Αποκ.ιδ΄13

Κυριακή 10 Ἰανουαρίου 2010

ΚΕΙΜΕΝΟ

"Καὶ ἤκουσα φωνῆς ἐκ τοῦ οὐρανοῦ λεγούσης· γράψον, μακάριοι οἱ νεκροὶ οἱ ἐν Κυρίῳ ἀποθνήσκοντες ἀπ᾿ ἄρτι. ναί, λέγει τὸ Πνεῦμα, ἵνα ἀναπαύσωνται ἐκ τῶν κόπων αὐτῶν· τὰ δὲ ἔργα αὐτῶν ἀκολουθεῖ μετ᾿ αὐτῶν."

ΕΡΜΗΝΕΙΑ

"Καί ἤκουσα φωνήν ἀπό τόν οὐρανόν, ἡ ὁποία ἔλεγε· Γράψε· Μακάριοι ἀπό τώρα εἶναι οἱ νεκροί, πού πεθαίνουν πιστεύοντες εἰς τόν Κύριον καί ἑνωμένοι μέ αὐτόν. Ναι·  εἶναι μακάριοι, λέγει τό Ἅγιον Πνεῦμα. Διότι πεθαίνουν, διά νά ἀναπαυθοῦην ἀπό τούς κόπους των. Κί θά ἀναπαυθοῦν, διότι τά ἅγια  ἔργα των παρακολουθοῦν μαζί των εἰς τήν ἄλλην ζωήν" ( Ἀπό τήν «ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ μετά συντόμου ἑρμηνείας» τοῦ Π.Ν.Τρεμπέλα)

