σί­α ἀ­πο­τε­λεῖ ἡ ἡ­μέ­ρα τῆς ἑ­ορ­τῆς κά­θε Ἁ­γί­ου, ποὺ ταυ­τί­ζε­ται συ­νή­θως μὲ τὴν ἡ­με­ρο­μη­νί­α τῆς κοι­μή­σε­ώς του – ἐφ’ ὅ­σον τὴν γνω­ρί­ζου­με ἀ­κρι­βῶς. Ἐ­κτὸς ὅ­μως ἀ­πὸ αὐ­τὲς τὶς ἡ­μέ­ρες ἑ­ορ­τά­ζου­με μὲ εἰ­δι­κὴ λαμ­πρό­τη­τα ξε­χω­ρι­στὰ μέ­σα στὸν ἁ­γι­ο­λο­γι­κό – ἑ­ορ­το­λο­γι­κὸ κύ­κλο καὶ θαυ­μα­στὰ γεγο­νό­τα καὶ ἀ­να­μνή­σεις ὅ­πως ἀ­να­κο­μι­δὴ ἢ εὕ­ρε­ση ἱ­ε­ρῶν Λει­ψά­νων τῶν Ἁ­γί­ων καὶ ἄλ­λα. Ἕ­να τέ­τοι­ο γε­γο­νὸς ἡ Ὀρ­θό­δο­ξος Ἐκ­κλη­σί­α μας ἑ­ορ­τά­ζει μέ­σα στὸ κα­λο­καί­ρι στὶς 28 Ἰου­νί­ου. Πρό­κει­ται γιὰ τὴν ἑ­ορ­τὴ τῆς εὑ­ρέ­σε­ως τῶν τι­μί­ων Λει­ψά­νων ἑ­νὸς ἀ­πὸ τὰ ζεύ­γη τῶν τό­σο δη­μο­φι­λῶν ἁ­γί­ων Ἀ­ναρ­γύ­ρων, τοῦ Κύ­ρου καὶ τοῦ Ἰ­ω­άν­νου.

Γιὰ τοὺς ἁ­γί­ους μας αὐ­τοὺς δὲν ἔ­χου­με πολ­λὲς μαρ­τυ­ρί­ες. Ἔ­ζη­σαν καὶ ­μαρ­τύ­ρη­σαν κα­τὰ τὴν ἐ­πο­χὴ τοῦ αὐ­το­κρά­το­ρος Δι­ο­κλη­τια­νοῦ (284-305 μ.Χ.).

Ὁ ἅ­γιος Κῦ­ρος κα­τή­γε­το ἀ­πὸ τὴν Ἀ­λε­ξάν­δρεια. Καὶ ὁ ἅ­γιος Ἰ­ω­άν­νης ἀ­πὸ τὴν Ἔ­δεσ­σα τῆς Με­σο­πο­τα­μί­ας. Ὅ­ταν ξέ­σπα­σε ὁ δι­ωγ­μὸς τοῦ Δι­ο­κλη­τια­νοῦ, ὁ Κῦ­ρος ἔ­φυ­γε ἀ­πὸ τὴν Ἀ­λε­ξάν­δρεια, ἔ­γι­νε μο­να­χὸς καὶ πα­ρέ­μει­νε γιὰ κά­ποι­ο δι­ά­στη­μα σὲ πα­ρα­θα­λάσ­σια πε­ρι­ο­χὴ τῆς Ἀ­ρα­βί­ας. Ὁ δὲ Ἰ­ω­άν­νης κα­τέ­φυ­γε στὰ Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα καὶ με­τὰ ἦρ­θε στὴν Ἀλεξάνδρεια.

Καὶ οἱ δύ­ο Ἅ­γιοι ἦ­σαν ἰα­τροί. Σύν­το­μα τοὺς βλέ­που­με μα­ζὶ στὴν Ἀ­λε­ξάν­δρεια. Τοὺς ἕ­νω­νε βα­θειὰ ἰ­σχυ­ρὴ πνευ­μα­τι­κὴ φι­λί­α καὶ κοι­νὸς ἱ­ε­ρὸς στό­χος. Ἔ­θε­σαν καὶ οἱ δύ­ο ὡς σκοπό τους νὰ πε­ρι­ο­δεύ­ουν σὲ πό­λεις καὶ χω­ριὰ καὶ νὰ θε­ρα­πεύ­ουν τὸν ἀν­θρώ­πι­νο πό­νο, νὰ σκύ­βουν μὲ στορ­γὴ σὲ κά­θε ἄρ­ρω­στο ἀ­δι­α­κρί­τως, νὰ προ­σφέ­ρουν ἀ­φι­λο­κερ­δῶς τὶς ἰ­α­τρι­κές τους ὑ­πη­ρε­σί­ες καὶ νὰ ἀ­να­κου­φί­ζουν τοὺς ἀν­θρώ­πους. Σὲ κά­θε ἄρ­ρω­στο ἔ­βλε­παν τὴν εἰ­κό­να τοῦ Θε­οῦ. Δὲν πα­ρέ­λει­παν πο­τὲ νὰ ὁ­μι­λοῦν σὲ ὅ­λους γιὰ τὸν με­γά­λο Ἰ­α­τρὸ τῶν ψυ­χῶν καὶ τῶν σω­μά­των, τὸν Κύ­ριο Ἰ­η­σοῦ Χρι­στό, νὰ ἀ­να­λύ­ουν τὴν θεί­α του δι­δα­σκα­λί­α καὶ νὰ ρί­χνουν φῶς στὰ σκο­τά­δια τῶν ψυ­χῶν τους. Μὲ τὴ δι­πλῆ αὐ­τὴ ἰδιότη­τα τῶν ἰα­τρῶν καὶ ἱ­ε­ρα­πο­στό­λων οἱ Ἅ­γιοι ­βο­ή­θη­σαν πλῆ­θος κό­σμου νὰ ἀ­να­κα­λύ­ψει τὸν Χρι­στόν!

