Τρίτη 1 Ὀκτωβρίου

02 triti

Εὐαγγέλιον: ἡμέρας, Τρ. γ΄ ἑβδ. Λουκᾶ (Λκ. ς΄ 37-45)

37 Καὶ μὴ κρίνετε, καὶ οὐ μὴ κριθῆτε· μὴ καταδικάζε­τε, καὶ οὐ μὴ καταδικασθῆ­­τε· ἀπολύετε, καὶ ἀπολυθή­σεσθε· 38 δίδοτε, καὶ δοθήσεται ὑ­­μῖν· μέτρον καλόν, πεπιεσμένον καὶ σεσαλευμένον καὶ ὑπερεκχυνόμενον δώσουσιν εἰς τὸν κόλπον ὑ­μῶν· τῷ γὰρ αὐτῷ μέτρῳ, ᾧ μετρεῖτε, ἀντιμετρηθήσε­ται ὑμῖν. 39 Εἶπε δὲ παραβολὴν αὐ­τοῖς· μήτι δύναται τυφλὸς τυφλὸν ὁδηγεῖν; οὐχὶ ἀμ­φό­τεροι εἰς βόθυνον πεσοῦνται; 40 οὐκ ἔστι μαθητὴς ὑπὲρ τὸν διδάσκαλον αὐτοῦ· κατηρτισμένος δὲ πᾶς ἔσται ὡς ὁ διδάσκαλος αὐτοῦ. 41 Τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος­ τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀ­­­δελφοῦ σου, τὴν δὲ δοκὸν τὴν ἐν τῷ ἰδίῳ ὀφθαλμῷ οὐ κατανοεῖς; 42 ἢ πῶς δύνασαι λέγειν τῷ ἀδελφῷ σου, ἀδελφέ, ἄφες ἐκβάλω τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ σου, αὐτὸς τὴν ἐν τῷ ὀφθαλμῷ σου δοκὸν οὐ βλέπων; ὑποκριτά, ἔκβαλε πρῶτον τὴν δοκὸν ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ σου, καὶ τότε δι­αβλέψεις ἐκβαλεῖν τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου. 43 οὐ γάρ ἐστι δένδρον κα­­λὸν ποιοῦν καρπὸν σα­πρόν, οὐδὲ δένδρον σα­πρὸν ποιοῦν καρπὸν καλόν· 44 ἕκαστον γὰρ δένδρον ἐκ τοῦ ἰδίου καρποῦ γινώσκεται. οὐ γὰρ ἐξ ἀκανθῶν συλλέγουσι σῦκα, οὐδὲ ἐκ βάτου τρυγῶσι σταφυλήν. 45 ὁ ἀγαθὸς ἄνθρωπος ἐκ τοῦ ἀγαθοῦ θησαυροῦ τῆς καρδίας αὐτοῦ προφέρει τὸ ἀγαθόν, καὶ ὁ πονηρὸς ἄνθρωπος ἐκ τοῦ πονηροῦ θησαυροῦ τῆς καρδίας αὐ­τοῦ προφέρει τὸ πονηρόν· ἐκ γὰρ τοῦ περισσεύματος τῆς καρδίας λαλεῖ τὸ στόμα αὐτοῦ.

