Λουκ. β’ 6-7

Δευτέρα 27  Δεκεμβρίου 2010

ΚΕΙΜΕΝΟ
«Ἐγένετο δὲ ἐν τῷ εἶναι αὐτοὺς, ἐκεῖ ἐπλήσθησαν αἱ ἡμέραι τοῦ τεκεῖν αὐτήν, καὶ ἔτεκε τὸν υἱόν αὐτῆς τὸν πρωτότοκον, καὶ ἐσπαργάνωσεν αὐτὸν καὶ ἀνέκλινεν αὐτὸν ἐν τῇ φάτνη, διότι οὐκ ἦν αὐτοῖς τόπος ἐν τῷ καταλύματι»

ΕΡΜΗΝΕΙΑ
«Ἀνέβη καὶ ὁ Ἰωσὴφ ἀπό τὴν Γαλιλαίαν ἐκ τῆς πόλεως Ναζαρέτ, ὅπου ἔμενεν, εἰς τὴν Ἰουδαίαν, εἰς τὴν πόλιν Δαβίδ, ἡ ὁποία κα¬λεῖται Βηθλεέμ, ἐπειδὴ κατήγετο ἀπό τὴν γενεὰν καὶ τὴν οἰκογένειαν τοῦ Δαβίδ. Καὶ ἐπῆγεν ἐκεῖ διὰ νὰ ἀπογραφῆ μαζὶ μὲ τὴν Μαριάμ, τὴν γυναῖκα ποὺ ἦτο μνηστευμένη μὲ αὐτόν, καὶ ἡ ὁποία ἦτο ἔγκυος.»

ΣΧΟΛΙΟ
Ἡ μεγάλη ὥρα ἔφθασε (α)

      Ὅταν αὐτοὶ ἦσαν ἐκεῖ, συνέβη νὰ συμπληρωθοῦν αἱ ἡμέραι τοῦ τοκετοῦ. Καὶ ἐγέννησεν (ἡ Παρθένος) τὸν πρῶτον καὶ μονογενῆ Υἱόν της καὶ τὸν περιετύλιξε μὲ σπάργανα καὶ τὸν ἔβαλε μέσα εἰς τὴν φάτνην, διότι λόγῳ τῆς συρροῆς πολλῶν ξένων ποὺ ἦλθαν νὰ ἀπογραφοῦν, δὲν ὑπῆρχε δι’ αὐτοὺς τόπος εἰς τὸ πανδοχεῖον, ποὺ ἐστάθησαν διὰ νὰ περάσουν τὴν νύκτα.
      Τὸ κατάλυμα εἶναι τὸ γνωστὸν «χάνι», εἰς τὸ ὁποῖον καταφεύγουν οἱ ταξιδιῶται διὰ νὰ εὕρουν πρόχειρον στρωμνὴν νὰ ξεκουρασθοῦν ἀπό τὸν κόπον τοῦ ταξιδιοῦ καὶ νὰ δώσουν τροφὴν καὶ ἀνάπαυσιν εἰς τὰ ζῶα των. Τοιαῦτα καταλύματα ἦσαν καὶ τὴν ἐποχήν ἐκείνην, ὑπάρχουν δὲ καὶ σήμερον κατὰ μῆκος τῶν δρόμων ἤ καὶ εἰς μικράς πόλεις, πολλὰ δὲ προσφέρουν εἰς τούς κουρασμένους ὁδοιπόρους. Πρόχειρος, ἔστω, στέγη, ὀλίγη τροφή, ὀλίγη φωτιὰ διὰ τὸν χειμῶνα εἶναι τὰ τόσον ἀπαραίτητα μέσα ποὺ παρέχουν εἰς τούς ταξιδεύοντας. Εἰς ἕνα τέτοιον κατάλυμα κατέφυγον ὁ Ἰωσὴφ μὲ τὴν Παρθένον καὶ ἐζήτησαν κάποιαν γωνιὰν του διὰ νὰ ἀναπαυθοῦν κατὰ τὴν νύκτα. Τόπος ὅμως εἰς αὐτὸ δὲν εὑρέθη. Δὲν ὑπάρχει ἀμφιβολία, ὅτι ἐκεῖνοι ποὺ τοὺς ἤρνηθησαν τὴν πλήρωσιν τοῦ θερμοῦ τῶν αἴτηματος, θὰ ἐπείσθησαν, ὅτι ἦτο ἀπόλυτος ἀνάγκη νὰ τοὺς οἰκονομήσουν. Τοὺς ἀρνοῦνται ὅμως. Δύσκολοι στιγμαὶ διὰ τὸν Ἰωσὴφ καὶ τὴν Παρθένον. Καὶ καταφεύγουν πλέον εἰς τὴν φάτνην. Πόσον συμβολικὴ συμπεριφορά! Οὔτε εἰς τὸ κατάλυμα δὲν ὑπῆρχε τόπος διὰ τὴν ἐπίτοκον μητέρα καὶ τὸν Υἱόν της. Ὅλαι αἱ θύραι κλεισταί. Εἶναι αὐτὸ ποὺ ἐπρόκειτο νὰ εἶναι ὁ κανὼν διὰ τὸν Υἱόν της. Νὰ ζητῆ θέσιν εἰς τὴν καρδίαν τῶν ἀνθρώπων καὶ οἱ ἄνθρωποι νὰ τοῦ τὴν ἀρνοῦνται. Νὰ ζητῆ νὰ εἰσέλθη εἰς αὐτάς καὶ νὰ τάς ἁγιάση, καὶ οἱ ἄνθρωποι νὰ τὶς κρατοῦν κλειστὲς καὶ σφαλισμένες. Τί φοβερόν! Ἀδελφέ μου, ἡμεῖς τί ἐκάμαμεν; Τοῦ ἀνοίξαμεν; Τὸν ἐκάμαμεν ἔνοικον, κύριον τῆς καρδίας μας, ἤ μήπως τὸν κρατοῦμεν μακράν; Ἔρχεται Ἐκεῖνος πάντοτε ταπεινὸς καὶ πρόθυμος καὶ ζητεῖ νὰ τοῦ ἀνοίξωμεν, διὰ νὰ μᾶς παραθέση δεῖπνον οὐράνιον, διὰ νὰ συνδειπνήση μαζί μας, διὸ νὰ μένη πάντοτε κοντά μας, μέσα μας. Μήπως μένομεν ψυχροὶ καὶ ἀδιάφοροι ἀπέναντί του; Τί νόημα ἐν τοιαύτῃ περιπτώσει ἔχουν δι’ ἡμᾶς τὰ Χριστούγεννα;» (Ἀπό τό βιβλίο «Παιδίον ἐγεννήθη ἡμῖν» τοῦ ἀρχιμ. Γεωργίου Δημοπούλου, Ἐκδόσεις «Ο ΣΩΤΗΡ»)