Μ᾿ἔβαλε στὴν Ἐκκλησία

Μητροπολίτης ἦταν τῆς Νέας Σμύρ­νης. Χρυσόστομο τὸν ἔλεγαν. Ἤ­­­­θελε νὰ κυκλοφορεῖ ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους ἀπαρατήρητος. Δὲν ἤθελε νὰ δίνει ὑποψία ὅτι ἦταν Δεσπότης. Φρόντιζε τὸν φτωχὸ λαὸ καὶ ἄνοιγε εὔκολα κουβέντα μὲ τοὺς βιοπαλαι­στὲς καὶ τοὺς καταφρονεμένους. Ἔφυγε ­ξαφνικά, στὸ μεσουράνημά του. Τὸν ἔ­­κλαψε ὅλη ἡ Μητρόπολη. Γιατὶ ἦταν ἀ­­­πέραντα καλοσυνάτος καὶ μυστικὸς τῆς ἀγάπης δουλευτής.
Αὐτὸς λοιπὸν βρέθηκε κάποτε – πρωὶ ἦταν – στὸ κέντρο τῆς Ἀθήνας μαζὶ μὲ τὸν π. Παντελεήμονα (μετέπειτα μητροπολίτη Θήρας). Διέσχιζαν οἱ δυό τους τὴν ὁδὸ Ἀκαδημίας. Πίσω ἀπὸ τὴ Ζωοδόχο Πηγή, στὴ γωνία πλάϊ ἀπὸ τὸ περίπτερο ἀντίκρισαν ἕναν κουλουρτζή. Μόλις εἶχε τακτοποιήσει τὸν μικρό του πάγκο. Πάνω στὴν ξύλινη τάβλα εἶχε ὑ­­­ψώσει συμμετρικὰ γύρω – γύρω καὶ μὲ τέχνη τὴν πραμάτεια του. Τὰ κουλούρια τῆς ἡμέρας, ὅλα ζεστὰ καὶ σουσαμένια. Εἶχε πολλοὺς πελάτες κάθε μέρα. Τοὺς ἤξερε, τοὺς περίμενε, τοὺς ἀγαποῦσε. Γιατὶ στήριζαν τὸ τίμιο βιός του.
Πλησίασε ὁ Δεσπότης. Φαίνεται, ἦ­­­ταν ὁ πρῶτος του πελάτης.
–Καλημέρα, καλέ μου ἄνθρωπε, τοῦ εἶπε. Ὁ Θεὸς νὰ εὐλογεῖ τὴν πραμάτεια σου. Μοῦ δίνεις, σὲ παρακαλῶ, δύο κουλούρια;
Ἀγρίεψε ἀμέσως ὁ κουλουρτζὴς καὶ τοῦ λέει:
–Δὲν δίνω σὲ παπάδες πρωί-πρωὶ κου­­λούρια.
Εἶχε πιστέψει ὁ φτωχὸς στὴν ἀφελὴ πίστη ὁρισμένων ὅτι φέρνουν γρουσουζιὰ στὴ δουλειά του οἱ παπάδες ἐὰν γίνουν οἱ πρῶτοι του πελάτες στὴν ἡμέρα.
Ὁ Δεσπότης σιώπησε. Τὸν κοίταξε μὲ καλοσύνη καὶ σὲ λίγο τοῦ λέει:
–Εὐλογία εἶναι! Μὴν κάνεις ἔτσι.
–Δὲν πιστεύω, παππούλη, στὰ ἁγιωτικά σας καὶ στὰ θεϊκά σας, ἀπάντησε ἐκεῖνος.
Καὶ ἔστριψε περιφρονητικὰ τὸ πρόσωπό του ἀλλοῦ. Δὲν ἄντεχε νὰ ­βλέπει μπροστά του τοὺς ἐκπροσώπους τοῦ Θεοῦ. Καὶ νά… Πῶς ἔγινε ἀμέσως τὸ μεγάλο κακό; Χωρὶς κὰν ν’ ἀγγίξει κάποιος τὸν πάγκο, μονομιᾶς ὅλα τὰ κουλούρια σωριάστηκαν κάτω. Ὅλο τὸ βιὸς τῆς ἡμέρας εἶχε ἀχρηστευθεῖ. Κυλοῦσαν τὰ κουλούρια στὸ πεζοδρόμιο καὶ ἔπαιρναν ὅλη τὴ σκόνη τοῦ δρόμου. Τὰ ἄψυχα ψωμιὰ φανέρωναν τὴ διαμαρτυρία τους γιὰ τὴν ἀπαράδεκτη συμπεριφορὰ τοῦ ἐμπόρου τους.
