Ματθαίου η’ 24

ΚΕΙΜΕΝΟ

    «Καί ἰδού σεισμός μέγας ἐγένετο ἐν τῇ θαλάσσῃ, ὥστε τό πλοῖον καλύπτεσθαι ὑπό τῶν κυμάτων· αὐτός δέ ἐκάθευδε»

ΕΡΜΗΝΕΙΑ

    «Καί ἰδού ἔγινε τρικυμία μεγάλη εἰς τήν θάλασσαν, ἡ ὁποία ἔσειεν ἀπό τό βάθος τά νερά της μέχρι σημείου, ὥστε τό πλοῖον νά σκεπάζεται ἀπό τά κύματα· αὐτός δέ ἐκοιμᾶτο» ( Ἀπό τήν «ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ ΜΕΤΑ ΣΥΝΤΟΜΟΥ ΕΡΜΗΝΕΙΑΣ» τοῦ Π.Ν.Τρεμπέλα, ἔκδοση «Ο ΣΩΤΗΡ»).

ΣΧΟΛΙΟ

    Eἶναι  ἀπόγευμα καὶ ἡ ἡμέρα κλίνει πρὸς τὴν δύσιν. Τὸ πλοῖον, μὲ τὸ ὁποῖον ταξιδεύουν οἱ μαθηταὶ καὶ εἰς τὸ ὁποῖον εὑρίσκεται ὁ Ἰησοῦς, ἐνῶ ἐξεκίνησε μὲ γαλήνην, ἔξαφνα ἀντιμετωπίζει θύελλαν ἐξαιρετικῆς σφοδρότητος.   Ὁ ἄνεμος φυσᾶ λυσσαλέος, ἡ θάλασσα ἀναταράσσεται, τὰ κύματα ὑψώνονται ὑπεράνω τοῦ πλοίου καὶ εἰσορμοῦν εἰς αὐτό. Ὀλίγον ἀκόμη καὶ τὸ πλοῖον θὰ καλυφθῆ ὑπὸ τῶν κυμάτων. Τρομαγμένοι οἱ μαθηταὶ καταβάλλουν ἀπεγνωσμένος προσπάθειας, πλὴν εἰς μάτην. Ὁ σάλος τῆς θαλάσσης ἐξακολουθεῖ. Ἡ τρικυμία συνεχίζεται. Ὁ φόβος τῶν μαθητῶν κορυφοῦται. Ἡ ἀγωνία των φθάνει εἰς τὸ ἔπακρον. Καὶ ὁ Ἰησοῦς; «Αὐτὸς δὲ ἐκάθευδε» (Ματθ. η’ 24). Ὁ κόπος τῆς ὁλοημέρου διδασκαλίας, ἡ  συγκίνησις ἀπὸ τάς ἀσθενείας καὶ τάς θλίψεις τῶν ἀνθρώπων ποὺ ἐθεράπευε, ἐπροκαλοῦσαν ἔντονον τὴν ἀνάγκην τῆς ἀναπαύσεως. Κατάκοπος ὅπως ἦτο, ἐκοιμᾶτο.
    «Αὐτὸς δὲ ἐκάθευδε». Ἀδελφέ μου, τί φρονεῖς; Ἐφ’ ὅσον οἱ μαθηταὶ εἶχαν μαζὶ των εἰς τὸ πλοῖον Ἐκεῖνον ποὺ ἄλλοτε εἰς τὸ παρελθὸν «ἐπέταξε (διέταξε) τὴ καταιγίδι, καὶ ἔστη εἰς αὔραν, καὶ ἐσιίγησαν τὰ κύματα αὐτῆς» (Ψάλμ. ρστ’ 29), τὸν Κύριον καὶ ἐξουσιαστήν τοῦ σύμπαντος, ἔστω καὶ ἂν «αὐτός• ἐκάθευδε», διέτρεχον πραγματικὸν κίνδυνον; Ἔπρεπε νὰ φοβοῦνται; Ἦτο δυνατὸν νὰ πάθουν καὶ τὸ ἐλάχιστον κακόν;
    Ὤ, οἱ καλοὶ μαθηταί! Εἰς τὴν ὥραν τοῦ πειρασμοῦ ὠλιγοψύχησαν. Εἰς τὸν καιρὸν τῆς δοκιμασίας τὰ ἒχασαν. Ἡ βοὴ τοῦ ἀνέμου καὶ ὁ σάλος τῶν κυμάτων τοὺς ἔκαμαν νὰ λησμονήσουν ὅτι Αὐτὸς ποὺ ἐκοιμᾶτο εἰς τὴν πρύμνην τοῦ πλοίου των, ἀνεπηρέαστος ἀπό τὴν ἐξέγερσιν καὶ ἀναστάτωσιν τῶν στοιχείων τῆς φύσεως, δὲν ἦτο ἄνθρωπος ἁπλοῦς, ἀλλά ὁ ἐνανθρωπήσας Υἱός τοῦ Θεοῦ, ὁ παντοδύναμος Θεός. Τί κακὸν ἠμποροῦσαν νὰ κάμουν ὁ ἄνεμος καὶ ἡ θάλασσα καὶ τὰ κύματα ἐναντίον Ἐκείνου ὁ ὁποῖος τὰ ἐδημιούργησεν, ἔστω καὶ ἂν ὡς ἄνθρωπος «ἐκάθευδεν» εἰς τὴν πρύμνην τοῦ πλοίου; Καὶ πὼς ἐλησμόνησαν ὅτι, κοντὰ εἰς Ἐκεῖνον, ἦσαν καὶ αὐτοὶ κατ’ ἐξοχὴν ἀσφαλεῖς, χωρὶς νὰ διατρέχουν οὐδὲ τὸν ἐλάχιστον κίνδυνον;
 «Αὐτὸς δὲ ἐκάθευδε»
    Φίλη ψυχή, ποὺ συναντᾶς δυσκολίας εἰς τὴν ζωήν σου, νομίζεις μερικὲς φορές, ὅτι τὸ ναυάγιον εἶναι ἀναπόφευκτον. Αἱ ἐλπίδες ποὺ ἐστήριξες διὰ τὸ μέλλον βλέπεις νὰ διαλύωνται καὶ νὰ μὴ πραγματοποιοῦνται. Θλιβερὰ καὶ δυσάρεστα γεγονότα ὡς ἀλλεπάλληλα κύματα σὲ κτυποῦν. Νομίζεις ὅτι κάθε ἐλπίς σωτηρίας ἒχει λείψει καὶ ὁ καταποντισμὸς ἐπίκειται.
