ΤΟ ΣΥΝΑΞΑΡΙ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ (19/1)

Σήμερα 19/1/2016 εορτάζουν:

  • Όσιοι Μακάριος ο Αιγύπτιος και Μακάριος ο Αλεξανδρεύς
  • Άγιος Μάρκος ο Ευγενικός
  • Άγιος Αρσένιος Αρχιεπίσκοπος Κερκύρας
  • Αγία Ευφρασία
  • Ανακομιδή Ιερών Λειψάνων του Αγίου Γρηγορίου Θεολόγου
  • Ανάμνηση Θαύματος Μεγάλου Βασιλείου
  • Όσιος Μελέτιος ο Γαλησιώτης ο Ομολογητής
  • Όσιος Κοσμάς ο Χρυσοστόματος
  • Όσιος Μακάριος Επίσκοπος Ιερισσού
  • Άγιος Μακάριος ο Καλογεράς
  • Όσιος Μακάριος ο Νηστευτής εκ Ρωσίας
  • Όσιος Μακάριος ο Διάκονος εκ Ρωσίας
  • Άγιος Θεόδωρος του Νόβγκοροντ
  • Όσιοι Μάξιμος και Δομέτιος οι αυτάδελφοι

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΚΟΣ ΕΦΕΣΟΥ Ο ΕΥΓΕΝΙΚΟΣ

19.-Agios-Markos-Eugenikos

Α. Πρός τό σκάμ­μα.

Πρό­μα­χος τῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας, πού ἀ­κο­λού­θη­σε τά ἴ­χνη τοῦ Με­γά­λου Ἀ­θα­να­σί­ου καί ἐ­φά­μιλ­λος τοῦ ἱ­ε­ροῦ Φω­τί­ου, ἀ­να­δεί­χθη­κε ὁ μα­κά­ριος αὐ­τός ἐ­πί­σκο­πος τῆς Ἐ­φέ­σου, ὁ περιώ­νυ­μος με­τα­ξύ τῶν ὀρ­θο­δό­ξων μα­χη­τῶν, ὁ Μάρ­κος ὁ Εὐ­γε­νι­κός. Χά­ρη στή θερ­μή του πί­στη, τήν ἄ­τεγ­κτη ἐ­πι­μο­νή του στήν Ὀρ­θό­δο­ξη γραμ­μή καί τήν ἄ­φθα­στη ἀν­δρεί­α του, κα­τόρ­θω­σε νά κρά­τη­σει τήν Ὀρ­θο­δο­ξί­α ἀ­δού­λω­τη ἀ­πέ­ναν­τι στούς κιν­δύ­νους πού τήν ἀ­πεί­λη­σαν νά ὑ­πο­δου­λω­θεῖ στήν πα­πι­κή Ἐκ­κλη­σί­α, ἡ ὁ­ποί­α ἀ­ναγ­κά­σθη­κε νά ἀναγνω­ρί­σει τίς πλά­νες, στίς ὁ­ποῖ­ες ὑ­πέ­πε­σε με­τά τό χω­ρι­σμό της ἀ­πό τήν Ὀρ­θό­δο­ξη Ἀ­να­το­λι­κή Ἐκ­κλη­σί­α. Ἄς με­λε­τή­σου­με τήν πα­τε­ρι­κή αὐ­τή μορ­φή, πού στά­θη­κε βρά­χος ἀ­σά­λευ­τος καί ἀ­με­τα­κί­νη­τος ἐμ­μο­νῆς στήν Ὀρ­θό­δο­ξη Πα­ρά­δο­ση.

Βρι­σκό­μα­στε στό τέ­λος τοῦ 14ου αἰ­ῶ­νος. Τά πράγ­μα­τα γύ­ρω ἀ­πό τήν πε­ρί­φη­μη Βυ­ζαν­τι­νή αὐ­το­κρα­το­ρί­α, πού ἐ­πί χί­λια ἔ­τη ἐ­ξέ­πεμ­πε πλού­σιο φῶς πο­λι­τι­σμοῦ καί χρι­στι­α­νι­κής ζω­ῆς σέ ὅ­λα τά ση­μεῖ­α τοῦ ὁ­ρί­ζον­τα, δέν εἶ­ναι κα­θό­λου εὐ­χά­ρι­στα. Οἱ Τοῦρ­κοι τοῦ Μου­ράτ τοῦ Β΄ τήν ἐ­πι­βου­λεύ­ον­ται ἀ­πό παν­τοῦ. Ὁ­λό­κλη­ρα τμή­μα­τά της τά ἀ­πο­σποῦν βί­αι­α ἀ­πό τόν κορ­μό της καί τήν ἐ­ξα­σθε­νί­ζουν συ­νε­χῶς.

Μοιά­ζει μέ ἕ­να με­γά­λο ἀ­σθε­νῆ, πού ἔ­χει ἄ­με­ση ἀ­νάγ­κη βο­η­θεί­ας καί ἐ­νι­σχύ­σε­ως. Καί σάν νά μή ἔ­φθα­ναν οἱ κίν­δυ­νοι αὐ­τοί, προ­στί­θε­ται καί ἔ­νας ἄλ­λος ἀ­πρό­σκλη­τος ἐ­χθρός. Εἶ­ναι ὁ πα­πι­σμός· ἡ πα­πι­κή Ἐκ­κλη­σί­α, ἡ ὁ­ποί­α ἐ­κμε­ταλ­λεύ­ε­ται κά­θε εὐ­και­ρί­α προ­κει­μέ­νου νά ὑ­πο­τά­ξει καί ὑ­πο­δού­λω­ση, τήν Ὀρ­θο­δο­ξία καί ἐ­πε­κτεί­νει, τήν κυ­ρι­αρ­χί­α της καί στήν Ὀρ­θό­δο­ξη Ἀ­να­το­λή.

Αὐ­το­κρά­τωρ στό θρό­νο τῆς Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως εἶ­ναι ὁ Ἰ­ω­άν­νης ὁ Πα­λαι­ο­λό­γος. Ἀ­πό τήν ὑ­ψη­λή σκο­πιά τοῦ θρό­νου τοῦ πα­ρα­κο­λου­θεῖ τά πράγ­μα­τα τῆς αὐ­το­κρα­το­ρί­ας καί τά βρί­σκει ἐ­ξαι­ρε­τι­κά δύ­σκο­λα. Χρει­ά­ζε­ται ἄ­με­ση βο­ή­θεια. Ποῦ θά τήν βρεῖ ὅ­μως; Που­θε­νά δέν βλέ­πει νά ρο­δί­ζει ἡ αὐ­γή τῆς ἐλ­πί­δος. Μί­α μό­νο ἔ­χει ἀ­κό­μη ἐλ­πί­δα. Νά ἀπευθυνθεῖ στήν πα­πι­κή Ἐκ­κλη­σί­α καί νά ζή­τη­σει ἀ­πό αὐ­τήν ἐ­νί­σχυ­ση. Ἔ­χει αὐ­τή δύ­να­μη καί ἐ­πιρ­ρο­ή. Ἔ­χει κα­τορ­θώ­σει νά ἐ­πη­ρε­ά­ζει βα­σι­λεῖς καί αὐ­το­κρά­το­ρες τῆς Δύ­σε­ως. Μπο­ρεῖ νά βο­η­θή­σει ἀ­πο­τε­λε­σμα­τι­κῶς. Καί κα­τά τήν πε­ρί­ο­δο ἐ­κεί­νη, συγ­κε­κρι­μέ­να τό ἔ­τος 1438, εἶ­χε συγ­κρο­τή­σει Σύ­νο­δο, πού τήν ὀ­νό­μα­σε Οἰ­κου­με­νι­κή, στήν Φερ­ρά­ρα τῆς Ἰτα­λί­ας. Εὐ­και­ρί­α λοι­πόν γιά τόν αὐ­το­κρά­το­ρα νά ἔλ­θει σέ συ­νεν­νο­ή­σεις καί νά ζη­τή­σει τήν πο­λυ­πό­θη­τη βο­ή­θεια. Ἀ­πο­φα­σί­ζει νά ἔλ­θει ἐ­κεῖ αὐ­το­προ­σώ­πως μα­ζί μέ τούς ἀρχιερεῖς πού δι­έ­θε­ταν πε­ρισ­σό­τε­ρο κύ­ρος, μέ ἐ­πί κε­φα­λῆς τόν πα­τριά­ρχη Ἰ­ω­σήφ. Θά συ­ζη­τή­σουν ἐ­κεῖ, θά τούς θέ­σουν ὑ­πό­ψη τά σο­βα­ρά ζη­τή­μα­τα πού τούς ἀ­πα­σχο­λοῦν θά ἀ­πο­σπά­σουν ὁ­πωσ­δή­πο­τε βο­ή­θεια. Μα­ζί μέ τήν ὁ­μά­δα τῶν ἐ­πι­σκό­πων καί ὁ σπου­δαῖ­ος καί στα­θε­ρό­τα­τος Μάρ­κος, τό καύ­χη­μα τῆς Ὀρ­θο­δο­ξιας, ὁ πρό­ε­δρος τῆς με­γά­λης Ἐφέ­σου, ὁ ἡ­ρω­ι­κός της ἐ­πί­σκο­πος. Πρίν ὅ­μως πα­ρα­κο­λου­θή­σου­με τήν τύ­χη τῆς ὑ­πό τόν Αὐ­το­κρά­το­ρα καί τόν Πα­τριά­ρχη ἐ­πι­τρο­πῆς τῶν Ὀρ­θο­δό­ξων, ἅς δοῦ­με σέ λί­γες γραμμές ποι­ός ἦ­ταν ὁ ὀ­νο­μα­στός ἐ­πί­σκο­πός της Ἐ­φέ­σου, πού γύ­ρω ἀ­πό τό πρό­σω­πό του θά δι­ε­ξα­χθεῖ ὁ μέ­γας ἀ­γών τῆς Ὀρ­θο­δο­ξιας κα­τά τοῦ Πα­πι­σμοῦ καί θά κρά­τη­σει, ἕνας καί μό­νος αὐ­τός, τήν Πί­στη τῆς Ἀ­να­το­λι­κῆς Ἐκ­κλη­σί­ας ἀ­δού­λω­τη.

