Ψαλμ. λη’ 6

Σάββατο 5 Ἰουνίου 2010

ΚΕΙΜΕΝΟ
«Ἰδοὺ παλαιστάς ἒθου τάς ἡμέρας μου, καὶ ἡ ὑπόστασίς μου ὡσεί οὐθέν ἐνώπιόν σου πλὴν τὰ σύμπαντα ματαιότης, πᾶς ἄνθρωπος ζῶν»

ΕΡΜΗΝΕΙΑ

«Ἰδού μέ πολύ μικρόν μέτρον, πού μόλις φθάνει τόν τρίτον τῆς σπιθαμῆς, μετροῦνται αἱ ἠμέραι, πού μοῦ ὥρισες νά ζήσω. Πολύ ὀλίγαι λοιπόν μοῦ ὑπολείπονται ἀκόμη καί ἠ ὅλη ὕπαρξις καί ζωή μου εἶναι σάν τό μηδέν ἔμπροσθεν  σοῦ τοῦ ἀνάρχου καί αἰωνίου. Ὁμολογουμένως δέ κατά πάσας τάς ἐπόψεις του καί κατά σύμπαντα τόν βίον αὐτοῦ καί τήν δρᾶσιν του ἐξεταζόμενος κάθε ἄνθρωπος καί πᾶσα ἡ ζωή αὐτοῦ εἶναι ματαιότης» (Ἀπό τήν «ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ  μετά συντόμου ἑρμηνείας» , τ. 10ος, ἔκδοση «Ο ΣΩΤΗΡ»)

