ΤΟ ΣΥΝΑΞΑΡΙ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ (12/1)

Σήμερα 12/1/2016 εορτάζουν:

  • Αγία Τατιανή
  • Άγιος Μέρτιος
  • Αγία Ευθασία
  • Άγιος Πέτρος ο Αβεσαλαμίτης
  • Άγιοι Οκτώ Μάρτυρες από την Νίκαια
  • Όσιος Ηλιού ο Θαυματουργός
  • Άγιοι Τίγριος ο Πρεσβύτερος και Ευτρόπιος
  • Άγιοι Ζωτικός, Ρογάτος, Μοδεστός και Καστούλιος οι Μάρτυρες
  • Άγιος Αρκάδιος ο Μάρτυρας
  • Άγιος Φιλόθεος ο Μάρτυρας
  • Άγιος Εϊλιανός εκ Ρώμης
  • Οσία Ευπραξία
  • Άγιος Βενέδικτος
  • Όσιος Μαρτινιανός της Λευκής Λίμνης
  • Όσιος Γαλακτίων ο διά Χριστόν σαλός
  • Όσιος Θεοδόσιος εκ Ρωσίας
  • Σύναξη της Υπεραγίας Θεοτόκου της Γαλακτοτροφούσης
  • Σύναξη της Υπεραγίας Θεοτόκου του Ακαθίστου
  • Άγιος Βασίλειος Σολόβσκι ο Ιερομάρτυρας

 

Η ΑΓΙΑ ΜΑΡΤΥΣ ΤΑΤΙΑΝΗ

12.-Agia-Tatiani

Τό ὄ­νο­μα τῆς ἁ­γί­ας Τα­τια­νῆς δέν εἶ­ναι γνω­στό σέ πολ­λούς. Πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρο δέν εἶ­ναι γνω­στή ἡ ζω­ή της. Κι ὅ­μως ἀ­πο­τε­λεῖ ἡ Ἁ­γί­α πο­λύ­τι­μο δι­α­μάν­τι τῆς πρώ­της Ἐκ­κλη­σί­ας, ἕ­να ἀ­πό τά πολ­λά πού εἶ­ναι ἀ­πο­θη­σαυ­ρι­σμέ­να στό θη­σαυ­ρο­φυ­λά­κιο τοῦ οὐ­ρα­νοῦ.

Ἀ­πό τή Ρώ­μη κα­τα­γό­ταν ἡ Τα­τια­νή. Καί ἦ­ταν ἡ κα­τα­γω­γή της λαμ­πρή καί ξε­χω­ρι­στή. Τρεῖς φο­ρές ὁ πα­τέ­ρας της ἔ­λα­βε τή θέ­ση τοῦ ὑ­πά­του, τοῦ ἀ­νω­τά­του δη­λα­δή ἄρ­χον­τα τῆς ρω­μαϊκῆς ἐ­ξου­σί­ας. Αὐ­τό ἀ­κρι­βῶς τό πα­τρι­κό ἀ­ξί­ω­μα, τό ὁ­ποῖ­ο συ­νο­δευ­ό­ταν καί μέ ἀ­νά­λο­γο πλοῦ­το, ἔ­δι­νε μέ­σα στήν κοι­νω­νί­α καί στήν Τα­τια­νή θέ­ση πε­ρί­βλε­πτη καί ζη­λευ­τή. Ἀλ­λά ἄν οἱ ἄλ­λοι ἔ­βλε­παν τήν κα­τα­γω­γή αὐ­τή ὡς προ­σόν με­γά­λο καί ἀ­ξι­ο­ζή­λευ­το, ἡ ἴ­δια γιά ἄλ­λα αἰ­σθα­νό­ταν εὐ­ερ­γε­τη­μέ­νη ἀ­πό τόν Θε­ό. Καυ­χό­ταν γιά τή θεί­α κα­τα­γω­γή της καί γιά τή σω­τη­ρί­α ἐν Χρι­στῷ Ἰ­η­σοῦ. Αὐ­τά τήν ἱ­κα­νο­ποι­οῦ­σαν, σ’ αὐ­τά ἐ­πα­να­παυ­ό­ταν καί προ­σπα­θοῦ­σε νά φα­νεῖ ἄ­ξια τῆς ὑ­ψη­λῆς καί θεί­ας αὐ­τῆς κα­τα­γω­γῆς της.

