Ψαλμ. ξη΄21

Τρίτη 23 Μαρτίου 2010

ΚΕΙΜΕΝΟ

"Ὀνειδισμὸν προσεδόκησεν ἡ ψυχή μου καὶ ταλαιπωρίαν, καὶ ὑπέμεινα συλλυπούμενον, καὶ οὐχ ὑπῆρξε, καὶ παρακαλοῦντας, καὶ οὐχ εὗρον"

ΕΡΜΗΝΕΙΑ

"Ὅπου καί ἄν στραφῇ ἡ ψυχή μου, δέν ἀναμένει τίποτε ἄλλο, παρά ὕβρεις καί ταλαιπωρίαν, καί περιέμεινα κάποιον νά μέ συμπονέσῃ καί δέν ἐφάνη κανείς· καί ἀνεζήτησα κάποιους νά μέ παρηγορήσουν καί δέν εὗρον κανένα" ( Ἀπό τήν ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ μετά συντόμου ἑρμηνείας", τ.10ος, ἔκδοση Ὁ ΣΩΤΗΡ".

ΣΧΟΛΙΟ

    «Μέσα στοὺς Ψαλμοὺς ποὺ διαβάζονται στὴν Ἀκολουθία τῶν Ὡρῶν τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς, περιλαμβάνεται καί ὁ ἑξηκοστὸς ὄγδοος.
    Στὸν Ψαλμὸ αὐτὸ ὁ Δαβὶδ κάνει βέβαια λόγο γιὰ τὰ παθήματά του. Πολλὰ ὅμως ἀπό ὅσα λέει γιὰ τὸν ἑαυτό του, ἀναφέρονται προφητικὰ στὸ Πρόσωπο τοῦ ἀναμενόμενου Μεσσίου καὶ Λυτρωτοῦ τῶν ἀνθρώπων.
    Γι’ αὐτὸ καὶ σὲ ἀρκετὰ σημεῖα τῶν ἱε¬ρῶν Εὐαγγελίων, ὅπου γίνεται λόγος γιὰ τὰ Ἅγια Πάθη τοῦ Κυρίου μας, ὑπάρχουν αὐτούσιες φράσεις τοῦ Ψαλμοῦ αὐτοῦ, ποὺ συγκινοῦν πραγματικὰ καὶ ραγίζουν τὴν καρδιά μας.
    Μία ἀπὸ αὐτὲς εἶναι καὶ ἐκείνη τοῦ εἰκοστοῦ πρώτου στίχου, ὅπου λέει γεμᾶτος πόνο ὁ Ψαλμωδός: «Καὶ ὑπέμεινα συλλυπούμενον, καὶ οὐχ ὑπῆρξε, καὶ παρακαλοῦντας, καὶ οὐχ εὗρον (Ψαλμ. ξη’ 21). Στὴν κατάστασι ποὺ βρισκόμουν, περίμενα κάποιον νὰ πονέση μαζί μου καὶ δὲν παρουσιάσθηκε κανείς. Περίμενα κά¬ποιον νὰ μοῦ συμπαρασταθῆ, νὰ μὲ παρηγορήση καί νὰ μὲ τονώση καὶ δὲν βρῆκα κανένα δίπλα μου. Ἔμεινα μόνος μου μὲ σύντροφο τὸν βαθὺ πόνο τῆς καρδιᾶς μου.
    Πόσο ταιριάζουν ἀλήθεια τὰ λόγια αὐτὰ μὲ ὅσα ἔζησε σὰν ἄνθρωπος ὁ Πανάγιος Κύριος στὸν κῆπο τῆς Γεθσημανῆ! Πόσο ὡραῖα ἐκφράζουν τὰ συναισθήματά Του καί τὴν ψυχική Του κατάστασι κατά τὴν ὥρα ποὺ ἐκέρδιζε τὴ μεγάλη του νίκη καί ὑπέτασσε τὸ ἀνθρώπινο θέλω στὸ θεῖο θέλημα τοῦ παναγίου Πατρός του!
