ΣΑΒΒΑΤΟ 14 ΜΑΪΟΥ

Εὐαγγέλιον: ἡμέρας, Παρ. β΄ ἑβδ. Ἰωάννου (Ἰω. στ΄ 14 – 27):

14 Οἱ οὖν ἄνθρωποι, ἰδόν­τες ὃ ἐποίησε σημεῖον ὁ Ἰησοῦς, ἔλεγον ὅτι οὗτός ἐστιν ἀληθῶς ὁ προφήτης ὁ ἐρχόμενος εἰς τὸν κόσμον. 15 Ἰησοῦς οὖν γνοὺς ὅτι μέλλουσιν ἔρχεσθαι καὶ ἁρπά­ζειν αὐτὸν ἵνα ποιήσω­σιν αὐτὸν βασιλέα, ἀνε­χώ­ρησε πάλιν εἰς τὸ ὄρος αὐτὸς μόνος.16 Ὡς δὲ ὀψία ἐγένετο, κατέβησαν οἱ μαθηταὶ αὐ­τοῦ ἐπὶ τὴν θάλασσαν, 17 καὶ ἐμβάντες εἰς τὸ πλοῖ­ον ἤρχοντο πέραν τῆς θα­λάσ­σης εἰς Καπερναούμ. καὶ σκοτία ἤδη ἐγεγόνει καὶ οὐκ ἐληλύθει πρὸς αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς, 18 ἥ τε θάλασσα ἀνέμου μεγάλου πνέοντος διηγείρετο. 19 ἐληλακότες οὖν ὡς σταδίους εἴκοσι πέντε ἢ τριά­κοντα θεωροῦσι τὸν Ἰη­­σοῦν περιπατοῦντα ἐπὶ τῆς θαλάσσης καὶ ἐγγὺς τοῦ πλοί­ου γινόμενον, καὶ ἐφοβήθησαν. 20 ὁ δὲ λέγει αὐτοῖς· ἐγώ εἰμι· μὴ φοβεῖσθε. 21 ἤθελον οὖν λαβεῖν αὐ­τὸν εἰς τὸ πλοῖον, καὶ εὐ­θέως τὸ πλοῖον ἐγένετο ἐπὶ τῆς γῆς εἰς ἣν ὑπῆγον. 22 Τῇ ἐπαύριον ὁ ὄχλος ὁ ἑστηκὼς πέραν τῆς θαλάσσης ἰδὼν ὅτι πλοιάριον ἄλλο οὐκ ἦν ἐκεῖ εἰ μὴ ἓν ἐκεῖνο εἰς ὃ ἐνέβησαν οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ, καὶ ὅτι οὐ συνεισῆλθε τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ ὁ Ἰησοῦς εἰς τὸ πλοι­άριον, ἀλλὰ μόνοι οἱ μα­θηταὶ αὐτοῦ ἀπῆλθον· 23 ἄλλα δὲ ἦλθε πλοιάρια ἐκ Τιβεριάδος ἐγγὺς τοῦ τό­που, ὅπου ἔφαγον τὸν ἄρ­τον εὐχαριστήσαντος τοῦ Κυ­ρίου· 24 ὅτε οὖν εἶδεν ὁ ὄχλος ὅτι Ἰησοῦς οὐκ ἔστιν ἐκεῖ οὐδὲ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ, ἐνέβησαν αὐτοὶ εἰς τὰ πλοῖα καὶ ἦλθον εἰς Καπερναοὺμ ζη­τοῦντες τὸν Ἰησοῦν. 25 καὶ εὑρόντες αὐτὸν πέραν τῆς θαλάσσης εἶπον αὐτῷ· ραββί, πότε ὧδε γέγονας; 26 ἀπεκρίθη αὐτοῖς ὁ Ἰη­σοῦς καὶ εἶπεν· ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ζητεῖτέ με, οὐχ ὅτι εἴδετε σημεῖα, ἀλλ’ ὅτι ἐφάγετε ἐκ τῶν ἄρτων καὶ ἐχορ­τά­σθητε. 27 ἐργάζεσθε μὴ τὴν βρῶ­σιν τὴν ἀπολλυμένην, ἀλ­λὰ τὴν βρῶσιν τὴν μένουσαν εἰς ζωὴν αἰώνιον, ἣν ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ὑμῖν δώ­σει· τοῦτον γὰρ ὁ πατὴρ ἐσφράγισεν ὁ Θεός.

