ΜΕΤΑΝΟΙΑ

kampanario 

1. ΑΠΟΘΕΣΗ ΚΑΙ ΕΝΔΥΣΗ

Ἕ­να ἐ­γερ­τή­ριο σάλ­πι­σμα με­τα­νοί­ας θά μπο­ροῦ­σε νά χα­ρα­κτη­ρι­σθεῖ τό ἀ­πο­στο­λι­κό αὐ­τό ἀ­νά­γνω­σμα. ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος ἀ­πευ­θυ­νό­με­νος πρός τούς Ρω­μαί­ους, ἀλ­λα καί πρός ὅ­λους τούς χρι­στια­νούς λέ­ει: Εἶ­ναι πλέ­ον ὥ­ρα νά ση­κω­θοῦ­με ἀ­πό τόν ὕ­πνο τῆς ἀ­μέ­λειας. Δι­ό­τι τώ­ρα ἡ ἡ­μέ­ρα τῆς δευ­τέ­ρας πα­ρου­σί­ας εἶ­ναι πλη­σι­έ­στε­ρη σέ μᾶς πα­ρά τό­τε πού πι­στεύ­σα­με. Ἡ ζω­ή αὐ­τή πού μοιά­ζει μέ νύ­χτα σκο­τει­νή, προ­χώ­ρη­σε, ἐ­νῶ ἡ ἡ­μέ­ρα τῆς ἄλ­λης ζω­ῆς πλη­σί­α­σε. «Ἀ­πο­θώ­με­θα οὖν τά ἔρ­γα τοῦ σκό­τους και ἐν­δυ­σώ­με­θα τά ὅ­πλα τοῦ φω­τός». Ἄς πε­τά­ξου­με λοι­πόν ἀ­πό πά­νω μας τά ἔρ­γα τῆς ἁ­μαρ­τιας πού γί­νον­ται στό σκο­τά­δι, κι ἄς ντυ­θοῦ­με σάν ὅ­πλα τά φω­τει­νά ἔρ­γα τῆς ἀ­ρε­τῆς. Ὅ­πως συμ­πε­ρι­φέ­ρε­ται κα­νείς τήν ἡ­μέ­ρα πού τά βλέμ­μα­τα πολ­λῶν τόν πα­ρα­κο­λου­θοῦν, ἔ­τσι κι ἐ­μεῖς ἄς συμ­πε­ρι­φερ­θοῦ­με μέ εὐ­πρέ­πεια καί σε­μνό­τη­τα· ὄ­χι μέ ἄ­σε­μνα φα­γο­πό­τια καί με­θύ­σια, οὔ­τε μέ πρά­ξεις αἰ­σχρό­τη­τας καί ἀ­σέλ­γειας, οὔ­τε μέ φι­λο­νι­κί­ες καί ζη­λο­τυ­πί­ες. Ἀλ­λά νά ἐν­δυ­θοῦ­με σάν ἔν­δυ­μα τῆς ψυ­χῆς μας τόν Κύ­ριο Ἰ­η­σοῦ Χρι­στό, ὥ­στε στήν ὅ­λη ζω­ή μας νά μοι­ά­ζου­με μ’ αὐ­τόν.

