Η ΠΡΟΣΜΟΝΗ ΤΩΝ ΠΡΟΠΑΤΟΡΩΝ

ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 20 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2015

Πρὸ τῆς Χριστοῦ Γεννήσεως: Ἑβρ. ια΄ 9-10, 32-40

Ἀδελφοί, πίστει παρῴκησεν ᾿Αβραὰμ εἰς τὴν γῆν τῆς ἐπαγγελίας ὡς ἀλλο­τρίαν, ἐν σκηναῖς κατοικήσας μετὰ ᾿Ισαὰκ καὶ ᾿Ιακὼβ τῶν συγκληρονόμων τῆς ἐπαγγελίας τῆς αὐτῆς. ἐξεδέχετο γὰρ τὴν τοὺς θεμελίους ἔχουσαν πόλιν, ἧς τεχνίτης καὶ δημιουργὸς ὁ Θεός. Καὶ τί ἔτι λέγω; ἐπιλείψει γάρ με διηγούμενον ὁ χρόνος περὶ Γεδεών, Βαράκ τε καὶ Σαμψὼν καὶ ᾿Ιεφθάε, Δαυΐδ τε καὶ Σαμουὴλ καὶ τῶν προφητῶν, οἳ διὰ πίστεως κατηγωνίσαντο βασιλείας, εἰργάσαντο δικαιοσύνην, ἐπέτυχον ἐπαγγελιῶν, ἔφραξαν στόματα λεόντων, ἔσβεσαν δύναμιν πυρός, ἔφυγον στόματα μαχαίρας, ἐνεδυναμώθησαν ἀπὸ ἀσθενείας, ἐγενήθησαν ἰσχυροὶ ἐν πολέμῳ, παρεμβολὰς ἔκλιναν ἀλλοτρίων· ἔλαβον γυναῖκες ἐξ ἀναστάσεως τοὺς νεκροὺς αὐτῶν· ἄλλοι δὲ ἐτυμπανίσθησαν, οὐ προσδεξάμενοι τὴν ἀπολύτρωσιν, ἵνα κρείττονος ἀνα­­­­στάσεως τύχωσιν· ἕτεροι δὲ ἐμπαιγμῶν καὶ μαστίγων πεῖραν ἔλαβον, ἔτι δὲ δεσμῶν καὶ φυλακῆς· ἐλιθάσθησαν, ἐπρίσθησαν, ἐπειράσθησαν, ἐν φόνῳ μα­­­χαί­ρας ἀπέθανον, περιῆλθον ἐν μηλωταῖς, ἐν αἰγείοις δέρμασιν, ὑστερούμενοι,­ θλιβόμενοι, κακουχούμενοι, ὧν οὐκ ἦν ἄξιος ὁ κόσμος, ἐν ἐρημίαις­ πλανώμενοι καὶ ὄρεσι καὶ σπηλαίοις καὶ ταῖς ὀπαῖς τῆς γῆς. Καὶ οὗτοι πάν­­τες μαρτυρηθέντες διὰ τῆς πίστεως οὐκ ἐκομίσαντο τὴν ἐπαγγελίαν, τοῦ Θεοῦ περὶ ἡμῶν κρεῖττόν τι προβλεψαμένου, ἵνα μὴ χωρὶς ἡμῶν τελειωθῶ­σι.