ΕΡΜΗΝΕΙΑ Π. Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑ

14 Ὅταν λοιπόν οἱ ἄνθρωποι εἶδαν τό θαῦμα αὐτό πού ἔκανε ὁ Ἰησοῦς, ἔλεγαν ὅτι αὐτός εἶναι πραγματι­κά ὁ προ­φήτης πού περιμέναμε νά ἔλθει στόν κόσμο, σύμ­­φω­­να μέ τήν προφητεία στό Δευτερονόμιο τοῦ Μω­υ­­­σῆ. 15 Τό θαῦμα αὐτό ἔκανε μεγάλη ἐντύπωση καί δημιούρ­γη­σε ἐνθουσιασμό στά πλήθη. Γι’ αὐτό ὁ Ἰησοῦς, ἐπει­δή ἀντιλή­φθηκε ὅτι σκοπεύουν νά ἔλθουν καί νά τόν ἁρ­πά­ξουν γιά νά τόν κάνουν μέ τή βία βασιλιά, ἔφυ­­γε πάλι στό βουνό ὁλομόναχος, ἀφοῦ προ­­­­η­γου­­­­μέ­νως ἀνάγκασε τούς μαθητές του νά φύγουν μέ πλοῖ­ο. 16 Πράγματι λοιπόν ὅταν βράδιασε, οἱ μα­θη­τές του ἔφυ­γαν ἀπό τό μέρος πού εἶχε γίνει τό θαῦμα τῆς δια­τρο­­­­­φῆς καί κατέβηκαν στή λίμνη. 17 Κι ἀφοῦ μπῆκαν στό πλοῖο, ξεκίνησαν καί πήγαιναν πρός τήν ἀπέ­ναντι ὄχθη τῆς λίμνης, στήν Καπερναούμ. Εἶχε πλέον πέσει τό σκοτάδι, καί ὁ Ἰησοῦς δέν εἶ­χε ἔλθει ἀκόμη κοντά τους. 18 Στό μεταξύ, ἐπειδή ἔπνεε ὁρμητικός καί βίαι­­ος ἄνε­μος, τά κύματα τῆς λίμνης σηκώνονταν ὁλοένα καί ἀγρι­ό­­τε­ρα, δημιουργώντας μεγάλη τρικυμία. 19 Ἀφοῦ λοιπόν εἶχαν διανύσει περίπου εἴκοσι πέντε ἤ τριάντα στάδια, δηλαδή περίπου ἕξι χιλιόμετρα, ξαφνικά καί χωρίς νά τό περιμένουν βλέπουν τόν Ἰησοῦ νά περπατᾶ πάνω στή θάλασσα καί νά ἔρχεται κοντά στό πλοῖο· καί κυριεύθηκαν ἀπό φόβο. 20 Ἀλλά ὁ Ἰησοῦς τούς εἶπε: Ἐγώ εἶμαι. Μή φοβάστε, δέν βλέπετε κανένα φάντασμα. 21 Μετά λοιπόν ἀπό τή διαβεβαίωσή του αὐτή, οἱ μα­θη­τές ἐκδήλωσαν πολλή σπουδή καί προθυμία νά τόν πάρουν πάνω στό πλοῖο. Καί μόλις τόν πῆραν, ἀμέ­σως τό πλοῖο ἔφτασε θαυματουργικῶς στήν στεριά ὅπου κα­τευ­θύνονταν. 