Κυριακὴ Θ΄ Ματθαίου – Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα Κυριακῆς 10 Αὐγούστου 2025

Εὐαγγελικό Ἀνάγνωσμα Κυριακῆς 10 Αὐγούστου 2025, Κυριακὴ Θ΄ Ματθαίου (Ματθ. ιδ΄ 22-34)

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἠνάγκασεν ὁ Ἰη­σοῦς τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ ἐμβῆ­ναι εἰς τὸ πλοῖον καὶ προάγειν αὐτὸν εἰς τὸ πέραν, ἕως οὗ ἀπολύσῃ τοὺς ὄχλους. καὶ ἀπολύσας τοὺς ὄχλους ἀνέβη εἰς τὸ ὄρος κατ᾿ ἰδίαν προσεύξασθαι. ὀψίας δὲ γε­νομένης μόνος ἦν ἐκεῖ. τὸ δὲ πλοῖον ἤδη μέ­σον τῆς θαλάσσης ἦν, βασανιζόμενον ὑπὸ τῶν κυμάτων· ἦν γὰρ ἐναντίος ὁ ἄνε­μος. τετάρτῃ δὲ φυλακῇ τῆς νυκτὸς ἀ­πῆλ­­θε πρὸς αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς περιπατῶν ἐπὶ τῆς θαλάσσης. καὶ ἰδόντες αὐτὸν οἱ μα­θηταὶ ἐπὶ τὴν θάλασσαν περιπατοῦντα ἐ­ταράχθησαν λέγοντες ὅτι φάντασμά ἐστι, καὶ ἀπὸ τοῦ φόβου ἔκραξαν. εὐθέως δὲ ἐ­λά­­λησεν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς λέγων· θαρσεῖτε, ἐγώ εἰμι· μὴ φοβεῖσθε. ἀποκριθεὶς δὲ αὐτῷ ὁ Πέτρος εἶπε· Κύριε, εἰ σὺ εἶ, κέλευσόν με πρός σε ἐλθεῖν ἐπὶ τὰ ὕδατα. ὁ δὲ εἶ­πεν, ἐλθέ. καὶ καταβὰς ἀπὸ τοῦ πλοίου ὁ Πέ­τρος περιεπάτησεν ἐπὶ τὰ ὕδατα ἐλ­θεῖν πρὸς τὸν Ἰησοῦν. βλέπων δὲ τὸν ἄνε­μον ἰσχυ­ρὸν ἐφοβήθη, καὶ ἀρξάμενος κατα­πον­­τίζεσθαι ἔκραξε λέγων· Κύριε, σῶσόν με. εὐθέως δὲ ὁ Ἰησοῦς ἐκτείνας τὴν χεῖ­ρα ἐ­πε­­λάβετο αὐτοῦ καὶ λέγει αὐτῷ· ὀλιγό­πι­στε! εἰς τί ἐδίστασας; καὶ ἐμβάντων αὐτ­ῶν εἰς τὸ πλοῖον ἐκόπασεν ὁ ἄνεμος· οἱ δὲ ἐν τῷ πλοίῳ ἐλθόντες προσεκύνησαν αὐ­­­­­τῷ λέγοντες· ἀληθῶς Θεοῦ υἱὸς εἶ. Καὶ διαπεράσαντες ἦλθον εἰς τὴν γῆν Γεννησαρέτ.

ΣΚΕΨΕΙΣ – ΔΙΔΑΓΜΑΤΑ – ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ

1. Στὴν ἡσυχία τῆς νύχτας

Ἡ εὐαγγελικὴ περικοπὴ ποὺ ἀκούσαμε σήμερα ἀποτελεῖ συνέχεια τῆς περικοπῆς τῆς προηγούμενης Κυριακῆς. Μετὰ λοιπὸν τὸ θαῦμα τοῦ πολλαπλασιασμοῦ τῶν ἄρτων καὶ τῶν ψαριῶν ὁ Κύριος εἶπε στοὺς Μαθητές του νὰ ἐπιβιβασθοῦν σὲ πλοῖο καὶ νὰ περάσουν στὴν ἀπέναντι ὄχθη τῆς λίμνης Γεννησαρέτ, ἐνῶ ὁ Ἴδιος «ἀνέβη εἰς τὸ ὄρος κατ᾿ ἰδίαν προσεύξασθαι· ὀψίας δὲ γενομένης μόνος ἦν ἐκεῖ». Ἀνέβηκε στὸ γειτονικὸ βουνὸ γιὰ νὰ προσευχηθεῖ· ὅταν δὲ βράδιασε καλά, ἦταν ἐκεῖ μόνος.

