Α’ Κορινθίους ι’ 13

ΚΕΙΜΕΝΟ

«Πειρασμός ὑμᾶς οὐκ εἴληφεν εἰ μή ἀνθρώπινος· πιστός δέ ὁ Θεός, ὅς οὐκ  ἐάσει ὑμᾶς πειρασθῆναι ὑπέρ  ὅ δύνασθε, ἀλλά ποιήσει σύν τῷ πειρασμῷ καί τήν ἔκβασιν τοῦ δύνασθαι ὑμᾶς ὑπενεγκεῖν.»

ΕΡΜΗΝΕΙΑ

    Δέν σᾶς κατέλαβε ἐώς τώρα πειρασμός μεγάλος, ἀλλά κάθε πειρασμός, πού ἀντιμετωπίσατε, ἦτο προσωρινός καί ἀνάλογος πρός τάς δυνάμεις τοῦ ἀνθρώπου. Ὅσον δέ διά τούς πειρασμούς πού ἐνδέχεται νά σᾶς εὕρουν είς τό μέλλον λόγω καί τοῦ ὅτι μέ τήν ἀποφυγήν τῶν εἰδωλοθύτων θά γίνεσθε δυσάρεστοι είς τούς εἰδωλολάτρας, μή ξεχνάτε, ὅτι εἶναι ἄξιος πάσης ἐμπιστοσύνης ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος, σύμφωνα μέ τάς ὑποσχέσεις του, δέν θά σᾶς ἀφήσει νά πειρασθῆτε παραπάνω ἀπό τήν δύναμίν σας, ἀλλά μαζί μέ τόν πειρασμόν θά φέρῃ καί τό τέλος τοῦ πειρασμού, ὥστε νά ἠμπορῆτε νά ὑποφέρετε αὐτόν. ( Ἀπό τήν «ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ ΜΕΤΑ ΣΥΝΤΟΜΟΥ ΕΡΜΗΝΕΙΑΣ» τοῦ Π.Ν.Τρεμπέλα, ἔκδοση «Ο ΣΩΤΗΡ»)

