Η ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΟΥ ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΟΥ

Εὐαγγελικό Ἀνάγνωσμα Κυριακῆς 18 Μαρτίου 2018, Δ΄ Νηστειῶν – Ἁγ. Ἰωάννου τῆς Κλίμακος (Μάρκ. θ΄ 17-31)

Tῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἄνθρωπός τις προσῆλθε τῷ ᾿Ιησοῦ, γονυπετῶν αὐτῷ καὶ λέγων· διδάσκαλε, ἤνεγκα τὸν υἱόν μου πρός σε, ἔχοντα πνεῦμα ἄλαλον. καὶ ὅπου ἂν αὐτὸν καταλάβῃ, ρήσσει αὐτόν, καὶ ἀφρίζει καὶ τρίζει τοὺς ὀδόντας αὐτοῦ, καὶ ξηραίνεται· καὶ εἶπον τοῖς μαθηταῖς σου ἵνα αὐτὸ ἐκβάλωσι, καὶ οὐκ ἴσχυσαν. ὁ δὲ ἀποκριθεὶς αὐτῷ λέγει· ὦ γενεὰ ἄπιστος, ἕως πότε πρὸς ὑμᾶς ἔσομαι; ἕως πότε ἀνέξομαι ὑμῶν; φέρετε αὐτὸν πρός με. καὶ ἤνεγκαν αὐτὸν πρὸς αὐτόν. καὶ ἰδὼν αὐτὸν εὐθέως τὸ πνεῦμα ἐσπάραξεν αὐτόν, καὶ πεσὼν ἐπὶ τῆς γῆς ἐκυλίετο ἀφρίζων. καὶ ἐπηρώτησε τὸν πατέρα αὐτοῦ· πόσος χρόνος ἐστὶν ὡς τοῦτο γέγονεν αὐτῷ; ὁ δὲ εἶπε· παιδιόθεν. καὶ πολλάκις αὐτὸν καὶ εἰς πῦρ ἔβαλε καὶ εἰς ὕδατα, ἵνα ἀπολέσῃ αὐτόν· ἀλλ᾿ εἴ τι δύνασαι, βοήθησον ἡμῖν σπλαγχνισθεὶς ἐφ᾿ ἡμᾶς. ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς εἶπεν αὐτῷ τὸ εἰ δύνασαι πιστεῦσαι, πάντα δυνατὰ τῷ πιστεύοντι. καὶ εὐθέως κράξας ὁ πατὴρ τοῦ παιδίου μετὰ δακρύων ἔλεγε· πιστεύω, κύριε· βοήθει μου τῇ ἀπιστίᾳ. ἰδὼν δὲ ὁ ᾿Ιησοῦς ὅτι ἐπισυντρέχει ὄχλος, ἐπετίμησε τῷ πνεύματι τῷ ἀκαθάρτῳ λέγων αὐτῷ· τὸ πνεῦμα τὸ ἄλαλον καὶ κωφόν, ἐγώ σοι ἐπιτάσσω, ἔξελθε ἐξ αὐτοῦ καὶ μηκέτι εἰσέλθῃς εἰς αὐτόν. καὶ κρᾶξαν καὶ πολλὰ σπαράξαν αὐτὸν ἐξῆλθε, καὶ ἐγένετο ὡσεὶ νεκρός, ὥστε πολλοὺς λέγειν ὅτι ἀπέθανεν. ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς κρατήσας αὐτὸν τῆς χειρὸς ἤγειρεν αὐτόν, καὶ ἀνέστη. Καὶ εἰσελθόντα αὐτὸν εἰς οἶκον οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἐπηρώτων αὐτὸν κατ᾿ ἰδίαν, ὅτι ἡμεῖς οὐκ ἠδυνήθημεν ἐκβαλεῖν αὐτό. καὶ εἶπεν αὐτοῖς· τοῦτο τὸ γένος ἐν οὐδενὶ δύναται ἐξελθεῖν εἰ μὴ ἐν προσευχῇ καὶ νηστείᾳ. Καὶ ἐκεῖθεν ἐξελθόντες παρεπορεύοντο διὰ τῆς Γαλιλαίας, καὶ οὐκ ἤθελεν ἵνα τις γνῷ· ἐδίδασκε γὰρ τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ καὶ ἔλεγεν αὐτοῖς ὅτι ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου παραδίδοται εἰς χεῖρας ἀνθρώπων, καὶ ἀποκτενοῦσιν αὐτόν, καὶ ἀποκτανθεὶς τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἀναστήσεται.

