Ματθ. κστ’ 67-68

Σάββατο 3  Ἀπριλίου 2010

ΚΕΙΜΕΝΟ

«Τότε ἐνέπτυσαν εἰς τὸ πρόσωπον αὐτὸν καὶ ἐκολάφισαν αὐτόν, οἱ δὲ ἐρράπισαν λέγοντες• προφήτευσον ἡμῖν, Χριστέ, τὶς ἐστὶν ὁ παίσας σε;»

ΕΡΜΗΝΕΙΑ

«Τότε τόν ἔπτυσαν εἰς το πρόσωπόν του καί τοῦ ἔδωσαν σβερκιές, ἄλλοι δε τόν ἐρράπισαν λέγοντες· Προφήτευσέ μας, Χριστέ, ποῖος εἶναι ἐκεῖνος πού σε ἐκτύπησε» ( Ἀπό τήν «ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ μετά συντόμου ἑρμηνείας» τοῦ Π.Ν.Τρεμπέλα, ἔκδοση «Ο ΣΩΤΗΡ»)

ΣΧΟΛΙΟ

«Σκηναὶ ταπεινώσεως καὶ ἐξευτελισμοῦ τοῦ Δικαίου.

    Ὁ ἱερὸς Εὐαγγελιστὴς Μᾶρκος προσθέτει τὴν λεπτομέρειαν, ὅτι κτυπῶντες καὶ δέροντες τὸν Κύριον «τινές» (καὶ ἴσως μὲ αὐτὰ ἐννοεῖ, ὅτι αὐτοὶ ἦσαν μέλη τοῦ Συνεδρίου), περιεκάλυπτον τὸ πρόσωπόν Του, σκεπάζοντες αὐτό, διὰ νὰ μὴ βλέπη ποῖος τὸν κτυπᾶ καὶ νὰ τὸν προκαλοῦν κατόπιν μὲ τάς λέξεις   προφήτευσέ μας, Χριστέ, ποῖος σὲ ἐκτύπησε. Ἀλλ’ ἄς ἐμβαθύνωμεν ὀλίγον εἰς τάς τελευταίας αὐτάς φράσεις τοῦ Εὐαγγελιστοῦ.
    «Ἐνέπτυσαν εἰς τὸ πρόσωπον αὐτοῦ καὶ ἐκολάφισαν αὐτόν, οἱ δὲ ἐρράπισαν». Ποῖοι; Πιθανώτατα τὴν ἀρχὴν ἔκαμαν μέλη τοῦ  Συνεδρίου ἀπό τὰ ζωηρότερα καὶ ἀπό τὰ φανατικότερα. Ἐσυνέχισαν δὲ οἱ στρατιῶται καὶ οἱ ὑπηρέται, ἀφοῦ ἐπῆραν θάρρος ἀπό αὐτοὺς καὶ τὴν διαγωγὴν των. Ἀλλά γιὰ σκεφθῆτε ἀνθρώπους σοβαρούς, δικαστάς, ποὺ ἀποτελοῦσαν μέλη τοῦ ἀνωτάτου δικαστικοῦ σώματος, νὰ κατέρχωνται τόσον χαμηλά, ὥστε νὰ χειροδικοῦν ἐπάνω εἰς ἕνα κατάδικον ἀβοήθητον καὶ τόσον ταλαιπωρημένον, ποὺ μόλις πρὸ ὀλίγων στιγμῶν ἄκουσε τὴν καταδίκην του ὄχι εἰς κάποιαν ἐλαφράν ποινήν, ἀλλ’ εἰς αὐτὸν τὸν θάνατον. Ὑπάρχει σκληρότης καί διάθεσις ψυχικὴ χειρότερα ἀπό αὐτήν; Ὀλίγος οἶκτος, ὀλίγη συμπόνοια δὲν εὑρέθη εἰς τοὺς ἀνθρώπους αὐτούς; Ποῦ εἶναι ἡ μόρφωσίς τους; Ποῦ εἶναι ἡ ἐπίδρασις ἐπάνω των τοῦ νόμου τοῦ Θεοῦ, τὸν ὁποῖον ἐμελετοῦσαν καὶ τοῦ ὁποίου ἦσαν φύλακες καὶ φρουροί; Δὲν ἐγνώριζαν, ὅτι διὰ τὸν κατάδικον εἶναι ἀρκετὴ ἡ καταδίκη, καὶ μάλιστα ἡ εἰς θάνατον τοιαύτη, ἦσαν δὲ ὑποχρεωμένοι νὰ τὸν προστατεύσουν ἀπό ἐκδηλώσεις τῶν ἀμορφώτων ἀνθρώπων, μέσα εἰς τούς ὁποίους ἐπικρατοῦν ταπεινὰ ἐλατήρια ἐξευτελισμοῦ τοῦ καταδίκου; Τίποτε ἀπό αὐτὰ δὲν ἔλαβον ὑπ’ ὄψιν οἱ δείλαιοι. Ἀλλά τὸν ραπίζουν καὶ τὸν ἐμπτύουν καὶ τὸν κολαφίζουν καὶ δίδουν τὸ θάρρος εἰς τούς στρατιώτας καὶ τοὺς ὑπηρέτας νὰ  συνεχίσουν  τὴν  ἰδικήν  των  ἐλεεινὴν  διαγωγήν.