Στήν Κων­σταν­τι­νού­πο­λη γεν­νή­θη­κε ὁ Μάρ­κος τό 1392. Μα­νου­ήλ ἦ­ταν τό βα­πτι­στι­κό του ὄ­νο­μα. Δι­ά­κο­νος ἦ­ταν ὁ πα­τήρ του. Καί δι­δά­σκα­λος συγ­χρό­νως. Κό­ρη ἰα­τροῦ ἡ μητέρα του. Ἐ­πι­με­λεια καί φρον­τί­δα πολ­λή ἐ­πέ­δει­ξαν ἀμ­φό­τε­ροι στήν χρι­στι­α­νι­κή καί ἠ­θι­κή δι­α­παι­δα­γώ­γη­ση τοῦ υἱ­οῦ τους. Ἀλ­λά καί τήν γραμ­μα­τι­κή του μόρ­φω­ση δέν παραμέ­λη­σαν. Τόν ἤ­θε­λαν πι­στό Χρι­ο­τια­νό, ἀλ­λά καί ἱ­κα­νό νά προ­σφέ­ρι ὅ,τι θά μπο­ροῦ­σε στούς γύ­ρω του. Ὁ νέ­ος ἀν­τα­πο­κρί­θη­κε πλή­ρως στίς προσ­δο­κί­ες τῶν εὐ­σε­βῶν γονέ­ων του. Καί μόρ­φω­ση ἱ­κα­νή ἔ­λα­βε, ἀ­φοῦ ὁ Θε­ός τόν εἶ­χε προι­κί­σει μέ σπου­δαί­α δι­ά­νοι­α, ἀλ­λά καί πνευ­μα­τι­κῶς καί χρι­στι­α­νι­κῶς μορ­φώ­θη­κε ἄ­ρι­στα. Ἀ­πό τό ἐ­φη­βι­κά τοῦ χρό­νια πα­ρου­σί­α­σε δείγ­μα­τα ὥ­ρι­μου ἀν­θρώ­που, σπου­δαί­ου νέ­ου. Οἱ πρῶ­τες του ἀ­σχο­λί­ες με­τά τήν ἐγ­κύ­κλια μόρ­φω­ση τοῦ ἦ­ταν ὅ­πως καί τοῦ πα­τέ­ρα του. Δι­δά­σκα­λος ἔ­γι­νε· καί στούς μα­θη­τές τοῦ με­τέ­δι­δε τά ἑλ­λη­νι­κά γράμ­μα­τα, ἀλ­λά καί τά χρι­στι­α­νι­κά ρή­μα­τα. Καί οἰ­κο­δο­μοῦ­σε ὁ νέ­ος· καί γι­νό­ταν πα­ρά­δειγ­μα σέ μι­κρούς καί με­γά­λους στα­θε­ρό­τη­τος καί πνευ­μα­τι­κῆς προ­κο­πῆς.

Δέν ἐ­ξά­σκη­σε γιά πο­λύ και­ρό τό ἔρ­γο τοῦ δι­δα­σκά­λου. Ἄλ­λο ἔρ­γο καί ἄλ­λη κλή­ση ἀ­νώ­τε­ρη καί ὑ­ψη­λό­τε­ρη τόν προ­σείλ­κυ­σε. Καί ἀλ­λά σκάμ­μα­τα, πνευ­μα­τι­κά, καί ἄλ­λοι στί­βοι καί ἀ­γῶ­νες γιά τήν δι­α­φύ­λα­ξη τῆς ὀρ­θῆς Πί­στε­ως ὡς ἰ­σχυ­ρός μα­γνή­της τόν ἀ­πέ­σπα­σαν ἀ­πό τό σχο­λεῖ­ο καί τήν αἴ­θου­σα τῆς δι­δα­σκα­λί­ας καί τόν εἰ­σή­γα­γαν στήν Ἐκ­κλη­σί­α. Εἴκο­σι­πεν­τε ἐ­τῶν νέ­ος ἀ­σπά­ζε­ται τόν μο­να­χι­κό βί­ο καί ὑ­πό τήν κα­θο­δή­γη­ση ἐ­νός σε­μνοῦ καί ἐ­νά­ρε­του μο­να­χοῦ, τοῦ Συ­με­ών, ζεῖ μέ κά­θε συ­νέ­πεια τή μο­να­χι­κή ζω­ή καί ἀσκεῖται στίς μο­να­χι­κές ἀ­ρε­τές, πα­ρέ­χον­τας τόν ἑ­αυ­τό τοῦ τύ­πο καί ὑ­πο­γραμ­μό σέ ὅ­λα. Τό­τε ἀ­πό Μα­νου­ήλ ὀ­νο­μά­σθη­κε Μάρ­κος. Δέν ἐ­πρό­κει­το ὅ­μως νά μεί­νει ἁ­πλός μο­να­χός καί νά ἀ­φι­έ­ρω­σει τή ζω­ή του στή μο­νή τῶν Πριγ­κη­πον­νή­σων. Ὁ Θε­ός τόν κα­λεῖ στή συ­νε­χεί­α στό κλη­ρι­κό στά­διο. Χει­ρο­το­νεῖ­ται Ἱ­ε­ρεύς καί δι­α­κο­νεῖ στό ἅ­γιό του Θε­οῦ θυσιαστή­ριο ἐ­νῶ συγ­χρό­νως σπου­δά­ζει στήν πλού­σια βι­βλι­ο­θή­κη τῆς νέ­ας του μο­νῆς, τῶν Μαγ­γά­νων, καί κα­τα­το­πί­ζε­ται πε­ρισ­σό­τε­ρο στό τε­ρά­στια προ­βλή­μα­τα, τά ὁ­ποῖ­α ἀντιμετωπί­ζει ἡ Ὀρ­θο­δο­ξί­α. Ἡ φή­μη τοῦ τα­χέ­ως ἐ­ξήλ­θε ἀ­πό τά στε­νά ὅ­ρια τῆς μο­νῆς, καί πολ­λοί ἔ­χουν στη­ρί­ξει πά­νω τοῦ τά βλέμ­μα­τα τῶν καί βλέ­πουν στό πρό­σω­πο τοῦ τόν γεν­ναῖ­ο καί ἄ­καμ­πτό της ὀρ­θῆς Πί­στε­ως ὑ­πε­ρα­σπι­στῆ. Καί οἱ με­γά­λοι ἀ­γῶ­νες του δέν θά βρα­δύ­νουν νά κα­τα­πλή­ξουν τούς πι­στούς. Στό με­τα­ξύ ὅ­μως ἡ Ἐκ­κλη­σί­α, ἐ­κτι­μών­τας τήν σπά­νια του ἀ­ρε­τή καί τήν ζη­λευ­τή του μόρ­φω­ση, τόν ἀ­να­δει­κνύ­ει ἐ­πί­σκο­πο Ἐ­φέ­σου. Καί τόν κα­λεῖ νά ἀ­νά­πτυ­ξει τά με­γά­λα του χα­ρί­σμα­τα καί νά ξε­τυ­λί­ξει τό με­γά­λο του ἠθι­κό ἀ­νά­στη­μα στήν δι­α­κυ­βέρ­νη­ση τῆς με­γά­λης καί ἱ­στο­ρι­κῆς Μη­τρο­πό­λε­ως. Τι­μή καί γιά τόν ἴ­διο, ἀλ­λά τι­μή καί γιά τήν Ἐκ­κλη­σί­α, ἡ ὁ­ποί­α τόν ἀ­νέ­δει­ξε. Καί τήν τι­μή αὐ­τή ὁ σπου­δαῖ­ος ἀ­γω­νι­στῆς καί θά τῆς τήν ἀν­τα­πο­δώ­ση πολ­λα­πλά­σια.

