Ο ΑΓΙΟΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ

  Ὁ ἅ­γιος Ἐ­λευ­θέ­ριος εἶ­ναι γνω­στός σ’ ὅ­λους τούς Χρι­στια­νούς καί κα­τε­ξο­χήν λα­ο­φι­λής. Πρός τι­μή του ἔ­χουν ἀ­νε­γερ­θεῖ πλῆ­θος ἱ­ε­ρῶν Να­ῶν. Κα­τά τόν ἱ­ε­ρό Συ­να­ξα­ρι­στή, ὁ Ἐλευ­θέ­ριος κα­τα­γό­ταν ἀ­πό τή Ρώ­μη καί ἀ­πό τήν πο­λύ μι­κρή του ἡ­λι­κί­α ἔ­μει­νε ὀρ­φα­νός ἀ­πό πα­τέ­ρα. Εὐ­τύ­χη­σε ὅ­μως νά ἔ­χει μιά πι­στή καί ἐ­νά­ρε­τη μη­τέ­ρα, ἡ ὁ­ποί­α κα­τη­χή­θη­κε στή Ρώ­μη ἀ­πό μα­θη­τές τοῦ ἀ­πο­στό­λου Παύ­λου. Τό ὄ­νο­μα της ἦ­ταν Ἀν­θί­α, ἄν­θος πραγ­μα­τι­κό, Χρι­στοῦ εὐ­ω­δί­α, ἱ­κα­νή νά δώ­σει τήν κα­τάλ­λη­λη ἀ­γω­γή στόν μο­νά­κρι­βο γιό καί βλα­στό της. Καί σ’ αὐ­τήν τήν ἀ­γω­γή δό­θη­κε μέ ὅ­λες της τίς δυ­νά­μεις, μέ τόν δι­α­κα­ή πό­θο νά δεῖ τόν Ἐ­λευ­θέ­ριο νά ἀ­να­πτύσ­σε­ται καί νά εὐ­δο­κι­μεῖ ἐν Χρι­στῷ. Τα­πει­νή ὅ­μως, ὅπως ἦ­ταν, θε­ώ­ρη­σε τόν ἑ­αυ­τό της ἀ­νε­παρ­κή γιά τό με­γά­λο αὐ­τό καί δύ­σκο­λο ἔρ­γο. Γι’ αὐ­τό καί ὁ­δή­γη­σε τόν μι­κρό Ἐ­λευ­θέ­ριο στόν τό­τε Ἐ­πί­σκο­πο Ρώ­μης Ἀ­νί­κη­το, γιά νά μαθη­τεύ­σει κον­τά του.

    Ἡ ἐ­ξαι­ρε­τι­κή ἐν­τύ­πω­ση, τήν ὁ­ποί­α ἀ­πε­κό­μι­σε ὁ Ἐ­πί­σκο­πος ἀ­μέ­σως ἀ­πό τήν πρώ­τη στιγ­μή γιά τόν Ἐ­λευ­θέ­ριο, ἡ εὐ­φυί­α, ἡ σε­μνό­τη­τα καί ἡ φι­λο­μά­θειά του, τόν ἐ­νέ­πνευ­σαν νά τόν κρά­τη­σει κον­τά του. Στό εὐ­λα­βές αὐ­τό ἐ­πι­σκο­πι­κό πε­ρι­βάλ­λον προ­σαρ­μό­σθη­κε ἀ­μέ­σως ὁ Ἐ­λευ­θέ­ριος. Ἐ­κεῖ μορ­φώ­θη­κε γραμ­μα­τι­κῶς, ἀλ­λά καί πνευ­μα­τι­κῶς, ὥ­στε πολύ γρή­γο­ρα νά πα­ρου­σί­α­σει μία θαυ­μα­στή ὡ­ρι­μό­τη­τα. Κι αὐ­τό ἦταν ἀ­πο­τέ­λε­σμα τῆς ἐ­νέρ­γειας τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος, τό ὁ­ποῖ­ο μέ τήν ἁ­γνή του δι­ά­θε­ση δέ­χθη­κε ὁ Ἐλευθέριος μέ­σα του καί τό ὁ­ποῖ­ο νω­ρίς τόν κα­τάρ­τι­σε καί τόν ἔ­κα­νε ἐρ­γά­τη τῆς ἀρετῆς.