    Καὶ πτύουν, λοιπόν, τὸν Κύριον εἰς τὸ πρόσωπον. Εἰς αὐτὸ τὸ πρόσωπον, ποὺ δὲν εὑρέθη ἄλλο ὡσὰν αὐτό· τὸ πρόσωπον τοῦ Ἀναμαρτήτου. Πόσον ὡραῖα, μὲ πόσον κτυπητὲς πινελιὲς ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος χρωματίζει ποῖον ἦτο τὸ πρόσ¬ωπον ἐκεῖνο! «Εἶναι τὸ πρόσωπον, λέγει, τὸ ὁποῖον ἡ θάλασσα ὅταν εἶδε, τὸ ἐσεβάσθη πολὺ καὶ ἡσύχασε ἀπό τὸ κῦμα της. Εἶναι τὸ πρόσωπον, τὸ ὁποῖον, ὅταν ὁ ἥλιος τὸ εἶδε ἐπάνω εἰς τὸν Σταυρόν, ἀπέστρεψε τάς ἀκτῖνας του καὶ τάς ἀπέκρυψεν. Αὐτὸ τὸ πρόσωπον ἐνέπτυον καὶ ἐρράπιζον καὶ ἐπί της κεφαλῆς ἔτυπτον, ἀφοῦ παρωρμῶντο ἀπό μανίαν καὶ κακίαν πολλήν, ἀπό τὴν ὁποίαν ἦσαν γεμᾶτοι».
    Ὢ αὐτὸ τὸ πρόσωπον, τὸ ὁποῖον οἱ ἄγγελοι δὲν τολμοῦν νὰ ἀτενίσουν, ἀλλά καλύπτουν μὲ τάς πτέρυγας τάς ὄψεις των καὶ οἱ δαίμονες τρέμουν καὶ κρύπτονται μακράν, αὐτὸ τὸ πρόσωπον ἔπτυον καὶ ἐρράπιζον οἱ ἄρχοντες καὶ οἱ στρατιῶται. Καὶ τὸν προεκάλουν μὲ εἰρωνικὰ μειδιάματα νὰ τοὺς εἴπη ποῖος τὸν ἐκτύπησε. Καὶ περικαλύπτουν τὸ πρόσωπόν Του, διὰ νὰ κρυβοῦν δῆθεν καὶ νὰ γίνη ὁ ἐξευτελισμὸς κτυπητότερος. Ἀλλ’ ἂν ἐνόμιζον, ὅτι τοῦ ἦτο ἄγνωστος ὁ καθεὶς ποὺ τὸν ἐκτύπησε, εὑρίσκοντο ἔξω τῆς πραγματικότητος. Γνωρίζει Ἐκεῖνος ὡς Θεός ὄχι μόνον τάς πράξεις, ἀλλά καὶ τάς πλέον ἀποκρύφους τῆς καρδίας καταστάσεις. Καὶ ὄχι μόνον τάς γνωρίζει, ἀλλά καὶ θὰ τάς ἀποκαλύψη μίαν ἡμέραν ἐνώπιον τῶν ἑκατομμυρίων ἀγγέλων καὶ ἀνθρώπων.
    Ὦ Κύριε, Κύριε, οἱ ἄνομοι Σὲ κατεδίκασαν εἰς θάνατον καὶ μὲ σκληρότητα μοναδικὴν ἐζήτησαν νὰ Σὲ κακοποιήσουν καὶ νὰ ἐξευτελίσουν τὸ πανάγιον πρόσωπόν Σου. Ἡμεῖς ὅμως θαυμάζομεν τὸ ἄφθαστον κάλλος ὄχι μόνον τοῦ προσώπου Σου, ἀλλά καὶ τῆς ἁγιότητός Σου. Καὶ προσκυνοῦμεν καὶ δοξάζομεν τὰ Πάθη Σου. Ρῦσαι, Σὲ παρακαλοῦμεν, ἐκ τοῦ θανάτου τάς ψυχάς ἡμῶν» ( Ἀπό τό βιβλίο τοῦ Ἀρχ.Γεωργίου Δημοπούλου «Τά Πάθη τά Σεπτά», ἔκδοση «Ο ΣΩΤΗΡ»).