Ἰωάν. ια΄21

Παρασκευή 26 Μαρτίου 2010

ΚΕΙΜΕΝΟ

"Εἶπεν οὖν ἡ Μάρθα πρὸς τὸν  Ἰησοῦν· Κύριε, εἰ ἦς ὧδε, ὁ ἀδελφός μου οὐκ ἂν ἐτεθνήκει"

ΕΡΜΗΝΕΙΑ

"Ὅταν λοιπόν ἡ  Μάρθα συνήντησε τόν Ἰησοῦν, εἶπε πρός αὐτόν· Κύριε, ἐάν ἤσουν ἐδῶ, δέν θά εἶχεν ἀποθάνει ὁ ἀδελφός μου" ( Ἀπό τήν "ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ μετά συντόμου ἑρμηνείας" τοῦ Π.Ν.Τρεμπέλα, ἔκδοση "Ο ΣΩΤΗΡ")

ΣΧΟΛΙΟ

    «Ἔχουν περάσει τέσσαρες ἡμέραι ἀφ’ ὅτου  ὁ Λάζαρος, ὁ φίλος τοῦ Κυρίου, ὁ ἀγαπημένος ἀδελφὸς τῆς Μάρθας καὶ τῆς Μαρίας, εὑρίσκεται εἰς τὸν τάφον. Ἡ ἐπίσκεψις τοῦ θανάτου ἔχει μεταβάλει εἰς τὴν Βηθανίαν τὸ εὐλογημένον σπίτι τῶν τριῶν ἀδελφῶν εἰς οἶκον πένθους. Ἡ θλῖψις των εἶναι πολὺ μεγάλη. Ἡ δὲ σκέψις ὅτι, ἂν ἦτο ὁ Ἰησοῦς ἐκεῖ, ὁ Λάζαρος δὲν θὰ ἀπέθνησκε, ηὔξανε τὴν θλῖψιν τῶν δυὸ ἀδελφῶν. «Κύριε, εἰ ῆς ὧδε, ὁ ἀδελφός μου οὐκ ἂν ἐτεθνήκει, λέγει ἡ Μάρθα, ἐπαναλαμβάνει δὲ ὕστερα ἀπό ὀλίγον καὶ ἡ Μαρία (Ἰωάν. ια’ 21, 32).
    Ἀλλ’ ὁ Κύριος δὲν ἠμποροῦσε νὰ ἀντιπαρέλθη μίαν τόσον πολύτιμον εὐκαιρίαν. Ὁ τάφος, καὶ διὰ πολλοὺς ἁγίους τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἦτο ὁ τόπος τοῦ σκότους. Καὶ μόνον ὅσον ἐπλησίαζον αἱ ἡμέραι, κατὰ τάς ὁποίας θὰ ἤρχετο εἰς τὸν κόσμον ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, τὸ μυστήριον τοῦ θανάτου διεφωτίζετο μὲ τάς διδασκαλίας τῶν προφητῶν. Αὐτάς δὲ τάς προφητικάς διδασκαλίας εἶχεν ὑπ’ ὄψιν καὶ ἡ Μάρθα, ὅταν ἔλεγεν εἰς τὸν Κύριον, ὅτι ὁ ἀδελφός της θὰ ἀναστηθῆ «ἐν τῇ ἀναστάσει, ἐν τῇ ἐσχάτῆ ἡμέρᾳ».
