Ψαλμ.ιγ΄5

Πέμπτη 4 Μαρτίου 2010

ΚΕΙΜΕΝΟ

«Ἐκεῖ ἐδιλίασαν φόβῳ, οὗ οὐκ ἦν φόβος, ὅτι ὁ Θεός ἐν γενεᾷ δικαίᾳ»

ΕΡΜΗΝΕΙΑ

«Ἀλλά διά τοῦτο κυριευθέντες ἀπό δεισιδαιμονίας, κατεπτοήθησαν ἀπό ἀνύπαρκτα φαντάσματα καί κατελήφθησαν ἀπό φόβον ἐκεῖ, ὅπου δέν ὑπῆρχε τίποτε τό φοβερόν. Καί πῶς νά μή τρομάξουν; Ὁ Θεός δέν ἦτο μετ’ αὐτῶν. Διότι μόνο εἰς τήν γενεάν τῶν δικαίων παραμένει ὀ Κύριος, ἀφήνων ἐρήμους καί ἀπροστατεύτους τούς ἀρνουμένους αὐτόν» ( Ἀπό τήν «ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ μετά συντόμου ἑρμηνείας», τ. 10ος, ἔκδοση «Ο ΣΩΤΗΡ»).

ΣΧΟΛΙΟ

                    
    «Μὲ πολὺ ζωηρὰ καὶ μελανὰ χρώματα παρουσιάζει συχνὰ ὁ ἐμπνευσμένος προφήτης καὶ ψαλμωδὸς τὴν ζωὴ καὶ τὶς συνέπειες τῆς ἁμαρτίας. Ἀνάμεσα δὲ στὰ ἄλλα ποὺ ἀναφέρει, προσθέτει ὅτι οἱ ἀσεβεῖς δὲν νοιώθουν εἰρήνη καὶ ἀνάπαυσι ψυχῆς ποτέ, ἀλλὰ τρέμουν καὶ ἀγωνιοῦν καὶ φοβοῦνται ἀκόμη καὶ ἐκεῖ ποὺ δὲν ὑπάρχει κανεὶς λόγος. «Ἐκεῖ ἐδειλίασαν φόβῳ», λέγει, «οὗ οὐκ ἦν φόβος, ὅτι ὁ Θεὸς ἐν γενεᾷ δικαίᾳ» (Ψαλμ. ιγ’5).
      Ἀφοῦ δὲν ἔχουν μαζί τους τὸν Θεὸ ποὺ εὐλογεῖ καὶ προστατεύει μόνο τοὺς δικαίους καὶ εὐσεβεῖς, δὲν νοιώθουν καμμιὰ ἀσφάλεια καὶ βεβαιότητα. Ἀνησυχοῦν καὶ ταράσσονται μὲ τὸ παραμικρό θρόϊσμα τῶν φύλλων ἑνὸς δένδρου. Ἐπί πλέον δένουν τὴν καρδιά τους μὲ φόβους, ποὺ δὲν στηρίζονται σὲ καμμία πραγματικὴ αἰτία.
Τέτοιοι ἀκριβῶς φόβοι εἶναι οἱ πολλὲς δεισιδαιμονίες καὶ προλήψεις, ποὺ βασανίζουν καὶ ταλαιπωροῦν πλήθη κόσμου καὶ στὴν ἐποχή μας. Καὶ βλέπει κανεὶς ἀνθρώπους, ποὺ παριστάνουν μάλιστα τὸν ἔξυπνο καὶ δυνατό, νὰ κυριεύωνται ἀπό ἀγωνία καὶ τρόμο ἐμπρὸς σὲ ἀνύπαρκτα πράγματα.
    Βλέπετε ἐπὶ παραδείγματι πολλούς, ποὺ θέλουν νὰ φαίνωνται προοδευτικοὶ καί πολιτισμένοι, νὰ φοβοῦνται νὰ ταξιδεύσουν, ὅταν εἶναι Τρίτη ἢ δεκατρεῖς του μηνός. Βλέπετε ἄλλους νὰ μὴ βάζουν τὸν ἀριθμὸ 13 στὸ διαμέρισμά τους ἀλλὰ 12α. Ἀκοῦτε τρίτους νὰ χτυποῦν ξύλο, ὅπως λένε, ὅταν ἔλθη ἡ συζήτησι γιὰ καρκίνο ἢ γιὰ θάνατο. Νοιώθετε ἐπίσης τοὺς φίλους σας νὰ χάνουν τὴν διάθεσί τους, μόλις  καταλάβουν ὅτι τοὺς ἐπισκεφθήκατε στὸ σπίτι τους ἐπιστρέφοντας ἀπό τὸ Κοιμητήριο. Βλέπετε ἄλλους νὰ τρέχουν ἀγουροξυπνημένοι καὶ ν’ ἀνοίγουν τρέμοντας τὸν ὀνειροκρίτη, γιὰ νὰ διαβάσουν τὴν ἐξήγησι τοῦ τρομεροῦ ὀνείρου ποὺ εἶδαν τὴν νύκτα. Βλέπετε… Ἀκοῦτε…
    Εἶναι νὰ γελάη πραγματικὰ καὶ νὰ κλαίη συγχρόνως κανεὶς ἐμπρὸς στὶς ἀναρίθμητες καὶ ἀτελείωτες περιπτώσεις προλήψεων καὶ δεισιδαιμονιῶν. Νοιώθει κυριολεκτικὰ ἄσχημα, ὅταν βλέπη ἀνθρώπους λογικοὺς καὶ μορφωμένους νὰ κατεβαίνουν τόσο χαμηλά, νὰ σκλαβώνωνται καὶ νὰ μὴ μποροῦν νὰ σκεφθοῦν ψύχραιμα καὶ ἐλεύθερα.