    «Καὶ παραλαβών τὸν Πέτρον καί τοὺς δυὸ υἱοὺς Ζεβεδαίου», διαβάζουμε στὸ κατὰ Ματθαῖον Ἱερὸ Εὐαγγέλιο, ἤρξατο λυπεῖσθαι καί ἀδημονεῖν. Τότε λέγει αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς περίλυπος ἐστίν ἡ ψυχή μου ἕως θανάτου μείνατε ὧδε καί γρηγορεῖτε μετ’ ἐμοῦ. Καὶ προελθών μικρὸν ἔπεσεν ἐπί πρόσωπον αὐτοῦ προσευχόμενος… Καὶ ἔρχεται πρὸς τοὺς μαθητάς καὶ εὑρίσκει αὐτοὺς καθεύδοντας καὶ λέγει τῷ Πέτρῳ οὕτως οὐκ ἰσχύσατε μίαν ὥραν γρηγορῆσαι μετ’ ἐμοῦ! (Ματθ. κστ’ 3640).
    Ἔχει πλημμυρίσει ἡ καρδιά μου ἀπὸ λύπη, τοὺς εἶπε. Λυπᾶμαι καὶ πονῶ τόσο πολύ, ὥστε κινδυνεύω νὰ πεθάνω ἀπὸ τὴν λύπη μου. Σταθῆτε κοντά μου. Μὴ κοιμᾶσθε. Ἀγρυπνῆστε μαζί μου. Βοηθῆστε με ἔστω καὶ μόνο μὲ τὴν παρουσία σας!
    Ἐκεῖνοι ὅμως δὲν μπόρεσαν νὰ ξεπεράσουν τὴν ὑπνηλία τους, ποὺ τὴν ἐπέτεινε βέβαια καὶ ἡ θλῖψι τῆς καρδιᾶς τους γιὰ τὰ ὅσα τοὺς εἶχε πεῖ λίγο πρίν κατὰ τὸν Μυστικὸ Δεῖπνο. Λὲς καὶ ἦταν βαρειὰ σὰν μολύβι τὰ βλέφαρά τους, ἔπεφταν καὶ τοὺς ἔρριχναν σὲ ὕπνο βαθύ!
    Τί τραγικὴ πραγματικὰ ἡ στιγμὴ ἐκείνη! Ἐνῶ οἱ ἐχθροί του μὲ ἐπικεφαλῆς τὸν Προδότη ἀγρυπνοῦσαν κι ἔτρεχαν νὰ Τὸν συλλάβουν, οἱ δικοί του νύσταζαν καὶ κοιμόνταν! Κι ἔδειχναν μὲ τὴν στάσι τοὺς αὐτὴ πόσο λίγο Τὸν εἶχαν καταλάβει.
    Ἔτσι ὁ Διδάσκαλος, ποὺ μὲ τὴν ὡραιότατη παραβολὴ τοῦ Καλοῦ Σαμαρείτη εἶχε διδάξει τὴν συμπαράστασι στὸν κάθε πονεμένο ὁ Εὐεργέτης, ποὺ μὲ τὸ παράδειγμά Του τῆς βοηθείας τῶν ἀρρώστων καὶ ἐγκαταλελειμμένων εἶχε δείξει τὸν δρόμο τῆς συμπόνιας πρὸς τοὺς θλιμμένους, ἔμεινε μόνος καὶ ἀβοήθητος! Ὁ κόσμος, ἐκτός ἀπό λίγες γυναῖκες καὶ δυὸ τρεῖς ἄνδρες, δὲν ἔδωσε οὔτε τὴν παραμικρὴ βοήθεια σ’ Ἐκεῖνον, ποὺ δὲν εἶχε ἄλλο ἔργο Του ἀπό τὴν βοήθεια καὶ σωτηρία τοῦ κόσμου! ‘Εγκατελείφθη τελικῶς ὡς ἐκπρόσωπος τῶν ἁμαρτωλῶν καὶ ἀπό Αὐτὸν τὸν Πατέρα Του!
