Λουκα β’ 49

ΚΕΙΜΕΝΟ

«καί εἶπε πρός αὐτούς· τί ὅτι ἐζητεῖτέ με; οὐκ ἤδειτε ὅτι ἐν τοῖς ἐν τοῖς τοῦ πατρός μου δεῖ εἶναί με; »

ΕΡΜΗΝΕΙΑ

« Καί εἶπε πρός αὐτούς· Διατί ἐζητεῖτε νά μέ εὕρετε;Δέν ἠξεύρατε, ὅτι εἰς τά οἰκήματα τοῦ πατρός μου πρέπει νά εἶμαι;Δέν ἔπρεπε λοιπόν νά ἀνησυχῆτε, οὔτε ὑπῆρχε λόγος νά μέ ἀναζητῆτε ὡς χαμένον.» ( Ἀπό τήν «Καινή Διαθήκη μετά συντόμου ἑρμηνείας» τοῦ Π.Ν.Τρεμπέλα, ἔκδοση «Ο ΣΩΤΗΡ»)

ΣΧΟΛΙΟ

      «Ὁ Ἰησοῦς εἶχε πλέον μεγαλώσει. Δέν εἶναι τό ἀγκαλοφορούμενον βρέφος ὅπως ἦτο ὅταν διά πρώτην φοράν εἶχεν ἔλθει εἰς τόν ναόν. Τώρα εἶναι ὁ δωδεκαετής Ἰησοῦς ὁ ὁποῖος «προέκοπτε σοφίᾳ καί ἡλικίᾳ καί χάριτι παρά Θεῷ καί ἀνθρώποις» (Λουκ. β’ 52). Ὁ Ἰωσήφ καί ἡ Θεοτόκος, ὅταν ἐπῆγαν κατά τήν ἑορτήν τοῦ Πάσχα εἰς τά Ἱεροσόλυμα, παρέλαβαν μαζί τῶν καί τόν Ἰησοῦν. Καί ἀφοῦ ἐξεπλήρωσαν τό ἱερόν καθῆκον τῆς λατρείας, ἐπέστρεφαν εἰς τήν Ναζαρέτ. Ὀδυνηρά ὅμως ὑπῆρξεν ἡ ἔκπληξις των ὅταν, ζητοῦντες τόν Ἰησοῦν, οὐδαμοῦ τόν ἀνεῦρον! Ποῦ λοιπόν εὑρίσκετο; Ποῦ ἀλλοῦ εἰ μή εἰς τά ἀγαπητά σκηνώματα τοῦ οὐρανίου Πατρός; Εἰς τόν ναόν τοῦ Θεοῦ, ἐκεῖ τόν εὑρῆκαν. «Τέκνον, τί ἐποίησας ἡμῖν οὕτως;» εἶναι ἡ τρυφερά ἐρώτησις πού τοῦ ἀπευθύνει ἡ Παναγιά μητέρα του. Ποία ὅμως θεοπρεπής ἀπάντησις ἀκούεται ἀπό το στόμα τοῦ ἁγίου Παιδιοῦ! «Οὐκ ηδεηε, ὅτι ἐν τοῖς τοῦ πατρός μου δεῖ εἶναι μέ;» Πού ἀλλοῦ θά ἦτο δυνατόν νά εὑρίσκωμαι, παρά εἰς τόν οἶκον τοῦ Πατρός μου; Ὅπου ὁ Πατήρ, ἐκεῖ καί ἐγώ. Ἡ ὅλη μου ζωή θά εἶναι ζωή ἐν τῷ Πατρί.
 «Ἐν τοῖς τοῦ πατρός μου…»
      Πρέπει ὅλοι νά γνωρίζωμεν καί νά τό ἔχωμεν λάβει ἀπόφασιν. Θά ὑπάρξουν περιπτώσεις εἰς τήν ζωήν μας, κατά τάς ὀποί¬ας, εὑρισκόμενοι «ἐν τοῖς τοῦ πατρός» μας, θά προκαλέσωμεν τήν λύπην καί τήν στενοχωρίαν προσφιλεστάτων μας προσώπων. Αὐτά, παρά τήν πίστιν καί τήν εὐλάβειαν πού ἠμπορεῖ νά ἔχουν πρός τόν Θεόν, μᾶς θέλουν, χωρίς νά τό καταλαβαίνουν, περισσότερον ἰδικούς των καί ὀλιγώτερον τοῦ Θεοῦ. Ὑπάρχουν περιστάσεις κατά τάς ὁποίας ἄλλοι πού ζοῦν μακράν ἀπό τόν Χριστόν, θά χαρακτηρίσουν τάς ἐνεργείας μας καί τήν συμπεριφοράν μας ὡς ἐστερημένας ἀγάπης, ἐνῶ εἰς τήν πραγματικότητα θά εἶναι ξεχείλισμα ἀγάπης πρός τόν Χριστόν. Θά χαρακτηρισθῶμεν ἀπό ἄλλους ἀσύνετοι καί μωροί. Θά περιφρονηθῶμεν ἴσως καί θά ἐπιπληχθῶμεν. Θά ἀκούσωμεν ὕβρεις καί εἰρωνείας. Ἀλλά τί μέ αὐτό; Ἡ συμπεριφορά μας αὐτή δέν εἶναι ἔλλειψις ἀγάπης καί σεβασμοῦ. Εἶναι ὁμολογία καί ἀναγνωρισις ὅτι, ὑπέρ τούς ἀνθρώπους, ὑπάρχει ὁ Θεός. Εἶναι μέν καθῆκον ὁ σεβα¬σμός καί ἡ ἀγάπη καί ἡ ὑπακοή πρός τούς γονεῖς, ἀλλ’ εἶναι ἀσυγκρίτως ἀνώτερον καθῆκον ὁ σεβασμός καί ἡ ὑπακοή πρός τόν Θεόν. Εἰς τάς περιστάσεις αὐτάς θά εἴπῃ τό παιδί πρός τούς γονεῖς: Ὁ οἶκος τοῦ Πατρός μου μέ καλεῖ νά διακονῶ εἰς αὐτόν καί νά τοῦ προσφέρω ὑπακοήν καί λατρείαν πνευματικήν. Διατί ζητεῖτε νά μέ ἀπομακρύνετε ἀπό τήν κλῆσιν τοῦ Θεοῦ; «Οὐκ ἤδειτε, ὅτι ἐν τοῖς τοῦ πατρός μου δεῖ εἶναι μέ,».