Θλίψη ἀμέσως ἁπλώθηκε βαθιὰ στὸ πρόσωπο καὶ τῶν δύο ἱερωμένων. Δὲν ἔφταιγαν αὐτοί. Καὶ ὅμως πῆραν τὸ φταίξιμο πάνω τους. Ἀλληλοκοιτάχτηκαν μὲ ἀγωνία καὶ πόνο. Τί νὰ κάνουν; Ὁ ἀνεξίκακος Δεσπότης ἔβγαλε ἀμέσως 1.000 δραχμές (δὲν ὑπῆρχαν τότε τὰ εὐρώ) καὶ πλησίασε τὸν ταραγμένο ἄνθρωπο.
–Λυπούμαστε βαθιά, καλέ μας ἄν­θρω­πε, ποὺ μὲ τὴν παρουσία μας ἄθελά μας σήμερα σὲ βρῆκε αὐτὴ ἡ δοκιμασία. Πάρε αὐτὸ τὸ ποσὸν ὡς μικρὴ ἀποζημίωση γιὰ τὶς ἀνάγκες σου καὶ γιὰ ὅσα χρέη, ἂν ἔχεις…
–Ἀδύνατον, ἀδύνατον, πάτερ, νὰ τὰ πάρω, ἔλεγε τώρα ντροπιασμένος ὁ βιοπαλαιστής.
–Ἀπὸ ποῦ εἶσαι; Γνωστὸς μοῦ φαίνεσαι.
–Χρῆστος, ἀπὸ τὸν Κορυδαλλό.
–Ἔχεις οἰκογένεια; Ποῦ μένεις; Δῶσ’ μου τὴ διεύθυνσή σου. Καὶ τὰ ὀνόματά σου νὰ τὰ μνημονεύω…
Οὔτε κατάλαβε ὁ Χρῆστος πῶς ἔδωσε τὰ ὀνόματα καὶ τὴ διεύθυνση τοῦ σπιτιοῦ του. Ἀντάλλαξαν ἀκόμα δυὸ λόγια. Καὶ οἱ ἄγνωστοι ἔφυγαν. Ἄφηναν πίσω ἕναν πονεμένο βιοπαλαιστὴ ντροπιασμένο, ἴσως καὶ θυμωμένο, λιγότερο ὅμως ἀπὸ ὅσο ἦταν στὴν ἀρχή.
Τί κάνει τώρα ὁ Δεσπότης;
Τό ’βαλε στὸ νοῦ του ν’ ἀλλάξει δρομολόγιο ἀφήνοντας πίσω τὶς ἐπείγουσες ἐργασίες του ἐκείνης τῆς ἡμέρας. Καὶ νά! Κάνει ἐπίσκεψη στὸ σπίτι τοῦ κυρίου Χρήστου. Ἔφθασε τὸ ἴδιο πρωινό – ἦταν δέκα τὸ πρωί – μαζὶ μὲ τὸν π. Παντελεήμονα ἔξω ἀπὸ τὸ σπίτι, ποὺ ἔδειχνε πάμφτωχο. Εἶπαν δυὸ λόγια προσευχῆς ἀπὸ μέσα τους καὶ χτύπησαν τὸ κουδούνι.
–Περάστε, ἀκούστηκε ἡ φωνὴ τῆς οἰ­­κοδέσποινας, τῆς κυρα-Λένης. Ὅμως ξαφνιάστηκε, γιατὶ ἄλλους περίμενε νὰ δεῖ καὶ ἄλλους εἶδε. Πρὶν προλάβει νὰ ρωτήσει, ἄκουσε τὴν εὐγενικὴ φωνὴ τοῦ Δεσπότη:
–Καλημέρα, ἐρχόμαστε ἀπὸ τὸν ἄν­δρα σου.
–Μὰ αὐτὸς δὲν πιστεύει. Δὲν τά ’χει καλὰ μὲ τὸν Θεό. Εἶναι ἐνάντια στὰ θεῖα. Οὔτε καὶ μὲ τοὺς παπάδες συμφωνεῖ. Καί ’γὼ τὰ ἴδια… Ἂς εἶναι ὅμως. Περάστε, καθίστε. Νὰ σᾶς φτιάξω κα­φέ. Πῶς τὸν πίνετε;
–Μέτριο.
Ἔτρεξε ἡ νοικοκυρὰ νὰ ­περιποιηθεῖ τοὺς ἀναπάντεχους αὐτοὺς ­ἐπισκέπτες. Μέσα της ποικίλα συναισθήματα τὴν ἔζωναν. Ἔφερε σύντομα τὸν δίσκο. Ἀ­­­πορία ἦταν ζωγραφισμένη στὸ πρόσωπό της. Κάθισε ἀμίλητη, μὴν μπορών­τας νὰ ἐξιχνιάσει τὸν σκοπὸ τῆς ἀφίξεως τῶν δύο ἱερωμένων.
–Στὴν ὑγειά σας, κυρα-Λένη. Ὁ Θεὸς νὰ εὐλογεῖ τὸ σπιτικό σας, τὸν καλό σας σύζυγο, τὸν κύριο Χρῆστο, καὶ τὰ παιδιά σας…
–Σᾶς εὐχαριστοῦμε. Μιὰ στιγμὴ νὰ φέ­ρω καὶ τὸ κέϊκ, εἶπε ἡ ἄκακη γυναίκα.