Ὅτι δὲν μποροῦν νὰ σκεφθοῦν ἐλεύθερα, ψύχραιμα καὶ λογικὰ οἱ προληπτικοὶ καὶ  δεισιδαίμονες, φαίνεται καὶ ἀπό αὐτό, ποὺ ἔλεγε γιὰ τοὺς προληπτικούς της ἐποχῆς του ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, πρᾶγμα ποὺ φανερώνει ὅτι δὲν ἔλειψαν ποτὲ οἱ ἀξιολύπητοι αὐτοὶ ἄνθρωποι. Εἶναι, ἔλεγε, εἰδωλολατρικὰ «ληρήματα», δηλαδὴ ἀνοησίες νὰ περιεργάζεσαι «τὴν φωνὴν τοῦ κόρακος» καὶ τὸν κρότον τοῦ ποντικοῦ καὶ νὰ δέχεσαι μὲ εὐχαρίστησι τὶς συναντήσεις προσώπων «αἰσχρῶς βεβιωκότων», ἐνῶ ἀποφεύγεις σὰν ἀφορμὲς συμφορῶν τὶς συναντήσεις ἀνθρώπων, ποὺ ζοῦν «ἐν εὐλάβειᾳ καὶ σεμνότητι» (Α’ Κατήχησις, παραγρ. 39). Μᾶς θυμίζει μὲ τὰ λόγια του αὐτὰ ὁ ἅγιος πατὴρ κάτι ποὺ συμβαίνει καὶ σήμερα.
Μήπως εἶναι λίγοι καὶ τώρα ἐκεῖνοι, πού θεωροῦν κακὸ συναπάντημα νὰ ἴδουν πρωὶ πρωὶ στὸν δρόμο τοὺς ἕνα ἱερέα; Δὲν εἶναι ὅμως παράλογο νὰ φοβᾶσαι καὶ νὰ θεωρῆς κακὸ τὸ νὰ ἀντικρύσης τὸν ἐκπρόσωπο τοῦ Θεοῦ, ἀπό τὸν ὁποῖον πηγάζει κάθε εὐλογία, καὶ νὰ ἀδιαφορῆς ἂν τυχὸν συναντήσης ἕνα πασίγνωστο ἁμαρτωλὸ πρόσωπο;
     Τὰ πράγματα μιλοῦν μόνα τους. Ὅταν κανεὶς δὲν πιστεύη ὁλόψυχα καὶ ἀληθινὰ στὸν Θεό, παραλογίζεται. Καὶ ἐνῶ θέλει νὰ ζῆ δῆθεν ἀδέσμευτος καὶ χωρὶς νὰ ὑπολογίζη τούς σωτηρίους φραγμοὺς τῶν θείων ἐντολῶν, καταντᾶ ἕρμαιο στὰ χέρια τοῦ Διαβόλου. Καὶ ἐνῶ νομίζει ὅτι δὲν φοβᾶται τίποτε καὶ πετᾶ σὰν ξεπερασμένο ὅ,τι σέβονταν σὰν ἱερὸ καὶ ἅγιο οἱ προγονοί μας, ἐν τούτοις ὁ ἴδιος φοβᾶται τὸ κάθε τι. Φοβᾶται καὶ αὐτὴν τὴν σκιά του. Βλέπει παντοῦ φαντάσματα. Ὑπολογίζει τὴν γνώμη τοῦ ὀνειροκρίτη καὶ τὴν φωνὴ τοῦ πουλιοῦ καὶ στέκεται μὲ δέος καὶ σεβασμὸ ἀκούγοντας τὶς συνταγὲς τῆς καφετζοῦς καὶ τοῦ μέντιουμ! Ἁλυσοδένεται μέσα στὶς μέρες καὶ τοὺς ἀριθμοὺς καὶ δὲν μπορεῖ νὰ ζήση καὶ νὰ χάρη ἐλεύθερος τὴν ζωή του.
   Γιὰ νὰ μὴ βρεθῆς ποτὲ καὶ σύ, ἀγαπητὲ ἀναγνῶστα, σ’ αὐτὴ τὴν ἀξιοθρήνητη κατάστασι, φρόντισε νὰ ριζώση μέσα στὴν καρδιά σου ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ. Βάλε πυξίδα στὸ ταξίδι τῆς ζωῆς σου τὸν ἀλάθητο λόγο τοῦ Κυρίου. Φώτιζε τὸν νοῦ σου μὲ τὸ φῶς τοῦ Εὐαγγελίου καὶ κάμνε ἔργον σου καθημερινὸ τὴν ἐφαρμογὴ τῶν ἁγίων ἐντολῶν του. Τότε δὲν θά νοιώσης ποτὲ τοὺς ἀστήρικτους αὐτοὺς φόβους, ἀλλά θὰ ζῆς ἤρεμος καὶ ἀσφαλὴς μέσα στὸ ὁλόφωτο περιβάλλον τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας, κάτω ἀπό τὴν ἀκαταμάχητη προστασία τοῦ Θεοῦ» ( Ἀπό τό περιοδικό «Ο ΣΩΤΗΡ», τόμος 1983, σ. 406).