    Ἡ ὡ­ρι­μό­τη­τα τοῦ νέ­ου Ἐ­λευ­θε­ρί­ου ἐ­νέ­πνευ­σε τόν Ἀ­νί­κη­το, ὥ­στε, πα­ρά τή νεότητα τῆς ἡ­λι­κί­ας του, γιά τή με­γά­λη ἀ­ρε­τή του, νά τόν χει­ρο­το­νή­σει δι­ά­κο­νο καί με­τά ἀ­πό τρι­ε­τί­α πρε­σβύ­τε­ρο καί ἀρ­γό­τε­ρα Ἐ­πί­σκο­πο Ἰλ­λυ­ρι­κοῦ, στίς χῶ­ρες ἀ­πέ­ναν­τι ἀ­πό τήν Ἰ­τα­λί­α, δί­πλα στήν Ἀ­δρι­α­τι­κή.

    Τώ­ρα γιά τόν Ἐ­λευ­θέ­ριο ἀ­νοί­γε­ται νέ­ο στά­διο. Μορ­φω­μέ­νος μέ πο­λυ­ποί­κι­λη μόρ­φω­ση, ἀρ­χί­ζει τό ὑ­πεύ­θυ­νο ἔρ­γο τοῦ ποι­με­νάρ­χη. Στη­ρί­ζει τούς Χρι­στια­νούς στήν ἐν Χρι­στῷ ζω­ή, ἀλ­λά καί εὐ­αγ­γε­λί­ζε­ται τόν Χρι­στό στούς ἐ­θνι­κούς καί ὁ­δη­γεῖ πολ­λούς ἀ­π’ αὐ­τούς στήν ἐν Χρι­στῷ πί­στη καί ἀ­να­γέν­νη­ση.

    Δέν γνω­ρί­ζου­με πό­σο χρό­νο ἐρ­γά­σθη­κε τά ἔρ­γα αὐ­τά ὁ νε­α­ρός Ἐ­πί­σκο­πος. Αὐ­τό μό­νο ξέ­ρου­με, ὅ­τι τό ἔρ­γο του, με­γά­λο, ἐ­κτε­τα­μέ­νο, ἀ­να­πλα­στι­κό, κα­τα­λυ­τι­κό τῶν εἰ­δώ­λων, τό φθό­νη­σε ὁ σα­τα­νᾶς καί τά ὄρ­γα­νά του, βα­σι­λεῖς καί ἄρ­χον­τες καί λα­ός εἰ­δω­λο­λα­τρι­κός. Ὅ­ταν δη­λα­δή ὁ αὐ­το­κρά­τωρ Ἀ­δρια­νός (117 – 138) πλη­ρο­φο­ρή­θη­κε τήν θαυ­­μα­στή δρά­ση τοῦ Χρι­στια­νοῦ Ἐ­πι­σκό­που καί τά ἐ­πι­τεύγ­μα­τά του, δι­έ­τα­ξε νά τόν ὁ­δη­γή­σουν ἐ­νώ­πιόν του γιά νά τόν γνω­ρί­σει καί νά ἀν­τι­λη­φθεῖ μό­νος του πε­ρί τί­νος ἐ­πρό­κει­το. Δέν θαμ­πώ­θη­κε ὁ Ἅ­γιος ἀ­πό τό βα­σι­λι­κό με­γα­λεῖ­ο καί τήν αὐ­το­κρα­το­ρι­κή αἴ­γλη καί τίς βα­σι­λι­κές ὑ­πο­σχέ­σεις. Οὔ­τε πτο­ή­θη­κε ἀ­πό τά βα­σα­νι­στή­ρια, μέ τά ὁ­ποῖ­α στό τέ­λος τόν ἀπειλοῦ­σε. Αὐ­τός ἦ­ταν Ἐ­πί­σκο­πος καί κή­ρυ­κας τῆς ἀ­λη­θεί­ας, καί ἐ­νώ­πιόν του ὁ­μο­λό­γη­σε τόν Χρι­στό ὡς ἀ­λη­θι­νό Θε­ό, σω­τή­ρα καί λυ­τρω­τή ὅ­λων τῶν ἀν­θρώ­πων.