ΣΧΟΛΙΟ

      "Μετά τά ὅσα ἄκουσα γιά τήν καρτερία καί τήν ὑπομονή τῶν ἁγίων, γράφει ὁ ἅγιος ᾿Απόστολος, ἄκουσα μιά φωνή ἀπό τόν οὐρανό πού ἔλεγε· «γράψον, μακάριοι οἱ νεκροί οἱ ἐν Κυρίῳ ἀποθνήσκοντες ἀπ’ ἄρτι. ναί, λέγει τό Πνεῦμα, ἵνα ἀναπαύσωνται ἐκ τῶν κόπων αὐτῶν· τά δέ ἔργα αὐτῶν ἀκολουθεῖ μετ’ αὐτῶν» (᾿Αποκ. ιδ´ 13). «Γράψε· Μακάριοι ἀπό τώρα εἶναι οἱ νεκροί, πού πεθαίνουν πιστεύοντες εἰς τόν Κύριον καί ἑνωμένοι μέ αὐτόν. Ναί· εἶναι μακάριοι, λέγει τό ῞Αγιον Πνεῦμα. Διότι πεθαίνουν, διά νά ἀναπαυθοῦν ἀπό τούς κόπους των. Καί θά ἀναπαυθοῦν, διότι τά ἅγια ἔργα των παρακολουθοῦν μαζί των εἰς τήν ἄλλην ζωήν» (ΠΤ).
        ᾿Αρχαῖος ἑρμηνευτής τῆς «᾿Αποκαλύψεως», ὁ ἀρχιεπίσκοπος Καισαρείας τῆς Καππαδοκίας ᾿Ανδρέας, σημειώνει ὅτι «ἡ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ φωνή οὐ πάντας μακαρίζει τούς νεκρούς, ἀλλά τούς ἐν Κυρίῳ ἀποθνήσκοντας» (ΠΜ).
      «᾿Εν Κυρίῳ ἀποθνήσκοντες» εἶναι ὅλοι «οἱ ἐν τῇ πίστει πρός τόν Κύριον καί ἐν στενωτάτῃ μετ’ αὐτοῦ ἐπικοινωνίᾳ κοιμηθέντες πιστοί, “οἱ τηρήσαντες τάς ἐντολάς τοῦ Θεοῦ καί τήν πίστιν τοῦ ᾿Ιησοῦ” (Α´ Κορ. ιε´ 18, Α´ Θεσ. δ´ 14), μάλιστα δ’ οἱ ἐν τῇ τελικῇ θλίψει καί δοκιμασίᾳ ἀντισχόντες καί “ὑπομείναντες ἅγιοι”» (ΠΜ).
       Μακαρίζονται καί καλοτυχίζονται δηλαδή, ὅσοι ἀπέθαναν ἑνωμένοι μέ τόν Χριστό· ὅσοι ἐπίστευαν εἰς ᾿Εκεῖνον καί ἔδειχναν τήν πίστι τους αὐτή μέ τά ἔργα τους καί τήν ζωή τους. ᾿Ιδιαιτέρως δέ μακαρίζονται οἱ πιστοί τῶν χρόνων πού θά προηγηθοῦν τῆς Δευτέρας Παρουσίας, διότι θά δοκιμασθοῦν περισσότερο ἀπό κάθε ἄλλον.
      ῞Ολοι τό γνωρίζουμε ὅτι κανείς ἄνθρωπος δέν θέλει τόν θάνατο. ῞Ολοι μας, ἔστω κι ἄν εἴμαστε ἡλικιωμένοι ἤ ἄν ὑποφέρουμε στό κρεβάτι τοῦ πόνου, θέλουμε νά ζοῦμε. Δέν θέλουμε νά πεθάνουμε. Καί γι’ αὐτό φαίνεται ἴσως παράξενος ὁ λόγος αὐτός τῆς «᾿Αποκαλύψεως» σέ ὅσους μάλιστα δέν ἔχουν καταλάβει τό νόημα τῆς ζωῆς καί δέν ἔχουν διαφωτισθῆ ἀπό τό φῶς τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ ὡς πρός τό τί εἶναι ὁ θάνατος. Πολύ περισσότερο παράδοξος καί ἀνεξήγητος εἶναι ὁ μακαρισμός τῶν νεκρῶν γιά τούς ἀνθρώπους πού δέν ἔχουν πυξίδα τῆς ζωῆς τους τόν Νόμο τοῦ Εὐαγγελίου καί δέν ζοῦν συνειδητή χριστιανική ζωή. Αὐτοί τούς κλαίουν καί τούς λυποῦνται τούς νεκρούς τους. Δέν τούς μακαρίζουν ποτέ, διότι νομίζουν ὅτι μέ τόν θάνατο ἀρχίζει τό μαῦρο σκοτάδι τῆς αἰωνίας ἀπελπισίας καί δυστυχίας τους. Τά ἐκφράζουν ἄλλως τε τά συναισθήματά τους αὐτά καί τίς σκέψεις τους γιά τόν θάνατο τῶν συγγενῶν τους στίς ἐπιγραφές πού χαράσσουν ὡρισμένοι στίς μαρμάρινες πλάκες τοῦ τάφου τους καί οἱ ὁποῖες ὡς ἐπί τό πλεῖστον εἶναι γεμᾶτες ἀπελπισία.
        Τά πράγματα ὅμως εἶναι ἐντελῶς διαφορετικά γιά τούς πιστούς καί ἀξίους τοῦ ὀνόματός τους Χριστιανούς. Γι’ αὐτούς πού ἀγῶνα τους καθημερινό στήν ζωή τους εἶχαν νά νεκρώνουν τόν ἑαυτό τους ὡς πρός τήν ἁμαρτία, νά ἐφαρμόζουν τό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί νά δείχνουν ἀγάπη στούς συνανθρώπους τους. Τέτοιους πιστούς δέν τούς θεωροῦν ἀξιοθρήνητους καί δέν τούς μοιρολογοῦν ἀπαρηγόρητοι οἱ συγγενεῖς καί οἱ γνωστοί τους, ὅταν τούς δίνουν τόν «τελευταῖον ἀσπασμόν». Διότι ἔχουν τήν βεβαιότητα ὅτι μέ τόν θάνατο, πού εἶναι πέρασμα καί διάβασις ἀπό τά πρόσκαιρα καί φθαρτά στά ἄφθαρτα καί αἰώνια, περνοῦν κι αὐτοί στήν αἰώνια χαρά τοῦ Θεοῦ· ἐκεῖ ὅπου τούς ἀναμένει ἡ ἀνάπαυσις ἀπό τούς κόπους τῆς πολυμόχθου σαρκός καί ἡ βράβευσις γιά τούς ἀγῶνες καί τίς νίκες τους ἐναντίον τῆς ἁμαρτίας.