«Ἐν τοῖς τοῦ πατρός μου…»
         Ἀλλ’ ὁ οὐράνιος Πατήρ ἐκτείνει το κράτος του καί τήν κυριαρχίαν του καί τήν δεσποτείαν του εἰς ὅλην τήν οἰκουμένην. Λατρεύεται μέν κατ’ ἐξοχήν εἰς τούς ἱερούς ναούς ὅπου διά χειρῶν τῶν ἱερέων προσφέρει τήν ἀναίμακτον ἱερουργίαν, λατρεύεται ὅμως καί πανταχοῦ μέ τά ἔργα τῆς ἀγάπης, τά ὁποῖα ὁ πιστός καί εὐσεβής ἐπιτελεῖ ἐν τῷ ὀνόματι τοῦ Χριστοῦ καί διά τήν ἀγάπην τοῦ Χριστοῦ. Ἡ περιποίησις ἀσθενῶν, ἡ ἐπίσκέψις τῶν ἐγκαταλελειμμένων, ἡ παρηγόρια τῶν θλιβομένων, ἡ συμπαράστασις πρός τούς χειμαζομένους, εἶναι ἔργα εἰς τά ὁποία ἐκεῖνος μᾶς καλεῖ καί τά ὁποῖα προσδέχεται ὡς θυμίαμα λατρείας εὐῶδες προσφερόμενον εἰς τήν μεγαλωσύνην του. Διάκονοι τοῦ Θεοῦ δέν εἶναι μόνον οἱ λειτουργοί τῶν θειῶν Μυστηρίων. Διάκονοι τοῦ Χριστοῦ εἶναι καί οἱ ὑπηρετοῦντες εἰς ἔργα ἀγάπης. Καί ὅταν τά ἔργα αὐτά τῆς ἀγάπης ἐπιτελοῦνται ἐν τῷ ὀνόματι ἐκείνου, μεταβάλλεται καί ἡ πτωχική καλύβη καί το ἐρημικόν Σανατόριον καί κάθε ἄσυλον τοῦ πόνου εἰς ναόν, εἰς ἐνδιαίτημα τοῦ ἀπείρου Θεοῦ τῆς ἀγάπης. Ἐκεῖ ἄλλως τε, κοντά εἰς τόν πόνον, δέν παραστέκει ὁ ἀγαθός Θεός; Κάθε πιστός πού διακονεῖ καί ὑπηρετεῖ εἰς τά ἔργα αὐτά, ὅταν οἱ γονεῖς καί οἱ ἀδελφοί, οἱ συγγενεῖς καί φίλοι καί γνωστοί τοῦ ἐκφράζουν τήν ἀπορίαν πῶς καί διατί ἐπροτίμησε τόν τρόπον αὐτόν τῆς ζωῆς, ἠμπορεῖ κάλλιστα νά τούς ἀπαντᾶ: «οὐκ ἤδειτε ὅτι ἐν τοῖς τοῦ πατρός μου δεῖ εἶναί με;».
        Καί ὁ νέος ἤ ἡ νέα πού ἀφιερώνουν τήν ζωήν των εἰς τήν χριστιανικήν παιδαγωγίαν τῶν νεαρῶν βλαστῶν τῆς Ἑλλάδος ὑποβαλλόμενοι εἰς κακουχίας καί στερήσεις, πολλάκις δέ καί εἰς κινδύνους προκειμένου νά ἐπιτελέσουν τό καθῆκον των, ἀντλοῦν θάρρος καί ἐνίσχυσιν ὅταν σκέπτονται ὅτι ἐκτελοῦντες τό κοπιαστικόν , ἀλλ’ εὐγενές καί ὑψηλόν των ἔργον, εὐρίσκονται «ἐν τοῖς τοῦ πατρός».
       Ὦ, ναί! Ὑπηρετεῖ τόν Χριστόν καί εὐαρεστεῖ εἰς αὐτόν καί ἕνας ἁπλοῦς, ἄσημος καί περιφρονημένος Χριστιανός, ὅσον καί ἕνας διακεκριμένος διδάσκαλος τοῦ εὐαγγελίου καί κήρυξ τῶν θείων ἀληθειῶν, ἀρκεῖ νά ἐμπνέωνται ἀπό τήν πίστιν, ἀρκεῖ νά αἰσθάνωνται πάντοτε ζωηρῶς τήν παρουσίαν τοῦ Θεοῦ καί το καθῆκον πρός αὐτόν. Καί εἶναι ἐνδεχόμενον μερικοί ἀπό ἐκείνους οἱ ὁποῖοι φαίνονται ὅτι εὑρίσκονται καί διακονοῦν «ἐν τοῖς τοῦ πατρός», νά πράττουν τοῦτο μόνον φαινομενικῶς, διότι ἡ καρδίᾳ των καί ἡ ψυχή των πιθανόν νά εἶναι δοσμένοι ἀλλοῦ καί ἄλλους νά ὑπηρετῇ. Ἐνῶ ἐξ ἀντιθέτου φαινομενικῶς «ἐλάχιστοι ἀδελφοί» τοῦ Κυρίου, χάρις εἰς τήν ἀφοσίωσιν των καί τήν θερμήν ἀγάπην των πρός τόν Χριστόν, αὐτοί ἐνδέχεται νά τόν ὑπηρετοῦν εἰλικρινῶς καί νά ἀπολαμβάνουν ὅλην τήν ἐσωτερικήν ἀγαλλίασιν πού αὐτή ἡ ἱερά πρόσφορα παρέχει εἰς τόν ἄνθρωπον.
        «Ἐν τοῖς τοῦ πατρός μου…»  