    Ἐκοπίασες ἴσως καὶ ἐμόχθησες, διὰ νὰ μάθης τὴν τέχνην ἀπό τὴν ὁποίαν θὰ ἐπορίζεσο τὰ πρὸς τὸ ζῆν ἀναγκαῖα. Ἤ ἐπέρασες τὰ χρόνια τῆς νεότητός σου σκύβων ἐπάνω εἰς τὰ βιβλία καὶ εἰς τὰ ἐπιστημονικὰ ἐργαστήρια. Καὶ τώρα, ἀπό μίαν ἀπροσδόκητον ἀσθένειαν, βλέπεις τὸ κατοικητήριον τῆς ψυχῆς σου, τὸ πήλινον σῶμα σου, νὰ φθίνη, καὶ σὺ νὰ φοβῆσαι ὅτι ἀπό στιγμῆς εἰς στιγμὴν θὰ καμφθῆ ἀπό τὸν πυρετὸν καὶ δὲν θὰ ἀνθέξη πλέον εἰς τοὺς πόνους τῆς ἀσθενείας. Παρεκάλεσες ἴσως τὸν Κύριον. Τὸν ἱκέτευσες μὲ δάκρυα, Αὐτὸς δὲ ἐφαίνετο ὡς νὰ κοιμᾶται.
    Μὲ τᾶς εὐχάς τῆς Ἐκκλησίας ἔκτισες ἴσως τὴν οἰκογενειακὴν φωλεάν σου καὶ ὑπελόγιζες τὸ μέλλον ἀνέφελον καὶ τρισευτυχισμένον. Καὶ ὅμως, ἰδοὺ ὅτι τὰ κύματα τῶν διχονοιῶν καὶ τῶν παρεξηγήσεων κινδυνεύουν νὰ διαλύσουν καὶ ἀποσυνθέσουν ὅ,τι μὲ κόπους καὶ προσευχάς καὶ εὐλογίας συνεστήθη.
    Ἔκαμνες διὰ τὸ μέλλον τὰ ὡραιότερα σχέδια καὶ ὑπελόγιζες τὸ ταξίδι τῆς ζωῆς σου νὰ εἶναι εὐχάριστον, χωρὶς θυέλλας, χωρὶς κύματα, χωρὶς δυσάρεστους ἐκπλήξεις. Ὡραματίζεσο ζωὴν ἥσυχον μὲ ἕνα τέρμα εὐχάριστον, ποὺ θὰ ἦτο προάγγελος τῆς οὐρανίου εὐδαιμονίας καὶ μακαριότητος. Καὶ ἔξαφνα, χωρὶς νὰ τὸ περιμένης, χωρὶς νὰ τὸ ὑπολογίζης, βλέπεις τὸν οὐρανόν νὰ μαυρίζη καὶ τὰ νέφη ἀπειλητικὰ νὰ σωρεύονται, ἕτοιμα ἀπὸ στιγμῆς εἰς στιγμὴν νὰ ἐξαπολύσουν ἀστραπάς καὶ βροντάς καὶ κεραυνούς, καὶ νὰ σὲ ἀποστερήσουν τῆς ποθητῆς γαλήνης.
    Καὶ ὁ Κύριος, εἰς τὸν ὁποῖον ἐστήριξες τάς ἐλπίδας σου, τὸν ὁποῖον ἀπὸ μικρὸ παιδὶ ἐλάτρευσες καὶ ἠγάπησες, φαίνεται νὰ κοιμᾶται. Καὶ θορυβεῖσαι, λοιπόν, καὶ φοβεῖσαι καὶ ἀγωνιᾶς καὶ τρέμεις. Αὐτό, λοιπόν, ἦτο ὅλον; Τὸ ναυάγιον θὰ εἶναι ἡ κατάληξις τόσων ἐλπίδων, τόσων πόθων ἱερῶν, τόσων θερμῶν προσευχῶν;
    Ἀδελφέ μου, πρόσεξε. Μὴ ὁμοιάζης τούς μαθητάς εἰς τὴν περίστασιν ἐκείνην τῆς λαίλαπος. Ἐφ’ ὅσον ἐστήριξες εἰς τὸν Χριστὸν τάς ἐλπίδας σου, ἐφ’ ὅσον Ἐκεῖνος κατοικεῖ εἰς τὴν ψυχήν σου καὶ εἶναι ἡνωμένος μαζί σου, διατὶ ἀδημονεῖς; Διατὶ ἀγωνιᾶς; Διατὶ φοβεῖσαι; Τὸ πλοῖον, μέσα εἰς τὸ ὁποῖον εὑρίσκεται ὁ Ἰησοῦς, δὲν ὑπάρχει κίνδυνος νὰ καταποντισθῆ. Ἄς φαίνεται ὅτι κοιμᾶται Ἐκεῖνος. «Οὐ νυστάξει οὐδὲ ὑπνώσει ὁ φυλάσσων τὸν Ἰσραήλ» (Ψαλμ. ρκ’ 4). Ὁ ἀκοίμητος ὀφθαλμὸς του βλέπει τὴν ἀγωνίαν σου. Εἰς τὰ θεῖα του ὦτα προσπίπτουν ὄχι μόνον αἱ κραυγαὶ τῶν δεήσεών σου, ἀλλὰ καὶ οἱ ἀλάλητοι στεναγμοὶ τῆς καρδίας σου. Καὶ ἡ πατρική του καρδία συμμερίζεται φιλοστόργως τὸν πόνον καὶ τὴν θλῖψιν σου.  Ὀλίγον ἀκόμη καὶ αὐτὸς μὲ τὴν θεικὴν του ἐξουσίαν θὰ προστάξη τὸν κλύδωνα τῶν θλίψεων νὰ ἠρεμήση. «Σιώπα, πεφίμωσο», θὰ εἰπῆ• καὶ θὰ κοπάση ὁ ἄνεμος τῶν ἀντιθέσεων καὶ θὰ γαληνεύση ἡ θάλασσα καὶ τὰ κύματα τῶν θλίψεων θὰ ἠρεμήσουν καὶ ἡμεῖς, ἥσυχοι καὶ εἰρηνικοί, θὰ αὐνεχίσωμεν τὸ ταξίδι τῆς ζωῆς καὶ θὰ φθάσωμεν αἰσίως εἰς τὸν γαλήνιον λιμένα τῶν οὐρανῶν.