Μέ τό ὅ­λο ἱ­ε­ρό κεί­με­νο ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος μᾶς κα­λεῖ σέ με­τά­νοι­α καί ἐ­γρή­γορ­ση, και μᾶς ζη­τεῖ να κά­νου­με δύ­ο ἐ­νέρ­γει­ες: πρῶ­τα νά πε­τά­ξου­με ἀ­πό πά­νω μας τά ἔρ­γα τῆς ἁ­μαρ­τί­ας, κι ἔ­πει­τα νά ντυ­θοῦ­με καί νά ὁ­πλι­σθοῦ­με μέ τά ὅ­πλα τοῦ φω­τός καί τῆς ἀ­ρε­τῆς. Νά μι­σή­σου­με δη­λα­δή τήν ἁ­μαρ­τί­α καί τά ἔρ­γα της, καί νά ἀ­γα­πή­σου­με τόν Χρι­στό καί τήν ἀ­ρε­τή. Νά ἀ­φή­σου­με τήν νύ­χτα καί τά ἀ­μαρ­τω­λά της ἔρ­γα καί νά ζή­σου­με πλέ­ον μέ­σα στό φῶς τῆς ἡ­μέ­ρας, τῆς νέ­ας ἐν Χρι­στῷ ζω­ῆς. Δι­πλό λοι­πόν τό ἔρ­γο τῆς με­τα­νοί­ας, ξε­ρί­ζω­μα καί ἔν­δυ­ση, μί­σος καί ἀ­γά­πη, ἀ­πάρ­νη­ση τῆς ἁ­μαρ­τί­ας, καί ἀ­φο­σί­ω­ση τόν Χρι­στό. Καί μή νο­μί­σου­με ὅ­τι τό κά­λε­σμα αὐ­τό δέν μᾶς ἀ­φο­ρᾶ, ἀλ­λά ἀ­φο­ρᾶ μό­νο τούς ἀν­θρώ­πους πού βρί­σκον­ται μα­κριά ἀ­πό τόν Θε­ό. Κα­θώς εἰ­σερ­χό­μα­στε στήν Ἁ­γί­α καί Με­γά­λη Σα­ρα­κο­στή ἡ Ἐκ­κλη­σί­α μας ἐ­πέ­λε­ξε αὐ­τό τό ἀ­πο­στο­λι­κό ἀ­νά­γνω­σμα γιά νά κα­λέ­σει ἰ­δι­αι­τέ­ρως ἐ­μᾶς πού νο­μί­ζου­με ὄ­τι εἴ­μα­στε προ­ο­δευ­μέ­νοι χρι­στια­νοί, σέ με­τά­νοι­α. Δι­ό­τι ἄν ψά­ξου­με κα­λά μέ­σα στήν ψυ­χή μας θά δοῦ­με ἕ­να σω­ρό πά­θη καί ἐ­πι­θυ­μί­ες ἁ­μαρ­τω­λές, σκέ­ψεις καί φρο­νή­μα­τα σκο­τει­νά. Ἀλ­λά καί στήν κα­θη­με­ρι­νή μας ζω­ή κά­θε τό­σο πέ­φτου­με στά ἴ­δια καί στά ἴ­δια. Ἄς ξυ­πνή­σου­με λοι­πόν ἀ­πό τόν λί­θαρ­γο τῆς ἀ­δι­α­φο­ρί­ας καί τῆς ἀ­μέ­λειας. Ἰ­δι­αι­τέ­ρως τώ­ρα κα­θώς μπαί­νου­με στόν στί­βο τῶν πνευ­μα­τι­κῶν ἀ­γώ­νων. Ἄς κά­νου­με ἕ­να νέ­ο ξε­κί­νη­μα μέ ζῆ­λο. Καί θά τό εὐ­λο­γή­σει ὁ Θε­ός.

2. ΚΑΤΑΚΡΙΣΗ

Στή συ­νέ­χεια ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος ἀ­να­φέ­ρε­ται στό θέ­μα τῶν φα­γη­τῶν πού τα­λαι­πω­ροῦ­σαν τό­τε τούς Χρι­στια­νούς. Λέ­ει λοι­πόν ὁ θεῖ­ος ἀ­πό­στο­λος: Νά δέ­χε­στε μέ κα­λω­σύ­νη ἐ­κεῖ­νον πού εἶ­ναι ἀ­δύ­να­τος στήν πί­στη καί ἐ­ξαρ­τᾶ τή σω­τη­ρί­α του καί ἀ­πό τή δι­ά­κρι­ση τῶν φα­γη­τῶν καί τῶν ἡ­με­ρῶν, χω­ρίς νά συ­ζη­τᾶ­τε καί νά ἐ­πι­κρί­νε­τε τίς ἰ­δέ­ες του. Ἄλ­λος βέ­βαι­α πι­στεύ­ει ὅ­τι δέν ἀ­πα­γο­ρεύ­ε­ται νά φά­ει ὅ­λα τά φα­γη­τά. Ἐ­νῶ ὁ ἀ­δύ­να­τος στήν πί­στη τρώ­ει λα­χα­νι­κά καί ἀ­πο­φεύ­γει τις ἄλ­λες τρο­φές ἀ­πό τό φό­βο μή­πως μο­λυν­θεῖ ἀ­π’ αὐ­τά. Ἐ­κεῖ­νος πού λό­γῳ τῆς ἰ­σχυ­ρό­τε­ρης πί­στης του τρώ­ει ἀ­π’ ὅ­λες τις τρο­φές, ἄς μή πε­ρι­φρο­νεῖ ὡς στε­νο­κέ­φα­λο ἐ­κεῖ­νον πού δέν τρώ­ει ἀ­π’ ὅ­λες. Κι αὐ­τός πού δέν τρώ­ει ἀ­π’ ὅ­λα, ἄς μή κα­τα­κρί­νει ἐ­κεῖ­νον πού τρώ­ει.