                                                                                                                                           Τί ἄλλο ἔχω νά σοῦ ζητήσω, Πανάγαθε οὐράνιε Πάτερ, ἀπό τοῦ νά μέ ἀξιώνῃς νά εὑρίσκωμαι συνεχῶς ἐκεῖ ὅπου σύ μέ καλεῖς, νά ἐκτελῶ ὅ,τί σύ μοῦ ἀναθέτεις, νά πραγματοποιῶ ἀνά πᾶσαν στιγμήν καί ὥραν καί καθ’ ὅλον τό διάστημα τῆς ζωῆς μου τό καθῆκον, τό ὁποῖον σύ παραγγέλλεις; Εἶναι ὑψίστη δι’ ἐμέ χαρά καί ἱκανοποίησις τό νά ἐξετάζω τόν ἑαυτόν μου, τάς διαθέσεις μου, τάς σκέψεις μου, τάς πράξεις καί τά ἔργα, καί νά ἠμπορῶ νά βεβαιώνω ὅτι πράγματι εὑρίσκομαι «ἐν τοῖς τοῦ πατρός μου», ἐκεῖ ὅπου σύ μέ ὁδηγεῖς. Θά ἐλπίζω τοιουτοτρόπως, πανοικτίρμον Κύριε, ὅτι ἡ ἀγαθότης σου θά μέ συμπεριλάβῃ μέ τους ἐκλεκτούς εἰς τήν οὐράνιον σου βασιλείαν διά νά εὑρίσκωμαι ἐκεῖ αἰωνίως «ἐν τοῖς τοῦ πατρός μου», δοξάζων τήν μεγαλωσύνην σου. Ἀμήν.
( Ἀπό τό βιβλίο τοῦ Ἀρχ.Χριστοφ.Παπουτσοπούλου «Λόγοι τῆς Χάριτος», ἔκδοση «Ο ΣΩΤΗΡ»)