ΣΧΟΛΙΟ

    Ἔχων ὑπ’ ὄψιν τοῦ τήν πραγματικότητα, ὁ μέγας τῶν ἐθνῶν Ἀπόστολος ἔγραφε πρός τούς Κορινθίους τῆς ἐποχῆς τοῦ ὅτι οἱ πειρασμοί καί αἱ θλίψεἰς πού ἐδοκίμασαν ἕως τότε ἦσαν πρόσωρινοί καί ἀνάλογοι πρός τάς δυνάμεἰς των. «Πειρασμός ὑμᾶς οὐκ εἴληφεν εἰ μή ἀνθρώπινος». Μέ ὅλον δέ τό κῦρος του διαβεβαιώνει ὅτι καί εἰς τό μέλλον τό ἴδιον πάντοτε θά συμβαίνῃ. Οἱ πειρασμοί καί αἱ θλίψεις τοῦ ἀνθρώπου θά εἶναι πάντοτε ἀνάλογοι πρός τήν ψυχικήν ἀντοχήν του. Ὁ Θεός, λέγει «οὐκ ἐάσει ὑμᾶς πειρασθῆνάι ὑπέρ ὅ δύνάσθε». Καί χαρακτηριστικῶς πρόσθέτει: «Ἀλλἀ ποιήσει σύν τῷ πειρασμῷ καί τήν ἔκβασιν τοῦ δύνασθαι ὑμᾶς ὑπενεγκεῖν». 0ἱ πειρασμοί καί αἱ θλίψεἰς σας εἶναι ἀνάλογοι πρός τάς δυνάμεις σας• δίδει δέ ὁ Θεός τήν χάριν καί τήν βοήθειάν του, ὥστε νά ἠμπορῆτε νά ὑπομένετε μέ καρτερίαν ὅλας τάς δοκιμασίας.
    Ἀλλ’ ἆρα γε, φίλε ἀνάγνῶστα, ἔχεις τήν πεποίθηση αὐτήν, ὅτι καί αἱ ἰδικαί σου θλίψεις δέν εἶναι ἀνώτεραι τῶν δυνάμεών σου, ἀλλά ἀνάλογοι μέ τήν ἀντοχήν σου; Ὑπάρχουν ἀρκετοί οἱ ὁποῖοι νομίζουν ὅτι πάσχουν καί ὑποφέρουν ὅσον κανείς ἄλλος εἰς τόν κόσμον αὐτόν. Τούς ἀκούεις νά λέγουν: «τά ἰδικά μου βάσανα δέν τά ἔχει δοκιμάσει κανείς εἰς τόν κόσμον». Καί ἀρχίζουν νά περιγράφουν μέ τά μελανώτερα χρώματα τά ὅσα ὑποφέρουν.
    Νά ἀρνηθῶμεν τήν πραγματικότητα τῶν θλίψεων; Ἀλλά ἡ καθημερινή πραγματικότης βεβαιώνει ὅτι ἡ θλίψις εἶναι ὁ ἀχώριστος σύντροφος τοῦ ἀνθρώπου ἐπί τῆς γῆς. Εἶναι ὅμως γεγονός ὅτι, τήν λύπην καί τήν στενοχωρίαν ἀπό τάς θλίψεις ὁ ἄνθρωπος τάς ἐπαυξάνει μέ τό νά νομίζῃ ὅτι τά ἰδικά του βάσανα εἶναι ἀνυπόφορα, καί ὅτι κανείς ἄλλος δέν δοκιμάζεται ὅπως αὐτός. Λησμονεῖ τήν μεγάλην ἀλήθειαν, ὅτι ὁ Θεός δέν μᾶς ἀφήνει νά θλιβῶμεν περισσότερον ἀπό ὅσον ἠμποροῦμεν νά βαστάσωμεν. Θά ἔπαυε νά εἶναι Πανάγαθος καί Φιλάνθρωπος, ἐάν ἐπέθετεν εἰς τούς ὤμους μας βάρος λύπης δυσβάστακτον. Ἀλλ’ ὄχι. Ὅσον πολλαί καί ἄν εἶναι αἱ θλίψεις μας, ὅσον πικραί καί ἄν φαίνονται, δέν παύουν νά εἶναι ανάλογοι μέ τάς δυνάμεις μας. Εἶναι πειρασμοί καί θλίψεις «ἀνθρώπινοι», ἀνάλογοι πρός τήν ἀντοχήν μας, ὥστε νά ἠμπορῇ ὁ ἄνθρωπος νά τάς ὑπομένῃ. Καί ὅταν ἀκόμη κατάκειται ἀνιάτως ἀσθενής χωρίς ἐλπίδα θεραπείας, καί ὅταν ὁ θάνατός τοῦ αφηρπασε προσφιλεῖς ὑπάρξεις, καί ὅταν ἀντικρύζῃ τά ἐρείπια εἰς τά ὁποῖα μετέβαλε τό σπίτι του ο σεισμός, τό ποτήριον τῶν θλίψεων εἶναι πάντοτε ἀνάλογον πρός τό μέτρον τῶν ἀνθρωπίνων δυνάμεων. Καί τό εἶδος καί ἡ ἔκτασις τῶν θλίψεων ποικίλλουν ἀναλόγως τῶν ἰδιαιτέρων ἀναγκῶν καί τῆς ἰδιαιτέρας καταστάσεως καθενός ἀνθρώπου. Εἶναι δέ ἀξία πάσης ἐμπιστόςύνης ἡ διαβεβαίωσις καί ἡ ὑπόσχεσις ὅτι ὁ Θεός «οὐκ ἐάσει ὑμᾶς πειρασθῆναι ὑπέρ ὅ δύνασθε».
    Μόνον τοῦτο πρόσεξε, φίλε αναγνῶστα. Τό μέτρον τῶν θλίψεων μή θέλῃς νά τό ὁρίσῃς σύ. Ἄφησε τόν Θεόν νά τό κανονίζῃ. Ἠξεύρει ἐκεῖνος ἀπείρως καλύτερον ἀπό ἡμᾶς τό τί μᾶς ὠφελεῖ καί τί μᾶς βλάπτει. Ἔχει δέ καί ἀγάπην ἄπειρον πρός ἡμᾶς, ὥστε νά μᾶς δίδῃ κάθε φοράν ἐκεῖνο ποῦ μᾶς χρειάζεται. Μήπως οἱ γονείς ἀπαιτοῦν ἀπό τό μικρό παιδί κάτι πού ὑπερβαίνει τάς δυνάμεις του; Βεβαίως ὄχι. Διατί λοιπόν δέν ἐμπιστεύεσαι καί σύ τόν ἐαυτόν σου εἰς τόν Θεόν καί δέν δέχεσαι ὅσα ἡ πανσοφία καί ἡ αγαθότης του ἀποφασίζουν καί επιτρέπουν;
   Θά εἴμεθα ἀσφαλεἰς, ἐάν μέ παιδικήν ἀπλότητα καί ἐμπιστόςύνην, εἰς τάς πλέον θλιβεράς ἡμέρας τῆς ζωῆς μας λέγωμεν πρός τόν Θεόν:
   Σύ  Κύριε, Κύριε! Ποῖος ἠμπορεῖ νά γνωρίσῃ τάς βουλάς σου  καί νά ἐννοήσῃ τούς Σωτήρίους σκοπούς τῶν θλίψεων πού επιτρέπεις νά μᾶς συμβαίνουν; Δι΄ αὐτό Κύριε, σέ παρακαλοῦμεν, δίδε μᾶς τήν χάριν σου διά νά ἐννοῶμεν πάντοτε ὅτι μᾶς παιδαγωγεῖς κατά τό μέτρον τῆς ἰδικῆς μας ἀντοχῆς, ἀλλά καί κατά τό μέτρον τῆς ἰδικῆς σου πανσοφίας καί ἀγαθότητος. Μέ τήν πίστιν δέ αὐτήν ἀξίωνέ μας νά κύπτωμεν εὐλαβῶς ἐνώπιόν σου καί, ἀπόδεχομενοι εὐγνωμόνως ὅσας θλίψεις ἡ αγαθότης σου ἐπιτρέπει, νά λέγωμεν «ὡς τῷ Κυρίῳ ἔδοξεν, οὕτω καί ἐγένετο• εἴη τό ὄνομα Κυρίου εὐλογημένον εἰς τούς αιώνας» (Ιωβ α’ 21). Ἀμήν.
( Ἀπό τό βιβλίο τοῦ Ἀρχ.Χριστοφ.Παπουτσοπούλου «Λόγοι τῆς Χάριτος», ἔκδοση «Ο ΣΩΤΗΡ»)