Ἀσφαλῶς ἡ προηγούμενη ἡμέρα ἦταν πολὺ κοπιαστικὴ γιὰ τὸν Ἰησοῦ Χριστό. Θεράπευσε ἀσθενεῖς, δίδασκε ἐπὶ ὧρες τὸ πλῆθος τῶν ἀκροατῶν καὶ κατὰ τὸ σούρουπο μοίρασε τροφὴ σὲ χιλιάδες ἀνθρώπους. Ἔπειτα ἀπὸ ὅλα αὐτά, ὡστόσο, δὲν πῆγε νὰ ξεκουρασθεῖ, ἀλλὰ ἀνέβηκε στὸ βουνὸ γιὰ νὰ προσευχηθεῖ. Ἐπέλεξε συνθῆκες ἰδανικές· τὴ γαλήνη τῆς φύσεως, τὴν ἀπομόνωση ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους καὶ τὴν ἡσυχία τῆς νύχτας.

Πόση ἀνάγκη ἔχει καὶ ὁ σημερινὸς ἄνθρωπος ἀπὸ τὶς ἥσυχες αὐτὲς ὧρες τῆς προσευχῆς! Οἱ ἔντονοι ρυθμοὶ τῆς ζωῆς, οἱ καθημερινὲς ὑποχρεώσεις καὶ ἡ εὔκολη ἐπικοινωνία μὲ τὸν ὑπόλοιπο κόσμο περιορίζουν κάποτε τὴν ἐπικοινωνία μας μὲ τὸν Θεό. Γι’ αὐτὸ ὅλοι μας ἔχουμε ἀνάγκη ἀπὸ τὴ μόνωση, τὴν προσευχή, τὴ μελέτη, τὴν περισυλλογή, προκειμένου νὰ ἐπικοινωνήσουμε μὲ τὸν Κύριο· μέσα στὴν ἡσυχία τῆς νύχτας, στὴ γαλήνη τῆς φύσεως, μακριὰ ἀπὸ ἀνθρώπους καὶ ἀπὸ μέσα ἐπικοινωνίας καὶ ἐνημερώσεως· μέσα στὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ.

2. Ὅταν ἀργεῖ ὁ Θεὸς

Ὅσο ὁ Κύριος προσευχόταν μόνος Του στὸ βουνό, οἱ Μαθητὲς κλυδωνίζονταν μέσα στὴ λιμνοθάλασσα, ἀπὸ τὰ μεγάλα κύματα καὶ τὸν ὁρμητικὸ ἄνεμο ποὺ εἶχαν ξεσπάσει. Τὸ σκοτάδι ἐπιπλέον προκαλοῦσε ἀγωνία στοὺς ἔμπειρους ψαράδες. Κινδύνευαν νὰ πνιγοῦν. Ξαφνικὰ ὅμως φάνηκε νὰ ἔρχεται ὁ Χριστὸς περπατώντας ἐπάνω στὴ θάλασσα. Ταράχθηκαν ἀκόμη περισσότερο οἱ Μαθητές, διότι νόμισαν ὅτι ἔβλεπαν φάντασμα, καὶ ἄφησαν κραυγὴ τρόμου. Τότε ἄκουσαν τὴ γνώριμη φωνὴ τοῦ θείου Διδασκάλου: «Θαρσεῖτε, ἐγώ εἰμι· μὴ φοβεῖσθε». Ἔχετε θάρρος, ἐγὼ εἶμαι· μὴ φοβάστε.

Στὸ σημεῖο αὐτὸ τὸ ἱερὸ κείμενο σημειώνει ὅτι «τετάρτῃ φυλακῇ τῆς νυκτὸς ἀπῆλθε πρὸς αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς». Ὁ Κύριος φάνηκε κοντά τους κατὰ τὸ τελευταῖο τρίωρο τῆς νύχτας, δηλαδὴ στὶς 3-6 τὸ πρωί. Δημιουργεῖται ἐδῶ ἕνα εὔλογο ἐρώτημα: Γιατί καθυστέρησε τόσο ὁ Ἰησοῦς; Δὲν γνώριζε ὅτι κινδύνευαν; Γιατί τοὺς ἄφησε τόσες ὧρες νὰ παλεύουν μὲ τὰ κύματα;

Τὴν ἀπάντηση μᾶς τὴ δίνει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Διὰ τοῦτο οὐδὲ τὸ σκότος ἔλυσεν, οὐδὲ φανερὸν ἑαυτὸν εὐθέως ἐποίησεν, ἀλείφων αὐτοὺς καὶ παιδεύων εἶναι καρτερικούς» (ΕΠΕ 11, 46). Δηλαδή, αὐτὸς ἦταν ὁ λόγος ποὺ ὁ Κύριος δὲν διέλυσε ἀμέσως τὸ σκοτάδι τῆς νύχτας, οὔτε τοὺς φανερώθηκε ἀμέσως, ἀλλὰ ἔπειτα ἀπὸ ὧρες. Ἤθελε νὰ τοὺς ἐξασκήσει καὶ νὰ τοὺς διδάξει νὰ εἶναι ὑπομονετικοί.