Εἶ­χε ὅ­μως ἡ Ἁ­γί­α καί κά­τι ἄλ­λο ὑ­ψη­λό, γιά τό ὁ­ποῖ­ο αἰ­σθα­νό­ταν ἰ­δι­αί­τε­ρη τι­μή καί ἱ­κα­νο­ποί­η­ση. Ἦταν δι­α­κό­νισ­σα. Ἀ­νῆ­κε δη­λα­δή στίς γυ­ναῖ­κες ἐ­κεῖ­νες, τίς ὁ­ποῖ­ες χρησιμοποιοῦ­σε ἡ Ἐκ­κλη­σί­α σέ δι­ά­φο­ρες ἐκ­κλη­σι­α­στι­κές δι­α­κο­νί­ες. Δι­α­κο­νοῦ­σε καί βο­η­θοῦ­σε τούς ἱ­ε­ρεῖς στίς βα­πτί­σεις γυ­ναι­κῶν, πα­ρα­κο­λου­θοῦ­σε καί τη­ροῦ­σε τήν τά­ξη στίς γυ­ναῖ­κες κα­τά τήν ὥ­ρα τῶν ἱ­ε­ρῶν ἀ­κο­λου­θι­ῶν. Ἀ­κό­μη βο­η­θοῦ­σε καί στό ἄλ­λο με­γά­λο ἔρ­γο τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, τή φι­λαν­θρω­πί­α καί τήν κα­τή­χη­ση τῶν γυ­ναι­κῶν. Χῆ­ρες καί ὀρ­φα­νά, φτω­χοί καί ἀ­σθε­νεῖς, γέ­ρον­τες καί ἀ­να­ξι­ο­πα­θοῦν­τες εἶ­χαν ἀ­νάγ­κη ἀ­πό τή στορ­γή τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Καί ἡ Τα­τια­νή ὡς δι­α­κό­νισ­σα με­ρι­μνοῦ­σε καί φρό­ν­τι­ζε γιά ὅ­λα αὐ­τά. Ὥ­ρι­μη στήν ἡ­λι­κί­α, καλ­λι­ερ­γη­μέ­νη πνευ­μα­τι­κά εἶ­χε συ­ναί­σθη­ση τῆς τι­μῆς τῆς ὑ­ψη­λῆς δι­α­κο­νί­ας στήν ὁ­ποί­α ἀ­φι­ε­ρώ­θη­κε ψυ­χή τέ καί σώ­μα­τι. Εἶ­χε ἄλ­λω­στε ὑπ ὄ­ψιν της καί τίς ὁ­δη­γί­ες τοῦ ἀ­πο­στό­λου Παύ­λου, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἤ­θε­λε τίς δι­α­κό­νισ­σες γυ­ναί­κας σε­μνάς, μή δι­α­βό­λους (νά μή συ­κο­φαν­τοῦν), νη­φα­λί­ους, πι­στάς ἐν πᾶ­σι (Α΄ Τιμ. γ΄ 11). Καί ἐ­πι­τε­λοῦ­σε τό ἔργο της μέ ἐ­πι­μέ­λεια πε­ρισ­σή, ὅ­πως ἀ­παι­τοῦν τά ἱ­ε­ρά ἔρ­γα.

Ὅ­λα αὐ­τά, ἡ ἐ­πί­ση­μη κα­τα­γω­γή, ἡ ἰ­δι­αί­τε­ρη θέ­ση της στήν Ἐκ­κλη­σί­α, ὁ ζῆ­λος ὁ ἔν­θε­ος γιά τήν ἱ­ε­ρα­πο­στο­λή καί τή φι­λαν­θρω­πί­α καί ἡ ἀ­ρε­τή της τήν ἔ­κα­ναν πε­ρί­βλε­πτη μέ­σα στήν κοι­νω­νί­α τῆς Ρώ­μης. Ἦ­ταν πό­λις ἐ­πά­νω ὅ­ρους κει­μέ­νη (Μάτθ. ε΄ 14), χα­ρά καί στή­ριγ­μα τῶν Χρι­στια­νῶν, ἀλ­λά καί κάρ­φος στούς ὀ­φθαλ­μούς τῶν Ἐ­θνι­κῶν.