Η ΠΡΟΣΜΟΝΗ ΤΩΝ ΠΡΟΠΑΤΟΡΩΝ

1. Ο ΑΒΡΑΑΜ

    Τὴν Κυριακὴ πρὶν ἀπὸ τὰ Χριστούγεννα στὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα πα­ρουσιάζονται μεγάλες μορφὲς τῆς Πα­λαιᾶς Διαθήκης, πατριάρχες, κριτές,­ βα­σιλεῖς, προφῆτες, προπάτορες. Ὅλοι αὐτοὶ ζοῦσαν μέρα καὶ νύχτα μὲ τὸ ὅ­­­ραμα τοῦ Μεσσία· ποθοῦσαν μὲ λαχτάρα νὰ Τὸν δοῦν, μὰ δὲν ἀξιώθηκαν νὰ ζήσουν στὰ χρόνια του. Ἀρχικὰ ἐγκωμιάζεται ἡ πίστη τοῦ Ἀβραάμ. Χά­ρη στὴν πίστη του ὁ Ἀβραάμ, μᾶς λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ἔμεινε ὡς ξένος στὴ γῆ ποὺ τοῦ ὑποσχέθηκε ὁ Θεός, καὶ τὴ θεωροῦσε ξένη χώρα. Καὶ ζοῦσε μέσα σὲ σκηνὲς μαζὶ μὲ τὸν Ἰσαὰκ καὶ τὸν Ἰακώβ, ποὺ ἦταν συγκληρονόμοι­ τῆς ἴδιας ὑποσχέσεως τοῦ Θεοῦ. Ζοῦ­σε ὡς ξένος καὶ μετανάστης στὴ «γῆ τῆς ἐπαγγελίας», διότι περίμενε μὲ πόθο νὰ κατοικήσει στὴν ἐπουράνια πόλη, ἡ ὁποία ἔχει τὰ ἀληθινὰ καὶ ἀδιάσειστα θεμέλια καὶ τεχνίτη καὶ κτίστη τὸν ἴδιο τὸν Θεό.
    Τί μποροῦμε νὰ καταλάβουμε ἐμεῖς ἄραγε ἀπὸ τὴ ζωὴ αὐτὴ τοῦ Ἀβραάμ; Ἐνῶ ἦταν τόσο πλούσιος – εἶ­χε πολλοὺς ὑ­­­πηρέτες καὶ ζῶα – δὲν ἀπέκτησε οὔτε ἕνα μέτρο γῆς. Ἡ μοναδικὴ ἀκίνητη περιουσία ποὺ ἀπέκτησε ἦταν ὁ τάφος ὁ δικός του καὶ τῆς γυναίκας του. Τίποτε ἄλλο. Δὲν ἤθελε νὰ ἐπιστρέψει στὴ γῆ ἀπὸ τὴν ὁποία ξεκίνησε, οὔτε τὸν συγκινοῦσε ἡ γῆ αὐτή. Ζοῦσε μέσα σὲ σκηνές, γιὰ νὰ θυμᾶται πὼς εἶναι προσωρινὸς ἔνοι-κος στὴ γῆ αὐτή. Γιὰ νὰ ἔχει στραμμένο διαρκῶς τὸ νοῦ του στὴν οὐράνια πατρίδα μας. Διότι εἶχε ἄλλα ὁράματα, τὸν οὐρανὸ καὶ τὴ βασιλεία τοῦ Θε­οῦ.
    Αὐτὸ ἦταν τὸ ὅραμά του, αὐτὸ πρέπει νὰ εἶναι καὶ τὸ ὅραμα κάθε πιστοῦ. Διότι δὲν εἴμαστε μόνιμοι σ’ αὐτὴ τὴ γῆ. Κάποτε θὰ τὴν ἐγκαταλείψουμε ἀ­­­να­γκαστικὰ γιὰ πάντα. Θὰ ἀφήσουμε πίσω μας ὅλα αὐτὰ στὰ ὁποῖα κόλλησε ἡ καρδιά μας. Μὴν ξεχνιόμαστε λοιπόν. Ἡ ζωή μας δὲν εἶ­­ναι στὸ ἐδῶ καὶ στὸ τώρα, ἀλλὰ στὸν οὐρανὸ καὶ στὴν αἰωνιότητα. Μὴ μᾶς ἀπορροφοῦν οἱ ἡδονὲς καὶ οἱ μέριμνες τῆς ζωῆς, τὰ οἰκονομικὰ ἢ ἄλλα προβλήματα, καὶ ξεχνοῦμε τὸν προορισμό μας. Δὲν ἀνήκουμε στὴ γῆ. Δὲν πλασθήκαμε γιὰ λίγα χρόνια ζωῆς. Ἡ ζωή μας δὲν σταματᾶ στὸν τάφο. Ἔχουμε μέσα μας ψυχὴ ἀθάνατη. Στὰ οὐράνια ἂς ἔχουμε τὶς καρδιές μας. Διότι γιὰ νὰ γίνουμε κάτοικοι τοῦ οὐρανοῦ θὰ πρέπει νὰ τὸν ποθήσουμε ἀπὸ τώρα καὶ νὰ τὸν προγευό­μαστε. Νὰ ἀνεβαίνουμε κα­θημερινὰ τὴ θεία κλίμακα, ὅπως λέ-ει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, τῆς ὁποίας τὸ τελευταῖο σκαλὶ εἶναι ἀθέατο στὰ ἀνθρώπινα μάτια. Αὐτὴ ἡ πορεία θὰ μᾶς ξεκουράζει, θὰ μᾶς πλημμυρίζει μὲ τὴ χάρη τοῦ Θε­οῦ. Ὅταν μᾶς γοητεύσει ὁ οὐρανὸς καὶ ὁ ἀσύλληπτος θησαυρός μας, ὁ Χρι­­στός, θὰ χάσει πλέον τὴ γοητεία του ὁ κό­σμος. Τότε θὰ περι­φρονοῦμε τὰ μάταια, θὰ ποθοῦμε τὰ αἰ­ώνια.