ΕΡΜΗΝΕΙΑ Π. Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑ

37 Καί μήν κατακρίνετε ἀπό ἀσπλαχνία καί ἐγωι­σμό τίς πράξεις τῶν συνανθρώπων σας· ἀσφαλῶς τότε κι ἐσεῖς δέν θά κατακριθεῖτε ἀπό τόν Θεό στή μέλλουσα Κρίση. Μή γίνεστε δικαστές ἀπρόσκλητοι καί εὔκολοι γιά νά καταδικάζετε τό συνάνθρωπό σας· ἔτσι δέν θά καταδικασθεῖτε ἀπό τόν Θεό. Ἐφόσον δέν σᾶς ἔχει ἀνατεθεῖ ὡς καθῆκον νά δικάζετε, νά κρίνετε στίς ἰδι­­ω­τι­κές σας συζητήσεις μέ συμπάθεια καί νά ἀθωώνετε τούς ἄλλους, καί θά κριθεῖτε κι ἐσεῖς μέ ἐπι­­εί­κει­α καί θά ἀθωωθεῖτε ἀπό τόν Θεό. 38 Δίνετε σ’ ἐκείνους πού ἔχουν ἀνάγκη βοήθειας, καί θά δώσει καί σέ σᾶς βοήθεια ὁ Θεός. Ἡ πρόνοια, ἡ δικαιοσύνη καί ἡ ἀγα­θό­τη­τα τοῦ Θεοῦ θά σᾶς δώ­σει στήν ἀγκαλιά σας ἕνα μέτρο καλό, στοιβαγμένο καί κου­νημένο, ὥστε νά μή μένει καθόλου κενός χῶρος στό δοχεῖο τῆς μετρήσεως, ἕνα μέτρο πού θά πλεονάζει καί θά ξεχύνεται. Διότι μέ τήν ἴδια πλούσια διάθεση καί μέ τό ἴδιο μέτρο τῆς εὐεργεσίας μέ τό ὁποῖο μετρᾶτε τίς δωρεές σας πρός τούς ἄλλους, θά μετρήσει καί θά ἀνταποδώσει καί σέ σᾶς ὁ Θεός. 39 Τούς εἶπε ἐπίσης καί τήν ἑξῆς παραβολή: Μήπως μπορεῖ κάποιος τυφλός νά ὁδηγεῖ ἄλλον τυφλό; Δέν θά πέσουν καί οἱ δύο σέ λάκκο; Ἔτσι κι ἐσεῖς, προτοῦ νά κρίνετε τούς ἄλλους, κρίνετε πρῶτα τόν ἑαυτό σας, ὁπότε θά γίνετε καί ἐπιεικεῖς στούς ἄλλους. Διότι ἄν δέν τό κάνετε αὐτό, τότε θά εἶστε σάν τούς τυφλούς πού θέλουν νά γίνουν ὁδηγοί τυφλῶν. Καί τό ἀποτέλεσμα θά εἶναι ὀλέθριο καί γιά σᾶς καί γιά ἐκείνους. 40 Δέν ὑπάρχει μαθητής ἀνώτερος ἀπό τόν δάσκαλό του γιά ὅσο χρόνο ἐξακολουθεῖ νά εἶναι μαθητής του. Ἐκεῖνος μάλιστα ὁ μαθητής πού θά τελειοποιηθεῖ στά μα­­θήματα, ὅταν ὁλοκληρωθεῖ ὁ κύκλος τῶν μαθημάτων θά γίνει σάν τόν δάσκαλό του. Ἐάν λοιπόν ὁ δάσκαλος εἶ­ναι τυφλός, τυφλός θά μείνει καί ὁ μαθητής. Γιά νά γίνεις συνεπῶς ὁδηγός καί δάσκαλος τῶν ἄλλων, πρέπει προηγουμένως νά γίνεις δάσκαλος τοῦ ἑαυτοῦ σου καί νά διορθώσεις τόν ἑαυτό σου. Διότι ἀλλιῶς κι ἐσύ θά εἶσαι τυφλός καί οἱ μαθητές σου τυφλοί θά παραμείνουν. 