Ἡ Ἁ­γί­α ζοῦ­σε στήν ἐ­πο­χή τοῦ αὐ­το­κρά­το­ρα Ἀ­λε­ξάν­δρου Σε­βή­ρου (222-235 μ.Χ.), ὁ ὁ­ποῖ­ος δι­έ­τα­ξε δι­ωγ­μό ἐ­ναν­τί­ον τῶν Χρι­στια­νῶν. Τό­τε πολ­λοί πι­στοί σύρ­θη­καν ἐ­νώ­πιον τοῦ ἄρ­χον­τα, γιά νά δι­κα­σθοῦν, μό­νο καί μό­νο ἐ­πει­δή ἦ­ταν Χρι­στια­νοί. Με­τα­ξύ αὐ­τῶν ἦ­ταν καί ἡ Τα­τια­νή, ἡ ὁ­ποί­α ὁ­μο­λό­γη­σε μέ παρ­ρη­σί­α καί θάρ­ρος τήν πί­στη της. Ἐ­πέ­μει­νε μάλι­στα σ’ αὐ­τή τήν ὁ­μο­λο­γί­α πα­ρά τίς ὑ­πο­σχέ­σεις καί ἀ­πει­λές τῶν δι­ω­κτῶν της. Ὅ­ταν ὁ δι­κα­στής πεί­σθη­κε ὅ­τι μέ κα­νέ­να τρό­πο ἡ Τα­τια­νή δέν προ­δί­δει τήν πί­στη της, ἔ­κα­νε τήν πρώ­τη δο­κι­μή νά τήν κάμ­ψει θί­γον­τας τή γυ­ναι­κεί­α φι­λα­ρέ­σκεια. Δί­νει ἐν­το­λή νά τῆς κό­ψουν τά μαλ­λιά, τά ὁ­ποί­α θε­ω­ροῦν­ταν κό­σμη­μα καί πλοῦ­τος τῶν γυ­ναι­κῶν. Ἤλ­πι­ζε ὅ­τι στήν ἀ­πει­λή αὐ­τή θά ὑ­πο­χω­ροῦ­σε ἡ Τα­τια­νή. Ἀλ­λά οὔ­τε γιά μί­α στιγ­μή δέν κλο­νί­σθη­κε ἡ Ἁ­γί­α. Τό­σους Μάρ­τυ­ρες μέ­χρι τήν ἡ­μέ­ρα ἐ­κεί­νη εἶ­χε ὑ­πη­ρε­τή­σει καί εἶ­χε πο­θή­σει κι αὐ­τή τό στε­φά­νι τοῦ μαρ­τυ­ρί­ου. Τό νά ὀ­νει­δι­σθεῖ κι αὐ­τή γιά τόν Χρι­στό τό θε­ω­ροῦ­σε τι­μή καί εὐ­λο­γί­α. Τί κι ἄν χά­σει τόν ἐ­ξω­τε­ρι­κό στο­λι­σμό της. Θά μπο­ροῦ­σε νά προσμετρηθεῖ κι αὐ­τό μα­ζί μέ τίς ἄλ­λες εὐ­λο­γί­ες πού εἶ­χε λά­βει ἀ­πό τόν Θε­ό. Με­τά τήν ἀ­ξι­ο­θαύ­μα­στη στα­θε­ρό­τη­τά της δέν ἀρ­κέ­σθη­καν μό­νο στό κό­ψι­μο τῶν μαλ­λι­ῶν, ἀλ­λά τῆς ξύ­ρι­σαν τε­λεί­ως τό κε­φά­λι. Κι ἐ­νῶ οἱ γύ­ρω Ἐ­θνι­κοί ἀ­πο­ροῦ­σαν μέ τή στά­ση της καί ἐ­ξα­γρι­ώ­νον­ταν, αὐ­τή χαι­ρό­ταν καί εἰ­ρή­νευ­ε. Γνώ­ρι­ζε ὅ­τι πο­λυ­τε­λές ἐ­νώ­πιον τοῦ Θε­οῦ δέν εἶ­ναι οἱ τρί­χες τῆς κε­φα­λῆς καί τό ἐ­πι­τη­δευ­μέ­νο πλέ­ξι­μό τους, ὅ­πως συ­νη­θί­ζουν πολ­λές γυ­ναῖ­κες, ἀλ­λά ὁ κρυ­πτός της καρ­δί­ας ἄν­θρω­πος ἐν τῷ ἀ­φθάρ­τῳ τοῦ πρα­έ­ος καί ἡσυ­χί­ου πνεύ­μα­τος (Α΄ Πέ­τρ. γ΄ 4).