1. ΕΜΕΙΣ ΝΑ ΠΡΟΣΕΥΧΗΘΟΥΜΕ

Μόλις ὁ Κύριος κατέβηκε ἀπό τό ὄρος Θαβώρ, ἀπό τό φῶς τῆς Μεταμορφώσεως κάτω στόν κόσμο ἕ­νας πατέρας ἔτρεξε κο­ν­τά του νά τοῦ πεῖ τό δρά­μα του: Δι­δάσκαλε, σοῦ ἔφερε τό γιό μου, πού τό κυρίευσε δαι­μο­νι­κό πνεῦμα καί τοῦ πῆ­ρε τή φωνή. Ὑπο­φέρει πολύ! Ὅ­ταν τόν πιάσει, τόν ρίχνει στή γῆ, τόν κάνει ν’ ἀ­φρί­ζει, νά τρίζει τά δό­ν­τια του καί τόν ἀφήνει ξερό καί ἀ­ναί­­σθητο. Πολλές φορές τόν ἔριξε στή φωτιά καί στό νε­ρό γιά νά τόν ἐξοντώσει. Παρακάλεσα τούς μα­­θη­τές σου νά τόν ἐλευθε­ρώ­σουν, ἀλλά δέν μπό­ρε­σαν.

Τότε ὁ Κύριος γεμᾶτος παράπονο ἀναφωνεῖ:

Ὦ γενεά πού παραμένεις ἄπιστη καί δι­ε­στραμμένη ἐνῶ τόσα θαύματα εἶδες! Μέχρι πότε θά εἶμαι μαζί σας καί θά σᾶς ἀνέχομαι; Φέρτε τον μου ἐδῶ.

Μόλις ὅμως ἔφεραν τό νεό μπροστά στόν Κύριο, τό θέαμα ἔγινε φοβερό. Τό πο­νη­ρό πνεῦμα ἄρχισε νά συνταράζει μέ σπασμούς τόν νέο, ὁ ὁποῖος ἀφοῦ ἔπεσε στή γῆ, κυλιόταν κι ἔβγαζε ἀ­φρούς ἀπό τό στόμα του.

ΔΕΝ μποροῦσε ὅμως νά πεῖ οὔτε λέξη. Μόνο κραυ­γές μποροῦσε νά βγάζει πολλές, πού συγκλόνιζαν τίς καρδιές ὅσων τόν ἔβλεπαν. Ὁ νέος αὐτός δέν μποροῦ­σε νά μιλήσει, νά ἐκφράσει τήν ἱκε­σί­α του στόν Κύριο, νά ζητήσει τή σωτηρία του. Κι ἀ­ντί γι’ αὐτόν ἐκφράζει τόν μύ­χι­ο πόθο τοῦ νέου ὁ πα­τέ­ρας του. Παρακαλεῖ ὁ πα­τέ­ρα­ς ἐπειδή δέν μπορεῖ νά παρακαλέσει τό παιδί.

Βέβαια ἐδῶ ἔχουμε μία περίπτωση δαιμονισμένου παιδιοῦ. Ὅμως ὁ διάβολος καί μέ πολλούς ἄλλους τρό­πους ἐξουσιάζει τους ἀνθρώπους. Ἰδιαιτέρως στή δαι­μο­νο­κρα­τού­μενη ἐποχή μας, πόσοι νέοι ζοῦν μακριά ἀπ’ τόν Θεό καί ὑποφέρουν κυριευ­μέ­νοι ἀπό τά δαιμο­νι­κά τους πά­θη. Μαζί τους βα­­σα­νί­ζο­ν­ται καί οἱ γονεῖς τους. Κι ὅταν αὐ­­τοί εἶναι ἄν­θρω­ποι τοῦ Θεοῦ ὑποφέ­ρουν ἀκό­μη περισ­σότερο κα­τα­νοώντας τήν κατάσταση τῶν παι­διῶν τους.

Ὁ πατέρας ὅμως τοῦ εὐαγγελίου δίνει σ’ὅλους αὐ­τούς τούς γονεῖς καί σ’ὅλους τούς πιστούς ἕνα μεγάλο δί­­δαγμα. Ὅταν τά παιδιά μας δέν μποροῦν ἤ δέν θέ­λουν νά προ­σευ­χη­θοῦν γιά τόν ἑαυτό τους, νά προ­σ­ευχόμαστε ἐμεῖς γι’ αὐτά. Κάθε φορά πού βλέ­πουμε στούς ἱερούς ναούς μας, ὅτι ἀπουσιάζουν ἀπό τή θεί­α λα­­τρεία χιλιάδες νέοι, νέοι πού ξενύχτησαν στά σκο­τει­νά κέν­­τρα τοῦ κόσμου, καί πολλοί ἔχασαν τή νεα­νι­κή τους δρο­σιά καί καθαρότητα ἄς προ­­­σευχόμαστε ἐμεῖς γι’ αὐ­τούς. Ἄς πονέσουμε ἐ­μεῖς γιά τό δικό τους μαρτύριο. Ἄς κλά­ψου­με  ἐμεῖς γιά τό δι­­­κό τους δράμα. Καί νά εἴμαστε βέβαιοι ὅτι τά δικά μας δάκρυα, οἱ δικές μας ἱκεσίες, θά μαλα­κώ­σουν τίς ψυχές πολλῶν παι­δι­ῶν, θά φέρουν τή μετάνοια καί τήν ἐπιστροφή τους.

2. ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΚΑΙ ΝΗΣΤΕΙΑ

Ὁ πατέρας συνεχίζει τήν ἱκεσία του. Κύριε, ἐάν μπο­­ρεῖς νά κάνεις κάτι, λυπήσου μας καί βοήθησέ μας.