    Οἱ λόγοι ὅμως αὐτοί τῆς Μάρθας δίδουν ἀφορμήν εἰς τὸν Κύριον, διὰ νὰ κάμη τὴν ἐκπληκτικὴν ἔκεινην διακήρυξιν: «Ἐγώ εἰμι ἡ ἀνάστασις καὶ ἡ ζωὴ» (Ἰωάν. ια’ 25). Μὲ τὸ νὰ λέγη ἡ Μάρθα, ὅτι ὁ ἀδελφός της θὰ ἀναστηθῆ κατὰ τὴν ἡμέραν τῆς κοινῆς τῶν πάντων ἀναστάσεως, ἀπομακρύνει τὴν ἀνάστασιν ἀπό τὸ παρὸν καὶ τὴν μεταθέτει εἰς τὰ ἀδιόρατα καὶ ἀκαθόριστα βάθη τοῦ μέλλοντος. Καὶ αὐτὸ μέν, ἡ γενικὴ δηλαδὴ ἀνάστασις τῶν νεκρῶν, θὰ γίνη πράγματι, κατὰ τὴν μεγάλην ἐκείνην ἡμέραν τῆς δευτέρας παρουσίας τοῦ Κυρίου. Ὁ Κύ-ριος ὅμως, ὅταν ἔλεγεν «Ἐγώ εἰμι ἡ ἀνάστασις καὶ ἡ ζωή», συνέδεε στενώτατα καὶ ἀδιαρρήκτως τὴν ἀνάστασιν μὲ τὸν ἑαυτόν του, καὶ ἀπό τὰ ἀνεξερεύνητα βάθη τοῦ μέλλοντος τὴν ἐτοποθέτει εἰς τὸ ἄμεσον παρόν. Ἡ ἀνάστασις — βεβαιώνει ὁ Κύριος —δὲν εἶναι μόνον κάτι τὸ μελλοντικόν, ἀλλ’ εἶναι κατάστασις παροῦσα. Ἡ ἀνάστασις δὲν ὑπάρχει ἐκτός ἐμοῦ καὶ ἄνευ ἐμοῦ, ἀλλά ἡ ἀνάστασις καὶ ἡ ζωὴ «Ἐγώ εἰμι».
    Διὰ νὰ ἐννοήσωμεν καλύτερα τὴν μεγάλην αὐτὴν ἀλήθειαν, ἄς σκεφθῶμεν τὸ ἑξῆς: Ὁ ἄνθρωπος, ἐφ’ ὅσον εὑρίσκεται ὑποδουλωμένος εἰς τὴν ἁμαρτίαν, εἶναι νεκρὸς πνευματικῶς. Κοιμᾶται τὸν βαρὺν ὕπνον, ποὺ φέρνει εἰς τὴν ψυχὴν τὸ δηλητήριον τῆς ἁμαρτίας. Πρὸς αὐτὸν δὲ τὸν ἄνθρωπον ἀπευθύνεται τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον καὶ τοῦ φωνάζει: «Ἔγειρε ὁ καθεύδων καὶ ἀνάστα ἐκ τῶν νεκρῶν». Ὄχι ὅτι εἶναι νεκρὸς σωματικῶς. Ἀλλά  εἶναι νεκρὸς πνευματικῶς καὶ πρέπει νὰ ἀναστηθῆ. Πρέπει νὰ ἐξυπνήση ἀπό τὸν λήθαργον τῆς ἁμαρτίας καὶ νὰ ἐπανέλθη εἰς τὴν ἀληθινήν, τὴν πνευματικὴν ζωήν. Αὐτὴ δὲ ἡ ἀνάστασις δὲν ἐπιτυγχάνεται μὲ κανὲν ἄλλο μέσον, παρὰ μόνον διὰ τοῦ Χριστοῦ καὶ ὑπάρχει «ἐν τῷ Χριστῷ». Τὴν ἀλήθειαν αὐτήν ἐκφράζει ὁ Κύριος, ὅταν λέγη: «ἔρχεται ὥρα, καὶ νῦν ἐστιν, ὅτε οἱ νεκροὶ ἀκούσονται τῆς φωνῆς τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ καὶ οἱ ἀκούσαντες ζήσονται (Ἰωάν. ε’ 25).
     Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀποδεχθῆ τὴν διδασκαλίαν τοῦ Χριστοῦ, πιστεύση εἰς τὸν Χριστὸν καὶ βαπτισθῆ, ἀνασταίνεται πνευματικῶς καὶ γίνεται μέλος τοῦ ζωντανοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, τῆς Ἐκκλησίας. Ζωοποιεῖται τότε καὶ ζωογονεῖται ἀπό τὴν δύναμιν καὶ τὴν χάριν τοῦ Χριστοῦ. Συντελεῖται τοιουτοτρόπως ἡ ἀνάστασις ἡ πρώτη, διὰ τὴν ὁποίαν μακαρίζει τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι ἔχουν λάβει μέρος εἰς αὐτήν. «Μακάριος καὶ ἅγιος ὁ ἔχων μέρος ἐν τῇ ἀναστάσει τῇ πρώτῃ» (Ἀποκ. κ’ 6). Ἀναστημένος δὲ πλέον ὁ ἄνθρωπος πνευματικῶς, ἔχει εἰρήνην εἰς τὴν ψυχὴν καὶ ἀπολαμβάνει βαθεῖαν ἐσωτερικὴν ἀγαλλίασιν. Αἰσθάνεται ὅτι εἶναι ἡνωμένος μὲ τὸν Χριστόν, τὴν πηγὴν τῆς ζωῆς καὶ τὸν αἴτιον τῆς ἀναστάσεως, καὶ κατὰ συνέπειαν ὅτι εἶναι παιδὶ τοῦ Θεοῦ ἀγαπημένον. Προσέχει νά ζῆ πάντοτε «ἐν καινότητι ζωῆς», ὡς νέος δηλαδὴ ἄνθρωπος ἀναγεννημένος ὑπό τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ. Ἂν δὲ ὡς ἄνθρωπος ἀπροσεκτήση καὶ ἁμαρτήση κάποτε, καταφεύγει καὶ πάλιν ἐν μετανοίᾳ πρὸς τὸν Θεόν, διότι δὲν θέλει, δὲν ἀνέχεται κατ’ οὐδένα λόγον νὰ διακοπῆ ἡ υἱικὴ σχέσις, ποὺ τὸν συνδέει μὲ τὸν Θεόν. Τὸν σωματικὸν θάνατον θὰ τὸν ὑποστῆ βεβαίως καὶ ὁ τοιοῦτος ἀληθινὸς Χριστιανός. Ἡ ζωὴ ὅμως ἡ πνευματική, τὴν ὁποίαν χαρίζει ὁ Χριστός, εἶναι ἐντελῶς ἀνεξάρτητος τοῦ θανάτου. Ὁ θάνατος ἐχώρισε τὴν ψυχὴν ἀπό τὸ σῶμα τοῦ Λαζάρου, δὲν ἔχωρισεν ὅμως τὸν Λάζαρον ἀπό τὸν Χριστόν. Τουναντίον, τὸν ἔφερε πλησιέστερα πρὸς ἐκεῖνον ποὺ ἐλέτρευε καὶ ἠγάπα. Ἔγινε ἡ θύρα, διὰ τῆς ὁποίας μετέβη οὗτος εἰς ζωὴν καλυτέραν καὶ ἁγιωτέραν. Οὔτε δὲ καὶ ἀπό τάς ἀδελφάς του ἔχωρισεν ὁ θάνατος τὸν Λάζαρον, ἐφ’ ὅσον καὶ ἐκεῖναι ἦσαν πισταὶ εἰς τὸν Χριστὸν καὶ συνδεδεμέναι πρὸς αὐτόν.
