Ἡ περιτομὴ τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ

Ὀκτὼ μέρες μετὰ τὴ γέννησή του κάθε ἀρσενικὸ βρέφος ἔπρεπε, σύμφωνα μὲ ὅσα προέβλεπε ὁ Μωσαϊκὸς νόμος, νὰ περιτμηθεῖ. Αὐτὸ συνέβη καὶ μὲ τὸν νεογέννητο Κύριο Ἰησοῦ. Γι’ αὐτὸ καὶ τὴν πρώτη κάθε νέου ἔτους ἑορτάζουμε τὸ γεγονὸς τῆς περιτομῆς Του.
Στοὺς Ἰουδαίους ἡ περιτομὴ εἶχε τὴν ἔννοια τῆς ἀφιερώσεως τοῦ ἀνθρώπου στὸ Θεὸ καὶ ταυτόχρονα ἀποτελοῦσε βασικὸ διαχωριστικὸ γνώρισμά τους ἀπὸ τοὺς ἄλλους λαούς. Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ὡς τέλειος Θεὸς δὲν εἶχε ἀνάγκη τῆς διαδικασίας τῆς περιτομῆς γιὰ νὰ ἐκφράσει τὴν ἀφιέρωσή Του στὸ Θεό. Στὸν Ἰησοῦ Χριστὸ κατοικοῦσε «πᾶν τὸ πλήρωμα τῆς θεότητος σωματικῶς» (Κολ. β΄ 9), ὅπως γράφει ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Κι ὅμως, ὁ Κύριος Ἰησοῦς ἔφθασε μέχρις αὐτοῦ τοῦ σημείου, νὰ δεχθεῖ τὴν περιτομὴ ποὺ προέβλεπε ὁ Νόμος. ­Συγκατάβαση τῆς ἀγάπης Του κι αὐτὴ ἡ ἀποδοχή, σὲ συνέχεια τῆς μεγάλης Του συγκαταβάσεως, αὐτῆς τῆς θείας ἐνανθρωπήσεώς Του, πρὸς εὐεργεσία καὶ σωτηρία τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Αὐτὸ ψάλλει καὶ ἕνα σχετικὸ τροπάριο τῆς ἑορτῆς: «Συγκαταβαίνων ὁ Σωτήρ, τῷ γένει τῶν ἀνθρώπων, κατεδέξατο ­σπαργάνων περιβολήν· οὐκ ἐβδελύξατο σαρκὸς τὴν περιτομήν…» (Στιχηρὸ ἰδιόμελο, ἦχος πλ. δ΄). Δηλαδή: ­Συγκαταβαίνοντας ὁ Σωτήρας μας στὸ ἀνθρώπινο γένος, καταδέχθηκε νὰ φορέσει σπάργανα βρεφικά· καὶ δὲν ἀπαρνήθηκε μὲ ἀποστροφὴ τὴν περιτομὴ τῆς σαρκός. Ὕψιστη συγκατάβαση! Ἄπειρη φιλανθρωπία καὶ ἀγάπη! Δεχόμενος ὁ Κύριος τὴν περιτομὴ δέχεται ταυτόχρονα νὰ θεωρηθεῖ σὰν κάποιος ξένος, ὁ ὁποῖος διὰ τῆς περιτομῆς γίνεται δεκτὸς στὴ διαθήκη τοῦ Θεοῦ. Ποιός; Αὐτὸς ὁ Ὁποῖος πάντοτε ὑπῆρξε ὁ φυσικός, ὁ ἀγαπημένος Υἱὸς τοῦ Θεοῦ. Δέχεται νὰ θεωρηθεῖ ἁμαρτωλός, ποὺ ἔχει ἀνάγκη νὰ ἀποθέσει τὸν ρύπο τῆς ἁμαρτίας του, Αὐτὸς ποὺ ἦταν ξένος πρὸς τὴν ἁμαρτία. Διὰ τῆς περιτομῆς Του κάνει ἀρχὴ τηρήσεως τῶν διατάξεων τοῦ Νόμου, ἔτσι ὥστε νὰ δεσμεύεται νὰ τὶς τηρήσει κατόπιν ὅλες, Αὐτὸς ὁ Ὁποῖος ἔγινε ἄνθρωπος γιὰ νὰ μᾶς χαρίσει τὴν ἐλευθερία.
Δεχόμενος ὁ Κύριος τὴν ἰουδαϊκὴ περιτομὴ οὐσιαστικὰ ἀποτρέπει δύο κατηγορίες ποὺ ἀφοροῦν στὸ πρόσωπό Του: Πρῶτα ἀπ’ ὅλα, ἀποστομώνει ὅλα τὰ ἐπιχειρήματα τῶν αἱρετικῶν ποὺ ἰσχυρίσθηκαν ἀργότερα ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν προσέλαβε ἀληθινὴ ἀνθρώπινη σάρκα, ἀλλὰ σαρκώθηκε κατὰ φαν­τασία. Μὲ τὴν περιτομή Του ὁ Κύριος ἀποδεικνύει περίτρανα τὸ πόσο ἀναληθὴς εἶναι ἕνας τέτοιος ἰσχυρισμός. Γιατὶ πῶς θὰ ἦταν σὲ θέση νὰ δεχθεῖ περιτομή, ἂν δὲν εἶχε λάβει πραγματικὴ ἀνθρώπινη σάρκα;
Καὶ δεύτερον, ἀποδεικνύει συκοφαν­τικὰ καὶ ψευδὴ ὅλα ὅσα Τὸν κατηγοροῦσαν οἱ Ἰουδαῖοι γιὰ τὴ μὴ τήρηση τοῦ Μωσαϊκοῦ νόμου. Κι ἔτσι, Αὐτὸς ὁ Ὁποῖος ὅρισε καὶ παρέδωσε στοὺς ἀνθρώπους τὸ Νόμο, χάριν τῆς δικῆς μας σωτηρίας ἐκπληρώνει καὶ τηρεῖ ὅ,τι προβλέπει ὁ Νόμος.
Τηρεῖ τὸ Νόμο, ὑπόκειται στὶς διατάξεις του, ἀλλὰ ταυτόχρονα εἶναι Αὐτὸς ποὺ καὶ τὸν ὑπερβαίνει. Εἶναι Αὐτὸς ποὺ μᾶς βγάζει ἀπὸ τὰ στενὰ ὅρια τοῦ Νόμου καὶ μᾶς ὁδηγεῖ στὸ χῶρο τῆς Χάριτος. Διότι ἐνῶ «ὁ νόμος διὰ Μωϋσέως ἐδόθη, ἡ χάρις καὶ ἡ ἀλήθεια διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐγένετο» (Ἰω. α΄ 17).
Οἱ ἱεροὶ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας βλέπουν στὴν περιτομὴ τοῦ Κυρίου τὴν ἀχειροποίητη περιτομὴ τὴν ὁποία χαρίζει σ’ ἐμᾶς. Βλέπουν δηλαδή σ’ αὐτὴν τὸν τύπο τοῦ Μυστηρίου τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος. Ἔτσι, ὅπως μὲ τὴν περιτομὴ ἀπεκόπτετο ἕνα μέλος τοῦ σώματος, κατὰ ἀνάλογο τρόπο καὶ μὲ τὸ ἅγιο Βάπτισμα ἀποκόπτουμε τὴν ἁμαρτία ἀπὸ τὸν ἑαυτό μας.
Δὲν ἔχουν περάσει παρὰ ἐλάχιστες μόνο μέρες ἀπὸ τὸ γεγονὸς τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως, ἀπὸ τὸ μυστήριο τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν ἄνθρωπο.
Κι ὅμως, στὰ ἐλάχιστα γεγονότα ποὺ συμβαίνουν στὸ νεογέννητο Κύριο μπορεῖ κανεὶς νὰ ἀνιχνεύσει τὸ ἄπειρο ἔλεός Του καὶ τὴν ἀπύθμενη ἀγάπη Του. Αὐτὸ συναισθάνεται κανείς, ἂν προσεγγίσει ἔστω καὶ λίγο τὸ γεγονὸς τῆς θείας περιτομῆς Του. Παντοῦ ἡ ἀγάπη Του. Παντοῦ ἡ θυσία Του. Παν­τοῦ ἡ ταπείνωσή Του, ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ἕως τὸ τέλος τοῦ βίου Του. Καὶ αὐτὸ ποὺ συμβαίνει κατὰ τὶς πρῶτες ἡμέρες τῆς ζωῆς Του, νὰ χύσει δηλαδὴ τὶς πρῶτες σταγόνες τοῦ τιμίου Του Αἵματος κατὰ τὴν περιτομή Του, αὐτὸ θὰ συμβεῖ καὶ μερικὰ χρόνια ἀργότερα κατὰ τὸ τίμιο Πάθος Του, ὅπου θὰ τρέξει ἄφθονο τὸ πανάγιο Αἷμα Του ὑπὲρ τῆς σωτηρίας μας.
Ἂς δοξάσουμε γιὰ ἄλλη μιὰ φορὰ τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου μας. Ἂς Τὸν εὐχαριστήσουμε ἐκ καρδίας γιὰ τὴν ἄπειρη ἀγάπη Του καὶ τὴν ἀνεξιχνίαστη συγκατάβασή Του. Καὶ ἂς Τὸν παρακαλέσουμε νὰ μᾶς χαρίζει τὴν ἀποκοπή μας ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, ἔτσι ὥστε νὰ κατανοοῦμε βαθύτερα τὰ μεγαλεῖα τῆς ἀγάπης καὶ φιλαν­θρωπίας Του.