    Τί λέει ἆραγε στὴν καρδιά μας, ἀδελφέ μου, ἡ ἐγκατάλειψι αὐτὴ τοῦ Κυρίου; Τί σκέψεις γεννάει μέσα μας τὸ γεγονὸς ὅτι πόνεσε τόσο πολὺ κι ἔμεινε μόνος κι ἀβοήθητος στὶς τόσο δύσκολες καὶ φρικτὲς στιγμὲς τοῦ Πάθους Του;
    Δὲν ἀποκλείεται βέβαια νὰ συγκινούμεθα καὶ νὰ λέμε ὅτι, ἂν ζούσαμε τότε, δὲν θὰ ἀφήναμε τὸν Κύριο μόνο Του. Θὰ ξαγρυπνούσαμε. Θὰ στεκόμασταν δίπλα, Του. Θὰ μοιραζόμασταν τὸν πόνο Του. Θὰ δείχναμε κατανόησι στὴν θλῖψι Του. Θὰ κάμναμε ὅ,τι περνοῦσε ἀπὸ τὸ χέρι μας, γιὰ νὰ λιγοστεύσουμε τὸν πόνο τῆς καρδιᾶς Του καὶ νὰ τὸν ἀνακουφίσουμε. Θά… Θά…
    Παρὰ ταῦτα ὅμως πολλοὶ ἀπό μᾶς, ποὺ λέμε αὐτὰ γιὰ τὸ παρελθόν, φερόμαστε στὸ παρὸν καὶ πάλι σὰν νὰ μὴ νοιώθουμε βαθύτερα τὸν πόνο Του Χριστοῦ. Καὶ Τὸν ἀφήνουμε καὶ πάλι μόνο, ἐκτός ἐλαχίστων ἐξαιρέσεων, ὅπως καὶ τότε…
    Τί γίνεται ἀλήθεια σήμερα; Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς βέβαια δὲν ζῆ τώρα ἀνάμεσά μας σωματικὰ ὅπως τὰ χρόνια ἐκεῖνα. Τώρα βρίσκεται νικητὴς τοῦ θανάτου στοὺς οὐρανοὺς καὶ κάθεται στὰ δεξιά του θρόνου τοῦ Πατρός του. Ἵδρυσε ὅμως ἐπί γῆς τὴν Ἐκκλησία Του, γιὰ νὰ συνεχίζη τὸ λυτρωτικὸ ἔργο Του στοὺς αἰῶνες καὶ διὰ τῆς Ἐκκλησίας εἶναι παρών καὶ τώρα στὴ ζωή μας. Σύμφωνα μὲ τὴν διδασκαλία τῶν Ἁγίων Πατέρων ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὁ Χριστὸς παρατεινόμενος εἰς τοὺς αἰῶνας. Δὲν ὑπάρχουν λοιπὸν στιγμές, κατὰ τὶς ὁποῖες ἡ Ἐκκλησία, ποὺ εἶναι σῶμα Χριστοῦ, νοιώθει πόνο βαθὺ καὶ σήμερα καὶ ζητεῖ συμπαράστασι καὶ βοήθεια ἀπό τούς ἀνθρώπους; Καὶ δὲν ὑπάρχουν πολλοὶ πού φέρονται σὰν νὰ μὴ καταλαβαίνουν τὸν πόνο τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ;
    Λίγο πονεῖ πραγματικὰ ἡ Ἐκκλησία, ὅταν ὑπάρχουν ἄνθρωποι, ποὺ ζοῦν χωρὶς νὰ ὑπολογίζουν τὴν σταυρικὴ θυσία τοῦ Κυρίου καὶ παραδίνονται στὴν ἁμαρτία; Λίγο ὑποφέρει, ὅταν ἀκούη νὰ ἐκστομίζωνται βλασφημίες ἐναντίον τοῦ Ἀρχηγοῦ της καὶ βλέπη νὰ γράφωνται λόγια ὑβριστικὰ καὶ ταπεινωτικὰ γιὰ τὸ πρόσ-ωπο καὶ τὸ ἔργο Του; Λίγο πληγώνεται, ὅταν ἀντικρύζη τὴν ψυχρότητα καὶ ἀδιαφορία πολλῶν ἀπέναντι στὰ σωτήρια λόγια τοῦ Ἱδρυτοῦ της;
    Ἐδῶ λοιπὸν εἶναι ποὺ καλεῖται νὰ δείξη καθένας μας ὅτι καταλαβαίνει τὸν σύγχρονο, ἄς τὸν ποῦμε ἔτσι, πόνο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἐδῶ εἶναι ποὺ πρέπει νὰ περάσουμε ἀπό τὰ λόγια καὶ τὶς συγκινήσεις στὰ ἔργα καὶ νὰ σταθοῦμε δίπλα στὴν πονεμένη Ἐκκλησία. Ἐδῶ εἶναι ἀνάγκη νὰ τρέξουμε, νὰ ἀγρυπνήσουμε, νὰ κουρασθοῦμε καὶ νὰ κάνουμε ὅ,τι  μποροῦμε ἀνάμεσα στοὺς συνανθρώπούς μας, γιὰ νὰ γνωρίσουν τὴν ἀλήθεια, νὰ μετανοήσουν καὶ νὰ συνδεθοῦν μὲ τὸν Σωτῆρα Χριστό.