Β. Ὁ ἀ­γω­νι­στής.

Δέν πρό­φθα­σε νά δεί­ξει τά με­γά­λα πνευ­μα­τι­κά καί δι­οι­κη­τι­κά τοῦ προ­σόν­τα στήν οἰ­κο­δο­μή καί τήν δι­α­κυ­βέρ­νη­ση τῆς με­γά­λης μη­τρο­πό­λε­ως ὁ σε­βά­σμιος καί δρα­στή­ριος ποιμήν καί ἡ με­γά­λη ἐξ ἀρ­χι­ε­ρέ­ων ἐ­πι­τρο­πή ὑ­πό τήν ἡ­γε­σί­α τοῦ Πα­τριά­ρχου, τῆς ὁ­ποί­ας κλή­θη­κε νά ἀ­πο­τε­λέ­σει μέ­λος, ἑ­τοι­μά­ζε­ται νά ἀ­να­χώ­ρη­σει. Πη­γαί­νει νά διαπραγματευθει μέ τήν Πα­πι­κή Ἐκ­κλη­σί­α τήν ἕ­νω­ση τῶν Ἐκ­κλη­σι­ῶν. Ἡ Σύ­νο­δος στή Φερ­ρά­ρα, ἀρ­χι­κά συγ­κλή­θη­κε, δι­α­κό­πη­κε, λό­γω τῆς ἐμ­φα­νί­σε­ως ἐ­κεῖ σο­βα­ρῆς με­τα­δο­τι­κῆς νό­σου καί ἐ­πα­να­λή­φθη­κε τό ἑ­πό­με­νο ἔ­τος, 1439, στήν Φλω­ρεν­τί­α. Ἀ­πό τίς δυ­ό αὐ­τές πό­λεις πῆ­ρε τό ὄ­νο­μά της: Σύ­νο­δος Φερ­ρά­ρας – Φλω­ρεν­τί­ας.

Ἅς δοῦ­με ἀρ­χι­κά τό πνεῦ­μα, τό ὁ­ποῖ­ο ἐ­πι­κρα­τοῦ­σε με­τα­ξύ τῶν Ἀρ­χι­ε­ρέ­ων πού ἀ­πο­τε­λοῦ­σαν τήν ἐ­πι­τρο­πή τῶν Ὀρ­θο­δό­ξων. Τό πνεῦ­μα, λοι­πόν, τῶν πε­ρισ­σο­τέ­ρων ἦ­ταν φι­λε­νω­τι­κό. Δη­λα­δή ἐ­πι­θυ­μοῦ­σαν νά βρε­θεῖ τρό­πος, ὥ­στε νά γε­φυ­ρω­θεῖ καί πά­λι τό χά­σμα, τό ὁ­ποῖ­ο δη­μι­ουρ­γή­θη­κε μέ τό σχί­σμα, καί οἱ δυ­ό Ἐκ­κλη­σί­ες, ἡ Δυ­τι­κή καί ἡ Ἀ­να­το­λι­κή, νά ἑ­νω­θοῦν καί πά­λι καί νά ἀ­πο­τε­λέ­σουν μί­α Ἐκ­κλη­σί­α. Εἴ­τε δι­ό­τι οἱ δι­κοί μας μέ τίς ὑ­πο­χω­ρή­σεις πού θά ἔ­κα­ναν, ὑ­πό τήν πί­ε­ση τοῦ Αὐ­το­κρά­το­ρος, νό­μι­ζαν, ὅ­τι θά ἀπεκόμιζον ὀ­φέ­λη ἐκ μέ­ρους τῆς ἰ­σχυ­ρῆς Κα­θο­λι­κῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, εἴ­τε γιά ἄλ­λους λό­γους, τό γε­γο­νός εἶ­ναι, ὅ­τι γιά τήν ἐ­πι­τυ­χί­α τῆς ἑ­νώ­σε­ως πολ­λές ἔ­κα­ναν ὑ­πο­χω­ρή­σεις.

Δυ­ό με­γά­λα καί βα­σι­κά ζη­τή­μα­τα ἀ­πα­σχό­λη­σαν τούς συ­ζη­τη­τές ἐ­πι­σκό­πους τῶν δυ­ό πα­ρα­τά­ξε­ων. Τό ζή­τη­μα τῆς ἐκ­πο­ρεύ­σε­ως τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος καί ἐκ τοῦ Υἱ­οῦ, ὅ­πως οἱ Λα­τί­νοι ὑ­πο­στή­ρι­ζαν, καί τό ζή­τη­μα τῆς ἀ­να­γνω­ρί­σε­ως τοῦ Πά­πα ὡς δι­α­δό­χου του ἀ­πο­στό­λου Πέ­τρου καί μο­να­δι­κής ἐ­πί τῆς γῆς ὁ­ρα­τῆς κε­φα­λῆς ὅ­λης της Ἐκ­κλη­σί­ας, πού ἔ­χει τό πρω­τεῖ­ο ἀ­πέ­ναν­τι σέ ὅ­λους λό­γω τῆς εἰ­δι­κῆς ἐ­ξου­σί­ας, τήν ὁ­ποί­α πῆ­ρε ἀ­πό τόν Θε­ό ὡς δι­ά­δο­χος τοῦ πρω­το­κο­ρυ­φαί­ου. Καί στό πρῶ­το θέ­μα οἱ γνῶ­μες τῶν Ὀρ­θο­δό­ξων διχά­σθη­καν. Οἱ πε­ρισ­σό­τε­ροι, οἱ 13 ἀ­πό τούς 20, ὑ­πέ­γρα­ψαν τήν ἐκ­πό­ρευ­ση τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος καί ἐκ τοῦ Υἱ­οῦ. Στό δεύ­τε­ρο ὅ­μως θέ­μα ἡ ὑ­πο­χώ­ρη­ση ὑ­πῆρ­ξε σχε­δόν ὁλοκλη­ρω­τι­κή. Ὅ­λοι οἱ ἀν­τι­πρό­σω­ποι τῶν Ὀρ­θο­δό­ξων ὑ­πέ­γρα­ψαν καί ἀ­να­γνώ­ρι­σαν τό πρω­τεῖ­ο τοῦ Πά­πα ὡς μο­να­δι­κοῦ ἀν­τι­προ­σώ­που τοῦ Θε­οῦ ἐ­πί τῆς γῆς.

Ἐ­νῶ ὅ­μως ὅ­λοι ὑ­πο­χώ­ρη­σαν, ἕ­νας μό­νο ἔ­μει­νε βρά­χος ἀ­σά­λευ­τος, ὁ Μάρ­κος. Μέ μί­α ψυ­χι­κή δύ­να­μη ἀ­ξι­ο­θαύ­μα­στη στούς ἰ­σχυ­ρούς του ὤ­μους κρά­τη­σε τήν Ὀρ­θό­δο­ξη γραμμή, κα­τά τήν ὁ­ποί­α ὁ Πά­πας δέν ἔ­χει κα­νέ­να ἰ­δι­αί­τε­ρο προ­νό­μιο, ἀλ­λά μό­νο εἶ­ναι πρῶ­τος με­τα­ξύ ἴ­σων. Ἔ­τσι, ἐ­νῶ οἱ Λα­τί­νοι πα­νη­γύ­ρι­σαν τήν ὑ­πο­χω­ρη­τι­κό­τη­τα τῶν Ὀρθο­δό­ξων, ὅ­ταν ὅ­μως εἶ­δαν τήν ἐμ­μο­νή τοῦ Μη­τρο­πο­λί­του Ἐ­φέ­σου στήν Ὀρ­θό­δο­ξη γραμ­μή, λυ­πή­θη­καν πο­λύ. Εἶ­ναι μά­λι­στα ἐ­ξαι­ρε­τι­κά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κός ὁ δι­ά­λο­γος τοῦ Πά­πα μέ τούς Συ­νο­δι­κούς του μη­τρο­πο­λί­τες.