22 Τήν ἄλλη μέρα πολλοί ἀπό τά πλήθη συνέχιζαν νά μένουν στήν ἀπέναντι ὄχθη τῆς λίμνης, ὅπου εἶ­χε γίνει τό θαῦμα τοῦ πολλαπλασιασμοῦ τῶν πέντε ἄρτων. Εἶχαν παρα­μεί­νει ἐκεῖ καί δέν ἤθελαν νά φύγουν, ἐπειδή εἶ­χαν δεῖ τήν προηγούμενη μέρα ὅτι ἄλ­λο πλοιάριο δέν ἦταν ἐκεῖ παρά μόνο ἕνα, ἐκεῖνο στό ὁποῖο εἶχαν μπεῖ οἱ μαθητές του· καί ὅτι ὁ Ἰη­σοῦς δέν μπῆκε μαζί μέ τούς μαθητές του στό πλοιάριο, ἀλλά οἱ μαθητές ἀ­να­­­­­­­­­­­­χώρησαν μόνοι τους. Νόμιζαν λοιπόν ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἦταν ἀκόμη ἐκεῖ. 23 Στό μεταξύ ὅμως τό πρωί ἦλθαν ἄλλα πλοιάρια ἀπό διάφορα σημεῖα τῆς λίμνης τῆς Τιβεριάδος κοντά στόν τόπο ὅπου τά πλήθη τοῦ λαοῦ εἶχαν φάει τούς ἄρτους πού εἶχαν πολλαπλασιασθεῖ μέ τήν εὐχαριστήρια προσευχή πού ἔκανε ὁ Κύριος. 24 Ὅταν λοιπόν ὁ λαός εἶδε ὅτι ὁ Ἰησοῦς δέν εἶναι ἐκεῖ, οὔτε οἱ μαθητές του, μπῆκαν κι αὐτοί στά πλοῖα ἐκεῖνα καί ἦλθαν στήν Καπερναούμ ἀναζητώντας νά βροῦν τόν Ἰησοῦ. 25 Μόλις τόν βρῆκαν στήν ἀπέναντι ὄχθη τῆς λίμνης, τή δυτική, τοῦ εἶπαν: Διδάσκαλε, πότε πρόλαβες τόσο γρήγορα νά ἔλθεις ἐδῶ ἀπό τό ἀπέναντι μέρος; 26 Τότε ὁ Ἰησοῦς τούς ἀπάντησε: Ἀλη­θι­νά σᾶς λέω πώς ψάχνετε νά μέ βρεῖτε ὄχι ἐπειδή εἴδατε θαύματα πού σᾶς ἔπεισαν γιά τή θεϊκή μου ἀποστολή καί τή σω­­τη­ρι­­­­ώδη ἀλήθεια τῆς διδασκαλίας μου, καί θέλετε ἔτσι νά ὠφε­­­­ληθεῖτε πνευματικά, ἀλλά ἐπειδή φάγατε ἀπό τούς ἄρ­τους καί χορτάσατε, καί θέλετε πάλι νά σᾶς δώ­σω ὑλι­­κά ἀγαθά. 27 Δέν πρέπει ὅμως τό ἐνδιαφέρον σας ὁλόκληρο νά στρέφεται στά ὑλικά ψωμιά. Νά κοπιάζετε μέ ζῆλο νά ἀποκτήσετε ὄχι τήν ὑλική τροφή, πού εἶναι προσωρινή καί φθείρεται, ἀλλά τήν πνευματική τροφή, πού μέ­νει ἄφθαρτη καί μεταγγίζει τήν αἰώνια ζωή. Τήν τροφή αὐτή θά σᾶς τή δώσει ὁ υἱός τοῦ ἀνθρώπου, καί μό­­­νον αὐτός. Διότι αὐτόν ὁ Πατήρ, δηλαδή ὁ ἴδιος ὁ Θε­ός, τόν ἀπέδειξε καί τόν φανέρωσε ὡς τόν μόνο χορη­γό τῆς τροφῆς καί τῆς ζωῆς αὐτῆς μέ τή σφραγίδα καί τή μαρ­­­­τυρία τῶν θαυμάτων του.