    Μόνον ἔτσι θὰ μποροῦμε νὰ λέμε ὅτι ὁ πόνος, ποὺ ἔνοιωσε τότε ὁ Ἰησοῦς στὴν Γεθσημανῆ, δὲν μᾶς ἀφήνει ἀσυγκίνητους. Ἐκεῖνος πάντως, σὰν Ἀρχηγὸς καὶ Κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας, περιμένει καὶ τώρα καὶ πάντα τὴν ἔμπρακτη συμπαράστασί μας, πάντοτε βέβαια πρὸς κέρδος  ἰδικό μας καὶ ἰδική μας δόξα» ( Ἀπό τό περιοδικό «Ο ΣΩΤΗΡ», τόμος 1984, σ. 237).

    «Μέσα στοὺς Ψαλμοὺς ποὺ διαβάζονται στὴν Ἀκολουθία τῶν Ὡρῶν τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς, περιλαμβάνεται καί ὁ ἑξηκοστὸς ὄγδοος.
    Στὸν Ψαλμὸ αὐτὸ ὁ Δαβὶδ κάνει βέβαια λόγο γιὰ τὰ παθήματά του. Πολλὰ ὅμως ἀπό ὅσα λέει γιὰ τὸν ἑαυτό του, ἀναφέρονται προφητικὰ στὸ Πρόσωπο τοῦ ἀναμενόμενου Μεσσίου καὶ Λυτρωτοῦ τῶν ἀνθρώπων.
    Γι’ αὐτὸ καὶ σὲ ἀρκετὰ σημεῖα τῶν ἱε¬ρῶν Εὐαγγελίων, ὅπου γίνεται λόγος γιὰ τὰ Ἅγια Πάθη τοῦ Κυρίου μας, ὑπάρχουν αὐτούσιες φράσεις τοῦ Ψαλμοῦ αὐτοῦ, ποὺ συγκινοῦν πραγματικὰ καὶ ραγίζουν τὴν καρδιά μας.
    Μία ἀπὸ αὐτὲς εἶναι καὶ ἐκείνη τοῦ εἰκοστοῦ πρώτου στίχου, ὅπου λέει γεμᾶτος πόνο ὁ Ψαλμωδός: «Καὶ ὑπέμεινα συλλυπούμενον, καὶ οὐχ ὑπῆρξε, καὶ παρακαλοῦντας, καὶ οὐχ εὗρον (Ψαλμ. ξη’ 21). Στὴν κατάστασι ποὺ βρισκόμουν, περίμενα κάποιον νὰ πονέση μαζί μου καὶ δὲν παρουσιάσθηκε κανείς. Περίμενα κά¬ποιον νὰ μοῦ συμπαρασταθῆ, νὰ μὲ παρηγορήση καί νὰ μὲ τονώση καὶ δὲν βρῆκα κανένα δίπλα μου. Ἔμεινα μόνος μου μὲ σύντροφο τὸν βαθὺ πόνο τῆς καρδιᾶς μου.
    Πόσο ταιριάζουν ἀλήθεια τὰ λόγια αὐτὰ μὲ ὅσα ἔζησε σὰν ἄνθρωπος ὁ Πανάγιος Κύριος στὸν κῆπο τῆς Γεθσημανῆ! Πόσο ὡραῖα ἐκφράζουν τὰ συναισθήματά Του καί τὴν ψυχική Του κατάστασι κατά τὴν ὥρα ποὺ ἐκέρδιζε τὴ μεγάλη του νίκη καί ὑπέτασσε τὸ ἀνθρώπινο θέλω στὸ θεῖο θέλημα τοῦ παναγίου Πατρός του!
    «Καὶ παραλαβών τὸν Πέτρον καί τοὺς δυὸ υἱοὺς Ζεβεδαίου», διαβάζουμε στὸ κατὰ Ματθαῖον Ἱερὸ Εὐαγγέλιο, ἤρξατο λυπεῖσθαι καί ἀδημονεῖν. Τότε λέγει αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς περίλυπος ἐστίν ἡ ψυχή μου ἕως θανάτου μείνατε ὧδε καί γρηγορεῖτε μετ’ ἐμοῦ. Καὶ προελθών μικρὸν ἔπεσεν ἐπί πρόσωπον αὐτοῦ προσευχόμενος… Καὶ ἔρχεται πρὸς τοὺς μαθητάς καὶ εὑρίσκει αὐτοὺς καθεύδοντας καὶ λέγει τῷ Πέτρῳ οὕτως οὐκ ἰσχύσατε μίαν ὥραν γρηγορῆσαι μετ’ ἐμοῦ! (Ματθ. κστ’ 3640).