— Τι ἔ­γι­νε; Ὑ­πο­χώ­ρη­σαν οἱ Ὀρ­θό­δο­ξοι στό πρω­τεῖ­ο; ρώ­τη­σε ὁ Πά­πας.

— Ναι, ὑ­πο­χώ­ρη­σαν, ἀ­πάν­τη­σαν ἐ­κεῖ­νοι.

— Ὁ Ἐ­φέ­σου Μάρ­κος συμ­φώ­νη­σε καί αὐ­τός;

— Ὀ­χι. Ἐμ­μέ­νει στίς ἀ­πό­ψεις του.

— Τό­τε, δέν κά­να­με τί­πο­τε.

Καί πράγ­μα­τι δέν ἔ­κα­ναν τί­πο­τε. Δι­ό­τι ἡ Ὀρ­θό­δο­ξη συ­νεί­δη­ση, τήν ὁ­ποί­α τό­σο ἐ­πα­ξί­α ἐκ­προ­σώ­πη­σε ὁ Ἐ­φέ­σου, ὄ­χι ἁ­πλῶς δέν ἀ­να­γνώ­ρι­σε τήν Σύ­νο­δο ἐ­κεί­νη, ἀλ­λά καί τήν ἀ­πο­δο­κί­μα­σε, χα­ρα­κτη­ρί­ζον­τας τήν ὡς λη­στρι­κή Σύ­νο­δο καί ξέ­νη ἐν­τε­λῶς πρός τό Ὀρ­θό­δο­ξο πνεῦ­μα. Τό ἄ­ξιο μά­λι­στα ἰ­δι­αί­τε­ρης προ­σο­χῆς εἶ­ναι, ὅ­τι οἱ Ὀρ­θό­δο­ξοι πού ὑ­πέ­γρα­ψαν στή Σύ­νο­δο δέν ἄρ­γη­σαν νά ἀν­τι­λη­φθοῦν τό λά­θος τους. Καί γί αὐ­τό, ὅ­ταν ἀ­πο­βι­βά­ζον­ταν στήν Κων­σταν­τι­νού­πο­λη τήν 1η Φε­βρου­α­ρί­ου τοῦ 1440 καί ρω­τοῦν­ταν ἀ­πό τό πλῆ­θος, τό ὁ­ποῖ­ο τούς ὑ­πο­δε­χό­ταν, πῶς πῆ­γαν οἱ συ­ζη­τή­σεις καί ἄν ἡ Ὀρ­θο­δο­ξί­α νί­κη­σε, ἐ­κεῖ­νοι ἀ­παν­τοῦ­σαν: Κόψ­τε τό δε­ξί μας χέ­ρι πού ὑ­πέ­γρα­ψε αὐ­τά τά πράγ­μα­τα, ἐ­κρι­ζῶ­στε τή γλώσ­σα μας πού τά ὁ­μο­λό­γη­σε. Καί ἐ­νῶ ὁ λα­ός ἀ­πό τήν ἀ­πάν­τη­ση ἐ­κεί­νη ἀν­τι­λαμ­βα­νό­ταν, ὅ­τι ἀν­τί γιά νί­κη, τήν ὁ­ποί­α πε­ρί­με­νε, οἱ δι­κοί μας στήν Φλω­ρεν­τί­α εἶ­χαν ὑ­πο­στεῖ δει­νή ἤτ­τα, ὅ­μως γε­μά­τος ἐλ­πί­δα ἔ­στρε­ψε τά μά­τια στόν Μη­τρο­πο­λί­τη Ἐ­φέ­σου. Καί ὅ­ταν ἀ­πό τό στό­μα τό δι­κό του ἄ­κου­σε, ὅ­τι σέ καμ­μί­α ὑ­πο­χώ­ρη­ση δέν προ­έ­βη ἐ­κεῖ­νος, ἄλλ ἀντιθέτως ἀν­τέ­τα­ξε τό ἀ­νά­στη­μά του καί ἔ­μει­νε πι­στός καί στα­θε­ρός στήν Ὀρ­θό­δο­ξη ἀν­τί­λη­ψη, ἀ­νέ­πνευ­σε καί ἐν­θου­σι­ά­σθη­κε, μέ δό­ξα μά­λι­στα καί τι­μή πολ­λή στε­φά­νω­σε τόν με­γά­λο μα­χη­τή καί ἀ­γω­νι­στῆ τῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας. Ὅ­ταν πλη­ρο­φο­ρή­θη­κε καί κά­ποι­ες ἰ­δι­αί­τε­ρες λε­πτο­μέ­ρει­ες τῆς ὑ­πο­θέ­σε­ως, ξέ­σπα­σε σέ ἀ­κρά­τη­το ἐν­θου­σια­σμό. Ποι­ές εἶ­ναι οἱ λε­πτο­μέ­ρει­ες αὐ­τές; Ὁ Πά­πας προ­σκά­λε­σε ἰ­δι­αι­τέ­ρως τόν Μάρ­κο στό γρα­φεῖ­ο του, ἀφοῦ δι­ε­πί­στω­σε τήν ἐμ­μο­νή του στήν πί­στη τῆς Ἀ­να­το­λι­κῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, καί μέ δι­ά­φο­ρα μέ­σα προ­σπά­θη­σε νά τόν με­τα­πεί­σει. Τόν κρά­τη­σε ὄρ­θιο γιά νά τοῦ δεί­ξει, ὅ­τι αὐ­τός εἶ­ναι ὁ κυ­ρί­αρ­χος, ἐ­νῶ συγ­χρό­νως ἄρ­χι­σε νά τόν ἀ­πει­λεῖ. Ἀλλά ὁ ἀ­πο­φα­σι­στι­κός ἐ­πί­σκο­πος στό πρῶ­το ἔ­δω­σε μό­νος τή λύ­ση, παίρ­νον­τας κά­θι­σμα στό ὁποῖο κά­θι­σε, ἀ­φοῦ δή­λω­σε στόν ἀρ­χη­γό τῆς Λατινικῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ὅ­τι τά πό­δια του ἦ­ταν ἀ­δύ­να­τα καί δέν μπο­ροῦ­σε νά στα­θεῖ ὄρ­θιος. Στίς ἀ­πει­λές πά­λι μέ σθέ­νος πο­λύ ἀ­πάν­τη­σε, ὅ­τι δέν φο­βοῦν­ταν ἀ­πο­λύ­τως κα­νέ­να, δι­ό­τι ἔ­χει ἤ­ρε­μη τή συ­νεί­δη­σή του, ὅ­τι μέ­νει πι­στός στήν Ὀρ­θο­δο­ξί­α, γιά τήν ὁ­ποί­α εἶ­ναι ἕ­τοι­μος τά πάν­τα νά ὑ­πο­στεῖ.

Ἡ πρώ­τη σθε­να­ρή στά­ση τοῦ ἡ­ρω­ί­κου Μη­τρο­πο­λί­του ἐ­κτι­μή­θη­κε κατάλληλα ἐκ μέ­ρους τῶν ὀρ­θο­φρο­νούν­των πι­στῶν καί οἱ ἀ­πο­φά­σεις τῆς Συ­νό­δου πε­ρί ἑ­νώ­σε­ως τῶν Ἐκ­κλη­σι­ῶν ἔ­μει­ναν ἀ­πραγ­μα­το­ποί­η­τες, μο­λο­νό­τι δυ­ό κα­τά συ­νέ­χεια δι­ά­δο­χοι στόν Οἰ­κου­με­νι­κό Πα­τρι­αρ­χι­κό θρό­νο του στή Φλω­ρεν­τί­α ἀ­πο­θα­νόν­τος Πα­τριά­ρχου Ἰ­ω­σήφ, ὁ Μη­τρο­φά­νης καί ὁ Γρη­γό­ριος, ἦ­ταν στό ἔ­πα­κρο φι­λε­νω­τι­κοί. Ἔ­τσι μέ τήν ἀν­δρεί­α καί στα­θε­ρό­τη­τα τοῦ ἁ­γί­ου Μάρ­κου ἕ­νας σο­βα­ρό­τα­τος κίν­δυ­νος, πού ἀ­πεί­λη­σε τήν Ἀ­να­το­λι­κή Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α νά ὑ­πο­δου­λω­θεῖ στόν πα­πι­σμό γιά με­ρι­κά ἀν­ταλ­λάγ­μα­τα πού ζή­τη­σε ὁ Αὐ­το­κρά­τωρ, ἀ­πό­φευ­χθη­κε ὁ­ρι­στι­κά. Δέν εἶ­ναι, λοι­πόν, ἄ­ξιος της εὐ­γνω­μο­σύ­νης ὅ­λων τῶν πι­στῶν Χρι­στια­νῶν ὁ σο­φός καί ἅ­γιος καί ἀ­με­τα­κί­νη­τος στήν πί­στη Ἱ­ε­ράρ­χης;

Γ. Πι­στός μέ­χρι τέ­λους.