41 Γιατί λοιπόν βλέπεις τό ξυλαράκι πού εἶναι στό μάτι τοῦ ἀδελφοῦ σου, ἐνῶ τό δοκάρι πού εἶναι στό μάτι σου δέν τό αἰσθάνεσαι καί δέν τό καταλαβαίνεις; 42 Ἤ μέ ποιό θάρρος μπορεῖς νά πεῖς στόν ἀδελφό σου: Ἀδελφέ, ἄφησέ με νά σοῦ βγάλω τό ξυλαράκι πού εἶναι στό μάτι σου, ἐνῶ ἐσύ ὁ ἴδιος δέν βλέπεις τό δο­­­­κά­ρι πού εἶναι στό δικό σου μάτι; Πῶς μπορεῖς νά τοῦ πεῖς: Ἀδελφέ, ἄφησέ με νά σοῦ διορθώσω τό μικρό σφάλ­μα σου, ἐνῶ ἐσύ δέν βλέπεις τό δικό σου πολύ βαρύ ἐλάττωμα; Ὑποκριτή, βγάλε πρῶτα τό δοκάρι ἀπό τό μάτι σου· διόρθωσε τό βαρύ ἐλάττωμά σου. Καί τότε θά δεῖς καθαρά γιά νά βγάλεις τό ξυλαράκι πού εἶναι στό μάτι τοῦ ἀδελφοῦ σου. Τότε θά εἶσαι σέ θέση νά δι­ορ­­θώσεις καί τό μικρό σφάλμα τοῦ ἀδελφοῦ σου. 43 Διότι δέν ὑπάρχει δέντρο καλό πού νά κάνει καρπό κακό καί βλαβερό, οὔτε πάλι ὑπάρχει δέντρο κακό πού νά κάνει καρπό καλό. Ἔτσι καί ὁ ἄνθρωπος, γιά νά φέρει καρπό καί ὠφέλεια στό συνάνθρωπό του, πρέπει νά εἶναι καλός. Ἄνθρωπος πού δέν διόρθωσε πρωτύτερα τόν ἑαυτό του, πῶς εἶναι δυνατόν νά διορθώσει τούς ἄλλους καί νά δώσει σ’ αὐτούς τό καλό πού δέν μπόρεσε πρωτύτερα νά δώσει στόν ἑαυτό του; 44 Κάθε δέντρο διακρίνεται καί ἀναγνωρίζεται ἐάν εἶναι κα­λό ἤ κακό ἀπό τόν καρπό πού βγάζει. Διότι ἀπό ἀ­­­­­­­­­­­­­­­­­γ­κά­θια δέν μαζεύουν ὡς καρπό σύκα, οὔτε ἀπό βάτο τρυ­­γοῦν ποτέ σταφύλι. Ἔτσι καί ὁ ἀδιόρθωτος, πού στήν ψυχή του ὑπάρχουν τά ἀγκάθια τῶν κακιῶν καί ἐλατ­τωμάτων, δέν μπορεῖ νά διορθώσει τόν ἄλλο. Ἀλ­λά κι ἐκεῖνος πού αἰσθάνεται τήν ἀνάγκη νά βρεῖ ὁδηγό καί δάσκαλο τῆς ζωῆς του, εὔκολα μπορεῖ νά διακρίνει ἀπό τή ζωή καί τή συμπεριφορά τῶν ἄλλων ποιός ἀπ’ αὐτούς εἶναι ὁ καλός, κι ἔτσι νά μπορεῖ νά δίνει προσοχή στό λόγο του. 45 Ὁ ἀγαθός ἄνθρωπος ἔχει τήν ψυχή του πολύτιμο θησαυροφυλάκιο ἀγαθῶν σκέψεων καί συναισθημάτων, κι ἀπ’ τόν ἀγαθό αὐτό θησαυρό τῆς καρδιᾶς του βγάζει λόγια καί πράξεις ἀγαθές. Ἐνῶ ὁ πονηρός ἄν­θρωπος ἀπό τόν κακό θησαυρό τῆς καρδιᾶς του βγάζει τό κακό. Διότι τό στόμα τοῦ κάθε ἀνθρώπου μιλάει ἀπ’ τό περίσσευμα καί τό ξεχείλισμα τῆς καρδιᾶς του. Θά συμβουλεύσεις λοιπόν κι ἐσύ τόν ἄλλον ἀνάλογα μ’ ἐκεῖνο πού ἔχεις στήν καρδιά σου. Κι ἄν δέν ἔχεις δι­­ορ­­θώσει τόν ἑαυτό σου, πῶς εἶναι δυνατόν νά γίνεις ὁδηγός ὠφέλιμος στό συνάνθρωπό σου;