Πολ­λοὶ εἰ­δω­λο­λά­τραι με­τε­στρά­φη­σαν στὴ χρι­στι­α­νι­κὴ πί­στι. Ἐ­πεί­θον­το, για­τὶ ἔ­βλε­παν μπρο­στά τους δύ­ο ὡ­λο­κλη­ρω­μέ­νες προ­σω­πι­κό­τη­τες ποὺ ­θυ­σι­ά­ζον­ταν γι’ αὐ­τούς, ποὺ ἀγα­ποῦ­σαν χω­ρὶς συμ­φέ­ρον­τα ὅ­λο τὸν κό­σμο, ποὺ πα­ρέ­με­ναν πτω­χοὶ καὶ ἦ­σαν οἱ ἀ­λη­θι­νὰ «ἀ­νάρ­γυ­ροι» (=χω­ρὶς «ἀρ­γύ­ρια», χρή­μα­τα).

Εἶ­χαν ὅ­μως οἱ δύ­ο αὐ­τοὶ Ἅ­γιοι καὶ ἄλ­λη ἀ­πο­στο­λή: νὰ ἐ­νι­σχύ­ουν τὴν πί­στι τῶν Χρι­στια­νῶν, καὶ πιὸ πο­λὺ κα­τὰ τὶς δύ­σκο­λες ὧ­ρες τῶν μαρ­τυ­ρί­ων τους. Ἔ­τσι, ὅ­ταν πληροφορήθη­καν ὅ­τι κά­ποι­α εὐ­σε­βὴς χή­ρα, ἡ ἁ­γί­α Ἀ­θα­να­σί­α, συ­νε­λή­φθη μὲ τὶς τρεῖς κό­ρες της Θε­ο­δό­τη, Θε­ο­κτί­στη καὶ Εὐ­δο­ξί­α, ἔ­τρε­ξαν καὶ ἦρ­θαν κον­τά τους καὶ τὶς ἐνίσχυσαν στὸν δρό­μο τῆς ὁ­μο­λο­γί­ας καὶ τοῦ μαρ­τυ­ρί­ου. Καὶ ἔ­τσι αὐ­τὲς δὲν ­δει­λί­α­σαν. Προ­χώ­ρη­σαν μὲ θάρ­ρος μη­τέ­ρα καὶ τρεῖς κό­ρες καὶ μαρ­τύ­ρη­σαν ὅ­λες μα­ζὶ στὶς 31 Ἰανουα­ρί­ου τὸ 292 μ.Χ. Τὴν ἴ­δια ἡ­μέ­ρα ἐ­πε­φύ­λα­ξε ὁ Κύ­ριος καὶ στοὺς δύ­ο ἰα­τρούς μας Κῦ­ρο καὶ Ἰ­ω­άν­νη τὸ ἔν­δο­ξο στε­φά­νι τοῦ μαρ­τυ­ρί­ου. Ἡ πλού­σια χρι­στι­α­νι­κὴ δρᾶ­σις τους μὲ τὶς τό­σο θαυ­μα­στὲς νῖ­κες τοῦ Κυ­ρί­ου Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ ­κί­νη­σαν τὸν φθό­νο τῶν εἰ­δω­λο­λα­τρῶν, οἱ ὁ­ποῖ­οι τοὺς συ­νέ­λα­βαν καὶ τοὺς ­θα­νά­τω­σαν τε­λι­κῶς μὲ ἀ­πο­κε­φα­λι­σμὸ στὶς 31 Ἰ­α­νου­α­ρί­ου τοῦ ἔ­τους 292 μ.Χ. Οἱ πι­στοὶ Χριστιανοὶ μὲ ἱ­ε­ρὸ δέ­ος πα­ρέ­λα­βαν τὰ μαρ­τυ­ρι­κά τους σώ­μα­τα καὶ τὰ ἔ­θα­ψαν. Τὰ ἔ­κρυ­ψαν στὴν βα­σι­λι­κὴ τοῦ ἁ­γί­ου Μάρ­κου στὴν Ἀλεξάν­δρεια, γιὰ νὰ μὴ βε­βη­λω­θοῦν, καὶ πα­ρέ­μει­ναν ἐ­κεῖ κρυμ­μέ­να. Ἐ­πὶ βα­σι­λέ­ως Ἀρ­κα­δί­ου καὶ Πα­τριά­ρχου Ἀ­λε­ξαν­δρεί­ας Θε­ο­φί­λου (400 μ.Χ.), ὁ πα­νά­γα­θος Θε­ὸς ­φα­νέ­ρω­σε τοὺς τι­μί­ους αὐ­τοὺς θη­σαυ­ρούς. Ἀ­να­ρίθ­μη­τα πλή­θη πι­στῶν ἀν­θρώ­πων καὶ ἀ­σθε­νῶν κα­τέ­φθα­σαν γιὰ νὰ ἀ­πο­δώ­σουν τι­μη­τι­κὴ προ­σκύ­νη­ση στοὺς ἁ­γί­ους αὐ­τοὺς Μάρ­τυ­ρας. Πολ­λὰ θαύ­μα­τα ἔ­γι­ναν τό­τε. Δαι­μο­νι­σμέ­νοι ἐ­λευ­θε­ρώ­θη­καν ἀ­πὸ πο­νη­ρὰ πνεύ­μα­τα, τυ­φλοὶ ἀ­νέ­βλε­ψαν, χω­λοὶ πε­ρι­ε­πά­τη­σαν… Καὶ ὅ­λοι ­δό­ξα­ζαν τὸν Θε­ό.