  Ὤ πανάγαθε Κύριε! Μή μᾶς ἀφήνης περισσότερον νὰ κλυδωνιζώμεθα εἰς τάς δυσκολίας τῆς ζωῆς. Μὴ ἀφήνης τὰ δυσάρεστα καὶ ἀνεπιθύμητα γεγονότα νὰ μᾶς ἀναστατώνουν, ὥστε νὰ χάνωμεν τὸ θάρρος μας καὶ τὴν ἐλπίδα μας εἰς Σέ. « Ἀνάστα, Κύριε, βοήθησον ἡμῖν» (Ψαλμ. μγ’ 27). Παῦσε τὸν κλύδωνα, χάρισέ μας τὴν γαλήνην καὶ ἀξίωσέ μας μὲ εὐγνώμονα καρδίαν νὰ Σὲ λατρεύωμεν ἐπὶ τῆς γῆς ὡς Θεὸν ἐλευθερωτὴν καὶ Λυτρωτὴν καὶ Σωτήρα, ἕως ὅτου ἔλθη ἡ ἡμέρα, κατὰ τὴν ὁποίαν θὰ Σὲ δοξάζωμεν καὶ θὰ Σὲ ὑμνοῦμεν ἀσιγήτως εἰς τὴν οὐράνιον βασιλείαν Σου. Ἀμήν.» ( Ἀπό τό βιβλίο τοῦ Ἀρχ.Χριστοφ.Παπουτσοπούλου «ΛΟΓΟΙ ΤΗΣ ΧΑΡΙΤΟΣ», ἔκδοση «Ο ΣΩΤΗΡ»).