Ἐ­ξαι­ρε­τι­κά δύ­σκο­λη εἶ­ναι ἡ θέ­ση τοῦ γεν­ναί­ου ἀ­γω­νι­στη καί ὑ­πε­ρα­σπι­στῆ τῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας ἔ­πει­τα ἀ­πό τήν σα­φῶς φι­λε­νω­τι­κή στά­ση τό­σο τοῦ Αὐ­το­κρά­το­ρος, ὅ­σο καί τοῦ Πα­τριά­ρχη. Καί ἐ­φό­σον αὐ­τός ἦ­ταν τό κύ­ριο πρό­σω­πο, τό ὁ­ποῖ­ο μέ τό­σο σθέ­νος ἀν­τι­τί­θον­ταν στίς προ­σπά­θει­ές τους γιά τήν ἕ­νω­ση τῶν Ἐκ­κλη­σι­ῶν, ἔ­πρε­πε ὁ­πωσ­δή­πο­τε νά ἐ­ξου­δε­τε­ρω­θεῖ. Καί πρῶ­τα πρῶ­τα οἱ φι­λε­νω­τι­κοί ἐ­πί­σκο­ποι σέ ἀ­να­κοι­νώ­σεις τούς πρός τόν λα­ό προ­σπά­θη­σαν νά ἀ­πο­δεί­ξουν, ὅ­τι γιά τόν ὀ­ρό, τόν ὁ­ποῖ­ο ὑ­πέ­γρα­ψαν στήν Φλω­ρεν­τί­α, δέν ἐ­περ­χό­ταν καμ­μί­α ἀ­πο­λύ­τως με­τα­βο­λή στήν πί­στη τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Ἀ­να­το­λι­κῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ἐ­νῶ ἡ πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ἦ­ταν, ὅ­τι ὁ ὅ­ρος πε­ρι­ε­λάμ­βα­νε καί τήν ἐκ τοῦ Υἱ­οῦ ἐκ­πό­ρευ­ση τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος, ἔ­στω καί ἄν γιά τούς Ἀ­να­το­λι­κούς δέν ἦ­ταν ὑ­πο­χρε­ω­τι­κός, καί ὅ­τι πα­ρα­δέ­χθη­καν πλή­ρη ἀ­να­γνώ­ρι­ση τοῦ πρω­τεί­ου τοῦ Πά­πα.

Ἀλ­λά δέν πε­ρι­ο­ρί­σθη­καν μό­νο στό μέ­τρο αὐ­τό. Γιά νά μή ἐ­πη­ρε­ά­ζει τίς λαι­κές μά­ζες ὁ ἡ­ρω­ι­κός ἐ­πί­σκο­πος, λαμ­βά­νε­ται ἀ­πό­φα­ση νά ἐ­ξο­ρι­σθεῖ. Καί ἐ­ξο­ρί­ζε­ται βέ­βαι­α, καί ἀπομακρύνεται ἀ­πό τήν πρω­τεύ­ου­σα, ἀλ­λά συ­νε­χί­ζει τόν ἀ­γώ­να μέ δύ­να­μη πολ­λή. Κη­ρύτ­τει τήν ἀ­λή­θεια σέ κά­θε κα­τεύ­θυν­ση. Ἀλ­λά τό σπου­δαι­ό­τε­ρο, ἀ­πηύ­θυ­νε, πι­θα­νῶς ἀ­πό τήν Λῆ­μνο, ἐγ­κύ­κλιο στούς Ὀρ­θο­δό­ξους Χρι­στια­νούς ὅ­λης της γῆς, στήν ὁ­ποί­α κα­τα­δει­κνύ­ει ἀ­φε­νός μέν τίς πλά­νες, στίς ὁ­ποῖ­ες πε­ρι­έ­πε­σε ἡ Κα­θο­λι­κή Ἐκ­κλη­σί­α με­τά τό σχί­σμα, ἀ­φε­τέ­ρου δέ τήν Ὀρ­θο­δο­ξη πί­στη. Ἀ­να­πτύσ­σον­τας δέ μέ ἔ­να χει­μαρ­ρῶ­δες ὕ­φος καί τά ὅ­σα συ­ζη­τή­θη­καν στήν Σύ­νο­δο, ἀ­πο­δει­κνύ­ει τίς σο­βα­ρές δι­α­φο­ρές με­τα­ξύ τῶν δυ­ό Ἐκ­κλη­σι­ῶν, οἱ ὁ­ποῖ­ες θά δι­αι­ω­νί­ζουν τό σχί­σμα, ἐ­άν πα­πι­κή Ἐκ­κλη­σί­α πού ἀ­πο­κό­πη­κε ἀ­πό τήν Ὀρ­θο­δο­ξί­α δέν ἐ­πα­νέλ­θει στήν πί­στη τῆς ἀρ­χαί­ας ἀ­δι­αι­ρέ­του Ἐκ­κλη­σί­ας.

Κεί­με­νο ἐ­ξαι­ρε­τι­κῆς δογ­μα­τι­κῆς ση­μα­σί­ας τό κεί­με­νο τῆς ἐ­πι­στο­λῆς τοῦ ἀ­οι­δί­μου Ἱ­ε­ράρ­χου πάλ­λε­ται κυ­ρι­ο­λε­κτι­κῶς ἀ­πό τόν ἐν­θου­σια­σμό τοῦ Πα­τρός πού ἐ­νέ­με­νε ἀ­με­τα­κί­νη­τα στήν Ὀρ­θό­δο­ξη γραμ­μή. Χα­ρα­κτη­ρί­ζει στήν ἐγ­κύ­κλιο τούς Λα­τί­νους ὡς αἱ­ρε­τι­κούς, βε­βαι­ώ­νον­τας ὅ­τι ἡ Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α τήν ἐ­πο­χή ἐ­κεί­νη καί πι­θα­νῶς ἀ­πό τίς Σταυ­ρο­φο­ρί­ες θε­ω­ροῦ­σε πράγ­μα­τι τούς Λα­τί­νους ὄ­χι μό­νο ὡς σχι­σμα­τι­κούς, ἀλ­λά καί ὡς αἱ­ρε­τι­κούς, κα­θώς δε­χό­ταν ὅ­σους προ­σέρ­χον­ταν ἀ­πό αὐ­τούς στήν Ὀρ­θο­δο­ξί­α μέ τή χρί­ση τοῦ ἁ­γί­ου μύ­ρου. Ἀ­κό­μη στήν ἐγ­κύ­κλιο δη­λώ­νε­ται ὅ­τι οἱ Ὀρ­θό­δο­ξοι σχί­σα­με τούς Λα­τί­νους καί τούς ἀ­πο­κό­ψα­με τό κοι­νό σῶ­μα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας δι­ό­τι φρο­νοῦ­σαν πράγ­μα­τα ἄ­το­πα καί δυσ­σε­βή καί πα­ρά­λο­γα ἔ­κα­ναν τήν προ­σθή­κη. Γί αὐ­τό συμ­πε­ραί­νει, ὅ­τι τούς ἀ­πο­στρα­φή­κα­με ὡς αἱ­ρε­τι­κούς, καί γιά αὐ­τό χω­ρι­σθή­κα­με ἀ­πό αὐ­τούς. Εἶ­ναι αἱ­ρε­τι­κοί λοι­πόν καί ὡς αἱ­ρε­τι­κούς τους ἀ­πο­κό­ψα­με.