2. ΟΙ ΠΡΟΠΑΤΟΡΕΣ

    Στὴ συνέχεια ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἀπαριθμεῖ μιὰ σειρὰ ἡρώων τῆς πίστεως τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, προπάτορες τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ καὶ ἄλλους δικαίους, κριτὲς καὶ προφῆτες. Λέει ὅτι δὲν θὰ τοῦ ἔφθανε ὁ χρόνος νὰ διηγεῖται γιὰ τὸν Γεδεὼν καὶ τὸν Βαρὰκ καὶ τὸν Σαμψὼν καὶ τὸν Ἰεφθάε καὶ γιὰ τὸν Δαβὶδ καὶ τὸν Σαμουὴλ καὶ τοὺς προφῆτες. Ὅλοι αὐτοί, λέει, οἱ ἅγιοι ἄνδρες ἔδειξαν μεγά­λη γενναιότητα καὶ πέτυχαν τὴν πρα­γματοποίηση τῶν ὑποσχέσεων ποὺ τοὺς ἔδωσε ὁ Θεός. Ἔφραξαν τὰ στόματα τῶν λιονταριῶν, ἔσβησαν τὴν κα­ταστρεπτικὴ δύναμη τῆς φωτιᾶς, δι­έφυ­γαν τὸν κίνδυνο τῆς σφαγῆς, ἐνδυνα­μώθηκαν καὶ θεραπεύτηκαν ἀ­πὸ ἀρ­ρώστιες· ἀναδείχθηκαν ἀνίκητοι στὸν πόλεμο, ἔτρεψαν σὲ φυγὴ τὶς ἐχ­θρικὲς παρατάξεις. Μὲ τὴ δύναμη τῆς πίστεως γυναῖκες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης­ ξα­ναπῆραν πίσω ζωντανὰ τὰ νε­κρὰ παιδιά τους ποὺ ἀναστήθηκαν. Ἄλλοι βασανίστηκαν σκληρὰ μέχρι θανάτου, ἐπειδὴ δὲν δέχθηκαν νὰ ἀρ­νηθοῦν τὴν πίστη τους· κι ἄλλοι δο­κί­μασαν σκλη­­­­ροὺς πειρα­σμούς, ἐμ­παιγμούς, μαστιγώσεις, φυ­­λακίσεις. Λι­θοβο­λήθη­καν,­ πριονίστη­καν, σφαγιάστη­καν. Κι ἄλλοι περιφέρονταν σὰν μετανάστες ἐδῶ κι ἐκεῖ, στὶς ἐρημιές, στὰ βουνὰ καὶ σὲ σπηλιὲς τῆς γῆς. Ἔζησαν μέσα σὲ στερήσεις, ὑπέφεραν θλίψεις καὶ κα­κοπάθειες. Κι ὅλοι αὐτοὶ ἔχουν ἀν­εκτίμητη ἀξία. Ὁλόκληρος ὁ κόσμος δὲν ἀξίζει ὅσο οἱ ἅγιοι αὐτοὶ ἄνθρω­­ποι. Παρ᾽ ὅλα αὐτὰ ὅμως «οὐκ ἐκομίσαν­­το τὴν ἐπαγγελίαν», δὲν ἀπόλαυσαν τὴν ὑπόσχεση ποὺ τοὺς ἔδωσε ὁ Θεός. Διότι ὁ Θεὸς προέβλεψε γιὰ μᾶς κάτι καλύτερο, ὥστε αὐτοὶ νὰ μὴ λάβουν σὲ βαθμὸ τέλειο τὴ σωτηρία τους χωρὶς ἐμᾶς· ἀλλὰ νὰ τὴ λάβουμε ὅλοι μαζί.
    Ὅλοι αὐτοὶ λοιπὸν οἱ πιστοὶ ἄν­θρω­ποι τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ζοῦ­σαν μὲ τὸ ὅραμα τοῦ Μεσσία. Ἐκεῖ ἦταν ἡ καρδιά τους. Περίμεναν τὸν ἐρχομό του, περίμεναν τὴ λύτρωσή του, τὴν παρουσία του. Περίμεναν τὴ Γέννησή του. Καὶ ἑτοίμαζαν τὶς ψυχές τους, γιὰ νὰ Τὸν ὑποδεχθοῦν, νὰ Τὸν δοῦν, νὰ γεμίσει ἡ ψυχή τους μὲ ἀγαλλίαση.
    Ἀλήθεια ἐμεῖς ἔχουμε αὐτὴν τὴν προσμονὴ τῶν πιστῶν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης; Καθὼς πλησιάζουν Χριστούγεννα, ἂς μαθητεύσουμε στὸν πόθο καὶ τὴ λαχτάρα τους, ἂς προσπαθήσουμε νὰ κατανοήσουμε τὴν προσμονή τους κι ἂς λαχταρήσουμε μὲ τὴ δική τους ἀγάπη τὸν ἐρχομὸ τοῦ Μεσσία. Γιὰ νὰ γίνουν τὰ Χριστούγεννα σταθμὸς στὴ ζωή μας, σταθμὸς μετανοίας καὶ ἐπιστροφῆς, χάριτος καὶ ἀγῶνος. Γιὰ νὰ γεννηθεῖ ὁ Χριστὸς καὶ στὶς δικές μας καρδιὲς καὶ νὰ μείνει μόνιμος ἔνοικος τῆς καρδιᾶς μας.