Ὁ ἀνασασμὸς τῶν ἀνθρώπων, ἡ ἀποκαραδοκία τῶν αἰώνων καὶ τὸ βαθὺ μυστήριο τοῦ Θεοῦ Α΄

    Ἡ βροχὴ κόπασε. Τὸ νερὸ ἄρχισε νὰ ὑποχωρεῖ. Οἱ ψηλὲς κορφὲς τῶν βουνῶν ­ἀναδύονται ἀργὰ μέσα ἀπὸ τὰ νερὰ ποὺ εἶχαν καλύψει τὴ γῆ. Ὅ,τι ζωντανὸ ὑπῆρχε, ἔχει πεθάνει. Σώθηκαν μόνο οἱ ἐπιβάτες τῆς κιβωτοῦ· τῆς κιβωτοῦ ποὺ εἶχε ἑτοιμάσει ὁ Νῶε κατ’ ἐντολὴν τοῦ Θεοῦ. Σώθηκε ἡ οἰκογένεια τοῦ Νῶε καὶ ἀντιπροσωπευτικὰ ὅλα τὰ ζῶα.
    Ἡ κιβωτὸς προσαράζει στὸ ὄρος Ἀ­­ραράτ. Ὁ Θεὸς δίνει ἐντολὴ στὸν Νῶε νὰ βγοῦν ὅλοι ἔξω: «Ἔξελθε ἐκ τῆς κι­βω­τοῦ, σύ… καὶ ὅσα ἐστὶ μετὰ σοῦ» (Γεν. η΄ 16). Μόλις ὁ Νῶε βγῆκε ἀπὸ τὴν κιβωτό, κτίζει μαζὶ μὲ τὴν ­οἰκογένειά του θυσιαστήριο. Προσφέρουν στὸ Θεὸ θυ­σία εὐχαριστίας καὶ δοξολογίας. «Καὶ ὠσφράνθη Κύριος ὁ Θεὸς ὀσμὴν εὐ­­ωδίας» (Γεν. η΄ 21). Ἡ ζωὴ στὴ γῆ ξαναρχίζει μὲ τὶς εὐλογίες καὶ τὶς ὑποσχέσεις τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸ μέλλον.
    Ἡ εὐγνωμοσύνη ὡστόσο τῶν ἀνθρώπων γιὰ τὴ σωτηρία τους καὶ τὶς μεγάλες ὑποσχέσεις τοῦ Θεοῦ δὲν κράτησαν πολύ. Ὅταν ἔφυγε ὁ Νῶε καὶ οἱ πρῶτες μετὰ τὸν Κατακλυσμὸ γενιές, οἱ ἄνθρωποι ξέχασαν γρήγορα τὴν τραγικὴ ἱστορία τοῦ Κατακλυσμοῦ. Βυθίστηκαν στὶς δουλειές τους, στὶς βιοτικὲς μέριμνες καὶ τὶς διασκεδάσεις, καὶ λησμόνησαν τὸν Θεό. Λησμόνησαν τὴ θαυμαστὴ σωτη­ρία μὲ τὴν Κιβωτό, λησμόνησαν τὴν ἀ­­­γάπη τοῦ Θεοῦ, ἡ ψυχή τους ἄρχισε νὰ ἀδειάζει, δημιουργήθηκε μέσα τους ἕνα κενό.
    Αὐτὸ τὸ ὀδυνηρὸ αἴσθημα τοῦ ­κενοῦ τοὺς ἔσπρωχνε νὰ ψάχνουν… νὰ ψάχνουν… νὰ ἀναζητοῦν τρόπους γιὰ νὰ καλύψουν τὸ βασανιστικὸ κενό, νὰ θέλουν νὰ ὑπερβοῦν τὴ μειονεξία τῆς ἀν­θρώπινης φύσεώς τους, νὰ ἐπιδιώκουν κάτι πάνω ἀπὸ τὰ μέτρα τους.
    Αὐτὴ ἡ ἀγωνιώδης ἀναζήτηση ­ἔγινε γιὰ τοὺς ἀνθρώπους ἡ ἐλπίδα τοῦ αὔ­ριο, ὁ ἀδιάλειπτος ἀνασασμός τους.
   Δὲν μποροῦν νὰ προσδιορίσουν τί εἶ­ναι αὐτὸ τὸ κενὸ ποὺ ­αἰσθάνονται μέ­σα τους, τί ἀκριβῶς εἶναι αὐτὸ ποὺ τοὺς λείπει. Ἔτσι πρὶν ἀκόμη καλά-καλὰ προσδιορίσουν τὸ πρόβλημα, ἄρχισαν νὰ ­ἐπινοοῦν λύσεις: «Δεῦτε οἰκοδομήσωμεν ἑαυτοῖς πόλιν καὶ πύρ­γον, οὗ ἔσται ἡ κεφαλὴ ἕως τοῦ οὐρανοῦ, καὶ ποι­ήσωμεν ἑαυτοῖς ὄνομα πρὸ τοῦ διασπαρῆναι ἡμᾶς ἐπὶ προσώπου πάσης τῆς γῆς» (Γεν. ια΄ 4)· ἐλᾶτε νὰ κτίσουμε μιὰ πόλη κι ἕναν πύργο ποὺ ἡ κορυφή του θὰ φθάνει μέχρι τὸν οὐρανό. Καὶ ἔτσι νὰ δημιουργήσουμε ὄνομα θαυμαστό, πρὶν σκορπίσουμε σ’ ὅλη τὴ γῆ.
    Οἱ ἄνθρωποι αὐτοί, μὲ νωπὴ τὴν ἐμπειρία τῆς σωτηρίας τους, μὲ πρόσφατη τὴ θυσία τῆς εὐχαριστίας πρὸς τὸν Θεό, τολμοῦν νὰ ὑψώσουν τὸ ἀνάστημά τους μπροστά Του, προσπαθοῦν νὰ γεφυρώσουν μὲ πλίνθους καὶ κεράμους τὸ χάσμα ποὺ τοὺς χωρίζει ἀπὸ τὸν Οὐρανό. Προσπαθοῦν νὰ γεμίσουν μὲ ἄχυρα τὸ κενό τους.
    Κι εἶναι τραγικὴ ἡ διαπίστωση. Τὸ ἴδιο πρόβλημα ποὺ ὑπῆρχε πρὶν καὶ προκάλεσε τὸν Κατακλυσμό, ἐξακολουθεῖ νὰ ὑπάρχει καὶ μετὰ ἀπὸ αὐτόν.
    Ἡ ἀπόπειρά τους καταλήγει σὲ δεινὸ ἀδιέξοδο, κα­θὼς αὐτὸ ποὺ ἐπιδιώκουν εἶναι ἀδύνατο καὶ ἀνόητο. Οἱ δυνατότητές τους γιὰ ἀμοιβαία ἐπικοινωνία μειώνον­ται ἀκόμη περισσότερο. Τὸ κενὸ μέσα τους μεγαλώνει. Ὁ ἀνασασμός τους γίνεται ἀγχώδης, ἐ­­πίπονος, βασανιστικός.
    Ἀλλὰ αὐτὸς ὁ βασανιστικὸς ἀνασασμός, τὸ ­ἐξίσου βασανιστικὸ καὶ ἐπώδυνο κενὸ δὲν εἶναι τωρινὸ σύμ­πτωμα, ἔχει ἱστορία χιλιετιῶν, οἱ ρίζες του ­πηγαίνουν πολὺ πίσω, στὴν πρώτη ἀρχὴ τῆς ζωῆς τοῦ ἀν­θρώπου καὶ τὴ σύγχρονή της ἐφιαλτικὴ κατάρρευση τοῦ κόσμου.
    Αὐτὸ ὅμως θὰ τὸ δοῦμε στὸ ἑπόμενο ἄρθρο μας.