Τήν δι­δα­σκα­λί­α αὐ­τή τοῦ ἁ­γί­ου Πα­τρός υἱ­ο­θε­τη­σε ἡ Ἐκ­κλη­σί­α ὡς γνη­σί­ως Ὀρ­θό­δο­ξη καί σύμ­φω­νη μέ τίς πα­ρα­δό­σεις τῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας. Πα­ρό­μοι­α καί ὅ­λη τή γε­νι­κό­τε­ρη στά­ση τοῦ ἀ­πέ­ναν­τι στή Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κή Ἐκ­κλη­σί­α καί τή δι­δα­σκα­λί­α τῆς ἐ­νέ­κρι­νε καί υἱ­ο­θέ­τη­σε ὁ­λό­κλη­ρη ἡ Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α, ἡ ὁ­ποί­α γιά αὐ­τό καί ἀ­να­γνώ­ρι­σε τόν Ἰ­ε­ράρ­χη ὡς πρό­μα­χο τῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας καί τόν κα­τέ­τα­ξε στή σει­ρά τῶν ὑ­πε­ρα­σπι­στῶν τῆς ἀ­πέ­ναν­τι στήν Πα­πω­σύ­νη δί­πλα στό πλευ­ρό τοῦ Με­γά­λου Φω­τί­ου καί τῶν ἄλ­λων ἡ­ρω­ι­κῶν προ­μά­χων της.

Τό σπου­δαῖ­ο εἶ­ναι ὅ­τι μέ τούς ἀ­γῶ­νες τοῦ ὄ­χι μό­νο δέν ἀ­να­γνω­ρί­σθη­κε ἀ­πό τήν Ὀρ­θό­δο­ξη Ἀ­να­το­λή ἡ Σύ­νο­δος τῆς Φλω­ρεν­τί­ας ὡς Οἰ­κου­με­νι­κή, ὅ­πως τήν θέ­λουν οἱ Λα­τί­νοι, ἄλλ ἀν­τί­θε­τα ὡς λη­στρι­κή Σύ­νο­δος. Ὁ κλῆ­ρος μά­λι­στα καί ὁ λα­ός ὁ ὁ­ποῖ­ος ἐν­θου­σι­ά­σθη­κε ἀ­πό τήν σθε­να­ρή στά­ση τοῦ Ἱ­ε­ροῦ Μάρ­κου στά­θη­κε τεῖ­χος ὀ­χυ­ρό καί φρού­ριο ἀ­πόρ­θη­το, ὥ­στε νά ἐμ­πο­δί­σει τήν εἴ­σο­δο ἀν­τι­ορ­θο­δό­ξων φρο­νη­μά­των καί δι­δα­σκα­λι­ῶν στόν ἱ­ε­ρό πε­ρί­βο­λο τῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας μας.

Καί ὄ­χι μό­νο στό κλί­μα τοῦ Πα­τρι­αρ­χεί­ου τῆς Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως δη­μι­ουρ­γή­θη­κε ἡ σω­τή­ρια ἀν­τί­δρα­ση, ἀλ­λά καί στά ἄλ­λα Πα­τρι­αρ­χεῖ­α τῆς Ἀ­να­το­λῆς, τῶν Ἱ­ε­ρο­σο­λύ­μων, τῆς Ἀν­τι­ο­χεί­ας καί τῆς Ἀ­λε­ξαν­δρεί­ας, ἀ­κό­μη μά­λι­στα καί στήν Ἐκ­κλη­σί­α τῆς Ρω­σί­ας. Αὐ­τά ἀ­πηύ­θυ­ναν δι­α­μέ­σου τῶν Πα­τρια­ρχῶν τούς ἐ­πι­στο­λή πρός τόν φι­λε­νω­τι­κό Πα­τριά­ρχη Μη­τρο­φά­νη, τόν ὁ­ποῖ­ο ἐγ­κα­τέ­στη­σε ὁ αὐ­το­κρά­τωρ γιά τήν ἐ­πι­τυ­χί­α τῶν σκο­πῶν του, στήν ὁ­ποί­α ἀ­πο­κη­ρύσ­σουν τήν Σύ­νο­δον τῆς Φλω­ρεν­τί­ας, καί χα­ρα­κτη­ρί­ζουν καί τόν ἴ­διο ὡς αἱ­ρε­τι­κό. Συμ­πλη­ρώ­νον­τας μά­λι­στα τήν ἐ­νερ­γειά τους ἔ­στει­λαν καί στόν Αὐ­το­κρά­το­ρα εὐ­θαρ­σῆ καί γεν­ναί­α ἐ­πι­στο­λή, στήν ὁ­ποί­α τόν προ­ει­δο­ποι­οῦν ὅ­τι, ἐ­άν ἐ­ξα­κο­λου­θή­σει νά προ­στα­τεύ­ει τόν Μη­τρο­φά­νη καί νά εἶ­ναι ὑ­πέρ τῶν Κα­θο­λι­κῶν, θά τόν ἀ­φο­ρί­σουν.

Ἔ­τσι κα­τά τήν μαρ­τυ­ρί­α τῶν Ἱ­στο­ρι­κῶν ὁ ἱ­ε­ρός Μάρ­κος ἀ­να­δεί­χθη­κε σπου­δαῖ­ος προ­στά­της τῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας, ἀ­φοῦ σ’ αὐ­τόν κυ­ρί­ως ὀ­φεί­λε­ται τό κα­θώς ἔ­γι­νε ὁ ση­μαι­ο­φό­ρος τῆς ἀν­θε­νω­τι­κῆς με­ρί­δος ἔ­σω­σε μέ τόν τρό­πο αὐ­τό τήν ἀ­νε­ξαρ­τη­σί­α τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σί­ας καί πέ­τυ­χε τήν ἐμ­μο­νή της στή γνή­σια χρι­στι­α­νι­κή δι­δα­σκα­λί­α, τῆς ὁ­ποί­ας σα­φῆς ἀ­πό­κλι­ση ἦ­ταν ὁ λα­τι­νι­κός ἰ­σχυ­ρι­σμός πε­ρί πρω­τεί­ων.

Ἀλ­λά οἱ στε­ρή­σεις καί οἱ κα­κου­χί­ες τῆς ἐ­ξο­ρί­ας καί οἱ συ­νε­χεῖς ἀ­γῶ­νες ἔ­καμ­ψαν τήν σω­μα­τι­κή ὑ­γεί­α τοῦ με­γά­λου ἀ­γω­νι­στῆ. Δέν εἶ­ναι πα­ρά μό­λις 52 ἐ­τῶν. Αἰ­σθά­νε­ται ὅ­μως τίς δυ­νά­μεις του νά τόν ἐγ­κα­τα­λεί­πουν. Κά­ποι­α ἀ­σθέ­νεια τόν ρί­χνει στό κρεβ­βά­τι. Δέν εἶ­ναι με­γά­λης διά­ρκειας. Δε­κα­τέσ­σα­ρις μό­νο μέ­ρες διήρκεσε. Καί ἦλ­θε ὁ θά­να­τος νά τόν ἀ­παλ­λά­ξει ἀ­πό τούς κό­πους καί τίς τα­λαι­πω­ρί­ες καί τίς ἐ­ξου­θε­νώ­σεις καί τα­πει­νώ­σεις, στίς ὁ­ποί­ας τόν ὑ­πέ­βα­λαν οἱ ἐ­χθροί του. Τό 1444, ἐν­νέ­α δη­λα­δή χρό­νια πρίν ἀ­πό τήν πτώ­ση τῆς Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως, ἐ­κοι­μή­θη ἐν Κυ­ρί­ῳ. Πέ­τα­ξε στούς οὐ­ρα­νούς γιά νά πά­ρει τόν δί­και­ο μι­σθό τῶν κό­πων του. Τόν ἔ­κλα­ψαν οἱ Ὀρ­θό­δο­ξοι. Τόν τι­μᾶ μέ ὕ­μνους καί ἐγ­κώ­μια ἡ Ἐκ­κλη­σί­α. Πο­λύ χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά εἶ­ναι τά δυ­ό αὐ­τά δί­στι­χα, τά ὁ­ποῖ­α οἱ ὑ­μνο­γρά­φοι τοῦ ἀ­φι­έ­ρω­σαν:

«Κρα­τεῖ μέν Ἄτ­λας μυ­θι­κῶς ὤ­μοις πό­λον, κρα­τεῖ δ’ ἀ­λη­θῶς Μάρ­κος Ὀρ­θο­δο­ξί­αν». Καί: «Ὁ τούς δι­δα­σκά­λους ἀ­λη­θῶς δο­ξά­σας ἐν οὐ­ρα­νοῖς δο­ξά­ζε­ται νῦν σύν τού­τοις. Δο­ξά­ζε­ται ἐν οὐ­ρα­νοῖς. Δο­ξά­ζε­ται καί ἐ­πί τῆς γῆς».

