Αποκάλ. γ΄15-16

ΚΕΙΜΕΝΟ

«Οἶδά σου τά ἔργα, ὅτι οὔτε ψυχρός εἶ οὔτε ζεστός· οὕτως ὅτι χλιαρός εἶ, καί οὔτε ζεστός οὔτε ψυχρός, μέλλω σε  ἐμέσαι ἐκ τοῦ στόματός μου»

ΕΡΜΗΝΕΙΑ

«Γνωρίζω καλά τά ἔργα σου, ὅτι δηλαδή οὔτε ψυχρός εἶσαι εἰς τήν πίστιν καί τόν ζῆλον, οὔτε ζεστός καί θερμός. Εἴθε νά ἤσουν ἤ ψυχρός, διότι τότε θά ὑπῆρχε μεγαλυτέρα ἐλπίς νά μετανοήσῃς κάποτε καί νά γίνῃς ζηλωτής· ἤ νά ἤσουν θερμός καί ζεστός. Ἔτσι, ἐπειδή εἶσαι χλιαρός καί δέν εἶσαι οὔτε ζεστός οὔτε ψυχός, θά σέ ξεράσω ἀπό τό στόμα μου»  ( Ἀπό τήν «ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ μετά συντόμου ἑρμηνείας» τοῦ Π.Ν.Τρεμπέλα)