Ἀρ­γό­τε­ρα ὁ ἅ­γιος Κύ­ριλ­λος ἔ­κα­με με­τα­κο­μι­δὴ τῶν ἱ­ε­ρῶν Λει­ψά­νων σὲ Να­ὸ τῆς Μα­νου­θέ. Ὁ τό­πος αὐ­τός (ἀ­πὸ τὸν ΣΤ΄ αἰ­ῶ­να) ἔ­γι­νε προ­σκυ­νη­μα­τι­κὸ κέν­τρο καὶ πη­γὴ πολ­λῶν εὐ­λο­γι­ῶν καὶ πολ­λῶν θαυ­μά­των ἀ­πὸ τοὺς Ἁ­γί­ους.

Ἐν­τυ­πω­σια­κὸ εἶ­ναι καὶ τὸ θαῦ­μα ποὺ συ­νέ­βη στὸν ἅ­γιο Σω­φρό­νιο Πα­τριά­ρχη Ἱ­ε­ρο­σο­λύ­μων (580-638). Εὑ­ρι­σκό­με­νος ὁ ἅ­γιος Πα­τὴρ στὴν Ἀ­λε­ξάν­δρεια κα­τὰ τὸ 620 μ.Χ., προσε­βλή­θη ξαφ­νι­κὰ ἀ­πὸ ἀ­νί­α­τη ἀ­σθέ­νεια τῶν ὀ­φθαλ­μῶν. Κα­τέ­φυ­γε λοι­πὸν μὲ πί­στι στὸ Να­ὸ τῶν ἁ­γί­ων Ἀ­ναρ­γύ­ρων Κύ­ρου καὶ Ἰ­ω­άν­νου στὸ Ἀμ­που­κίρ (κω­μό­πο­λι τῆς Κά­τω Αἰ­γύ­πτου) καὶ ­θε­ρα­πεύ­θηκε τε­λεί­ως. Μὲ πολ­λὴ εὐ­γνω­μο­σύ­νη ὁ ἅ­γιος Σω­φρό­νιος (ἑ­ορ­τά­ζει 11 Μαρ­τί­ου) κα­τέ­γρα­ψε τό­τε τὸ γε­γο­νὸς αὐ­τό. Συ­νέ­λε­ξε καὶ ἔ­γρα­ψε ἀ­κό­μη 70 θαύμα­τα τῶν ἁ­γί­ων. Καὶ συ­νέ­τα­ξε ἀ­κό­μη καὶ ἐγ­κώ­μιο συγ­κι­νη­τι­κὸ πρὸς τοὺς εὐ­ερ­γέ­τας του ἁ­γί­ους αὐ­τοὺς Ἀ­ναρ­γύ­ρους.

Ἂς εὐχαριστήσουμε τὸν ἅ­γιο Θε­ό, δι­ό­τι ­χά­ρι­σε στὴν ἁ­γί­α μας Ὀρ­θό­δο­ξο Ἐκ­κλη­σί­α τό­σους πο­λύ­τι­μους θη­σαυ­ρούς: ἑ­κα­τον­τά­δες χα­ρι­το­βρύ­των ἱ­ε­ρῶν Λει­ψά­νων Ἁ­γί­ων καὶ Μαρτύ­ρων.

Ἂς κα­τα­φεύ­γου­με μὲ πί­στι σ’ αὐ­τούς. Ἂς τοὺς ἀ­σπα­ζώ­μα­στε μὲ εὐ­λά­βεια, μὲ συ­ναί­σθη­ση ὅ­τι εἶ­ναι οἱ πιὸ ἀ­γα­πη­τοί μας – με­τὰ τὸν Θε­ό – φί­λοι καὶ συμ­πα­ρα­στά­ται, οἱ θερμότεροι πρε­σβευ­ταί μας πρὸς τὸν Θε­ὸ στὰ δυ­σκο­λώ­τε­ρα προ­βλή­μα­τά μας.

Ἂς τοὺς ἱ­κε­τεύ­ου­με μὲ πί­στι καὶ τό­τε θὰ λαμ­βά­νου­με, «κα­τὰ τὸ συμ­φέ­ρον τῆς ψυ­χῆς» μας, πολ­λὰ δω­ρή­μα­τα, πολ­λὲς ἰά­σεις.

«Θαυ­μα­τουρ­γοὶ καὶ ἰα­τροί, ἰ­α­τρεύ­σα­τε ἡ­μῶν τὰς ἀ­σθε­νεί­ας, Κῦ­ρε καὶ Ἰ­ω­άν­νη· καὶ τὰς ὁρ­μὰς τῶν πα­θῶν, εἰς τρί­βους ἐν­θέ­ους ἰ­θύ­να­τε, ὅ­πως κα­τὰ χρέ­ος, ὑ­μᾶς ἀ­νευ­φη­μῶ­μεν». Ἰ­α­τροὶ καὶ θαυ­μα­τουρ­γοί, Κῦ­ρε καὶ Ἰ­ω­άν­νη, θε­ρα­πεύ­σα­τε τὶς ἀ­σθέ­νει­ές μας. Καὶ τὶς ὁρ­μὲς τῶν ἀ­δυ­να­μι­ῶν καὶ πα­θῶν μας νὰ τὶς με­τα­τρέ­ψε­τε σὲ ἀ­ρε­τὲς καὶ νὰ ὁ­δη­γή­σε­τε τὰ βή­μα­τά μας σὲ ἄλ­λη κα­τεύ­θυν­ση, στοὺς δρό­μους τῶν ἐν­θέ­ων καὶ ἐ­να­ρέ­των πρά­ξε­ων. Κι ἐ­μεῖς γε­μᾶ­τοι εὐ­γνω­μο­σύ­νη θὰ σᾶς ὑ­πε­ρευ­χα­ρι­στοῦ­με.

Ἡ μνή­μη τῶν Ἁ­γί­ων τε­λεῖ­ται τὴν 31η Ἰ­α­νου­α­ρί­ου καὶ ἡ μνή­μη τῆς εὑ­ρέ­σε­ως τῶν τι­μί­ων Λει­ψά­νων των τὴν 28η Ἰ­ου­νί­ου.