Τό πα­ρά­δειγ­μα τοῦ δι­δά­σκει, ἐμ­πνέ­ει, φω­τί­ζει, ἐν­δυ­να­μώ­νει τούς πι­στούς μα­χη­τές τῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας. Κύ­ρι­ε, ἀ­να­δεί­κνυ­ε πάν­το­τε στήν Ἐκ­κλη­σί­α Σου τέ­τοι­ους ἡ­ρω­ι­κούς μα­χη­τές.

Ἀπό τό βιβλίο «Ἀπό τή Ζωή τῶν Ἁγίων»

Ἀρχιμ. Γεωργίου Δημοπούλου

 

Ο Α­ΓΙΟΣ ΑΡ­ΣΕ­ΝΙΟΣ ΑΡ­ΧΙ­Ε­ΠΙ­ΣΚΟ­ΠΟΣ ΚΕΡ­ΚΥ­ΡΑΣ

«Ὁ ποι­μήν ὁ κα­λός τήν ψυ­χήν αὐ­τοῦ τί­θη­σιν ὑ­πέρ τῶν προ­βά­των», εἶ­πε ὁ Κύ­ριος (Ἰ­ω. ι΄ 11). Καί ὁ λό­γος πρω­τί­στως ἀ­να­φέ­ρε­ται σ’ Ἐ­κεῖ­νον, ὁ ὁ­ποῖ­ος ὡς ὁ μο­να­δι­κός καί ὁ Μέ­γας Ποι­μήν ὄ­χι μό­νο ἔ­γι­νε ἄν­θρω­πος γιά τή σω­τη­ρί­α τῶν ἀν­θρώ­πων, ἀλ­λά θυ­σί­α­σε καί αὐ­τή τή ζω­ή του. Καί ὅ­σοι ποι­μέ­νες τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μι­μή­θη­καν τόν Μέ­γα Ποι­μέ­να, τήν ἴ­δια ὁ­δό ἀ­κο­λού­θη­σαν. Πρό­σφε­ραν δυ­νά­μεις καί χρό­νο, ἀλ­λά καί τή ζω­ή τους θυ­σί­α­σαν πολ­λοί «ὑ­πέρ τῶν προ­βά­των», τά ὁ­ποῖ­α ἐποί­μα­ναν ἐκ μέ­ρους τοῦ Κυ­ρί­ου καί «ἐν τῷ ὀ­νό­μα­τί του». Ἕ­νας τέ­τοι­ος ποι­μένας τῆς με­γά­λης τοῦ Χρι­στοῦ Ποί­μνης εἶ­ναι καί ὁ Ἀρ­χι­ε­πί­σκο­πος Κερ­κύ­ρας Ἀρ­σέ­νιος.

Ὁ Ἀρ­σέ­νιος εἶ­δε τό φῶς τῆς ζωῆς στά Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα, τήν πό­λη τήν ἁ­γί­α, στά χρό­νια τοῦ αὐ­το­κρά­το­ρος Βα­σι­λεί­ου τοῦ Μα­κε­δό­νος (867 – 886). Οἱ εὐ­σε­βέ­στα­τοι γο­νεῖς του, ἀ­πό βρέ­φος ἀ­κό­μη ὄ­χι μό­νο τόν μόρ­φω­σαν ἐν Χρι­στῷ, ἀλ­λά καί τόν ἀ­φι­έ­ρω­σαν στόν Κύ­ριο μέ τόν ἱ­ε­ρό πό­θο νά ὑ­πη­ρε­τή­σει τόν Χρι­στό καί τήν Ἐκ­κλη­σί­α του.

Δέν γνω­ρί­ζου­με πολ­λά γιά τή νε­α­νι­κή του ἡ­λι­κί­α. Γνω­ρί­ζου­με ὅ­μως ὅ­τι, ὥ­ρι­μος πλέ­ον χει­ρο­το­νή­θη­κε πρε­σβύ­τε­ρος στή Σε­λεύ­κεια τῆς Μι­κρᾶς Ἀ­σί­ας καί στή συ­νέ­χεια ἐ­πί Πα­τριά­ρχου Τρύ­φω­νος (928 – 931) ἦλ­θε στή Βα­σι­λεύ­ου­σα καί ἔ­λα­βε ἐ­πί­ση­μη ἱ­ε­ρα­τι­κή θέ­ση κον­τά στόν Πα­τριά­ρχη. Καί στήν ἐ­πί­ση­μη αὐ­τή θέ­ση ἐρ­γά­σθη­κε ὁ Ἀρ­σέ­νιος μέ ὅ­λη τή συ­ναί­σθη­ση τῆς εὐ­θύ­νης του ἀ­πέ­ναν­τι στόν Θε­ό καί τούς ἀν­θρώ­πους. Ἀρ­γό­τε­ρα ὁ Πα­τριά­ρχης Θε­ο­φύ­λα­κτος (931 – 956), ὁ ὁ­ποῖ­ος γνώ­ρι­σε ἀ­πό κον­τά καί πα­ρα­κο­λού­θη­σε τό ἔρ­γο τοῦ κα­λοῦ αὐ­τοῦ ἐρ­γά­τη, τόν ἀ­νέ­βα­σε σέ ὑ­ψη­λό­τε­ρη λυ­χνί­α. Τόν προ­ή­γα­γε καί τόν χει­ρο­τό­νη­σε ἐ­πάξια σέ Ἐ­πί­σκο­πο καί Ἀρ­χι­ε­πί­σκο­πο Κερ­κύ­ρας.

Καί ὁ νέ­ος Ἐ­πί­σκο­πος ἦλ­θε στήν Κέρ­κυ­ρα μέ πολ­λή ἀ­γά­πη πρός τό ποί­μνιο πού τοῦ ἐμ­πι­στεύ­θη­κε ὁ Κύ­ριος, ἀλ­λά καί μέ ἐν­θου­σια­σμό καί ἀ­πό­φα­ση νά ἐρ­γα­σθεῖ γι’ αὐ­τό μέ­χρι θα­νά­του. Κύ­ριο μέ­λη­μά του ἦ­ταν τό κή­ρυγ­μα. Κή­ρυγ­μα ἀ­φυ­πνι­στι­κό, δι­α­φω­τι­στι­κό, ἀλ­λά καί οἰ­κο­δο­μη­τι­κό. Μέ­λη­μά του καί ἡ φι­λαν­θρω­πί­α καί κά­θε ἀ­γα­θο­ερ­γί­α. Ἡ βο­ή­θεια ὅ­σων εἶ­χαν ἀ­νάγ­κη καί γιά ὅ,τι εἶ­χαν ἀ­νάγ­κη. Ἐρ­γα­ζό­ταν ὅ,τι ὁ Θε­ός διά τοῦ προ­φή­του Ἰ­ε­ζε­κι­ήλ ζη­τᾶ ἀ­πό τούς ποι­μέ­νες: «Τό χα­μέ­νο πρό­βα­το θά φρον­τί­σω νά τό βρῶ, τό πε­ρι­πλα­νώ­με­νο θά τό ἐ­πι­στρέ­ψω, ἐ­κεῖ­νο πού ὑ­πέ­στη κά­ταγ­μα θά τό ἐ­πι­δέ­σω, τό ἀ­σθε­νι­κό θά τό ἐ­νι­σχύ­σω, τό ὑ­γι­ές θά τό προ­φυ­λά­ξω καί γε­νι­κῶς θά τά ποι­μά­νω ὅ­λα μέ δι­και­ο­σύ­νη» (Ἰ­εζ. λδ΄ 16). Ὁ Ἀρ­σέ­νιος δι­α­κρί­θη­κε καί ὡς συγ­γρα­φεύς ἔρ­γων πνευ­μα­τι­κῆς οἰ­κο­δο­μῆς τοῦ ποι­μνί­ου του.