    Ἔχει πλημμυρίσει ἡ καρδιά μου ἀπὸ λύπη, τοὺς εἶπε. Λυπᾶμαι καὶ πονῶ τόσο πολύ, ὥστε κινδυνεύω νὰ πεθάνω ἀπὸ τὴν λύπη μου. Σταθῆτε κοντά μου. Μὴ κοιμᾶσθε. Ἀγρυπνῆστε μαζί μου. Βοηθῆστε με ἔστω καὶ μόνο μὲ τὴν παρουσία σας!
    Ἐκεῖνοι ὅμως δὲν μπόρεσαν νὰ ξεπεράσουν τὴν ὑπνηλία τους, ποὺ τὴν ἐπέτεινε βέβαια καὶ ἡ θλῖψι τῆς καρδιᾶς τους γιὰ τὰ ὅσα τοὺς εἶχε πεῖ λίγο πρίν κατὰ τὸν Μυστικὸ Δεῖπνο. Λὲς καὶ ἦταν βαρειὰ σὰν μολύβι τὰ βλέφαρά τους, ἔπεφταν καὶ τοὺς ἔρριχναν σὲ ὕπνο βαθύ!
    Τί τραγικὴ πραγματικὰ ἡ στιγμὴ ἐκείνη! Ἐνῶ οἱ ἐχθροί του μὲ ἐπικεφαλῆς τὸν Προδότη ἀγρυπνοῦσαν κι ἔτρεχαν νὰ Τὸν συλλάβουν, οἱ δικοί του νύσταζαν καὶ κοιμόνταν! Κι ἔδειχναν μὲ τὴν στάσι τοὺς αὐτὴ πόσο λίγο Τὸν εἶχαν καταλάβει.
    Ἔτσι ὁ Διδάσκαλος, ποὺ μὲ τὴν ὡραιότατη παραβολὴ τοῦ Καλοῦ Σαμαρείτη εἶχε διδάξει τὴν συμπαράστασι στὸν κάθε πονεμένο ὁ Εὐεργέτης, ποὺ μὲ τὸ παράδειγμά Του τῆς βοηθείας τῶν ἀρρώστων καὶ ἐγκαταλελειμμένων εἶχε δείξει τὸν δρόμο τῆς συμπόνιας πρὸς τοὺς θλιμμένους, ἔμεινε μόνος καὶ ἀβοήθητος! Ὁ κόσμος, ἐκτός ἀπό λίγες γυναῖκες καὶ δυὸ τρεῖς ἄνδρες, δὲν ἔδωσε οὔτε τὴν παραμικρὴ βοήθεια σ’ Ἐκεῖνον, ποὺ δὲν εἶχε ἄλλο ἔργο Του ἀπό τὴν βοήθεια καὶ σωτηρία τοῦ κόσμου! ‘Εγκατελείφθη τελικῶς ὡς ἐκπρόσωπος τῶν ἁμαρτωλῶν καὶ ἀπό Αὐτὸν τὸν Πατέρα Του!
    Τί λέει ἆραγε στὴν καρδιά μας, ἀδελφέ μου, ἡ ἐγκατάλειψι αὐτὴ τοῦ Κυρίου; Τί σκέψεις γεννάει μέσα μας τὸ γεγονὸς ὅτι πόνεσε τόσο πολὺ κι ἔμεινε μόνος κι ἀβοήθητος στὶς τόσο δύσκολες καὶ φρικτὲς στιγμὲς τοῦ Πάθους Του;
    Δὲν ἀποκλείεται βέβαια νὰ συγκινούμεθα καὶ νὰ λέμε ὅτι, ἂν ζούσαμε τότε, δὲν θὰ ἀφήναμε τὸν Κύριο μόνο Του. Θὰ ξαγρυπνούσαμε. Θὰ στεκόμασταν δίπλα, Του. Θὰ μοιραζόμασταν τὸν πόνο Του. Θὰ δείχναμε κατανόησι στὴν θλῖψι Του. Θὰ κάμναμε ὅ,τι περνοῦσε ἀπὸ τὸ χέρι μας, γιὰ νὰ λιγοστεύσουμε τὸν πόνο τῆς καρδιᾶς Του καὶ νὰ τὸν ἀνακουφίσουμε. Θά… Θά…
    Παρὰ ταῦτα ὅμως πολλοὶ ἀπό μᾶς, ποὺ λέμε αὐτὰ γιὰ τὸ παρελθόν, φερόμαστε στὸ παρὸν καὶ πάλι σὰν νὰ μὴ νοιώθουμε βαθύτερα τὸν πόνο Του Χριστοῦ. Καὶ Τὸν ἀφήνουμε καὶ πάλι μόνο, ἐκτός ἐλαχίστων ἐξαιρέσεων, ὅπως καὶ τότε…
