Ψαλμ. λα΄1

ΚΕΙΜΕΝΟ

«Μακάριοι ὧν ἀφέθησαν αἱ ἀνομίαι καὶ ὧν ἐπεκαλύφθησαν αἱ ἁμαρτίαι»

ΕΡΜΗΝΕΙΑ

 «Μακάριοι εἶναι ἐκεῖνοι, τῶν ὁποίων συνεχωρήθησαν ἀπό τόν Θεόν αἱ ἀνομίαι καί τῶν ὀποίων ἐσπεπάσθησαν, ὥστε νά μή φαίνωνται πλέον διόλου, αἱ ἀμαρτίαι» (Ἀπό τήν «ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ μετά συντόμου ἑρμηνείας», τ. 10ος, ἔκδοση «Ο ΣΩΤΗΡ»)
         

ΣΧΟΛΙΟ

    «Ἄνθρωπος σὰν κι ἐμᾶς ἦταν καὶ ὁ Δαβίδ, ἀγαπητὲ ἀναγνῶστα. Γι’ αὐτὸ καὶ ἁμάρτησε καὶ ἔπεσε κάποτε, ὅπως ἀσφαλῶς εἶναι σ’ ὅλους μας γνωστό.
    Ἀπό τὴν στιγμὴ ὅμως ποὺ συνῆλθε καὶ κατάλαβε τὸ παράπτωμά του, δὲν ἔπαυε νὰ κλαίη γιὰ τὸ λάθος του καὶ νὰ ζητάη μὲ ταπείνωσι τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ.
    Ἔγραψε μάλιστα καὶ εἰδικοὺς ψαλμούς, γιὰ νὰ ἐκφράση τὴν βαθειὰ μετάνοιά του καὶ τὴν συντριβὴ τῆς καρδιᾶς του γιὰ τὸ ὀλίσθημά του.
    Ἕνας ἀπό αὐτοὺς εἶναι καὶ ὁ τριακοστὸς πρῶτος. Στὸν Ψαλμὸ αὐτὸ μὲ τρόπο ἀριστοτεχνικὸ παρουσιάζει τὴν ψυχικὴ κατάστασι τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ συγχωρεῖται ἀπό τὸν Κύριο, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν κατάστασι ἐκείνου ποὺ δὲν «ἐξαγορεύει» τὴν ἁμαρτία του καὶ νοιώθει τὸ ἀνελέητο κτύπημα τῆς συνειδήσεώς του.
    «Μακάριοι ὧν ἀφέθησαν αἱ ἀνομίαι καὶ ὧν ἐπεκαλύφθησαν αἱ ἁμαρτίαι», λέει εὐθὺς ἐξ ἀρχῆς (Ψαλμ. λα’ 1). Εὐτυχισμένοι δηλαδὴ ἐκεῖνοι, ποὺ τοὺς ἔχουν συγχωρηθῆ οἱ παρανομίες καὶ ἔχουν σκεπασθῆ ἐντελῶς οἱ ἁμαρτίες τους.
    Ὁ τρόπος βέβαια, μὲ τὸν ὁποῖο τὰ λέει ἐδῶ στὴν ἀρχή, δείχνει σὰν νὰ μιλάη κάπως γενικὰ καὶ ἀπρόσωπα. Ὅπως φαίνεται ὅμως ἀπὸ τὴν συνέχεια, τὰ λόγια αὐτὰ ἀφοροῦν τὸν ἴδιο τὸν Ψαλμωδό. Μιλάει δηλαδὴ γιὰ τὸν ἑαυτό του καὶ ἀπό τὴν πεῖρα τῆς ζωῆς του. Γιὰ ὅσα ἔζησε μετὰ τήν συνάντησί του μὲ τὸν Νάθαν, τὸν ἀπεσταλμένο τοῦ Θεοῦ (Β’ Βασ. ιβ’ 1-20).
    Καί θεωρεῖ τὸν ἑαυτὸ του μακάριο καὶ εὐτυχισμένο, γιατί ἦταν βέβαιος ὅτι εἶχε συμφιλιωθῆ μὲ τὸν Θεό του. Εἶχε τὴν ἐσωτερικὴ πληροφορία ὅτι ὁ Κύριος συγχώρησε τὸ διπλὸ ἁμάρτημά του. Τὸ σκέπασε ὁριστικά, ὥστε νὰ μὴ ξαναφανῆ ποτέ πιά. Αὐτὴ ἦταν ἡ αἰτία, ποὺ τὸν ἔκαμνε νά νοιώθη σὰν ὁ πιὸ εὐτυχισμένος ἄνθρωπος τοῦ κόσμου.
    Γιὰ νὰ καταλάβουμε κάπως καλύτερα τό βάθος καὶ τὸ πλάτος αὐτῆς τῆς εὐτυχίας του, ἀρκεῖ νὰ σκεφθοῦμε γιὰ λίγο τήν δυστυχία του. Νὰ φέρωμε δηλαδὴ στὸ νοῦ μας τὸ τί ἔνοιωθε, πρὶν ἀποκτήση τὴν βεβαιότητα ὅτι τὸν συγχώρησε ὁ Κύριος.