Κείνη τὴν ὥρα ὁ Δεσπότης βρῆκε τὴν κατάλληλη εὐκαιρία γιὰ ν’ ἀφήσει κάτω ἀπὸ τὸ πετσετάκι τοῦ δίσκου ἕνα φάκελο μὲ δύο πεντοχίλιαρα…
Δὲν ἔμειναν ἄλλο οἱ δύο ξένοι. Σηκώθηκαν καὶ εὐχαρίστησαν καλοσυνάτα γιὰ τὴν πρωινὴ φιλοξενία.
Φεύγοντας ὁ Δεσπότης εἶπε:
–Κυρα-Ἑλένη, νὰ ἀγαπᾶτε τὸν Θεό, γιατὶ εἶναι στοργικὸς πατέρας καὶ δίνει καλοσύνες σ’ ὅλους. Καὶ σ’ αὐτοὺς ποὺ Τὸν πιστεύουν καὶ σ’ αὐτοὺς ποὺ Τὸν ἀναζητοῦν. Καὶ προσέξτε τὸν δίσκο. Μὴν τὸν πετάξετε στὰ σκουπίδια, γιατὶ εἶναι ἀπὸ μᾶς, ἀπὸ παπάδες».
Χαμογέλασε συγκρατημένα ἡ κυρα-Ἑλένη καὶ ἔκανε μιὰ μικρὴ ὑπόκλιση εὐχαριστίας. Δὲν εἶχε ἔρθει ἡ ὥρα ἀκόμα νὰ μάθει πόση δύναμη ἔχει ἡ εὐχὴ τῶν ἱερέων…
Εἶχαν περάσει χρόνια ἀπὸ τότε ποὺ ὁ ἀξιαγάπητος Δεσπότης Χρυσόστομος εἶχε πεθάνει. Ὁ π. Παν­τελεήμων (ποὺ εἶχε γίνει Μητροπολίτης Θήρας) θέλησε νὰ ξαναπεράσει ἀπὸ τὸ σταυροδρόμι ἐκεῖνο τῆς ὁδοῦ Ἀκαδημίας.
Ὁ κ. Χρῆστος ἐξακολουθοῦσε νὰ εἶναι στὴ θέση του. Ἡ φωνή του ἀκουγόταν ἀπὸ μακριὰ ποὺ διαλαλοῦσε τὸ βιός του. Τώρα ἦταν πιὸ ἤρεμη καὶ τὸ πρόσωπό του, ἂν καὶ εἶχαν περάσει δέκα χρόνια ἀπὸ τότε, φαινόταν πιὸ νέο. Ἐκείνη ἡ παλιὰ ἀγριάδα εἶχε ὑποχωρήσει.
–Καλημέρα, κύριε Χρῆστο. Μὲ θυμᾶσαι;
–Καὶ βέβαια σᾶς θυμᾶμαι, πάτερ. Κάθε μέρα σᾶς θυμᾶμαι. Δὲν μπορῶ νὰ σᾶς ξεχάσω. Ὁ ἄλλος παπὰς ποῦ εἶναι;
–Δὲν ἦταν παπὰς ὁ ἄλλος. Δεσπότης ἦταν. Ἔφυγε. Δὲν ζεῖ πιά. Πέθανε.
–Δεσπότης! Πέθανε!;
Βούρκωσαν ἀμέσως τὰ μάτια τοῦ ’λιοκαμένου μεροκαματιάρη βιοπαλαιστῆ Χρήστου καὶ ξέσπασε σὲ ἀσταμάτητους λυγμούς. Ὅταν συνῆλθε, μὲ σπασμένη φωνὴ εἶπε:
–Νὰ ξέρεις, πάτερ μου. Ὁ Δεσπότης αὐτὸς μ’ ἔβαλε στὴν Ἐκκλησία. Ἐκείνη τότε ἡ ἀνεξικακία του καὶ ἡ κρυφή του καλοσύνη μ’ ἔφεραν στὸ Θεὸ κοντά. Ἀπὸ τότε, νὰ ξέρεις, ἐξομολογήθηκα καὶ ἄλλαξα ζωή. Δὲν εἶμαι ὅπως μὲ γνωρίσατε. Ἄλλαξα… Θέλω νὰ τοῦ ζητήσω συγγνώμη ἐκείνου τοῦ ἁγίου Δεσπότη γιὰ τὴν ἀπαράδεκτη τότε συμπεριφορά μου. Καὶ νὰ τοῦ πῶ τὸ μεγάλο εὐχαριστῶ τῆς ζωῆς μου, γιατὶ μὲ ἕνωσε μὲ τὴν ἀληθινὴ ζωή, τὸ Θεό. Μὲ ἔσωσε, μ’ ἔβαλε στὴν Ἐκκλησία.