    Με­τά τήν ὁ­μο­λο­γί­α αὐ­τή καί τήν ἀ­νυ­πο­χώ­ρη­τη στα­θε­ρό­τη­τα τοῦ Ἐ­πι­σκό­που, ἀρ­χί­ζει μί­α σει­ρά ἀ­πό τά πιό φρι­κτά βα­σα­νι­στή­ρια. Βα­σα­νι­στή­ρια, τά ὁ­ποῖ­α θά ἀ­πο­δεί­ξουν τόν Ἐ­λευ­θέ­ριο ὄ­χι μό­νο ἅ­γιο στά ἐ­πι­σκο­πι­κά του κα­θή­κον­τα, ἀλ­λά καί Ἅ­γιο στό Μαρ­τύ­ριο, γνή­σιο Ὁ­μο­λο­γη­τή καί Μάρ­τυ­ρα τοῦ Χρι­στοῦ. Τόν ξα­πλώ­νουν λοι­πόν σέ χάλ­κι­νο κρεββά­τι καί ἀ­πό κά­τω ἀ­νά­βουν φω­τιά, γιά νά ψη­θεῖ ζων­τα­νός. Στή συ­νέ­χεια τόν ξα­πλώ­νουν σέ πυ­ρα­κτω­μέ­νη σχά­ρα, κι ἔ­πει­τα σέ τη­γά­νι γε­μά­το λά­δι καί πίσ­σα πού βρά­ζει. Φο­βε­ρά μαρ­τύ­ρια, τό ἕ­να φρι­κτό­τε­ρο ἀ­πό τό ἄλ­λο, καί ὅ­λα μα­ζί ἀ­φάνταστα θη­ρι­ώ­δη. Ἀλ­λά σ’ ὅ­λα αὐ­τά ὁ Θε­ός κά­νει τό μέ­γα θαῦ­μα του. Ὁ Ἐ­λευ­θέ­ριος, ὅ­πως πα­λι­ό­τε­ρα οἱ Τρεῖς Παῖ­δες στήν κά­μι­νο τοῦ πυ­ρός, μέ­νει θαυ­μα­τουρ­γι­κά τε­λεί­ως ἀ­βλα­βής. Τό­τε ὁ ἔ­παρ­χος Κο­ρέμ­μων πού ἦ­ταν ἐ­κεῖ μπρο­στά προ­τεί­νει νά τόν βά­λουν μέ­σα σέ κλί­βα­νο μέ σοῦ­βλες κι ἐ­κεῖ νά πε­θά­νει. Ὅ­μως προ­τοῦ προ­λά­βουν νά προ­χω­ρή­σουν στό νέ­ο μαρ­τύ­ριο τοῦ Ἁ­γί­ου, συμ­βαί­νει τό ἄλ­λο ἐκ­πλη­κτι­κό θαῦ­μα τοῦ Θε­οῦ: ὁ ἴ­διος ὁ Κο­ρέμ­μων, ἄνθρω­πος μέ κα­λή δι­ά­θε­ση, ἐμ­πνέ­ε­ται ἀ­πό τό Ἅ­γιο Πνεῦ­μα, ὁ­μο­λο­γεῖ τόν Χρι­στό, μπαί­νει ὁ ἴ­διος στόν κλί­βα­νο γιά νά μαρ­τυ­ρή­σει καί βγαί­νει ἀ­νέ­πα­φος. Τό­τε οἱ βα­σα­νι­στές κυριεύονται ἀπό παράφορη ὀργή. Καί δί­νουν ἀ­μέ­σως δι­α­τα­γή στούς δή­μιους νά ἀ­πο­κε­φα­λί­σουν τόν Ἔ­παρ­χο. Ἔ­τσι νέ­ος Μάρ­τυ­ρας προ­στί­θε­ται στήν ἔν­δο­ξη καί ἡ­ρω­ϊκή στρατιά τῶν Μαρ­τύ­ρων τοῦ Χρι­στοῦ!

    Τά βα­σα­νι­στή­ρια ὅ­μως γιά τόν Ἐ­λευ­θέ­ριο δέν τε­λεί­ω­σαν. Τά ἐ­πα­να­λαμ­βά­νουν τώ­ρα μέ πε­ρισ­σό­τε­ρη μα­νί­α. Πά­λι τόν ξα­πλώ­νουν στό τη­γά­νι, γιά νά τη­γα­νι­σθεῖ, ἀλ­λά ἡ φω­τιά θαυ­μα­τουρ­γι­κά σβή­νει. Τόν δέ­νουν καί τόν φρου­ροῦν γιά νά μή φύ­γει, ἀλ­λά καί πά­λι θαυ­μα­τουρ­γι­κά ἀ­πο­δε­σμεύ­ε­ται καί φεύ­γει στά ὅ­ρη. Ἐ­κεῖ τόν ἀ­να­ζη­τοῦν στρα­τι­ῶ­τες καί τόν συλ­λαμ­βά­νουν. Κι αὐ­τός, πού δέν ξε­χνᾶ τήν ἐ­πι­σκο­πι­κή του ἰ­δι­ό­τη­τα, τούς κα­τη­χεῖ, πεί­θει ἀρ­κε­τούς, τούς ὁ­ποί­ους ἐ­πί τό­που καί βα­πτί­ζει. Οἱ ὑ­πό­λοι­ποι τόν ὁ­δη­γοῦν μέ βί­α στόν αὐ­το­κρά­το­ρα καί αὐ­τός τόν ρί­χνει στά θη­ρί­α. Κι ἐ­κεῖ μέ­νει ἀ­νέ­πα­φος, ἕ­ως ὅ­του ἔ­πει­τα ἀ­πό βα­σι­λι­κή δι­α­τα­γή ἐ­πι­τί­θεν­ται ἐ­ναν­τί­ον του μα­νι­α­σμέ­νοι δυ­ό στρα­τι­ῶ­τες καί τόν θα­να­τώ­νουν.