    Τὸ λέει καὶ αὐτὸ στὸν Ψαλμὸ του ὁ Νεοφώτιστος Δαβίδ. Ἐπειδὴ «ἐσίγησα», γράφει, ἐπειδὴ δηλαδὴ δὲν εἶχα μετανοήσει ἀκόμη εἰλικρινὰ καὶ κρατοῦσα μέσα μου τὴν παρανομία μου καὶ δὲν τὴν ἐφανέρωνα στὸν Θεό, γιὰ νὰ μὲ συγχώρηση, ἔνοιωθα σὰν νὰ εἶχαν διαλυθῆ τὰ κόκκαλά μου. Ἔνοιωθα σὰν νὰ εἶχε μπηχθῆ μέσα μου ἕνα αἰχμηρὸ ἀγκάθι, ποὺ μὲ τρυποῦσε συνεχῶς καὶ μοῦ προκαλοῦσε πόνο φοβερό. Φρίκη καὶ ὀδύνη ἀνυπόφορη ἦταν ἡ καθημερινὴ συντροφιά μου. Δέν εὕρισκα ἠρεμία καὶ ἄναπαυσι καὶ γαλήνη ποτέ.
    Πῶς λοιπὸν νὰ μὴ εἶναι εὐτυχισμένος καί νὰ μὴ κλαίη ἀπό χαρὰ γιὰ τὴν λύτρωσι καί  ἀπαλλαγή ἀπ’ αὐτὴ τὴν τρισάθλια κατάστασί του; Πῶς νὰ μὴ γεμίζη τὸ εἶναι του ἀπό συναισθήματα εὐγνωμοσύνης πρὸς τὸν φιλάνθρωπο Κύριο, ποὺ δέχθηκε τὴν μετάνοιά του καὶ συγχώρησε «τὴν ἀσέβειαν τῆς καρδίας» του;
    Ὤ, ἀδελφέ μου! Δὲν ἔχουμε ἴσως καταλάβει ἀκόμη τί σημαίνει ἁμαρτία. Δὲν ἔχουμε πιθανὸν ἀντιληφθῆ ὅτι ἡ ἁμαρτία, ὅπως ἔλεγε καὶ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, εἶναι «θηρίον πονηρὸν καὶ ἀνήμερον» (ΡG 48, 695) Εἶναι ἄγριο θηρίο, ποὺ κατατρώγει τὰ σωθικὰ τοῦ ἀνθρώπου ὁ ὁποῖος τὴν κρατάει κρυφὴ μέσα του καὶ δὲν τὴν πετάει ἔξω μὲ τὴν Ἐξομολόγησι. Γι’ αὐτὸ καὶ μένουν πολλοὶ μὲ τὶς ἁμαρτίες τους. Γι’ αὐτὸ ἐπίσης καὶ δὲν νοιώθουμε ἴσως ὅλοι σ’ ὅλες τὶς διαστάσεις τὴν εὐτυχία τῆς συγγνώμης τῶν ἁμαρτιῶν, πού μᾶς χαρίζει ὁ Θεός.
    Ἄν ρωτήσουμε ὅμως ὅσους μετενόησαν εἰλικρινὰ καὶ ἄνοιξαν τὴν καρδιά τους καὶ ἐφανέρωσαν τὰ κρίματά τους στὸν ἐξομολόγο, θὰ μᾶς τὸ ποῦν. Θὰ τὸ φωνάξουν μὲ γεμᾶτο τὸ στόμα ὅτι καμμιὰ χαρά, καμμιὰ εὐφροσύνη δὲν εἶναι τόσο βαθειὰ καὶ τόσο μεγάλη, ὅσο αὐτή ποὺ χαρίζει ἡ συγχώρησι τῶν ἁμαρτιῶν. Οὔτε ἡ ἀπονομὴ χάριτος σ’ ἕνα θανατοποινίτη καὶ ἡ ἀποφυλάκισί του δὲν μπορεῖ νὰ δώση τόση χαρὰ καὶ ἀγαλλίασι, ὅση χαρίζει ἡ «συγγνώμη καὶ ἄφεσις τῶν ἁμαρτιῶν» μας, ποὺ συντελεῖται στὸ φιλάνθρωπο Μυστήριο τῆς Ἱερᾶς Ἐξομολογήσεως.
    Αἰσθάνεσαι πλέον ἐλεύθερος ἀπό ἕνα ἀσφυκτικὸ κλοιό, ποὺ σὲ πίεζε καὶ δὲν σὲ ἄφηνε ν’ ἀναπνεύσης. Αἰσθάνεσαι νὰ ἔχη φύγει ἀπό ἐπάνω σου ἕνα δυσβάστακτο βάρος, ποὺ σὲ ἀνάγκαζε νὰ βαδίζης κυρτωμένος διαρκῶς, μὲ τὸ βλέμμα στὸ χῶμα.
    Πρὸ πάντων ὅμως νοιώθεις τὸν οὐρανὸ νὰ σοῦ χαμογελᾶ. Μπορεῖς νὰ σηκώνης τὰ μάτια πρὸς τὸν θρόνο τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ Τὸν βλέπης σὰν πατέρα στοργικό. Ἔχεις τὴν ἄνεσι νὰ Τοῦ μιλᾶς σὰν παιδί Του, μὲ ἁπλότητα καὶ ἐμπιστοσύνη. Αἰσθάνεσαι τὸ ἀόρατο πατρικό Του χέρι νὰ σοῦ θωπεύη ἀπαλὰ τὸ μέτωπο καὶ νὰ σοῦ δείχνη συγχρόνως καὶ τὸν δρόμο, ποὺ θὰ βαδίζης στὸ ἑξῆς μὲ τὴν χάρι Του, γιὰ νὰ ἑνωθῆς τελικὰ καὶ αἰώνια μαζί Του.
    Αὐτὴ εἶναι στὴν οὐσία της ἡ εὐτυχία τῆς συγγνώμης, γιὰ τὴν ὁποία ἔκανε λόγο ὁ μακάριος Δαβίδ. Εὐτυχία ἀσύγκριτη καὶ ἀπαράμιλλη. Καὶ μακάρι νὰ μᾶς ἀξιώνη ὁ Κύριος νὰ τὴν ζοῦμε ὁλοκληρωτικά» ( Ἀπό τό περιοδικό «Ο ΣΩΤΗΡ», τόμος 1984 σ. 150).