«Ἀ­πό τό πε­ρι­ο­δι­κό «Ο ΣΩΤΗΡ»

Η ΑΓΙΑ ΜΑΡΤΥΣ ΑΘΑΝΑΣΙΑ

Ἦ­ταν οἱ ἡ­μέρες τῆς αὐ­το­κρα­το­ρί­ας τοῦ Δι­ο­κλη­τια­νοῦ (284 – 304 μ.Χ.) καί συγ­χρό­νως οἱ φο­βε­ρές ἡ­μέ­ρες τοῦ δι­ωγ­μοῦ, πού εἶ­χε ἐ­ξα­πο­λύ­σει μέ μα­νί­α σα­τα­νι­κή ἐ­ναν­τί­ον τῶν Χριστια­νῶν. Οἱ πι­στοί τοῦ Χρι­στοῦ κα­τά δε­κά­δες καί ἑ­κα­τον­τά­δες συλ­λαμ­βά­νον­ταν σ’ ὅ­λη τήν ἔ­κτα­ση τῆς αὐ­το­κρα­το­ρί­ας καί ὁ­δη­γοῦν­ταν σέ ἀ­νεκ­δι­ή­γη­τα βα­σα­νι­στή­ρια.

Με­τα­ξύ αὐ­τῶν κά­ποι­α μέ­ρα συ­νε­λή­φθη στήν Ἀ­λε­ξάν­δρεια καί ἡ Ἀ­θα­να­σί­α μέ τίς τρεῖς πι­στές κό­ρες της, Θε­ο­δό­τη, Θε­ο­κτί­στη καί Εὐ­δο­ξί­α. Ὁ­λό­κλη­ρη ἡ Ἐκ­κλη­σί­α τῆς Ἀλεξανδρεί­ας συγ­κι­νή­θη­κε ἀ­πό τήν σύλ­λη­ψη τῶν ἁ­γί­ων γυ­ναι­κῶν καί ὅλοι ἀνέπεμπαν θερ­μές προ­σευ­χές, γιά νά μεί­νουν στα­θε­ρές καί ἀ­κλό­νη­τες στήν πί­στη τους. Πολ­λοί μάλιστα Χρι­στια­νοί αἰ­σθάν­θη­καν τήν ἀ­νάγ­κη νά συμ­πα­ρα­στα­θοῦν ἀ­πό κον­τά καί νά τίς ἐ­νι­σχύ­σουν στόν πει­ρα­σμό τοῦ μαρ­τυ­ρί­ου. Ἀνάμεσα σ’ αὐτούς καί οἱ δυ­ό ἀ­νάρ­γυ­ροι ἰατροί, Κύ­ρος καί Ἰ­ω­άν­νης, οἱ ὁ­ποῖ­οι τήν ἐ­πο­χή ἐ­κεί­νη μό­να­ζαν ἔ­ξω ἀ­πό τήν Ἀ­λε­ξάν­δρεια. Ἄ­φη­σαν λοι­πόν καί αὐ­τοί τό ἐ­ρη­μη­τή­ριό τους καί ἦλ­θαν στήν Ἀ­λε­ξάν­δρεια καί μέ κάθε δυ­να­τό τρό­πο ἐ­νί­σχυ­αν τίς πι­στές Χρι­στια­νές. Ἦ­ταν ἄλ­λω­στε τό­σο σκλη­ρά τά βα­σα­νι­στή­ρια καί τό­σο ὕ­που­λος ὁ ἐ­χθρός, ἐ­πι­δέ­ξιος νά ὑ­πό­σχε­ται, νά δε­λε­ά­ζει καί νά παραπλα­νᾶ. Γι’ αὐ­τό καί ὑ­πῆρ­χε φό­βος νά δε­λε­α­σθοῦν οἱ τέσ­σε­ρις γυ­ναῖ­κες πού συ­νε­λή­φθη­σαν, καί μά­λι­στα οἱ τρεῖς ἀ­δελ­φές, νέ­ες στήν ἡ­λι­κί­α. Ἀλ­λά ἐ­άν ἰ­σχύ­ει γιά κά­θε ἐ­πο­χή ὁ θε­ό­πνευ­στος λό­γος «ἀ­δελ­φός ὑ­πό ἀ­δελ­φοῦ βο­η­θού­με­νος ὡς πό­λις ὀ­χυ­ρά» (Πα­ροιμ. ιη΄ 19), πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρο ἰ­σχύ­ει σέ ὧ­ρες ἰ­σχυ­ροῦ πει­ρα­σμοῦ καί δι­ωγ­μοῦ, ὅ­πως καί στήν πε­ρί­πτω­ση αὐ­τή τῆς Ἀ­θα­να­σί­ας καί τῶν τρι­ῶν παι­δι­ῶν της.

Γρή­γο­ρα λοι­πόν, με­τά τή σύλ­λη­ψή τους οἱ τρεῖς κό­ρες καί ἡ μη­τέ­ρα βρέ­θη­καν ἐ­νώ­πιον τοῦ ἄρ­χον­τος. Κι ἐ­νῶ ἡ Ἐκ­κλη­σί­α προ­σευ­χό­ταν, αὐ­τές ἔ­δι­ναν τή μαρ­τυ­ρί­α Ἰ­η­σοῦ Χριστοῦ. Πρώ­τη κα­λεῖ­ται σέ ἀ­πο­λο­γί­α ἡ μη­τέ­ρα. Ἤ­θε­λε ὁ δι­ώ­κτης πρῶ­τα αὐ­τήν νά ἐ­πη­ρε­ά­σει, γιά νά εἶ­ναι εὔ­κο­λος κα­τό­πιν καί ὁ ἐ­πη­ρε­α­σμός τῶν κο­ρι­τσι­ῶν της. Τήν κέν­τρι­σε στό μη­τρι­κό φι­λό­τι­μο. Θά εἶ­σαι ἐ­νο­χή, τῆς εἶ­πε, ἐ­άν ἐ­πι­μεί­νεις στήν πί­στη σου καί πα­ρα­σύ­ρεις μα­ζί σου στόν θά­να­το καί τίς κό­ρες σου. Εἶ­ναι νέ­ες, εἶ­ναι ὡ­ραῖ­ες, ἔ­χουν μπρο­στά τους λαμ­πρό μέλ­λον! Ἀρ­νη­θεῖ­τε λοι­πόν, θυ­σιά­στε καί θά ἔ­χε­τε ὅ­λες σας ὅ­λα τά ἀ­γα­θά στή ζω­ή σας!