Ὅμως ὁ Ἰησοῦς τοῦ ἀποκρίθηκε: Ἐσύ ἐάν μπορεῖς νά πι­στευ­σεις, τότε ὅλα εἶναι δυνατά σ’ἐκεῖνον πού πιστεύ­ει. Κι ἀμέσως ὁ πατέρας γεμᾶτος δάκρυα φωνά­ζει: Πι­στεύ­ω Κύριε, βοήθησε με στήν ὀλιγοπιστία μου.

Τότε ὁ Ἰησοῦς Χριστός μέ θεϊκή ἐξουσία λέει: Πνεῦ­μα ἄλαλο καί κου­φό, ἐγώ σέ δια­τά­ζω, βγές ἀπό αὐτόν, καί μή ξα­να­μπεῖς ποτέ μέσα του. Καί τό πονηρό πνεῦ­μα ἀφοῦ ἔ­κρα­ξε καί συντάραξε τό νέο ἔφυγε ἀφήνο­ν­τάς τον κάτω στή γῆ σάν νεκρό. Τότε ὁ Κύριος τόν ἔ­πι­­ασε ἀπό τό χέρι καί τόν σήκωσε. Οἱ μα­θητές τώ­ρα ἔκ­πλη­κτοι τόν ρωτοῦν ἰδιαιτέ­ρως: Γιατί Κύριε ἐμεῖς δέν μπο­ρέσαμε νά βγάλουμε τό πονηρό πνεῦμα; Κι ἐ­κεῖ­νος ἀπαντᾶ: Αὐτό τό εἶδος τοῦ δαιμο­νί­ου δέν φεύγει ἀ­πό τόν ἄν­θρωπο παρά μόνο μέ προ­σευχή καί νη­στεί­α.

ΓΙΑΤΙ ὅμως τό σκληρό αὐτό εἶδος τοῦ δαι­μο­νίου δέν μπο­ρεῖ νά βγεῖ ἀπό τόν ἄνθρωπο πα­ρά μόνο μέ προ­σ­ευχή καί νηστεία; Ἀλλά κάι γενικότερα γιατί ἡ προ­­σευχή μαζί μέ τή νη­στεί­α ἔχουν τόση μεγάλη δύ­να­μη;

Διότι ὅταν ὁ ἄνθρωπος προσεύχεται ἔπειτα ἀπο νη­στεία τροφῶν καί παθῶν, ἡ προσευχή του ἔχει τό στοι­χεῖο τῆς ἀσκήσεως, τῆς θυσίας καί τῆς προσφορᾶς. Τό­τε ὁ ἄν­θρω­πος δέν δυσκολεύεται νά προσευχηθεῖ, δέν κουράζεται ἀπό τό βάρος τῶν φαγητῶν ἤ ἀπό τό βάρος τῶν τύ­ψεων, ἀλλά εἶ­ναι ἀνάλαφρος, ἀβαρής. Ἡ νη­στεί­α πού ὁρίζει ἡ ἐκκλησία μας δίνει φτερά στήν προ­σ­ευχή διότι τα­πει­νώνει τόν ἄν­θρω­πο. Τόν ἐξασκεῖ σω­ματικά καί ψυ­χι­κά. Ἀπο­νε­κρώ­νει τίς σα­ρ­κικές ἐπι­θυ­μίες καί ἠδονές, καί προ­­­ε­τοι­μά­ζει τό σῶμα κατάλληλα γιά νά μήν κα­ταστεῖ ἐμ­πό­διο ἀλλά νά ὑπηρε­τή­σει τήν ψυχή τήν ὥρα τῆς προσευχῆς. Μιά τέτοια προσευχή, πού γίνεται μέ νηστεία τροφῶν καί παθῶν, ἐπειδή ἔχει τό στοιχεῖο τῆς ταπει­νώ­σε­ως αὐ­­ξά­νει καί τήν πίστη. Καί γίνεται ἔτσι μιά ζωντανή ἐμπειρία, αὐξάνει τή θέρμη τῆς καρδιᾶς μας, μᾶς κά­νει νά αἰ­σθα­νό­μαστε τόν Θεό ὁλο­ζώντανο μπροστά μας. Καί φέρ­νει τή χάρη τοῦ Θεοῦ καί τό θαῦμα.

Αὐτά ἀκριβῶς τά δύο πνευματικά ὅπλα, τήν προ­σ­ευχή συνδυασμένη μέ τή νηστεία, μᾶς καλεῖ ἡ Ἐκ­κλη­σία μας νά χρησιμοποιήσουμε περισσότερο τώρα κατά τήν περίοδο τῆς Μεγάλης Τεσ­σα­ρακοστῆς. Τώρα πε­­ρισ­σό­τε­ρη προσευχή, μεγα­λύτ­ε­ρες ἀκολουθίες, ἀλλά καί αὐ­στη­ρότερη νη­στε­ί­α, ἐντατικότερη ἄσκηση. Ἄς συ­­νεχίσουμε λοιπόν τόν ἀγώνα μας στόν πνευματικό στί­βο μέ τά ὅ­πλα αὐτά καί θά ἔχουμε μαζί μας τήν ἀ­κα­τανίκητη δύναμη τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ.