Μάρκ. ιστ΄6

Δευτέρα 26  Ἀπριλίου 2010

ΚΕΙΜΕΝΟ

"Ὁ δὲ λέγει αὐταῖς· μὴ ἐκθαμβεῖσθε·  Ἰησοῦν ζητεῖτε τὸν Ναζαρηνὸν τὸν ἐσταυρωμένον· ἠγέρθη, οὐκ ἔστιν ὧδε"

ΕΡΜΗΝΕΙΑ

"Αὐτός δε τούς εἶπε· Μή ἐκπλήττεσθε καί μή φοβεῖσθε. Ἠξεύρω ποῖον ζητᾶτε. Ζητᾶτε τόν Ἰησοῦν τόν Ναζαρηνόν τόν ἐσταυρωμένον. Ἀνεστήθη. Δέν εἶναι ἐδῶ. Ἰδού, εἶναι ἀδειανό τό μέρος, ὅπου τόν ἔβαλαν"      ( Ἀπό τήν "ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ μετά συντόμου ἑρμηνείας" τοῦ Π.Ν.Τρεμπέλα, ἔκδοση "Ο ΣΩΤΗΡ")
 
ΣΧΟΛΙΟ

    "Κάθε ἄλλο ἐπερίμεναν, παρὰ νὰ ἀκούσουν τοὺς λόγους αὐτοὺς αἱ μυροφόροι γυναῖκες. Τὸν εἶχαν ἴδει τὸν Χριστὸν νὰ ὁδηγῆται ὡς ἀμνὸς ἄφωνος πρὸς τὴν ἑκούσιον σφαγήν. Μὲ τὴν καρδίαν σπαρασσομένην Τὸν ἀντίκρυσαν κρεμάμενον ἐπὶ τοῦ σταυροῦ. Καὶ ὅταν ὁ Ἰωσὴφ μὲ τὸν Νικόδημον κατεβίβασαν τὸ πανάγιον σῶμα καὶ τὸ ἀπέθεσαν εἰς τὸ «καινὸν μνημεῖον», συντετριμμέναι καὶ σιωπηλαὶ παρηκολούθουν μακρόθεν τὴν ἱεράν πομπήν. Αἱ συνθῆκαι ἦσαν τοιαῦται, ὥστε γυναῖκες αὐταί νὰ μὴ ἠμποροῦν νὰ κάμουν τίποτε ἄλλο διὰ τὸν Διδάσκαλόν των. Τώρα ὅμως ποὺ τὸ Σάββατον ἔχει πλέον περάσει καὶ ξημερώνει «ἡ μία τῶν Σαββάτων, ἡ βασιλὶς καὶ κυρία» τῶν ἡμερῶν, ποῖος ἠμπορεῖ νὰ τάς συγκρατήση; Ἰδοὺ αὐταί ὄρθρου βαθέος ἔρχονται εἰς τὸ μνημεῖον. Ὅ,τι δὲν ἠμπόρεσαν νὰ κάμουν κατὰ τὴν ἡμέραν τῆς ταφῆς θέλουν νὰ τὸ πραγματοποιήσουν τώρα. Ἔρχονται νὰ ἀλείψουν μὲ τὰ πολύτιμα μύρα καὶ νὰ βρέξουν μὲ τὰ δάκρυα τῆς εὐγνωμοσύνης καὶ τῆς ἀγάπης των τὸ καταπληγωμένον σῶμα τοῦ εὐεργέτου των.
    Ἀλλά τί;… Πῶς;… Ὁ τάφος εἶναι ἀνοικτός! Ὁ μέγας λίθος ἔχει παραμερισθῆ! Τί λοιπὸν συμβαίνει; Ἀλλ’ ἰδοὺ Ἄγγελοι μὲ μορφὴν λαμπράν καὶ ἐνδύματα ἐξαστράπτοντα ἐμφανίζονται ἐνώπιόν των. Ἡ ἀπορία των κορυφώνεται. Φοβοῦνται. Ἀλλ’ ἡ ἀγγελικὴ φωνὴ διαλύει τὸν φόβον των καὶ διαλαλεῖ τὸ χαρμόσυνον γεγονός: «Ἰησοῦν ζητεῖτε τὸν Ναζαρηνὸν τὸν ἐσταυρωμένον». Ἀλλ’ αὐτὸς «ἠγέρθη, οὐκ ἐστιν ὧδε». Ἀμφιβάλλετε; «Ἴδε ὁ τόπος, ὅπου ἔθηκαν αὐτόν». Εἶναι κενός. Ὁ θάνατος κατενικήθη. Τὸ λατρευτὸν σῶμα, ἡνωμένον μὲ τὴν ψυχὴν καὶ τὴν θεότητα τοῦ Κυρίου, δὲν εὑρίσκεται πλέον εἰς τὸν τάφον. Δὲν ἐγνώρισε τὴν φθοράν. Ἔνδοξον καὶ λαμπρὸν ἀνέστη καὶ παραμένει ἀθάνατον, πηγὴ ἀκένωτος ζωῆς καὶ ἁγιασμοῦ διὰ τοὺς πιστοὺς ὅλων τῶν αἰώνων, ἀπόδειξις καὶ τεκμήριον ἀδιάψευστον τῆς κοινῆς πάντων τῶν ἀνθρώπων ἀναστάσεως.
    «Ἤγερθη, οὐκ ἐστιν ὧδε».
   Ἴσως, ἀγαπητὲ ἀναγνῶστα, μὲ πονεμένην τὴν ψυχὴν θὰ φέρης καὶ σὺ τὰ βήματά σου εἰς τὸν τόπον ὅπου εἶναι ἐνταφιασμένον τὸ νεκρὸν σῶμα προσφιλοῦς σου ὑπάρξεως. Πατέρας ἦτο; Μητέρα; Σύζυγος; Ἀδελφός; Παιδί; ὅ,τι καὶ ἂν ἦτο, ἀντίκρυσες τὴν μορφὴν του διὰ τελευταίαν φοράν ἐκεῖ εἰς τὸν ἀνοικτόν τάφον, ὅπου ἀπετέθη τὸ νεκρὸν σῶμα τοῦ προσφιλοῦς σου. Καὶ ἔρχεσαι λοιπὸν κάθε τόσον ἐκεῖ, ὅπως αἱ Μυροφόροι, διὰ νὰ χύσης δάκρυα ἀγάπης, διὰ νὰ ἀναπολήσης ἡμέρας χαρᾶς ποὺ ἐζήσατε μαζί, ἀλλὰ τώρα.:.
    Κλαίεις, ἀδελφέ μου; Αἱ γραμμαὶ αὐταί ἐπαναφέρουν ζωηράν τὴν ἐνθύμησιν τοῦ ἀπελθόντος καὶ ἀνοίγουν τὴν πληγὴν τῆς εὐαισθήτου καρδίας σου; Ἀλλά σὺ εἶσαι πι¬στός. Πιστεύεις καὶ λατρεύεις ὡς Θεόν σου τὸν Κύριον Ἰησοῦν. Μήπως καὶ Αὐτὸς δὲν ἀπετέθη κάποτε εἰς τὸ μνημεῖον; Μήπως καὶ δι’ Αὐτὸν δέν ἐχύθησαν δάκρυα θερ-μὰ καὶ δὲν ἐπόνεσαν ψυχαὶ ἀφωσιωμέναι εἰς Αὐτόν; Καὶ ὅμως. Ἐκεῖ ἀκριβῶς, εἰς τὸ μνημεῖον τοῦ Ἰησοῦ, καὶ διὰ τὸν Ἰησοῦν ἐλέχθησαν οἱ χαρμόσυνοι λόγοι: «Ἠγέρθη, οὐκ ἐστιν ὧδε». Αὐτὸ θὰ συμβῆ καὶ μὲ ἡμᾶς. Ὅπως ὁ Χριστὸς ἀνέστη, θὰ ἀναστηθῶμεν καὶ ἡμεῖς. Ὁ τάφος δὲν πρόκειται νὰ εἶναι αἰωνία καὶ παντοτινὴ κατοικία μας. Ἡ ψυχή μας, ἡ πνευματικὴ καὶ ἀθάνατος, ὁπωσδήποτε δὲν περικλείεται εἰς τὸν τάφον. Εὑρίσκεται πλησίον τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος εἶναι «πατὴρ τῶν πνευμάτων» (Ἑβρ. ιβ’ 9). Ἀλλά καὶ τὸ σῶμα ποὺ ἀπεδόθη κάποτε εἰς τὴν γῆν, θὰ ἀναστηθῆ καὶ αὐτὸ ἔνδοξον καὶ λαμπρόν, ἄφθαρτον καὶ ἀθάνατον. Δὲν ἀκούετε τὸν Κύριον πῶς τὸ προλέγει αὐτὸ καὶ πῶς διαβεβαιώνει τοὺς μαθητάς Του καὶ τοὺς πιστοὺς ὀπαδοὺς Του ὅλων τῶν αἰώνων; «Ὅτι ἐγὼ ζῶ καί ὑμεῖς ζήσεσθε» (Ἰωάν. ιδ’ 19). Ὅπως ἐγώ μετὰ τρεῖς ἡμέρας θὰ ἀναστηθῶ, ἔτσι καὶ σεῖς θὰ ἀποθάνετε μὲν τὸν σωματικὸν θάνατον, διὰ τῆς ἰδικῆς μου ὅμως δυνάμεως θὰ ἀναστηθῆτε εἰς τὸν ὡρισμένον καιρὸν καὶ θὰ παραμένετε ἀθάνατοι.