Ἦ­ταν πράγ­μα­τι συγ­κι­νη­τι­κή ἡ στιγ­μή, πού ἡ Ἀ­θα­να­σί­α στρά­φη­κε στίς τρεῖς κό­ρες της καί μέ λό­για θερ­μά πί­στε­ως τίς ἐν­θάρ­ρυ­νε νά μεί­νουν στα­θε­ρές καί ἀ­κλό­νη­τες. Ἡ νε­ό­τη­τα καί ἡ ὡ­ραι­ό­τη­τα φεύ­γουν, τούς εἶ­πε. Μό­νον ὁ Πα­ρά­δει­σος καί τά ἀ­γα­θά του μέ­νουν ἄ­φθαρ­τα καί αἰ­ώ­νια. Καί ἦ­ταν ἀ­κό­μη πιό με­γα­λει­ώ­δης ἡ στιγ­μή, ὅ­ταν καί οἱ τρεῖς ἀ­δελ­φές μ’ ἕ­να στό­μα, ὡς τρί­φω­νη ἁρ­μο­νί­α, ζη­τοῦ­σαν ἀ­πό τή μη­τέ­ρα τους ἐμ­μο­νή καί στα­θε­ρό­τη­τα στήν πί­στη. Καί οἱ τέσ­σε­ρις θά πε­θά­νου­με, φώ­να­ξαν, γιά νά ζή­σου­με «ἐν Χρι­στῷ». Δέν ξε­χνοῦ­σαν τήν ὑ­πό­σχε­ση τοῦ Κυ­ρί­ου: «Γί­νου πι­στός ἄ­χρι θα­νά­του καί δώ­σω σοι τόν στέ­φα­νον τῆς ζω­ῆς» (Ἀ­ποκ. β΄ 10).

Τήν ὅ­λη σκη­νή πα­ρη­κο­λού­θη­σαν καί οἱ δυ­ό ἀ­νάρ­γυ­ροι ἰα­τροί, Κύ­ρος καί Ἰ­ω­άν­νης. Ἦλ­θαν μέ τήν πρό­θε­ση νά ἐ­νι­σχύ­σουν καί βγαί­νουν αὐ­τοί πρῶ­τοι ἐ­νι­σχυ­μέ­νοι. Καί μέ ἔκδηλο τόν ἐν­θου­σια­σμό τους ἀ­νοί­γουν τό στό­μα ὄ­χι μό­νο γιά νά ἐν­θαρ­ρύ­νουν τίς γυ­ναῖ­κες ὁ­μο­λο­γή­τρι­ες, ὄ­χι μό­νο νά ἐ­λέγ­ξουν τούς βα­σα­νι­στές, ἀλ­λά καί γιά νά δι­δά­ξουν. Ἰδού, φω­νά­ζουν, βλέ­πε­τε τί ψυ­χές ἀ­να­δει­κνύ­ει ἡ πί­στη τοῦ Χρι­στοῦ! Σε­βα­σθεῖ­τε τή γεν­ναι­ό­τη­τα καί ἀ­φῆ­στε τόν ἄ­δι­κο βα­σα­νι­σμό τους! Δέν πρό­λα­βαν ὅ­μως νά τε­λει­ώ­σουν τό λό­γο τους καί συ­νε­λή­φθη­σαν καί οἱ ἴ­διοι. Ἔ­τσι οἱ ὑ­πό­δι­κοι ἔ­γι­ναν ἀ­πό τέσ­σε­ρες ἕ­ξι.

Φο­βε­ρά βα­σα­νι­στή­ρια ἀ­κο­λού­θη­σαν. Οἱ δή­μιοι βα­σα­νί­ζουν μέ σκλη­ρό­τη­τα, γιά νά χορ­τά­σουν τό πά­θος τους. Καί οἱ ἕ­ξι μέ θαυ­μα­στή καρ­τε­ρί­α ἐ­νι­σχύ­ουν ὁ ἕ­νας τόν ἄλ­λο καί ὅλοι μα­ζί ὑ­μνοῦν τόν Κύ­ριο. Ἡ Ἀ­θα­να­σί­α καί οἱ τρεῖς νε­α­ρές κό­ρες της χαί­ρον­ται μέ  ἀ­νε­κλά­λη­τη χα­ρά, χα­ρά ἀ­νώ­τε­ρη κι ἀ­πό αὐ­τήν τή χα­ρά τοῦ χαρ­μό­συ­νου γά­μου. Δι­ό­τι πράγμα­τι τήν ὥ­ρα ἐ­κεί­νη γά­μος ἱ­ε­ρός θά γι­νό­ταν. Γά­μος τῶν ψυ­χῶν τους «με­τά τοῦ Ἀρ­νί­ου». Ὅ­σες ὧ­ρες δι­ήρ­κε­σε τό μαρ­τύ­ριο, τό­σες ὧ­ρες καί ἡ ἑ­ξά­δα μέ ἔ­ξαρ­ση, πού δωρίζει ἡ πί­στις, προ­γευ­ό­ταν καί ζη­τοῦ­σε τά ἀ­γα­θά τοῦ Πα­ρα­δεί­σου, «ἅ ἠ­τοί­μα­σεν ὁ Θε­ός τοῖς ἀ­γα­πῶ­σιν αὐ­τόν» (Α΄ Κόρ. β΄ 9).