ΣΧΟΛΙΟ

    Οἱ εἰδικοὶ μελετηταί καὶ ἑρμηνευταί τῶν Ἱερῶν Γραφῶν θεωροῦν τὸν τριακοστὸ ὄγδοο Ψαλμὸ σὰν ἕνα ἀπό τούς πιὸ λυρικοὺς καί διδακτικοὺς Ψαλμοὺς τοῦ Ψαλτηρίου.
    Κεντρική του ἰδέα ἔχει τὴν ματαιότητα τῶν ἐγκόσμιων πραγμάτων καὶ τῆς ζωῆς γενικὰ τοῦ ἀνθρώπου.
    Τὸ τονίζει μὲ ξεχωριστή ἔμφασι ὁ θεόπνευστος Ψαλμωδός: «Ἰδοὺ παλαιστάς ἔθου τάς ἡμέρας μου, καὶ ἡ ὑπόστασίς μου ὥσει οὐθέν ἐνώπιόν σου πλὴν τὰ σύμπαντα ματαιότης, πᾶς ἄνθρωπος ζῶν» (Ψαλμ. λη’ 6). Τόσο μικρὸ δηλαδὴ καί ἐλάχιστο εἶναι τὸ μῆκος τῆς ζωῆς μου, Κύριε, ὥστε μπορεῖ νὰ μετρηθῆ μὲ τὰ δάκτυλα τῆς παλάμης μου. Ὅλη μου ἡ ὕπαρξι εἶναι σὰν τὸ τίποτε. Μοιάζω σὰν ἕνα μηδενικὸ ἐμπρός σου. Ὅλα εἶναι μάταια. Κάθε ἄνθρωπος, ποὺ ζῆ καί τρέχει καὶ κινεῖται καί ταράσσεται καί ἀγωνιᾶ, εἶναι σὰν μία φευγαλέα σκιά.
    Μὲ τὰ λόγια του αὐτά, σημειώνει ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, ὁ μακάριος Δαβὶδ «παρεδήλωσε τὸ ὀλιγοχρόνιον τῆς ἀνθρωπίνης ζωῆς» (Ἐξηγ. εἰς λη’ Ψαλμ.).
    Πόσο δίκαιο ἀλήθεια ἔχει ὁ Ψαλμωδός! Τί εἴμαστε πράγματι οἱ ἄνθρωποι; Τί εἶναι καὶ ὁ πλουσιώτερος καὶ ἰσχυρότερος ἄνθρωπος τοῦ κόσμου; Τί εἶναι ὁ μεγαλύτερος, ἄς ποῦμε, ἐφοπλιστὴς τῆς γῆς, ἤ ὁ ἀρχηγὸς τοῦ πιὸ δυνατοῦ καὶ πιὸ μεγάλου κράτους τῆς οἰκουμένης;
    Τί εἶναι; Θέλει ἆραγε καὶ ἐρώτημα; Ἕνας ἁπλὸς ἄνθρωπος! Ἕνας ἄνθρωπος ποὺ σύντομα γεμίζει μὲ ρυτίδες καί ἄσπρα μαλλιὰ καὶ φορτώνεται μὲ ἕνα σωρὸ ἀρρώστιες καί σύρει μὲ κόπο τὰ πόδια του, ποὺ διαμαρτύρονται κάτω ἀπό τὸ βάρος τοῦ σώματός του.
    Αὐτή εἶναι ἡ ζωή μας, ἔστω κι ἂν δὲν τὸ καταλαβαίνουμε ὅσο πρέπει, ὅταν εἴμαστε νέοι. Μία «ἀτμίς», ὅπως ἔλεγε καὶ ὁ ἅγιος Ἰάκωβος ὁ ἀδελφόθεος (Ἰακ. δ’ 14). Ἕνας λεπτὸς ἀτμός, ποὺ φαίνεται γιὰ λίγες στιγμὲς καὶ σύντομα διαλύεται καὶ χάνεται.
    Μοιάζουμε σὰν τὰ λουλούδια, ποὺ μέσα σὲ λίγες ἡμέρες μαραίνονται, χάνουν τὴν δροσιὰ καὶ τὸ ἄρωμά τους καὶ εἶναι πιὰ γιὰ πέταγμα.
    Ἂν ξεφυλλίσουμε λίγο τὴν Ἱατορία, ἤ ἂν ρίξουμε ἕνα βλέμμα στὰ τόσα ἀρχαῖα ἐρείπια ποὺ ὑπάρχουν στὴν Πατρίδα μας, θὰ τὸ διαπιστώσουμε ἀμέσως. Εἴμαστε προσωρινοί. Φεύγουμε. Ζοῦμε καί λάμπουμε γιὰ ἕνα μικρὸ διάστημα κι ὕστερα δίνουμε τὴν θέσι μας σ’ ἄλλους, πού μᾶς ἀκολουθοῦν.
    Καὶ δὲν φεύγουμε ἁπλῶς. Τρέχουμε καὶ πετᾶμε! Οὔτε ποὺ τὸ παίρνουμε εἴδησι πότε ἀφήνουμε τὴν ἀμέριμνη παιδικὴ ἡλικία καί φθάνουμε στὴν κορυφὴ τῆς ὡριμότητος, γιὰ νὰ πάρουμε ἀμέσως τὸν κατήφορο πρὸς τὴν δύσι τῆς ζωῆς μας. Καί ὅταν φθάνουμε στὸ τέρμα, νομίζουμε πὼς ἦταν χθὲς μόλις ποὺ βρισκόμασταν στὴν ἀρχὴ καί στὸ ξεκίνημά μας.