Κάτι ἀντίστοιχο συμβαίνει καὶ στὴ δική μας πάλη μὲ τὰ κύματα τῆς ζωῆς. Κάποτε ὁ Κύριος καθυστερεῖ νὰ ἐπέμβει καὶ νὰ μᾶς λυτρώσει, διότι θέλει νὰ μᾶς ἐξασκήσει, νὰ μᾶς ἐκπαιδεύσει, διδάσκοντάς μας τὴν ὑπομονὴ καὶ τὴν ἐλπίδα σ᾿ Ἐκεῖνον. Ἐπιδιώκει νὰ μᾶς ἐνδυναμώσει, νὰ μᾶς ἐνισχύσει, ὥστε ν᾿ ἀντέχουμε στὶς δοκιμασίες ποὺ μᾶς βυθίζουν σὲ ἀπόγνωση, ν᾿ ἀντιμετωπίζουμε τοὺς κινδύνους ποὺ ἀπειλοῦν νὰ μᾶς καταποντίσουν. Ἡ περίοδος τῆς δοκιμασίας καὶ τοῦ πειρασμοῦ εἶναι τελικὰ ἡ πιὸ γόνιμη γιὰ τὴν καλλιέργεια τῆς ψυχῆς μας.

3. Τὸ βλέμμα μας σ᾿ Ἐκεῖνον

Μόλις ὁ Πέτρος ἄκουσε τὴ φωνὴ τοῦ Ἰησοῦ, φώναξε: «Κύριε, ἂν εἶσαι πραγματικὰ Ἐσύ, δῶσε ἐντολὴ νὰ περπατήσω ἐπάνω στὰ κύματα καὶ νὰ ἔλθω κοντά Σου». «Ἔλα», τοῦ ἀποκρίθηκε ὁ Χριστός. Τότε ὁ Μαθητὴς κατέβηκε ἀπὸ τὸ πλοῖο καὶ ἄρχισε νὰ βαδίζει πρὸς τὸν Κύριο· νὰ περπατᾶ ἐπάνω στὰ κύματα. Μόλις ὅμως ἔδωσε προσοχὴ στὸν χαλασμὸ ποὺ γινόταν γύρω του, φοβήθηκε: «Βλέπων τὸν ἄνεμον ἰσχυρὸν ἐφοβήθη». Γι’ αὐτὸ ἄρχισε νὰ βυθίζεται στὴ θάλασσα, καὶ τότε κραύγασε: «Κύριε, σῶσε με!» Ὁ δὲ Κύριος, ἁπλώνοντας τὸ χέρι του, τὸν ἔπιασε σφιχτὰ καὶ τοῦ εἶπε: «Ὀλιγόπιστε! εἰς τί ἐδίστασας;» Γιατί φοβήθηκες, ὀλιγόπιστε; Ἀνέβηκαν κατόπιν στὸ πλοῖο καὶ ὁ ἄνεμος ἡσύχασε τελείως.

Ὅπως εἴδαμε, ἐνῶ ὁ Πέτρος περπατοῦσε ἐπάνω στὰ κύματα, ἔπειτα ἀπὸ μερικὰ βήματα ἄρχισε νὰ βυθίζεται στὸ νερό. Τί ἄλλαξε; «Βλέπων τὸν ἄνεμον ἰσχυρὸν ἐφοβήθη». Τὸ βλέμμα του ἄλλαξε. Ἐνῶ ἀρχικὰ ἦταν στραμμένο στὸν Κύριο, ἔπειτα στράφηκε στὸν ἰσχυρὸ ἄνεμο. Ὅταν ὁ Μαθητὴς πῆρε τὸ βλέμμα του ἀπὸ τὸν Χριστό, τότε ἄρχισε νὰ φοβᾶται καὶ νὰ καταποντίζεται.

Ὅσο τὸ βλέμμα μας εἶναι στραμμένο στὸν Κύριο, κανένα κύμα δὲν ἔχει τὴ δύναμη νὰ μᾶς βυθίσει. Κανένας ἄνεμος δὲν μπορεῖ νὰ μᾶς κλονίσει. Βαδίζουμε ἐπάνω στὰ κύματα τῶν δοκιμασιῶν σὰν νὰ πατᾶμε σὲ στερεὸ ἔδαφος. Συνεπῶς, ἂς μὴν κοιτᾶμε τὰ κύματα, ποὺ ἀπειλητικὰ ὑψώνονται δίπλα μας. Τὸν Χριστὸ ν᾿ ἀτενίζουμε. Ἐκεῖνος μπορεῖ νὰ κάνει σταθερὴ τὴν πορεία μας, ἀσφαλὴ τὴν ὁδό μας. Ἀκόμη καὶ ὅταν βρισκόμαστε στὴν τρικυμισμένη θάλασσα τῶν πειρασμῶν.