Ἰ­δι­αι­τέ­ρως ὅ­μως πρό­σφε­ρε ὅ­λο τόν ἑ­αυ­τό του ὑ­πέρ τῶν προ­βά­των τοῦ Χρι­στοῦ στίς κρί­σι­μες πε­ρι­στά­σεις πού βρέ­θη­κε ὁ λα­ός τῆς Κερ­κύ­ρας, ὅ­ταν λη­στρι­κές συμ­μο­ρί­ες ἐ­πέ­δρα­μαν ἐ­ναν­τί­ον τῆς νή­σου. Σλα­βι­κές συμ­μο­ρί­ες ἀ­πό τίς ἀ­πέ­ναν­τι πε­ρι­ο­χές τῆς Ἠ­πεί­ρου ἐ­πέ­φε­ραν με­γά­λες κα­τα­στρο­φές, καί ἦ­ταν ἕ­τοι­μες νά προ­χω­ρή­σουν μέ­χρι τήν Κέρ­κυ­ρα. Ὁ φό­βος τοῦ κερ­κυ­ρα­ϊ­κοῦ λα­οῦ ἦ­ταν με­γά­λος καί ἡ ἀ­γω­νί­α του εἶ­χε φθά­σει στό κα­τα­κό­ρυ­φο. Τό­τε αὐ­τό­κλη­τος ὁ γεν­ναῖ­ος Ἀρ­χι­ε­πί­σκο­πος, ὡς κα­λός ποι­μήν, ἀ­νέ­λα­βε ἔρ­γο σω­τη­ρί­ας. Παίρ­νει τήν πρω­το­βου­λί­α καί χω­ρίς νά ὑ­πο­λο­γί­σει τόν κίν­δυ­νο ἔρ­χε­ται νά συ­ναν­τή­σει τούς ἐ­πι­δρο­μεῖς. Καί οἱ Σλά­βοι τόν δέ­χθη­καν βέ­βαι­α, ἀλ­λά ἀν­τί νά πει­σθοῦν σ’ ὅ,τι ἐ­κεῖ­νος μέ πό­νο καί δά­κρυ­α, ὡς πα­τήρ καί ποι­μήν, τούς πα­ρα­κα­λοῦ­σε, τόν κρά­τη­σαν ὅ­μη­ρο, δέ­σμιο κον­τά τους. Στή συ­νέ­χεια μέ μα­νί­α ἀ­συγ­κρά­τη­τη, μέ μο­νό­ξυ­λα, πέ­ρα­σαν στήν Κέρ­κυ­ρα, ἕ­τοι­μοι νά ἀρ­χί­σουν τό ὀ­λέ­θριο ἔρ­γο τους. Τό­τε οἱ Κερ­κυ­ραῖ­οι, ἐμ­πνευ­σμέ­νοι ἀ­πό τό πα­ρά­δειγ­μα τῆς αὐ­το­θυ­σί­ας τοῦ ποι­μέ­να τους, μέ ἐν­θου­σια­σμό καί ἐκ­πλη­κτι­κό θάρ­ρος ἐ­πι­τέ­θη­καν ἐ­ναν­τί­ον τῶν ἐ­πι­δρο­μέ­ων καί τούς ἔ­τρε­ψαν σέ φυ­γή. Πρῶ­το τους ἔρ­γο ἦ­ταν νά σπεύ­σουν νά ἐ­λευ­θε­ρώ­σουν τόν κα­λό τους ποι­με­νάρ­χη, τόν ὁ­ποῖ­ο καί μέ με­γά­λη συγ­κί­νη­ση καί ἐ­ξαι­ρε­τικές τι­μές ἐ­πα­νέ­φε­ραν στήν Κέρ­κυ­ρα.

Δέν ἦ­ταν ὅ­μως ἡ μό­νη φο­ρά, πού ὁ Ἀρ­σέ­νιος ἔ­δει­ξε τέ­τοι­α αὐ­το­θυ­σί­α. Ἀρ­γό­τε­ρα ὁ δι­οι­κη­τής τῆς Κερ­κύ­ρας, ἀν­θρω­πος κα­κῆς δι­α­γω­γῆς καί φή­μης, ἄ­πλη­στος καί αἰ­σχρο­κερ­δής, κα­τήγ­γει­λε τούς Κερ­κυ­ραί­ους στόν αὐ­το­κρά­το­ρα Κων­σταν­τῖ­νο τόν Πορ­φυ­ρο­γέν­νη­το (911 – 959) γιά ἀ­πι­στί­α καί προ­δο­σί­α τῶν δη­μο­σί­ων συμ­φε­ρόν­των. Καί ὁ βα­σι­λεύς κά­λε­σε τό­τε τούς προ­κρί­τους νά ἔλ­θουν στήν Κων­σταν­τι­νού­πο­λη καί νά ἀ­πο­λο­γη­θοῦν γιά ὅ­σα κα­τήγ­γει­λε σέ βά­ρος τους ὁ δι­οι­κη­τής.

Μπρο­στά στή με­γά­λη αὐ­τή ἀ­δι­κί­α ὁ ἅ­γιος Ἀρ­χι­ε­πί­σκο­πος ἀν­τέ­δρα­σε. Δέν μπο­ροῦ­σε νά βλέ­πει τό ποί­μνιό του νά συ­κο­φαν­τεῖ­ται τό­σο ἀ­προ­κά­λυ­πτα, καί μά­λι­στα ἀ­πό ἕ­ναν ἀ­νά­ξιο δι­οι­κη­τή, στόν αὐ­το­κρά­το­ρα. Καί ἀ­πο­φά­σι­σε τό­τε, γέ­ρον­τας πλέ­ον, νά ἐ­πι­χει­ρή­σει ἕ­να τα­ξί­δι κο­πι­α­στι­κό καί νά ἔλ­θει στήν Κων­σταν­τι­νού­πο­λη νά πα­ρου­σιά­σει στόν βα­σι­λέ­α τά πράγ­μα­τα ὅ­πως εἶ­χαν καί νά δι­και­ώ­σει τούς κα­τη­γο­ρου­μέ­νους. Κι ὅ­ταν ὁ αὐ­το­κρά­τωρ ἀν­τί­κρυ­σε τόν σε­βά­σμιο γέ­ρον­τα κι ὅ­ταν ἄ­κου­σε ἀ­πό τό στό­μα του τά ὅ­σα πει­στι­κά μέ κά­θε εἰ­λι­κρι­νειά του ἀ­νέ­φε­ρε, τόν κα­θη­σύ­χα­σε καί ἀ­θώ­ω­σε τούς συ­κο­φαν­τη­μέ­νους. Συγ­κι­νη­μέ­νος ὁ Ἀρ­σέ­νιος ἀ­πό τήν ἐ­πι­τυ­χί­α τῆς ἀ­πο­στο­λῆς του καί μέ εὐ­χα­ρι­στί­ες στόν βα­σι­λέ­α, καί μά­λι­στα πρός τόν Ἀρ­χι­ποί­με­να Κύ­ριο, ἀ­να­χώ­ρη­σε γιά τήν ἀ­γα­πη­μέ­νη του Κέρ­κυ­ρα μέ τό ἐ­πί­ση­μο αὐ­το­κρα­το­ρι­κό ἔγ­γρα­φο στά χέ­ρια. Ὅ­μως κα­τά τήν ἐ­πι­στρο­φή, μέ­σα στό πλοῖ­ο ἀ­σθέ­νη­σε καί κον­τά στήν Κό­ριν­θο πέ­θα­νε.

Τό ἱ­ε­ρό του σκή­νω­μα με­τα­φέρ­θη­κε στήν Κέρ­κυ­ρα. Ὁ κερ­κυ­ρα­ϊ­κός λα­ός, τό εὐ­λα­βές ποί­μνιο, τό δέ­χθη­κε μέ ρί­γη συγ­κι­νή­σε­ως, μέ δά­κρυ­α καί θρῆ­νο, καί τό ἐν­τα­φί­α­σε μέ τι­μές Ἁ­γί­ου. Ἀ­πό ἐ­κεῖ δέν ἔ­παυ­σε ὁ Ἅ­γιος καί με­τά θά­να­τον νά χα­ρί­ζει στήν Κέρ­κυ­ρα καί τό λα­ό της πλού­σι­ες καί θαυ­μα­τουρ­γι­κές τίς εὐ­ερ­γε­σί­ες του. Ἀλ­λά καί στόν οὐ­ρα­νό δέ­ε­ται πάν­το­τε ἐ­κτε­νῶς ὑ­πέρ τοῦ εὐ­γε­νοῦς καί εὐ­λα­βοῦς κερ­κυ­ρα­ϊ­κοῦ λα­οῦ.

Πράγ­μα­τι, σ’ ὅ­λα τά ση­μεῖ­α ὁ Ἀρ­σέ­νιος ἀ­πο­δεί­χθη­κε κα­λός ποι­μήν, ὡς τρο­φο­δό­της καί ὑ­πε­ρα­σπι­στής τοῦ ποι­μνί­ου του μέ­χρι θυ­σί­ας καί θα­νά­του. Κύ­ρι­ε, χά­ρι­ζε καί πλή­θυ­νε στήν Ἐκ­κλη­σί­α σου τέ­τοι­ους ἅ­γιους καί ἡ­ρω­ι­κούς ποι­μέ­νες!

Ἀπό τό βιβλίο «Ἄνθοι τοῦ Παραδείσου»

Ἀρχιμ. Θεοδώρου Μπεράτη