Με­τά τό κό­ψι­μο τῶν μαλ­λι­ῶν ἀ­κο­λού­θη­σαν καί ἀλ­λά πολ­λά καί φο­βε­ρά μαρ­τύ­ρια. Τήν κρέ­μα­σαν, τήν τρυ­ποῦ­σαν μέ ξί­φη καί κα­τό­πιν τήν ἔ­ρι­ξαν στά θη­ρί­α. Τά θη­ρί­α ὅ­μως, μολο­νό­τι ἦ­ταν ἄ­γρια καί πει­να­σμέ­να, δέν τήν πλη­σί­α­σαν. Τό­τε οἱ δή­μιοι τήν ἔ­ρι­ξαν μέ μα­νί­α στή φω­τιά, γιά νά τήν ἐ­ξα­φα­νί­σουν τε­λεί­ως. Ὅ­μως οὔ­τε ἡ φω­τιά τήν ἄγ­γι­ξε. Τέ­λος τῆς ἔ­κο­ψαν τό κε­φά­λι γιά νά δώ­σουν τέ­λος στή ζω­ή της. Γρά­φει ὁ ἱε­ρός ὑ­μνω­δός: Καλ­λω­πι­σθεῖ­σα ἀ­ρε­ταῖς ὡ­ραι­ώ­θης καλ­λο­ναῖς τοῦ μαρ­τυ­ρί­ου καί Νυμ­φίῳ ἡρ­μό­σθης τῷ ὑ­πέρ πάν­τας βρο­τούς ὡ­ραίῳ κάλ­λει δι­α­λάμ­που­σα τῆς ἀ­θα­να­σί­ας.

Αὐ­το εἶ­ναι τό πο­λύ­ε­δρο δι­α­μάν­τι μέ τήν ἀ­πα­στρά­πτου­σα λαμ­πρό­τη­τα. Καί ἐ­μεῖς ἄς θαυ­μά­σου­με ὅ­λες τίς πλευ­ρές τῆς λαμ­πρό­τη­τας αὐ­τῆς καί ἄς μι­μη­θοῦ­με τό θερ­μό ζῆ­λο γιά τή δι­α­κο­νί­α τῶν ἀ­δελ­φῶν, τήν ἐ­νά­ρε­τη καί ἁ­γί­α ζω­ή της, τήν πε­ρι­φρό­νη­ση τῆς φι­λα­ρέ­σκειας καί τήν ἐ­ξου­θέ­νω­ση χά­ριν τοῦ Χρι­στοῦ. Αὐ­τό τό σκο­πό ἔ­χει ἄλ­λω­στε ἡ ἀ­νά­μνη­ση τῆς ζω­ῆς κά­θε Ἁ­γί­ου καί Μάρ­τυ­ρα: τό θαυ­μα­σμό καί τή μί­μη­ση.

 

Τρο­πά­ρια τοῦ Κα­νό­να:

Καλ­λω­πι­σθεῖ­σα ἀ­ρε­ταῖς, ὡ­ραιώ­θης καλ­λο­ναῖς τοῦ μαρ­τυ­ρί­ου

καί Νυμ­φί­ῳ ἡρ­μό­σθης τῷ ὑ­πέρ πάν­τας βρο­τούς

ὡ­ραίῳ κάλ­λει δι­α­λάμ­που­σα, τῆς ἀ­θα­να­σί­ας, Τα­τια­νή θε­ό­φρον.

 

Πρός αἰ­κι­σμούς, πρός ἀλ­γη­δό­νας καί μά­στι­γας πο­λυ­ει­δεῖς ἀ­πτό­η­τος,

Μάρ­τυς ἐ­χώ­ρη­σας συ­νερ­γοῦ­σαν γάρ εἶ­χες

τήν χά­ριν τοῦ Σω­τῆ­ρος, ἐν­δυ­να­μοῦ­σαν σέ.

Ἀπό τό βιβλίο «Καλλίνικοι Μάρτυρες»

Ἀρχιμ. Θεοδώρου Μπεράτη