    Κατόπιν ὅλων αὐτῶν, εἶναι φανερὸν πλέον, ὅτι ὁ Κύριος μὲ τοὺς λόγους: «Ἐγώ εἰμι ἡ ἀνάστασις καὶ ἡ ζωὴ ἐμφανίζει τὴν ἀλήθειαν τῆς ἀναστάσεως ὡς γεγονὸς ἤδη τετελεσμένον. Διὰ τοὺς πιστοὺς ὀπαδοὺς τοῦ Χριστοῦ ἡ ἀνάστασις δὲν εἶναι κάτι τὸ μελλοντικόν, ἀλλά εἶναι κατάστασις παροῦσα. Δὲν εἶναι κάτι τὸ ὑποθετικόν, ἀλλά εἶναι πραγματικότης ἁπτή. Ὁ χωρισμὸς τῆς ψυχῆς ἀπό τὸ σῶμα δὲν πρόκειται νὰ διαρκέση αἰωνίως. Ὁ Χριστός, ποὺ ἀνέστη ὁ ἴδιος ἐκ τῶν νεκρῶν, θὰ ἀναστήση κατὰ τὴν ἡμέραν τῆς δευτέρας αὐτοῦ παρουσίας καὶ ὅλους ὅσοι ζοῦν καὶ ἀποθνήσκουν ἡνωμένοι μὲ αὐτόν, ὅπως ἀνέστησε τὸν Λάζαρον. Βεβαίως τότε δὲν θὰ ἀναστηθοῦν μόνον οἱ εὐσεβεῖς. Θὰ ἀναστηθοῦν ὅλοι ἀνεξαιρέτως οἱ ἄνθρωποι. Ἀλλά, ἐνῶ ἐκεῖνοι ποὺ ἀπέθανον ἀμετανόητοι, θὰ ἀναστηθοῦν εἰς ἀνάστασιν κρίσεως, αἰωνίας δηλαδὴ καταδίκης, αἱ ἀναρίθμητοι μυριάδες ἐκείνων ποὺ ἐλυτρώθησαν διὰ τοῦ αἵματος τοῦ Ἰησοῦ καὶ ἔχουν μέρος «ἐν τῇ ἀναστάσει τῇ πρώτῃ», εἰς τὴν πνευματικὴν δηλαδὴ ἐπί τῆς γῆς ἀνάστασιν, αὐτοὶ θὰ ἀναστηθοῦν εἰς ἀνάστασιν ζωῆς αἰωνίου καὶ μακαρίας.
    Νέα λοιπὸν ἐποχὴ ἔχει ἀρχίσει διὰ τὴν ἀνθρωπότητα ἀπό τότε, ποὺ ὁ Κύριος ἔκαμε τὴν ἀνυπολογίστου ἀξίας διακήρυξιν, «Ἐγώ εἰμι ἡ ἀνάστασις καὶ ἡ ζωή». Εἶναι ἡ ἐποχή, κατὰ τὴν ὁποίαν ἡ πίστις εἰς τὴν ἀνάστασιν τῶν νεκρῶν ἀφήρεσεν ἀπό τὸν θάνατον τὴν χολὴν τῆς πι¬κρίας καὶ τὸ σκότος τοῦ μυστηρίου καὶ ἔχαρισεν εἰς τὸ ἀνθρώπινον γένος τὴν γλυκεῖαν προσδοκίαν τῆς μελλούσης ζωῆς. Εἶναι, ἀκόμη περισσότερον, ἡ ἐποχὴ κατὰ τὴν ὁποίαν οἱ νεκροὶ πνευματικῶς ἀνίστανται καὶ ζωογονοῦνται καὶ περιπατοῦν «ἐν καινότητι ζωῆς». Ἡνωμένοι μὲ τὸν Χριστόν, ζοῦν ἤδη ἀπὸ τῆς παρούσης ζωῆς τὴν ἀθάνατον καὶ μακαρὶαν ζωὴν τῆς ἀναστάσεως, τὴν ὁποίαν πλήρη καὶ τελείαν θὰ χαρίση εἰς τοὺς ὀπαδοὺς Του κατὰ τὴν κοινὴν τῶν πάντων ἀνάστασιν Ἐκεῖνος ποὺ ἐβεβαίωσεν: «Ἐγώ εἰμι ἡ ἀνάστασις καὶ ἡ ζωή» ( Ἀπό τό βιβλίο «Χριστός ἐσταυρωμένος», σ. 67  ἔκδοση «Ο ΣΩΤΗΡ»).