Ψαλμ. γ΄ 5

Πέμπτη 18  Φεβρουαρίου 2010

ΚΕΙΜΕΝΟ

«Φωνῇ μου πρὸς Κύριον ἐκέκραξα, καὶ ἐπήκουσέ μου ἐξ ὄρους ἁγίου αὐτοῦ»

ΕΡΜΗΝΕΙΑ

«Πολλάς εἰς τό παρελθόν φοράς μέ φωνήν ἰσχυράν ἐφώναξα πρός τόν Κύριον ζητῶν τήν βοήθειάν καί ἤκουσεν ἀπό τό ὄρος Σιών, ὅπου φυλάσσεται ἡ κιβωτός τῆς Διαθήκης του ἔγινε δι’ αὐτό ἅγιον κατοικητήριόν του» (Ἀπό τήν «Παλαιά Διαθήκη μετά συντόμου ἑρμηνείας», τ.10ος, Ἔκδοση «Ο ΣΩΤΗΡ»)

ΣΧΟΛΙΟ

    «Λίγοι ἄνθρωποι πέρασαν τὶς θλίψεις καὶ δοκιμασίες καὶ ταλαιπωρίες, ποὺ ἔζησε ὁ Προφήτης καὶ βασιλεὺς Δαβίδ. Λίγο ἔλειψε μάλιστα νὰ φονευθῆ ἄπο τὸ ἴδιο τὸ παιδί του, ποὺ ἐπανεστάτησε ἐναντίον του καὶ θέλησε νὰ τοῦ πάρη τὴν βασιλικὴν   ἐξουσίαν.
    Μέσα ὅμως στὶς πολλὲς καὶ μεγάλες συμφορές του δὲν ἔχασε ποτὲ τὴν εἰρήνη τῆς καρδιᾶς του. Ἔμενε ἤρεμος καὶ ἀτάραχος, ἔστω κι ἂν τὸν περικύκλωναν μυριάδες ἐχθρῶν.
Ἀπὸ ποῦ ἆραγε ἀντλοῦσε τὴν ψυχικὴ αὐτὴ δύναμι καὶ ἀντοχή; Ποιὸ ἦταν τὸ ἀκριβὸ μυστικὸ τῆς γαλήνης καὶ τῆς ἀφοβίας του;
    Μᾶς τὸ φανερώνει ὁ ἴδιος μὲ ξεχωριστὴ ἁπλότητα καὶ φυσικότητα: «φωνή μου πρὸς Κύριον ἔκεκραξα, μᾶς λέει, καὶ ἐπήκουσέ μοῦ ἐξ ὄρους ἁγίου αὐτοῦ» (Ψαλμ. γ’ 5). Φώναξα, ἱκέτευσα μὲ δύναμι καὶ παρεκάλεσα θερμὰ τὸν Κύριο γιὰ τὰ ζητήματά μου καὶ μὲ ἄκουσε ἀπό τὸ ὄρος Σιών, ὅπου βρίσκεται ὁ ἱερὸς καὶ ἅγιος τόπος τῆς λατρείας Του.
    Τὰ λόγια του αὐτὰ εἶναι τὸ καταστάλαγμα τῆς πείρας του. Ὅσες φορὲς ἔκραζε μὲ πίστι πρὸς τὸν Κύριο, ἔβλεπε τὸ παντοδύναμο χέρι τοῦ Θεοῦ νὰ τὸν προστατεύη καὶ νὰ τὸν λυτρώνη ἀπὸ κινδύνους καὶ ἀπό τὰ φονικὰ χέρια τῶν ἔχθρων του.
    Ἡ πεῖρα του αὐτὴ ἐστερέωνε ἀκόμη περισσότερο μέσα του τὴν πεποίθησι δτὶ ὁ Θεὸς ἀκούει πάντα τὶς προσευχὲς τῶν μετανοημένων δούλων Του. Ὅτι Ἐκεῖνος ποὺ «ἐφύτευσε τὸ οὖς» στὸν ἄνθρωπο. Ἐκεῖνος πού μᾶς χάρισε τὰ αὐτιά, τὰ λεπτότατα καὶ ἐξαίρετα αὐτὰ ὄργανα, ξέρει ἀσφαλῶς καὶ μπορεῖ νὰ ἀκούη καὶ ὁ ἴδιος (Ψαλμ. 93, 9).
    Κάμνει πάντως ἐντύπωσι ὅτι δὲν λέει ὁ φωτισμένος ἐκεῖνος ἄνθρωπος «φωνή μου τὸν Κύριον ἱκέτευσα», ἀλλὰ «φωνή μου πρὸς Κύριον ἐκέκραξα». Αὐτὰ σημαίνει ὅτι ἐφώναζε μὲ ὅλη τὴ δύναμι τῆς ψυχῆς του, ὅταν προσευχόταν. Ἔκραζε ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς του κι ἡ δυνατὴ φωνὴ τοῦ ἔσχιζε τοὺς οὐρανοὺς κι ἔφθανε μέχρι τὸν θρόνο τοῦ Θεοῦ.
    Δὲν ἀποκλείεται βέβαια νὰ μὴ ἦταν πάντα καὶ ἐξωτερικὴ αὐτὴ ἡ κραυγή του. Μπορεῖ δηλαδὴ νὰ μὴ ἄκουαν οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι αὐτά, ποὺ ἔλεγε στὴν προσευχή του. Κάτι παρόμοιο δὲν ἔγινε κάποτε καὶ μὲ τὸν Μωυσῆ, παρ’ ὅλο πού ἡ προσευχὴ του ἀνέβαινε σὰν βοὴ στὸν οὐρανό; (Ἔξοδ. ιδ’ 15).