Στό τέ­λος τά ξί­φη γυ­μνά σή­μα­ναν τή λή­ξη τοῦ μαρ­τυ­ρί­ου. Ἕ­ξι τί­μια κε­φά­λια ἔ­πε­σαν στή γῆ αἱ­μό­φυρ­τα: «Ἀ­θα­να­σί­ας καί τῶν τρι­ῶν θυ­γα­τέ­ρων της, Θε­ο­δό­της, Θε­ο­κτί­στης καί Εὐ­δο­ξί­ας, Κύ­ρου καί Ἰ­ω­άν­νου τῶν Ἀ­ναρ­γύ­ρων».

«Ἐ­πέ­βη­τε αἵ­μα­σιν οἰ­κείοις, ὡς ἅρ­μα­σι καί ὡς πρός ὑ­περ­κό­σμια ἤρ­θη­τε σκη­νώ­μα­τα, πα­ρά Χρι­στοῦ ἐ­πά­ξια γέ­ρα λαμ­βά­νον­τες». Ἀ­νε­βή­κα­τε, δη­λα­δή, πά­νω στά δι­κά σας μαρτυρι­κά αἵ­μα­τα καί σάν νά ἦ­ταν αὐ­τά ἅρ­μα­τα ἀ­νυ­ψω­θή­κα­τε στά ὑ­περ­κό­σμια οὐ­ρά­νια σκη­νώ­μα­τα, γιά νά λά­βε­τε ἀ­πό τόν Θε­ό βρα­βεῖ­α ἄ­ξια τῆς θυ­σί­ας σας. 

Ὅ­ταν ἡ γυ­ναι­κεί­α ψυ­χή κυ­ρι­ευ­θεῖ ἀ­πό τήν πί­στη καί τήν ἀ­γά­πη τοῦ Χρι­στοῦ, γί­νε­ται ἀ­φάνταστα γεν­ναί­α καί προ­βαί­νει σέ πρά­ξεις ὑ­πέ­ρο­χου ἡ­ρω­ι­σμοῦ, εἴ­τε σέ ὧ­ρες καί ἡ­μέ­ρες εἰ­ρή­νης εἴ­τε σέ ὧ­ρες δι­ωγ­μοῦ. Αὐ­τό δέν μαρ­τυ­ρεῖ ἡ ἱ­στο­ρί­α τῶν μαρ­τύ­ρων Ἀ­θα­να­σί­ας καί τῶν θυ­γα­τέ­ρων της;

Ἀπό τό βιβλίο «Φωστῆρες Ὑπέρλαμπροι»

Ἀρχιμ. Θεοδώρου Μπεράτη

Ο ΑΓΙΟΣ ΟΣΙΟΜΑΡΤΥΣ ΗΛΙΑΣ Ο ΑΡΔΟΥΝΗΣ

31.Agios-Ilias-Ardounis

Ἠ­λί­ας ἦ­ταν τό βα­πτι­στι­κό του ὄ­νο­μα. Τοῦ τό εἶ­χαν δώ­σει οἱ εὐ­σε­βεῖς γο­νεῖς του μέ τόν πό­θο καί τήν εὐ­χή νά μοιά­σει τόν πύ­ρι­νο Προ­φή­τη τῆς Πα­λαι­ᾶς Δι­α­θή­κης στόν ζῆ­λο καί τούς ἀ­γῶ­νες γιά τήν Πί­στη. Καί τά εἶ­χε αὐ­τά ὁ εὐ­σε­βής νέ­ος. Καί μέ αὐ­τά ὡς θη­σαυ­ρό μέ­σα στήν τουρ­κι­κή σκλα­βιά καί τήν φο­βέ­ρα δι­α­κρι­νό­ταν γιά τή γεν­ναι­ό­τη­τα, τή σύ­νε­ση, τήν φρο­νι­μά­δα του καί τόν ἐν­θου­σια­σμό του. Ἦ­ταν ἡ χα­ρά καί τό κα­μά­ρι ὅ­λων τῶν Χρι­στια­νῶν στήν πα­τρί­δα του, τήν Κα­λα­μά­τα.

Ὅ­μως κά­πο­τε δεί­λια­σε. Ἔ­ρι­ξε πά­νω του τά καυ­στι­κά βέ­λη του ὁ πο­νη­ρός, καί ὁ Ἠ­λί­ας δε­λε­ά­σθη­κε ἀ­πό τίς ὑ­πο­σχέ­σεις καί ἀ­νέ­σεις τῶν Τούρ­κων. Ἔ­βλε­πε τούς Χρι­στια­νούς νά λυ­γί­ζουν ἀ­πό τή φτώ­χεια καί ἀ­πό τίς βα­ρειές φο­ρο­λο­γί­ες τῶν Τούρ­κων· καί ἀν­τί­θε­τα πα­ρα­κο­λου­θοῦ­σε τίς ἀ­νέ­σεις ὅ­σων τούρ­κευ­αν καί ἄλ­λα­ζαν τήν πί­στη τους. Με­γά­λος ὁ πειρα­σμός, ἔν­το­νη ἡ πρό­κλη­ση! Ροῦ­χα φαν­τα­χτε­ρά καί τι­μές ἐν­τυ­πω­σια­κές ἔ­κα­ναν τόν Ἠ­λί­α νά καμ­φθεῖ. Καί κά­πο­τε ἀ­νάμε­σα στούς Χρι­στια­νούς προ­κρί­τους τῆς Κα­λα­μά­τας ζή­τη­σε φέ­σι γιά νά τουρ­κέ­ψει. Ποι­ός ἀ­πό ἐ­κεί­νους μπο­ροῦ­σε νά φαν­τα­σθεῖ ὅ­τι τά ἔ­λε­γε σο­βα­ρά ὁ νέ­ος αὐ­τός, πού ἦ­ταν γιά ὅ­λους τό ὑ­πό­δειγ­μα καί ἡ χα­ρά; Ἀ­στει­ευ­ό­με­νοι, λοιπόν, τοῦ ἔ­φε­ραν τό φέ­σι, πού ζή­τη­σε. Καί ὁ Ἠ­λί­ας, ζα­λι­σμέ­νος ἀ­πό τόν πει­ρα­σμό, ἐ­κτός ἑαυ­τοῦ φεύ­γει. Τρέ­χει στόν Κα­τή καί μό­νος του, αὐ­τό­κλη­τος, δη­λώ­νει κατηγορηματικά ὅ­τι ἀ­πορ­ρί­πτει τόν Χρι­στό καί τή θρη­σκεί­α του καί γί­νε­ται μω­α­με­θα­νός. Αὐ­τή εἶ­ναι, λέ­ει, ἡ ἀ­λη­θι­νή θρη­σκεί­α. Ὁ Μω­ά­μεθ εἶ­ναι ὁ ἀ­λη­θι­νός προ­φή­της. Ἔκπληκτος ἀ­κού­ει τίς δη­λώ­σεις τοῦ ἐ­ξω­μό­τη ὁ τοῦρ­κος δι­κα­στής. Καί ἐν­θου­σι­α­σμέ­νος τόν ἐ­παι­νεῖ καί τόν συγ­χαί­ρει! Ἔ­τσι ὁ Ἠ­λί­ας γί­νε­ται Μου­στα­φά.