         Γιά τούς πιστούς μέ τόν θάνατο ἀρχίζει ἡ πέραν τοῦ τάφου ζωή τῶν ῾Αγίων, πού εἶναι πρόγευσις τῆς ζωῆς τοῦ Παραδείσου. Ζωή στήν ὁποία «οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός». Ζωή εὐτυχίας καί εὐφροσύνης, τήν ὁποία ἐγγυᾶται ἡ ἕνωσις μέ τόν Θεό καί ἡ συμβίωσις μέ τά ἐκλεκτότερα καί ἁγιώτερα πρόσωπα πού ἔζησαν στόν πλανήτη μας. Ζωή ἐν μέσῳ τῶν ῾Αγίων. Ζωή χωρίς κανένα πειρασμό, ἀφοῦ θά ἀπουσιάζῃ ἀπό αὐτήν ἡ αἰτία ὅλων τῶν πειρασμῶν, τῶν ἁμαρτιῶν καί τῶν ἀναστατώσεων, δηλαδή ὁ Διάβολος.
       Φορτωμένοι μέ ἔργα ἀρετῆς καί φιλανθρωπίας αὐτοί οἱ πιστοί ἔφθασαν πλέον στό γαλήνιο λιμάνι τοῦ οὐρανοῦ, ἀφοῦ ἀντιμετώπισαν νικηφόρα ὅλα τά κύματα καί τίς καταιγίδες πού συνάντησαν στήν πορεία τῆς ἐπιγείου ζωῆς τους. ᾿Ανῆλθαν «εἰς τόν οὐρανόν ἵνα ἀναπαυθῶσιν ἐκεῖ» (ΙΓ).
      ῞Οπως ἀναφέρει ἡ ῾Ιστορία, οἱ ἀρχαῖοι Θρᾶκες ἔκλαιαν, ὅταν γεννιόταν ἕνας ἄνθρωπος, καί ἑώρταζαν καί πανηγύριζαν κατά τήν ὥρα τοῦ θανάτου του. ῎Εκλαιαν, διότι ἤξεραν ὅτι τόν ἐπερίμενε μιά ζωή ἀγώνων καί μόχθων. Καί πανηγύριζαν, διότι ἐπίστευαν ὅτι μέ τόν θάνατο ἐτελείωναν τά δεινά του.
      ῎Αν ὅμως ἐκεῖνοι πού δέν εἶχαν φωτισθῆ ἀπό τό φῶς τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας ἔβλεπαν ἔτσι τόν θάνατο, τί πρέπει νά κάμνουμε ἐμεῖς, πού γνωρίζουμε τί μᾶς περιμένει μετά θάνατον, ἄν εἴμαστε πιστοί Χριστιανοί, ὅπως μᾶς θέλει ὁ Θεός; Σ’ αὐτό μᾶς βοηθοῦν πολύ καί οἱ δυό μικρές λέξεις, «ἀπ’ ἄρτι», τοῦ ἀποκαλυπτικοῦ στίχου μας, πού σημαίνουν· ἀπό τώρα καί στό ἑξῆς. Μετά τήν ἐνανθρώπησι τοῦ Κυρίου καί μετά τήν νίκη Του ἐπί τοῦ θανάτου καί τήν συντριβή τοῦ κράτους τοῦ ῞Αδου μέ τήν λαμπροφόρο ᾿Ανάστασί Του ἔχουν ἀλλάξει ἐντελῶς τά πράγματα. ῾Ο θάνατος ἔπαυσε νά εἶναι φοβερός καί τρομερός, ὅπως ἦταν προηγουμένως.
       Γι’ αὐτό ἐξ ἄλλου καί ἡ ᾿Εκκλησία μας πανηγυρίζει καί ἑορτάζει κατά τήν ἡμέρα τοῦ θανάτου τῶν μελῶν της πού ἔχυσαν τό αἷμα τους γιά τόν Χριστό ἤ ἔζησαν ζωήν εὐσεβείας καί ἀρετῆς. Τί ἄλλο εἶναι οἱ ἑορτές στίς μνῆμες τῶν ῾Αγίων μας; ῎Αν δέν ἤμασταν πιστοί καί ἄν ἐνομίζαμε, σάν τούς ἀπίστους καί ἀθέους, ὅτι μέ τόν θάνατο ἀρχίζει «μιά νύχτα ἀξημέρωτη», δέν θά ἑωρτάζαμε στούς Ναούς ἀλλά καί στά σπίτια μας τίς μνῆμες τῶν ῾Αγίων μας. Δέν θά τούς ἐγκωμιάζαμε μέ τά ὑπέροχα τροπάρια πού ἔχουν συντεθῆ πρός τιμήν τους. Δέν θά ζητούσαμε νά θυμοῦνται κι ἐμᾶς ἐκεῖ στήν εὐτυχία τους καί νά παρακαλοῦν πρός χάριν μας τόν Κύριο γιά τά θέματά μας, ἀφοῦ ἔχουν παρρησία καί υἱϊκό θάρρος ἀπέναντί Του, λόγῳ τῶν ἀγώνων πού κατέβαλαν στήν ἐδῶ ζωή τους γιά τό ῎Ονομά Του.
      Αὐτή εἶναι ἡ ἀλήθεια, ἀδελφέ μου. ῞Οπως μᾶς τήν προβάλλει τό ἀλάθητο καί ἀθάνατο Κείμενο τῆς ῾Αγίας Γραφῆς, πού μακαρίζει τούς «ἐν Κυρίῳ ἀποθνήσκοντας». Καί ἄν θέλουμε νά εἴμαστε κι ἐμεῖς τότε ἀνάμεσά τους, ἄς φροντίσουμε νά συνδεθοῦμε ἀπό τώρα καλύτερα μέ τόν Κύριό μας· ἄς πιστεύσουμε θερμότερα καί ἄς ἐφαρμόζουμε μέ ἀκρίβεια ὅλες τίς σωτήριες ἐντολές Του."    ( Ἀπό τό βιβλίο τοῦ Γ.Ψαλτάκη «Μηνύματα ἀπό τό βιβλίον τῆς Ἀποκαλύψεως).