    Αὐτὴ εἶναι ἡ πραγματικότης, γιὰ τὴν ὁποία μάλιστα συμφωνοῦμε μεταξύ μας καί ἄνθρωποι ποὺ διαφωνοῦμε πιθανὸν γιὰ ἄλλα θέματα τῆς ζωῆς. Πλούσιοι καὶ πτωχοί, ἐργαζόμενοι καὶ ἐργοδόται, ἄρχοντες καὶ ἀρχόμενοι ὁποιασδήποτε ἰδεολογίας ἀναγκαζόμαστε ἀπό τὰ ἴδια τὰ πράγματα νὰ ἀποκτήσουμε τὸ ἴδιο φρόνημα. Ὅτι δηλαδὴ ἡ ζωή μας εἶναι σύντομη καὶ φεύγει πολὺ γρήγορα.
    Τὸ σπουδαῖο ὅμως γιὰ τὸ θέμα μας δὲν εἶναι τὸ ὅτι συμφωνοῦμε οἱ ἄνθρωποι πάνω στὸ πρόσκαιρο καί φευγαλέο τῆς ζωῆς μας. Αὐτὸ εἶναι γνωστότατο.
    Τὸ σπουδαῖο εἶναι τὸ τί κάνουμε καὶ πῶς διατίθεται ὁ καθένας μας, ὅταν σκέφτεται αὐτὴ τὴν προσωρινότητά του μέσα στὸν κόσμο.
    Πολλοὶ βέβαια ἀντιμετωπίζουν τὸ πρᾶγμα μοιρολατρικά.  Μένουν ἀπαθεῖς και μελαγχολοῦν. Ἄλλοι πάλι ἀποφεύγουν νὰ τὸ σκέφτωνται καὶ ἀφήνουν τὸν ἑαυτό τους νὰ παρασύρεται σιγὰ  σιγὰ μὲ τὰ χρόνια πρὸς τὸν τάφο.
    Γιὰ ὅσους ὅμως θέλουμε νὰ εἴμαστε καὶ νὰ λεγώμαστε πιστοὶ Χριστιανοί, τὰ πράγματα εἶναι διαφορετικά. Ἐφ’ ὅσον πιστεύουμε στὴν ὕπαρξι τῆς ψυχῆς καὶ στὴν μετὰ θάνατον ζωή, βλέπουμε τὴν σύντομη ζωή μας σὰν προθάλαμο τῆς αἰωνιότητος. Θεωροῦμε τὰ χρόνια μας σὰν καιρὸ προετοιμασίας καὶ ἐργασίας, οἱ καρποὶ τῆς ὁποίας θὰ φανοῦν σ’ ὅλη τοὺς τὴν ἔκτασι στὴν πέραν τοῦ τάφου πραγματικότητα.
    Ἔτσι ἔβλεπαν τὴν ἐπίγεια ζωὴ τοὺς ὅλοι οἱ ἅγιοι της Ἐκκλησίας μας. Καὶ γι’ αὐτὸ φρόντιζαν νὰ ἐκμεταλλεύωνται τὴν κάθε στιγμὴ καὶ ὥρα τους γιὰ τὴν ψυχική τους ὠφέλεια καὶ πρόοδο. Γι΄ αὐτὸ ἐπίσης καὶ δὲν ἔδιναν καμμιὰ σημασία στὰ μάταια καὶ τερπνά τοῦ παρόντος κόσμου.
    Θυμήσου, ἀδελφέ μου, πόσο παραστατικὰ μιλάει γιὰ τὸ θέμα αὐτὸ καὶ ὁ ἅγιος Ἀνδρέας Κρήτης στὸν Μεγάλο Κανόνα: « Ἐγγίζει ψυχὴ τὸ τέλος, ἐγγίζει καὶ οὐ φροντίζεις, οὐχ ἑτοιμάζει ὁ καιρὸς συντέμνει, διανάστηθι ἐγγὺς ἐπί θύραις ὁ Κριτὴς ἐστιν ὡς ὄναρ, ὡς ἄνθος ὁ χρόνος τοῦ βίου τρέχει• τί μάτην ταραττόμεθα;».
    Ὅταν μάθουμε νὰ βλέπουμε κι ἐμεῖς ἔτσι τὴν ζωή μας, τότε δὲν θὰ χάνουμε τὸν καιρό μας σὲ πράγματα μάταια καὶ ἀνώφελα, οὔτε θὰ δίνουμε προσοχὴ καὶ βαρύτητα σ’ αὐτά, ποὺ δὲν τὰ παίρνουμε μαζί μας στὴν αἰωνιότητα. Ἀντιθέτως θὰ φροντίζουμε μὲ ἐπιμέλεια νὰ στολίζουμε τὴν ψυχή μας μὲ ἀρετὲς καὶ μέ ἔργα ἀγάπης, ποὺ δίνουν νόημα καὶ ἀξία στὴν μικρὴ ζωή μας καὶ τὴν κάνουν νὰ παίρνη μεγάλες διαστάσεις. Γιατί μ’ αὐτὸ τὸ τίποτε, ποὺ φαίνεται νὰ εἶναι ἡ ζωή μας ἄν συγκριθῆ μὲ τὴν αἰωνιότητα, εἶναι δυνατὸν νὰ κερδήσουμε τὴν ἄπειρη καὶ αἰώνια καὶ ἀτελεύτητη εὐτυχία τῶν οὐρανῶν.
    Ἄς παρακαλοῦμε λοιπὸν τὸν Κύριό μας, ποὺ ὅπως ψάλλει ἡ Ἐκκλησία μας εἶναι «ἡ πηγὴ τῆς ζωῆς» καὶ «τὸ ἀπρόσιτον φῶς», νὰ μᾶς φωτίζη, γιὰ νὰ βλέπουμε σωστὰ τὰ πράγματα. Συγχρόνως δὲ ἄς φροντίζουμε μὲ τὴν βοήθειά Του νὰ ζοῦμε τὴν ἐδῶ ζωή μας ἔτσι, ὥστε μετὰ θάνατον νὰ βρεθοῦμε στὸ ἀνέσπερο φῶς τῆς Βασιλείας Του. (Ἀπό τό περιοδικό «Ο ΣΩΤΗΡ»τ. 1984, σ.357-358).