    Τί γίνεται ἀλήθεια σήμερα; Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς βέβαια δὲν ζῆ τώρα ἀνάμεσά μας σωματικὰ ὅπως τὰ χρόνια ἐκεῖνα. Τώρα βρίσκεται νικητὴς τοῦ θανάτου στοὺς οὐρανοὺς καὶ κάθεται στὰ δεξιά του θρόνου τοῦ Πατρός του. Ἵδρυσε ὅμως ἐπί γῆς τὴν Ἐκκλησία Του, γιὰ νὰ συνεχίζη τὸ λυτρωτικὸ ἔργο Του στοὺς αἰῶνες καὶ διὰ τῆς Ἐκκλησίας εἶναι παρών καὶ τώρα στὴ ζωή μας. Σύμφωνα μὲ τὴν διδασκαλία τῶν Ἁγίων Πατέρων ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὁ Χριστὸς παρατεινόμενος εἰς τοὺς αἰῶνας. Δὲν ὑπάρχουν λοιπὸν στιγμές, κατὰ τὶς ὁποῖες ἡ Ἐκκλησία, ποὺ εἶναι σῶμα Χριστοῦ, νοιώθει πόνο βαθὺ καὶ σήμερα καὶ ζητεῖ συμπαράστασι καὶ βοήθεια ἀπό τούς ἀνθρώπους; Καὶ δὲν ὑπάρχουν πολλοὶ πού φέρονται σὰν νὰ μὴ καταλαβαίνουν τὸν πόνο τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ;
    Λίγο πονεῖ πραγματικὰ ἡ Ἐκκλησία, ὅταν ὑπάρχουν ἄνθρωποι, ποὺ ζοῦν χωρὶς νὰ ὑπολογίζουν τὴν σταυρικὴ θυσία τοῦ Κυρίου καὶ παραδίνονται στὴν ἁμαρτία; Λίγο ὑποφέρει, ὅταν ἀκούη νὰ ἐκστομίζωνται βλασφημίες ἐναντίον τοῦ Ἀρχηγοῦ της καὶ βλέπη νὰ γράφωνται λόγια ὑβριστικὰ καὶ ταπεινωτικὰ γιὰ τὸ πρόσ-ωπο καὶ τὸ ἔργο Του; Λίγο πληγώνεται, ὅταν ἀντικρύζη τὴν ψυχρότητα καὶ ἀδιαφορία πολλῶν ἀπέναντι στὰ σωτήρια λόγια τοῦ Ἱδρυτοῦ της;
    Ἐδῶ λοιπὸν εἶναι ποὺ καλεῖται νὰ δείξη καθένας μας ὅτι καταλαβαίνει τὸν σύγχρονο, ἄς τὸν ποῦμε ἔτσι, πόνο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἐδῶ εἶναι ποὺ πρέπει νὰ περάσουμε ἀπό τὰ λόγια καὶ τὶς συγκινήσεις στὰ ἔργα καὶ νὰ σταθοῦμε δίπλα στὴν πονεμένη Ἐκκλησία. Ἐδῶ εἶναι ἀνάγκη νὰ τρέξουμε, νὰ ἀγρυπνήσουμε, νὰ κουρασθοῦμε καὶ νὰ κάνουμε ὅ,τι  μποροῦμε ἀνάμεσα στοὺς συνανθρώπούς μας, γιὰ νὰ γνωρίσουν τὴν ἀλήθεια, νὰ μετανοήσουν καὶ νὰ συνδεθοῦν μὲ τὸν Σωτῆρα Χριστό.
    Μόνον ἔτσι θὰ μποροῦμε νὰ λέμε ὅτι ὁ πόνος, ποὺ ἔνοιωσε τότε ὁ Ἰησοῦς στὴν Γεθσημανῆ, δὲν μᾶς ἀφήνει ἀσυγκίνητους. Ἐκεῖνος πάντως, σὰν Ἀρχηγὸς καὶ Κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας, περιμένει καὶ τώρα καὶ πάντα τὴν ἔμπρακτη συμπαράστασί μας, πάντοτε βέβαια πρὸς κέρδος  ἰδικό μας καὶ ἰδική μας δόξα» ( Ἀπό τό περιοδικό «Ο ΣΩΤΗΡ», τόμος 1984, σ. 237).