    Ὤ, ἀλήθεια, ποὶαν παρηγορίαν, ποὶαν ἐνίσχυσιν χαρίζουν εἰς τοὺς πιστοὺς ὀπαδοὺς τοῦ ἀναστάντος Λυτρωτοῦ οἱ λόγοι τοῦ Ἀγγέλου, μὲ τοὺς ὁποίους ἀνήγγειλεν εἰς τάς Μυροφόρους τὸ μήνυμα τῆς Ἀναστάσεως! «Ἠγέρθη, οὐκ ἐστιν ὧδε». Κατενίκησε τὸν θάνατον καὶ εἴσηλθεν εἰς τὴν ζωὴν τῆς ἀθανασίας πρῶτος Αὐτός, πρωτότοκος ἐκ τῶν νεκρῶν, ἀρχηγὸς τῆς ζωῆς, ζωοποιὸς δύναμις, αἴτιος τῆς ἀναστάσεως καὶ τῆς αἰωνίας ζωῆς ὁλοκλήρου τοῦ ἀνθρω¬πίνου γένους. Σπόγγισε λοιπόν, ἀδελφέ μου, τὰ δάκρυά σου. Διῶξε τὴν λύπην ἀπὸ τὴν ψυχήν σου καὶ ἂς ἀναπέμψωμεν ὅλοι λόγους εὐχαριστίας εἰς τὸν νικητὴν τοῦ θανά¬του, τὸν ἀναστάντα Κύριον.
    Αἰώνιε Λυτρωτά, ἄναρχε καὶ ἀτελεύτητε Κύριε, Σὺ ἐτέθης εἰς τὸν τάφον καὶ ἀνέστης τριήμερος, «συναναστήσας σεαυτῷ ἐνδόξως ὡς Θεός» καὶ ὁλόκληρον τὸ ἀνθρωπινὸν γένος. Δοξάζομεν καὶ εὐλογοῦμεν τὴν μεγαλωσύνην Σου. Πιστεύομεν εἰς τὴν ἀνάστασιν τῶν νεκρῶν, διότι ἔχομεν ἀδιάψευστον ἀπόδειξιν τὴν ἴδικήν Σου ἔνδοξον καὶ θριαμβευτικὴν Ἀνάστασιν. Ὅπως ἀνεστήθης Σύ, ἔτσι θὰ ἀναστηθῶμεν καὶ ἡμεῖς μὲ τὴν ἰδικήν Σου παντοκρατορικὴν προσταγήν καὶ θεϊκὴν ἐξουσίαν. Ἀξίωσέ μάς, Σὲ ἱκετεύομεν, μὲ τὴν πίστιν αὐτὴν νὰ διερχώμεθα τάς ἐπιγείους ἡμέρας μας. Καὶ ὅταν ὁ θάνατος ἔρχεται νὰ μᾶς χωρίση ἀπὸ πρόσωπα προσφιλῆ, μή μᾶς ἀφήνης νὰ καταποντιζώμεθα εἰς τὸ πέλαγος τῆς λύπης καὶ τῆς ἀπελπισίας. Χάριζέ μας ἀκλόνητον τὴν πίστιν εἰς τὴν ἀνάστασιν καί ἀξίωνέ μας νὰ ἐπαναλάμβανωμεν ἄνωθεν τοῦ τάφου τῶν προσφιλῶν μας τὴν ὁμολογίαν «προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν», τὴν ὁποίαν μᾶς ἐγγυᾶται ἡ ἔνδοξος καὶ θριαμβευτικὴ ἰδική Σου Ἀνάστασις. ( Ἀπό τό βιβλίο τοῦ Ἀρχ.Χριστοφόρου Παπουτσοπούλου «Χριστός ἀναστάς», ἔκδοση «Ο ΣΩΤΗΡ»).