Ὅ­μως… ἡ συ­νεί­δη­ση δέν ἀ­στει­εύ­ε­ται. Ἡ συ­νεί­δη­ση σέ λί­γο ὑ­ψώ­νει φω­νή δι­α­μαρ­τυ­ρί­ας. Τόν τύ­πτει δυ­να­τά, δι­ό­τι ἀ­παρ­νή­θη­κε, πέ­τα­ξε τά ὅ­σια καί ἱ­ε­ρά τῶν πα­τέ­ρων του καί ἔγινε ἀ­πο­στά­της… Ἡ­μέρες καί νύ­χτες τα­λαι­πω­ρεῖ­ται συ­νε­χῶς. Βρί­σκε­ται σέ δια­ρκή ἀ­γω­νί­α καί τα­ρα­χή. Δέν μπο­ρεῖ κα­νείς νά παί­ζει μέ τά ὅ­σια καί τά ἱ­ε­ρά, νά παί­ζει μέ τή συνείδη­ση. Καί ἡ φω­νή αὐ­τή, ἡ δι­α­μαρ­τυ­ρί­α τῆς συ­νει­δή­σε­ως, ξύ­πνη­σε τόν ἐ­ξω­μό­τη. Καί «εἰς ἑ­αυ­τόν ἐλ­θών», ὅ­πως ὁ ἄ­σω­τος υἱ­ός, σπεύ­δει νά βρεῖ ἔ­λε­ος καί ἴα­ση. Ποῦ ἀλ­λοῦ; Στό λι­μά­νι τῆς ἀ­σφα­λεί­ας. Στόν τό­πο τῆς εἰ­ρη­νεύ­σε­ως καί πα­ρη­γο­ριᾶς. Στό Ἅ­γιον Ὅ­ρος. Ἐ­ξο­μο­λο­γεῖ­ται μέ λυγ­μούς, μυ­ρώ­νε­ται καί παίρ­νει τήν ἄ­φε­ση. Κεί­ρε­ται ἀρ­γό­τε­ρα μοναχός καί μέ­νει ἐν με­τά­νοι­ᾳ με­τα­ξύ τῶν ὁσίων τοῦ ἁ­γι­ω­νύ­μου Ὅ­ρους.

Ὅ­μως πα­ρό­λα αὐ­τά δέν τόν ἀ­φή­νει νά ἡ­συ­χά­σει ἡ δι­α­κή­ρυ­ξη τοῦ Κυ­ρί­ου: «ὅ­στις ἄν ἀρ­νή­ση­ταί με ἔμ­προ­σθεν τῶν ἀν­θρώ­πων, ἀρ­νή­σο­μαι αὐ­τόν κἀ­γώ ἔμ­προ­σθεν τοῦ πα­τρός μου τοῦ ἐν οὐ­ρα­νοῖς» (Ματθ. ι΄ 33). Ἀλ­λά καί ὁ λό­γος τοῦ πνευ­μα­τι­κοῦ: Παι­δί μου, στόν τό­πο πού ἀ­παρ­νή­θη­κες τόν Χρι­στό, ἐ­κεῖ πρέ­πει νά τόν ὁ­μο­λο­γή­σεις. Ἐ­κεῖ πρέ­πει νά πλύ­νεις τό κρί­μα σου μέ τό αἷ­μα σου. Ἐ­κεῖ θά δώ­σεις τή μαρ­τυ­ρί­α, ἐ­κεῖ θά ὑ­πο­στεῖς καί τό μαρ­τύ­ριο!

Γι­γαν­τώ­νε­ται τώ­ρα ὁ με­τα­νο­η­μέ­νος νέ­ος μας καί μέ τόν «ζῆ­λον Ἡ­λιοῦ» ἐ­πα­νέρ­χε­ται στήν Κα­λα­μά­τα. Καί πα­ρά τόν φό­βο τοῦ ἐ­κεῖ πνευ­μα­τι­κοῦ, μή­πως τε­λι­κῶς δει­λιά­σει, παρου­σι­ά­ζε­ται ντυ­μέ­νος μέ τό τί­μιο ἔν­δυ­μα τοῦ μο­να­χοῦ στούς κα­φε­νέ­δες τῶν Τούρ­κων. Γρή­γο­ρα αὐ­τοί τόν ἀ­να­γνω­ρί­ζουν καί τόν προ­σφω­νοῦν μέ τό ἐ­ξω­μο­τι­κό του ὄ­νο­μα Μου­στα­φᾶ. Ἐ­κεῖ πλέ­ον γί­νε­ται ἡ ἀ­πο­κα­τά­στα­ση. Μέ τή θερ­μό­τη­τα τοῦ με­τα­νο­η­μέ­νου πι­στοῦ Χρι­στια­νοῦ δί­νει τήν μά­χη τῆς ἀ­πο­κα­τα­στά­σε­ως καί τῆς μαρ­τυ­ρί­ας. Φω­νά­ζει δυνατά νά τόν ἀ­κού­σουν ὅ­λοι, «οἱ ἐγγύς καί οἱ μα­κράν», τό πα­ρελ­θόν, τό πα­ρόν καί τό μέλ­λον. Γεν­νή­θη­κα Χρι­στια­νός, Χρι­στια­νός θά πε­θά­νω. Ὁ Χρι­στός εἶ­ναι ὁ πραγ­μα­τι­κός Θε­ός καί ἡ θρη­σκεί­α του ἡ ἀ­λη­θι­νή. Ὁ Μω­ά­μεθ εἶ­ναι ψεύ­τι­κος προ­φή­της!

