Τὰ μεγάλα ἀδιέξοδα τῆς Μεγάλης Συνόδου

   Ἐκεῖ ποὺ φάνηκαν καθαρότερα τὰ καίρια θεολογικὰ ἀδιέξοδα στὰ ὁ­ποῖα ὁδηγεῖται ἡ προετοιμαζόμενη Μεγάλη Σύνοδος, εἶναι ἡ ἐφετινὴ Πατριαρχικὴ καὶ Συνοδικὴ Ἐγκύκλιος γιὰ τὴν Κυριακὴ τῆς Ὀρθοδοξίας, ποὺ εἶναι ἀφιερωμένη σ᾿ αὐτὴ τὴ Μεγάλη Σύνοδο.
  Ἡ Ἐγκύκλιος, τὴν ὁποία ὑπογράφει ὁ Παναγιώτατος Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης καὶ οἱ Συνοδικοὶ τοῦ Θρόνου Μητροπολίτες, στὴν προσπάθειά της νὰ προβάλει τὴ σημασία τῆς Μεγάλης Συν­όδου τοῦ Ἰουνίου οὐσιαστικὰ φανερώνει τὰ μεγάλα ἀδιέξοδα ποὺ ἡ σύγ­κλησή της ἔχει δημιουργήσει:
   1. Τὸ Πατριαρχικὸ κείμενο τονίζει μὲ ἐπιμονὴ καὶ ἔμφαση τὴν ἀξία τῆς συνοδικότητας στὴν Ὀρθοδοξία, διακηρύσσον­τας ὅτι: «Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία μίαν καὶ μόνην αὐθεντίαν ἀναγνωρίζει: τὴν Σύνοδον τῶν κανονικῶν Ἐπισκόπων της».
   Τὸ ὑποστηρίζει αὐτό, τὴ στιγμὴ κατὰ τὴν ὁποία ἡ προετοιμαζόμενη Μεγάλη Σύνοδος εὐθὺς ἐξαρχῆς καταλύει τὴ συν­οδικότητα, ἀφοῦ καθιερώνει γιὰ πρώτη φορὰ στὴν ἱστορία τὸ ἀντιπαραδοσιακό, παντελῶς ἄγνωστο στὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας, σύστημα τῆς μιᾶς ψήφου ἀνὰ Ἐκκλησία.
   2. Πολὺ περισσότερο ἡ συνοδικότητα καταλύεται ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ἔχει τεθεῖ ἀνώτατο ὅριο συμμετοχῆς 24 Ἐπισκόπων ἀνὰ Ἐκκλησία. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἡ συντριπτικὴ πλειονότητα τῶν Ἐπισκόπων ἔχει ἀποκλεισθεῖ ἀπὸ τὴ Σύνοδο. Ποιὸς ἐγγυᾶται ὅτι ἡ ἐπιλεκτικὴ μειονότητα θὰ ὀρθοτομήσει; Μάλιστα μὲ τὸ πνιγηρὸ σύστημα τῆς μιᾶς ψήφου ἀνὰ Ἐκκλησία; Ποῦ βρίσκεται ἑπομένως ἡ συνοδικότητα, ποὺ μάλιστα διεκδικεῖ τὴν ἀνώτατη αὐθεντία;
   3. Τὸ Πατριαρχικὸ κείμενο τονίζει ἐπίσης ὅτι «ἄνευ συνοδικῆς ἀποφάσεως ἡ διάκρισις μεταξὺ Ὀρθοδοξίας καὶ αἱρέσεως δὲν εἶναι δυνατή». Ἀλλὰ ἡ ἐκκλησιαστική μας ἱστορία διδάσκει ὅτι τὴν αἵρεση τὴν ἀντιλαμβάνονταν πρῶτα οἱ εὐαίσθητες κεραῖες μεμονωμένων μελῶν τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ συχνὰ δὲν ἦταν Ἐ­πίσκοποι, κάποτε οὔτε κἂν κληρικοί. Ἡ Σύν­οδος τῶν Ἐπισκόπων ἐρχόταν ἐκ τῶν ὑστέρων νὰ ἐπιβεβαιώσει καὶ καθιερώσει τὴ δική τους μαρτυρία, καὶ ἡ συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας, τὸ πλῆθος δηλαδὴ τῶν πιστῶν ποὺ φωτιζόμενο ἀ­πὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἀποτελεῖ τὴ μόνη ἀπόλυτη ἀνώτατη αὐθεντία στὴν Ἐκκλησία, ἐπισφράγιζε καὶ ἐπικύρωνε τὶς συν­οδικὲς ἀποφάσεις.