    Αὐτὸ πού μᾶς λέγει ἐδῶ ὁ μακάριος Δαβίδ, εἶναι ὅτι ἡ προσευχή, ποὺ γίνεται μὲ ἔντασι καὶ δύναμι καρδιᾶς, εἰσακούεται πάντοτε. Τὸ εἶπε ἄλλως τε ὁ ἴδιος ὁ Θεός: «κεκράξεται πρὸς με καὶ ἐπακούσομαι αὐτοῦ» (Ψαλμ. 90, 15). Θὰ φωνάξη δηλαδὴ ὁ πιστὸς καὶ θὰ τὸν ἀκούσω. Τὸ ἴδιο μήπως δὲν σημαίνει καὶ τὸ «κρούετε καὶ ἀνοιγήσεται», πού μᾶς εἶπε καὶ ὁ Θεάνθρωπος Κύριος; (Ματθ. ζ’ 7). Χτυπᾶτε, μας συμβούλευσε, δυνατὰ καὶ ἐπίμονα καὶ θὰ σᾶς ἀκούσουν. Θὰ ἀνοίξη ἐμπρός σας ἡ θύρα τοῦ ἐλέους καὶ τῆς εὐσπλαγχνίας τοῦ Θεοῦ. Ἐξ ἄλλου καὶ ὁ ἴδιος ἐκεῖ στὸν κῆπο τῆς Γεθσημανῆ προσευχήθηκε πρὸς τὸν Πατέρα Του «μετὰ κραυγῆς ἰσχυρᾶς», ὅπωςμας ἀναφέρει ὁ ἅγιος Ἀπόστολος Παῦλος (Ἑβρ. ε’ 7).
    « Ἡθεία ἀκοή» βέβαια, ὅπως γράφει ὁ Μέγας Βασίλειος, «οὐ φωνῆς δεῖται πρὸς αἴσθησιν». Δὲν χρειάζεται δηλαδὴ Ἐκεῖνος φωνές, γιὰ νὰ καταλάβη τί μᾶς ἀπασχολεῖ. Ξέρει καὶ μπορεῖ ἀπό ἕνα σκίρτημα τῆς καρδιᾶς μας νὰ γνωρίση «τὰ ἐπιζητούμενα». Ὅλα ὅσα θέλουμε καὶ Τοῦ ζητᾶμε (Ὁμιλ. εἰς ριδ’ Ψαλμ., πάρ. 2). Ἐμεῖς εἴμαστε ἐκεῖνοι, ποὺ νοιώθουμε τὴν ἀνάγκη μέσα στὶς δυσκολίες μας, τὶς ὑλικὲς καὶ πνευματικές, καὶ μέσα στοὺς πολλοὺς καὶ πάσης φύσεως πειρασμούς μας νὰ βάλουμε τὶς φωνές. Νὰ καλέσουμε σὲ βοήθεια τὸν οὐρανὸ καὶ νὰ ζητήσουμε τὴν ἐπέμβασι του Κυρίου, ποὺ μπορεῖ νὰ μᾶς λυτρώση ἀπό κάθε συμφορά. Ἐμεῖς θέλουμε νὰ Τοῦ ποῦμε ἀκόμη καὶ φωναχτὰ τὸν πόνο μας καὶ νὰ Τοῦ φανερώσουμε τὰ βάσανά μας, γιὰ νὰ ἐξασφαλίσουμε ὁπωσδήποτε τὴν συμπαράστασι καὶ τὴν βοήθειά του.
Πολλὰ παραδείγματα μέσα ἀπό τὴν Ἁγία μας Γραφή, ἀλλά καὶ ἀπό τὴν καθημερινὴ ζωή, βεβαιώνουν ὅτι ἡ προσευχή, ποὺ εἰσακούεται ἀπό τὸν Κύριο, εἶναι ἐκείνη ποὺ ἀναπέμπεται μὲ δύναμι, μὲ θέρμη καὶ ἔντασι ψυχῆς. Ἡ προσευχὴ ποὺ ξεκινᾶ ἀπό μιὰ καρδιὰ μετανοημένη καὶ πιστὴ καὶ γεμάτη πύρινη ἀγάπη γιὰ τὸν Κύριο καὶ Θεό μας. Ἡ προσευχὴ ποὺ μοιάζει μὲ τὴν προσευχὴ τῶν Τριῶν Παίδων μέσα στὸ καμίνι τῆς φωτιᾶς, ἡ τοῦ προφήτου Δανιὴλ μέσα στὸν λάκκο τῶν λεόντων. Ἢ προσευχὴ ποὺ ὑπενθυμίζει τὴν προσευχὴ τῆς Χαναναίας μητέρας, ποὺ ἔκραζε πίσω ἀπό τούς μαθητάς καὶ τὸν Κύριο (Ματθ. ιε’ 22-23).
    Ἄν τέτοια εἶναι κάθε φορὰ ἡ προσευχή σου καὶ ἡ προσευχή μου, ἀδελφέ μου, δὲν πρόκειται νὰ χάσουμε, ποτέ. Ὁ οὐράνιος κόσμος μαζὶ μὲ τὸν Κύριο τῶν ἀγγελικῶν Δυνάμεων θὰ σπεύδουν πάντα πρὸς βοήθειάν μας δίνοντας τὸ «παρών» στὶς κραυγὲς τῆς καρδιᾶς μας» (Ἀπό τό περιοδικό «Ο ΣΩΤΗΡ», τόμος 1983, σελ. 70)