Ἀ­λα­λαγ­μός ἀ­κο­λού­θη­σε. Ση­κώ­νον­ται οἱ Τοῦρ­κοι ὅ­λοι ἀ­πό τίς θέ­σεις τους ὄρ­θιοι καί τόν κτυ­ποῦν ἀ­λύ­πη­τα. Καί ὁ κρι­τής σέ λί­γο τόν κλεί­νει ἁ­λυ­σο­δε­μέ­νο στή φυ­λα­κή, ὥ­στε νά δο­κι­μά­σει ὁ ἴ­διος τίς συ­νέ­πει­ες τῆς ἀ­σύ­νε­της τόλ­μης του. Ἐ­κεῖ τόν βα­σα­νί­ζουν μέ­χρι ἐ­ξαν­τλή­σε­ως. Καί στό τέ­λος, ἔ­πει­τα ἀ­πό ἐ­πα­νει­λημ­μέ­νες προ­σπά­θει­ες με­τα­πεί­σε­ως, δί­νει ὁ κρι­τής ἐν­το­λή καί ἀ­νά­βουν φω­τιά. Μέ σκουν­τή­μα­τα, σπρω­ξι­ές καί κλω­τσι­ές ρί­χνουν βί­αι­α τόν Μάρ­τυ­ρα νά κα­εῖ ζων­τα­νός. Πε­ρί­ερ­γο ὅ­μως! Ἡ φω­τιά καί­ει, οἱ φλό­γες ὑ­ψώ­νον­ται θε­ό­ρα­τες, γύ­ρω οἱ δή­μιοι καί οἱ πε­ρί­ερ­γοι κα­ψα­λί­ζον­ται, ὅ­μως ὁ μάρ­τυ­ρας Ἠ­λί­ας μέ­νει ἄ­τρω­τος! Οὔ­τε τά μαλ­λιά του, οὔ­τε τά γέ­νια του, οὔ­τε τά ρά­σα του θί­γον­ται ἀ­πό τή φω­τιά. Ἐ­πα­να­λαμ­βά­νε­ται ἡ ἱ­στο­ρί­α τῶν τρι­ῶν Παί­δων τῆς Πα­λαι­ᾶς Δι­α­θή­κης. Καί αὐ­τός, ὁ Ἠ­λί­ας, μέ­σα στή φω­τιά θυ­μᾶ­ται τούς τρεῖς παί­δας, τόν Ἀ­ζα­ρί­α, τόν Ἀ­να­νί­α καί τόν Μι­σα­ήλ καί ἐ­πί ὧ­ρες πολ­λές ὑ­μνεῖ τόν Κύ­ριο καί τόν δο­ξά­ζει μέ ὅ­λη τή δύ­να­μη τῆς ψυ­χῆς του. Τε­λι­κά πα­ρα­δί­δει τό πνεῦ­μα του ὁ­λο­καύ­τω­μα στόν Κύ­ριό του.

Ση­μει­ώ­νει ὁ ἱ­ε­ρός ὑ­μνο­γρά­φος: «Οὐ πῦρ φλέ­γει σε, Ἠ­λί­α στε­φη­φό­ρε. Ἔν­δον γάρ εἶ­χες πῦρ Θε­οῦ τῆς ἀ­γά­πης». 31 Ἰ­α­νου­α­ρί­ου τοῦ 1686 ὁ ὁ­σι­ο­μάρ­τυς τοῦ Χρι­στοῦ Ἠ­λί­ας Ἀρδού­νης πα­ρα­δί­δει τήν ψυ­χή του στόν Κύ­ριό του μέ εὐ­γνω­μο­σύ­νη, δι­ό­τι τόν ἀ­ξί­ω­σε νά ξε­πλύ­νει τό ὄ­νει­δός του μέ τό αἷ­μα του, νά ὁ­μο­λο­γή­σει τόν Χρι­στό ὡς Θε­ό ἀ­λη­θι­νό καί νά τόν δο­ξά­σει μέ τό μαρ­τύ­ριό του.

Οἱ Χρι­στια­νοί δω­ρο­δο­κοῦν τούς Τούρ­κους, πα­ρα­λαμ­βά­νουν τό καρ­βου­νι­α­σμέ­νο μαρ­τυ­ρι­κό σῶ­μα του καί τό ἐν­τα­φιά­ζουν μέ τι­μές Μάρ­τυ­ρος.

Ἡ ἁ­γί­α του κά­ρα εἶ­ναι ἀ­πο­θη­σαυ­ρι­σμέ­νη στήν Ἱ­ε­ρά Μο­­νή Βουλ­κά­νου τῆς Κα­λα­μά­τας, γιά νά ὑ­πεν­θυ­μί­ζει τή θυ­­σί­α τοῦ Μάρ­τυ­ρος καί νά γί­νε­ται πάν­το­τε δι­δά­σκα­λος με­τα­νοί­ας καί μαρ­τυ­ρί­ας Χρι­στοῦ.

Ἀπό τό βιβλίο «Ἔνθεοι Σάλπιγγες»

Ἀρχιμ. Θεοδώρου Μπεράτη