Ἄλ­λω­στε ποι­ός εἶ­σαι ἐ­σύ, πού κα­τα­κρί­νεις ξέ­νο δοῦ­λο; Αὐ­τός δέν ἔ­χει ἐ­σέ­να Κύ­ριο, ἀλ­λά τόν Θε­ό. Γιά τόν Κύ­ριό του λοι­πόν μέ­νει στα­θε­ρός ἤ πέ­φτει πνευ­μα­τι­κά. Μά­θε λοι­πόν, ὅ­τι ἐ­νῶ ἐ­σύ τόν κα­τα­κρί­νεις, αὐ­τός θά μεί­νει στα­θε­ρός στήν πί­στη. Δι­ό­τι ὁ Θε­ός ἔ­χει τή δύ­να­μη νά τόν ἀ­νορ­θώ­σει καί νά τόν στε­ρε­ώ­σει.

Παίρ­νον­τας ἀ­φορ­μή ἀ­πό τό ζή­τη­μα τῶν τρο­φῶν ὁ θεῖ­ος ἀ­πό­στο­λος ξε­σκε­πά­ζει τό φο­βε­ρό πά­θος τῆς κα­τα­κρί­σε­ως πού πάν­το­τε τα­λαι­πω­ροῦ­σε καί τα­λαι­πω­ρεῖ ἰ­δι­αι­τέ­ρως τούς πι­στούς. Ἄν ἐ­ξε­τά­σου­με προ­σε­κτι­κά τόν ἑ­αυ­τό μας, θά δοῦ­με πό­σο πά­σχου­με κι ἐ­μεῖς στό θέ­μα τῆς κα­τα­κρί­σε­ως. Πό­σο εὔ­κο­λα ἀ­νοί­γου­με τό στό­μα μας γιά νά κρί­νου­με τούς ἄλ­λους ἀ­δελ­φούς μας. Καί μᾶς ἐγ­κα­λεῖ ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος καί μᾶς ρω­τᾶ: Ποι­οί εἴ­μα­στε ἐ­μεῖς πού κά­νου­με τούς δι­κα­στές τῶν ἄλ­λων; Μέ ποι­ό δι­καί­ω­μα ἁρ­πά­ζου­με τό δι­καί­ω­μα τοῦ Θε­οῦ, πού εἶ­ναι ὁ μό­νος κριτής ὅλων μας;

Ἐ­πι­πλέ­ον ὅ­ταν κα­τα­κρί­νου­με χω­ρίς νά τό κα­τα­λα­βαί­νου­με ἀ­πο­κα­λύ­πτου­με τήν κα­κί­α πού ἔ­χου­με γιά τούς ἀ­δελ­φούς μας, καί τόν με­γά­λο ἐ­γω­ϊ­σμό μας. Νο­μί­ζου­με ὅ­τι τά ξέ­ρου­με ὅ­λα, κι ὅ­τι ἔ­χου­με τό δι­καί­ω­μα νά καυ­τη­ρι­ά­ζου­με τά λά­θη τῶν ἄλ­λων. Κα­τα­κρί­νου­με αὐ­τά πού βλέ­που­με, καί δέν ξέ­ρου­με ὅ­τι οἱ ἄλ­λοι μπο­ρεῖ νά με­τα­νό­η­σαν, ἐ­νῶ ἐ­μεῖς μέ­νου­με σκλά­βοι στό ὀ­λέ­θριο πά­θος μας. Κα­τα­κρί­νου­με δι­ό­τι δέν ἀ­πο­κτή­σα­με ἀ­κό­μη συ­ναί­σθη­ση καί φρον­τί­δα γιά τά δι­κά μας ἁ­μαρ­τή­μα­τα. Ἐ­μεῖς κα­θη­με­ρι­νά σφάλ­λου­με σέ χει­ρό­τε­ρα ἁ­μαρ­τή­μα­τα, καί κα­τα­κρί­νου­με τούς ἄλ­λους! Δι­ώ­χνου­με ὅ­μως ἔ­τσι τήν χά­ρη τοῦ Θε­οῦ καί πα­ρα­χω­ρεῖ ὁ Θε­ός και πέ­φτου­με στα ἴ­δια ἁ­μαρ­τή­μα­τα, κά­πο­τε καί σέ ἄλ­λα βα­ρειά, ἀ­κό­μη καί σέ σαρ­κι­κά, γιά νά τα­πει­νω­θοῦ­με καί νά με­τα­νο­ή­σου­με. Ἄς προ­σε­ξου­με λοι­πόν πο­λύ. Κι ἄς ζη­τή­σου­με μέ με­τά­νοι­α ἀ­πό τόν Θε­ό νά μᾶς δώ­σει τήν χά­ρη του νά ἀ­παλ­λα­γοῦ­με ἀ­πό τήν κα­τά­κρι­ση. Δι­α­φο­ρε­τι­κά μέ τήν κα­τά­κρι­ση ὁ­δεύ­ου­με σ’ ἕ­ναν ἀ­πό τούς συν­το­μό­τε­ρους δρό­μους γιά τήν κό­λα­ση.