ΣΧΟΛΙΟ

    Η ἑβδόμη καί τελευταία ᾿Επιστολή τῆς «᾿Αποκαλύψεως» εἶναι ἡ πιό συγκλονιστική, ἡ πιό αὐστηρή, ἀλλά καί ἡ πιό τρυφερή. Γεμάτη σοβαρές παρατηρήσεις, ἀλλά καί πατρικές, στοργικές διαβεβαιώσεις καί ὑποσχέσεις. ᾿Απευθύνεται πρός τόν ᾿Επίσκοπο τῆς πόλεως Λαοδικείας, ἡ ὁποία βρισκόταν ἀνατολικά τῆς ᾿Εφέσου καί ἦταν ὀνομαστή γιά τό ἐμπόριο καί τήν βιοτεχνία της, ἀλλά καί ὡς κέντρο ἰατρικῆς καί ἰδιαιτέρως ὀφθαλμιατρικῆς.
    Γνωρίζω τά ἔργα σου, γράφει ὁ ᾿Ιησοῦς Χριστός διά τοῦ ἁγίου ᾿Ιωάννου πρός τόν ᾿Επίσκοπο τῆς Λαοδικείας. Βλέπω τήν ζωή σου καί δέν εἶμαι καθόλου εὐχαριστημένος μαζί σου. Δέν σέ ἤθελα ἔτσι ὅπως εἶσαι. «…οὔτε ψυχρός εἶ οὔτε ζεστός». Δέν εἶσαι οὔτε κρύος οὔτε ζεστός. ῎Επρεπε νά ἤσουν ἤ ψυχρός ἤ θερμός. ᾿Εσύ ὅμως εἶσαι χλιαρός. Καί γι’ αὐτό θά σέ ἐμέσω. Δέν σέ ἀντέχω. Θά σέ ἀποβάλω (᾿Αποκ. γ´ 14-17).
    Φοβερά πράγματι τά λόγια αὐτά τοῦ Κυρίου. Καί γίνονται ἀκόμη πιό φοβερά καί τρομερά, ὅταν σκεφθῇ κανείς ὅτι τά ἀπευθύνει ᾿Εκεῖνος, πού εἶναι ὅλος ἀγάπη, ἀφοῦ ἔχυσε τό πανάγιο Αἷμα Του γιά τόν καθένα μας. Καί ὅμως Αὐτός, δηλαδή ἡ ᾿Αγάπη, τοῦ λέγει· Σέ ἀηδιάζω, θά σέ ξεράσω!
    Γιά νά τό πῇ αὐτό ὁ φιλάνθρωπος καί μακρόθυμος Κύριος, σημαίνει ὅτι ἡ κατάστασις πού ἐπικρατοῦσε στήν Λαοδίκεια, ἦταν ἐντελῶς ἀπαράδεκτη. «῾Ο ἐπίσκοπος Λαοδικείας, φαίνεται, διέθετε ἐξωτερικήν δρᾶσι, καί γιά νά ἐπιτύχῃ κατά τήν γνώμη του περισσότερα, μέ κίνητρα ἐγωϊστικά… συσχηματιζόταν πρός τόν κόσμο» (ΜΔ).
    «῾Ο ἐπίσκοπος τῆς Λαοδικείας εἶναι τύπος τῶν ἀνθρώπων ἐκείνων οἵτινες, εἴτε διότι ἀπέβαλον τήν προτέραν θερμότητα, εἴτε διότι οὐδέποτε ἀπέκτησαν ταύτην… προσπαθοῦσι νά συμβιβάσωσι τά ἀσυμβίβαστα, ἀλήθειαν καί ψεῦδος, Θεόν καί κόσμον, Χριστόν καί Βελίαρ» (ΠΜ).
    Δέν εὐχαριστεῖται μέ τήν κατάστασι αὐτή ὁ Κύριος. ᾿Αποστρέφεται τήν χλιαρότητα. Δέν μᾶς θέλει χλιαρούς. Προτιμᾷ νά εἴμαστε ψυχροί παρά χλιαροί. Διότι ὁ ψυχρός ὑπάρχει πιθανότης νά συνέλθῃ, νά μετανοήσῃ, νά ἀλλάξῃ ζωή καί νά ἀνάψῃ μέσα του ἡ φλόγα τῆς ἀγάπης πρός τόν Χριστό καί ἡ διάθεσις γιά τήν ἀρετή. Κάποιο γεγονός τῆς ζωῆς του ἤ κάποιο πρόσωπο μπορεῖ νά γίνουν ἀφορμή ἀλλαγῆς πορείας πλεύσεως, νέας, θερμῆς πνευματικῆς ζωῆς. ᾿Αντιθέτως ὁ χλιαρός, πού νομίζει ὅτι εἶναι «ἐν τάξει» ἀπέναντι τοῦ Θεοῦ, συγκρίνοντας ἴσως τόν ἑαυτό του μέ ἄλλους, πού τοῦ φαίνονται ἐντελῶς ἀδιάφοροι ὡς πρός τήν Θρησκεία, αὐτός πού νομίζει ὅτι εἶναι ὑγιής πνευματικῶς δέν εἶναι καί τόσο πιθανόν νά θερμανθῇ περισσότερο. Διότι φρονεῖ ὅτι εἶναι καλός, βραβεύει ὁ ἴδιος τόν ἑαυτό του καί ἐφησυχάζει.