    Τό τε­λευ­ταῖ­ο μαρ­τύ­ριο πα­ρί­στα­ται καί πα­ρα­κο­λου­θεῖ καί ἡ εὐ­λο­γη­μέ­νη μη­τέ­ρα, ἡ Ἀν­θί­α. Αὐ­τή, ὅ­ταν βλέ­πει νε­κρό πλέ­ον τόν ἀ­γα­πη­μέ­νο της γιό, σπεύ­δει κον­τά του, τόν ἀγκαλιά­ζει καί τόν ἀ­σπά­ζε­ται μέ θερ­μά δά­κρυ­α. Ἀλ­λά τή στιγ­μή ἐ­κεί­νη δέ­χε­ται κι αὐ­τή τό στρα­τι­ω­τι­κό ξί­φος καί πα­ρα­δί­δει τό πνεῦ­μα της. Μη­τέ­ρα Ἀν­θί­α καί γιός Ἐ­πί­σκο­πος Ἐλευ­θέ­ριος ἀγ­κα­λι­α­σμέ­νοι πε­τοῦν στόν οὐ­ρα­νό, γιά νά λά­βουν ἐ­κεῖ τό στε­φά­νι τῆς νί­κης καί τῆς δό­ξας.

    Ἡ Ἀν­θί­α, ἡ μα­κα­ρί­α μη­τέ­ρα, πό­θη­σε καί ζή­τη­σε ἀ­πό τόν Κύ­ριο γιά τόν Ἐ­λευ­θέ­ριο μιά ζω­ή χρι­στι­α­νι­κή καί πνευ­­μα­τι­κή προ­κο­πή. Κι ἐ­κεῖ­νος «ὑ­πε­ρεκ­πε­ρισ­σοῦ» τῆς χά­ρι­σε ἕναν γιό Ἐρ­γά­τη τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας καί μά­λι­στα Ἐ­πί­σκο­πο. Τῆς χά­ρι­σε ἕ­ναν γιό θαυ­μα­τουρ­γό καί Μάρ­τυ­ρα, μέ τόν ὁ­ποῖ­ο ἀγ­κα­λι­α­σμέ­νη πέ­τα­ξε στόν οὐ­ρα­νό. Τί τι­μή, τί δό­ξα, τί μεγα­λεῖ­ο!

    Καί μεῖς μα­ζί μέ τόν ἱ­ε­ρό ὑ­μνω­δό ἄς ψά­λου­με στόν ἅ­γιο Ἐ­πί­σκο­πο Ἐ­λευ­θέ­ριο:

    Σκεῦ­ος ἱ­ε­ρώ­τα­τον Πνεύ­μα­τος θεί­ου γε­γέ­νη­σαι, τήν ψυ­χήν κα­θη­ρά­με­νος πα­θῶν, ἱ­ε­ρώ­τα­τε. Ἔν­θεν χρῖσμα θεῖ­ον, ἅ­γιον ἐ­δέ­ξω, Ἀρ­χι­ε­ρεύς Σύ γε­γο­νώς καί πο­δη­γέ­της λα­οῦ θεόφρο­νος καί μάρ­τυς ἀ­πα­ρά­τρω­τος τοῦ δι’ ἡ­μᾶς πά­θη φέ­ρον­τος καί ἀ­πά­θειαν βλύ­σαν­τος, ἀ­θλη­τά Ἐ­λευ­θέ­ρι­ε.

Ἀπό τό βιβλίο «Ἔνθεοι Σάλπιγγες»

Ἀρχιμ. Θεοδώρου Μπεράτη