   Εἶναι συνεπῶς λανθασμένη ἡ ἀντίληψη ὅτι «ἄνευ συνοδικῆς ἀποφάσεως ἡ διάκρισις μεταξὺ Ὀρθοδοξίας καὶ αἱρέσεως δὲν εἶναι δυνατή».
   4. Τὸ Πατριαρχικὸ κείμενο διατείνεται ἀκόμη ὅτι «πρώτιστος σκοπὸς καὶ σπουδαιότης τῆς Πανορθοδόξου ταύτης Συνόδου εἶναι νὰ καταδειχθῇ ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία εἶναι ἡ Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία».
   Ὀρθὸ ἀναμφιβόλως, καὶ ἡ πλήρης ἀποδοχή του θὰ ἀποτελοῦσε εὐχῆς ἔρ­γον. Πῶς ὅμως μπορεῖ νὰ συνδυαστεῖ αὐτὴ ἡ διακήρυξη μὲ τὴν ἀδιανόητη ὁμολογία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου ἐνώπιον τῶν Ἱεραρχῶν τοῦ Οἰκουμενικοῦ θρόνου τὴν 29η Αὐγούστου τοῦ 2015 ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δὲν ἔχει τὴ δυνατότητα νὰ συγκαλέσει Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, διότι δὲν μποροῦν νὰ κληθοῦν σ᾿ αὐτὴν «οἱ ἐκ τῆς Δύσεως Χριστιανοί»;
   Εἶπε ἐπὶ λέξει ὁ Πατριάρχης: «Δευτέρα παρατήρησις ἐπὶ τοῦ θέματος τούτου εἶναι ἡ διευκρίνησις περὶ τῆς φύσεως τῆς συγκαλουμένης Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συν­όδου. Κατὰ τὴν ἐπιλογὴν τῆς ὀνομασίας τῆς Συνόδου ταύτης ὑπὸ τῆς Α´ Προσυνοδικῆς Πανορθοδόξου Διασκέψεως ἀπεφεύχθη συνειδητῶς ὁ χαρακτηρι­σμὸς αὐτῆς ὡς Οἰκουμε­νικῆς Συνόδου διὰ τὸν λόγον ὅτι δὲν καλοῦνται ὡς μέλη αὐτῆς οἱ ἐκ τῆς Δύσεως Χριστιανοί, ὡς συνέβαινε πάντοτε ἐν τῇ ἀρχαίᾳ Ἐκκλησίᾳ κατὰ τὴν σύγκλησιν Οἰκουμενικῶν Συνόδων…».
   Πρωτίστως νὰ τονιστεῖ ὅτι, ὅπως ἀπέδειξε ὁ Ὁμότιμος Καθηγητὴς τοῦ Α.Π.Θ. πρωτοπρεσβύτερος π. Θεόδωρος Ζήσης, τέτοια ἀπόφαση τῆς Α΄ Προσυν­οδικῆς Πανορθοδόξου Διασκέψεως (1976) δὲν ὑπάρχει. Ἴσα-ἴσα μέχρι τότε καὶ ἐπὶ δεκαετίες γινόταν πάντοτε λόγος γιὰ σύγκληση Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ἡ ἀλλαγὴ συντελέστηκε ἀφανῶς τὰ τελευταῖα χρόνια.
   Ἑπομένως, δικαίως ἔχει ἐπισημανθεῖ ἀπὸ κορυφαίους θεολόγους ὅτι ἡ μεταβολὴ τοῦ χαρακτήρα τῆς Συνόδου ἀπὸ Οἰκουμενικὴ ποὺ ἦταν ἀρχικὰ σὲ «Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδο» φανερώνει μειωμένη αὐτοσυνειδησία ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ἡ Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία. Τὸ νὰ διακηρύσσουμε ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ἡ Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία, καὶ ταυτόχρονα νὰ ἀναγνωρίζουμε ὅτι ἀδυνατεῖ νὰ συγκαλέσει Σύνοδο Οἰκουμενικὴ εἶναι ἀντίφαση καταλυτικὴ καὶ ἕνα ἀπὸ τὰ πλέον τραγικὰ ἀδιέξοδα στὰ ὁποῖα ὁδηγεῖται ἡ Μεγάλη Σύνοδος.
   Φανερώνει ἀκόμη αὐτὴ ἡ μεταβολὴ τοῦ χαρακτήρα τῆς Συνόδου τὴν ἐπικίνδυνη ἀλλοίωση ποὺ ἐπέφερε στὴ συνείδηση τῶν Ὀρθοδόξων τὸ κίνημα τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Οἱ ἀρχικοὶ ὁραματιστὲς τῆς συγ­κλήσεως Μεγάλης Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἂν καὶ οἰκουμενιστές, διατηροῦσαν ἀκόμη τὴν παραδοσιακὴ αὐτοσυνειδησία ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ἡ Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία, καὶ ἑπομένως ἔχει τὴ δυνατότητα νὰ συγκαλέσει Σύνοδο Οἰκουμενική. Μὲ τὸ πέρασμα ὅμως τοῦ χρόνου καὶ μὲ τὸν διαρκὴ συγχρωτισμὸ μὲ τοὺς αἱρετικοὺς τῆς Δύσεως ἡ αὐτοσυνειδησία αὐτὴ μειώθηκε ἐπικίνδυνα, ἂν δὲν χάθηκε παντελῶς.
   5. Τέλος, ἀφοῦ, κατὰ τὴν Πατριαρχικὴ Ἐγκύκλιο, ἡ Σύνοδος τῶν Ἐπισκόπων εἶναι αὐτὴ ποὺ διακρίνει τὴν αἵρεση ἀπὸ τὴν Ὀρθοδοξία, θὰ στοιχήσει ἄραγε ἡ Μεγάλη Σύνοδος στὴ μέχρι τώρα διαχρονικὴ ἀπὸ τὸν 9ο αἰώνα συνοδικὴ καὶ ἁγιοπατερικὴ κατάγνωση τοῦ Παπισμοῦ καὶ κατ᾿ ἐπέκταση καὶ τοῦ Προτεσταντισμοῦ; Οἱ Μεγάλες Σύνοδοι τοῦ 879 καὶ τοῦ 1431-51, καὶ οἱ μετέπειτα πλῆθος Πατριαρχικὲς καὶ Συνοδικὲς ἀποφάσεις ἔχουν καταδικάσει μὲ μεγάλη θεολογικὴ ἀκρίβεια τὶς φοβερὲς πλάνες τοῦ ἀποστατημένου δυτικοῦ Χριστιανισμοῦ.
   Ὅλοι οἱ ἅγιοι Πατέρες ἀπὸ τὸν Μέγα Φώτιο, τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ καὶ τὸν ἅγιο Μᾶρκο τὸν Εὐγενικό, μέχρι τὸν ἅγιο Νικόδημο τὸν Ἁγιορείτη, τὸν ἅγιο Ἀθανάσιο τὸν Πάριο, τὸν ἅγιο Κοσμᾶ τὸν Αἰτωλό, τὸν ἅγιο Νεκτάριο καὶ τόσους ἄλλους ἔχουν καταδικάσει τὶς πλάνες τῶν αἱρετικῶν δυτικῶν αὐστηρότατα. Μάλιστα στὴν κατὰ τὸ ἔτος 1848 ἀπάντηση τῶν Ὀρθοδόξων Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς στὸν Πάπα Πίο τὸν Θ΄ τονίζεται: «Ἦν ποτε ὁ Ἀρειανισμός, ἔστι δὲ τὴν σήμερον καὶ ὁ Παπισμός· ἀλλὰ καὶ οὗτος (ὥσπερ κἀκεῖνος ὁ ἤδη παντάπασιν ἐκλελοιπώς), καίτοι ἀκμαῖος τό γε νῦν, οὐκ ἰσχύσει εἰς τέλος, ἀλλὰ διελεύσεται καὶ καταβληθήσεται, καὶ ἡ οὐράνιος μεγάλη φωνὴ ἠχήσει “ΚΑΤΕΒΛΗΘΗ”»!
   Λοιπόν, ἡ Μεγάλη Σύνοδος θὰ ἀκολουθήσει στὸ δρόμο τῆς ἀλήθειας ὅλες αὐτὲς τὶς Συνόδους καὶ τοὺς θεοφόρους Πατέρες; Θὰ φωνάξει καὶ αὐτὴ «ΚΑΤΕΒΛΗΘΗ!» γιὰ τὸν Παπισμό; Ἂν δὲν τὸ κάνει, μπορεῖ ἴσως νὰ κερδίσει τὴν ἀναγνώριση τοῦ χωρὶς Χριστὸν κόσμου καὶ τὴν ἐκτίμησή του, θὰ ἔχει χάσει ὅμως τὴ θέση της ἀνάμεσα στὶς Ὀρθόδοξες Συν­όδους, καὶ ἀργὰ ἤ γρήγορα ἡ γρηγοροῦσα συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας θὰ τὴν ἀπορρίψει. Καὶ αὐτὸ θὰ εἶναι κάτι παραπάνω ἀπὸ θλιβερό!