    ῾Ο χλιαρός καθησυχάζει τήν συνείδησί του μέ τό ὅτι πηγαίνει πότε – πότε στήν ᾿Εκκλησία, ἀνάβει κανένα μεγάλο κερί, κάνει στρωτές ἴσως «μετάνοιες», κάνει ποῦ καί ποῦ  καί πράξεις ἐλεημοσύνης. Νομίζει ὅτι αὐτό εἶναι ὅλο κι ὅλο ἡ ἀρετή. ᾿Αρκεῖται σ’ αὐτά καί ἔχει τήν ἰδέα ὅτι ὅλα πᾶνε καλά. Δέν καταλαβαίνει, ὅπως γράφει ἡ ᾿Επιστολή, ὅτι εἶναι «ὁ ταλαίπωρος καί ὁ ἐλεεινός καί πτωχός καί τυφλός καί γυμνός». ῾Η αὐταρέσκεια καί ὁ ἐγωϊσμός του τόν κάμνουν νά μή συναισθάνεται τίς ἀδυναμίες του, τήν πνευματική του φτώχεια καί τήν ψυχική του ἀθλιότητα. Γι’ αὐτό καί δέν πιέζει ποτέ τόν ἑαυτό του νά ἀγωνισθῇ, νά διορθωθῇ καί νά προοδεύσῃ στήν ἀρετή. ῾Ικανοποιεῖται μέ τήν κατάστασί του, ἀρκεῖται στήν λίγη προσευχή καί στήν λίγη καί ἐπιπόλαιη θρησκευτική μελέτη καί τίποτε περισσότερο.
    Τέτοιοι χλιαροί «Χριστιανοί» ὑπάρχουν καί σήμερα. ῾Υπάρχουν ἀρκετοί «ἄνθρωποι ἀπό τήν Λαοδίκεια», πού συμβιβάζουν τά ἀσυμβίβαστα. Μέ τό ἕνα πόδι στόν Χριστό καί μέ τό ἄλλο στόν χρυσό. Μέ τό ἕνα μάτι στόν οὐρανό καί μέ τό ἄλλο στήν λάσπη τοῦ κόσμου. ῎Ανθρωποι πού θέλουν νά ζοῦν ἄνετο Χριστιανισμό. ῞Ενα Χριστιανισμό πού νά μή τούς στοιχίζῃ τίποτε. Συνδυάζουν κοσμική καί θρησκευτική ζωή. Τό πρωΐ στήν ἐκκλησία καί τό βράδυ σέ ἁμαρτωλά θεάματα. Τήν μιά ὥρα τούς ἀρέσει ἡ βυζαντινή ὑμνωδία καί τήν ἄλλη ἡ μουσική τοῦ κόσμου. Εὐχαριστοῦνται μέ ὅλα. Καί συσχηματίζονται μέ τό περιβάλλον τους, ὅπως τά ὑγρά, πού παίρνουν τό σχῆμα τοῦ δοχείου στό ὁποῖο τά τοποθετοῦν. ῎Ανθρωποι ἕτοιμοι γιά κάθε συμβιβασμό, προκειμένου νά μή «χαλάσουν» τήν ἡσυχία τους, νά μή διακινδυνεύσουν τήν θέσι τους ἤ τά χρήματά τους. Οὔτε θέλουν ν’ ἀκούσουν γιά αὐταπάρνησι καί αὐτοθυσία. Κάνουν «μεταβολή» καί χάνονται, ἄν χρειασθῇ ἐπί παραδείγματι νά βάλουν τήν ὑπογραφή τους σ’ ἕνα ἔγγραφο διαμαρτυρίας γιά σοβαρά θέματα, πού ἀφοροῦν τήν Πίστι καί τήν ᾿Ηθική. ῎Ανθρωποι τοῦ συμφέροντος καί τῶν ὑποχωρήσεων, μέ φρόνημα κοσμικό, ἁμαρτωλό. ῎Ανθρωποι πού δέν θυμοῦνται τόν θάνατο καί δέν μετανοοῦν εἰλικρινά γιά τίς ἁμαρτίες τους. ῎Ανθρωποι πού «νερώνουν ὅλο καί πιό πολύ τό κρασί τους», ὅπως λέει ὁ λαός μας, καί ζοῦν μιά ἀποχρωματισμένη πνευματική ζωή.
     Εἶναι δυνατόν νά εἶναι εὐχαριστημένος ὁ Κύριος μέ μιά τέτοια πνευματική κατάστασι, ἀδελφέ μου; Καί δέν θά ἦταν παράδοξο νά μή γράψῃ θά σέ «ἐμέσω»; ῎Ας προσέχουμε λοιπόν στήν ζωή μας καί ἄς φροντίζουμε νά ἔχουμε βαθύτερα βιώματα πνευματικότητος καί νά μή ἱκανοποιούμεθα μέ ἡμίμετρα καί μέ τήν ἄκοπη θρησκευτική ζωή. ῎Ας ὁμολογοῦμε δέ ταπεινά τίς ἀδυναμίες καί τά ἐλαττώματά μας καί ἄς ζητοῦμε διά τῆς ᾿Εκκλησίας τήν Χάρι τοῦ Θεοῦ, ὥστε νά ἀγωνιζώμαστε νά ζοῦμε ὅπως προστάζει ὁ νόμος τοῦ Κυρίου καί ὅπως ρυθμίζουν οἱ ἱεροί Κανόνες τῆς ᾿Εκκλησίας μας. Τότε δέν θά καταντήσουμε ποτέ χλιαροί  Χριστιανοί. ᾿Αντιθέτως θά εἴμαστε πάντοτε ζηλωταί καί θερμοί καί θά θερμαίνουμε μάλιστα καί πολλούς ψυχρούς γύρω μας.  ( Ἀπό τό βιβλίο τοῦ Γ.Ψαλτάκη «Μηνύματα ἀπό τό βιβλίον τῆς Ἀποκαλύψεως).