ΠΩΣ ΘΑ ΜΑΣ ΚΡΙΝΕΙ Ο ΘΕΟΣ

Ρωμ. β΄ 10-16

Ἀδελφοί, δόξα καὶ τιμὴ καὶ εἰρήνη παντὶ τῷ ἐργαζομένῳ τὸ ἀγαθόν, ᾿Ιου­δαίῳ τε πρῶτον καὶ Ἕλ­­­­­ληνι· οὐ γὰρ ἔστι προσωπο­ληψία παρὰ τῷ Θεῷ. ὅ­­­σοι γὰρ ἀνόμως ἥμαρτον, ἀνόμως καὶ ἀπολοῦνται· καὶ ὅσοι ἐν νόμῳ ἥ­­­μαρτον, διὰ νόμου κριθήσονται. οὐ γὰρ οἱ ἀκροαταὶ τοῦ νόμου δίκαιοι πα­ρὰ τῷ Θεῷ, ἀλλ᾿ οἱ ποιηταὶ τοῦ νόμου δικαι­ωθήσονται. ὅταν γὰρ ἔθνη τὰ μὴ νόμον ἔχοντα φύσει τὰ τοῦ νόμου ποιῇ, οὗτοι νόμον μὴ ἔχοντες ­ἑαυτοῖς εἰσι νόμος, ­οἵτινες ἐνδεί­κνυν­ται τὸ ἔργον τοῦ νόμου γραπτὸν ἐν ταῖς καρδίαις αὐτῶν, συμμαρτυρούσης αὐτῶν τῆς συνειδήσεως καὶ μεταξὺ ἀλλήλων τῶν λογισμῶν κατηγορούντων ἢ καὶ ἀπολογουμένων — ἐν ἡμέρᾳ ὅτε κρινεῖ ὁ Θεὸς τὰ κρυπτὰ τῶν ἀνθρώπων κατὰ τὸ εὐαγγέλιόν μου διὰ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ.

1. Ἡ τιμὴ καὶ ἡ εὐθύνη

Στὸ σημερινὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ἀναφερόμενος στὴ δίκαιη κρίση τοῦ Θεοῦ, λέει ὅτι διαφορετικὰ θὰ κρίνει ὁ Θεὸς τοὺς Ἰουδαίους ποὺ γνώριζαν τὸν Μωσαϊκὸ Νόμο καὶ διαφορετικὰ τοὺς εἰδωλολάτρες ποὺ τὸν ἀγνοοῦσαν: «Ὅσοι γὰρ ἀνόμως ἥ­μαρ­τον, ἀνόμως καὶ ἀπο­λοῦνται· καὶ ὅσοι ἐν νόμῳ ἥμα­ρτον, διὰ νόμου κριθήσονται»· δηλαδή, ὅσοι ἁμάρτησαν χωρὶς νὰ ἔχουν λάβει γραπτὸ νόμο, αὐτοὶ θὰ καταδικασθοῦν σὲ ἀπώλεια χωρὶς νὰ ἔχουν κατήγορο τὸ νόμο αὐτό. Ὅσοι ὅμως ἁμάρ­τη­σαν, ἐνῶ εἶχαν λάβει γραπτὸ νόμο, αὐτοὶ θὰ κριθοῦν μὲ βάση τὸ νόμο αὐτό.
Οἱ Ἰσραηλίτες ἦταν ὁ ἐκλεκτὸς λαὸς τοῦ Θεοῦ. Τοὺς διάλεξε μέσα ἀπὸ ὅλα τὰ ἔθνη καὶ τοὺς ἐμπιστεύ­θηκε τὸ Νόμο Του. Δυστυχῶς ὅμως δὲν ἀνταποκρίθηκαν στὴν τιμὴ ποὺ τοὺς ἔκανε ὁ Θεός. Ἀλ­λοίωσαν τὸ πνεῦμα τοῦ Νόμου, φόνευσαν τοὺς Προ­φῆτες καὶ σταύρωσαν τὸν Μεσσία Χριστό, ὁ ὁ­­­ποῖος εἶχε ἀποκαλύψει τόσες ἀλήθειες καὶ εἶχε κάνει ἄπειρα εὐεργετικὰ θαύματα. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ ἅγιος Ἀπόστολος ­ἐπισημαίνει ὅτι θὰ κριθοῦν πιὸ αὐστηρὰ ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες· θὰ ἐξετασθοῦν μὲ περισσότερη ἀκρίβεια.
Κι ἐμεῖς οἱ χριστιανοί, ποὺ δεχθήκαμε τὸν λόγο τοῦ Εὐαγγελίου καὶ μέσα στὴν Ἐκκλησία βιώνουμε διαρκῶς θαύματα, ἂς γνωρίζουμε ὅτι οἱ δωρεὲς αὐτὲς τοῦ Θεοῦ μᾶς χρεώνουν μὲ μεγαλύτερη εὐθύνη. Διότι, ὅπως μᾶς βεβαιώνει ὁ ἴδιος ὁ Κύριος, «ὁ γνοὺς τὸ θέλημα τοῦ κυρίου ἑαυτοῦ καὶ μὴ ἑτοιμάσας μηδὲ ποιήσας πρὸς τὸ θέλημα αὐτοῦ, δαρήσεται πολλάς» (Λουκ. ιβ΄ 47). Δηλαδή, ἐκεῖνος ὁ δοῦλος ποὺ γνώρισε τὸ θέλημα τοῦ κυρίου του καὶ δὲν ἑτοίμασε οὔτε ἔκανε αὐτὸ ποὺ θέλει ὁ κύριός του, θὰ δεχθεῖ πολλὲς μαστιγώσεις καὶ θὰ τι­μω­ρηθεῖ αὐστηρά, διότι συνειδητὰ παρέβη τὸ θέλημα τοῦ κυρίου του.

2. Ὁ νόμος τῆς συνειδήσεως

Μὲ ποιὸν νόμο ὅμως θὰ κριθοῦν οἱ ἄν­θρωποι ἐκεῖνοι ποὺ δὲν ἔχουν γνωρίσει τὸ Νόμο καὶ τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Θεοῦ; Μὲ τὸ νόμο τῆς συνειδήσεως, μᾶς ἀ­­­παντᾶ ὁ θεόπνευστος Ἀπόστολος. Διότι ἀκόμα καὶ οἱ εἰδωλολάτρες ἔχουν τὸ Νόμο τοῦ Θεοῦ «γραπτὸν ἐν ταῖς καρδίαις αὐτῶν, συμ­μαρ­τυρούσης αὐτῶν τῆς συνειδήσεως»· ἔχουν τὸν θεῖο Νόμο ἀποτυπωμένο στὴν καρδιά τους κι αὐτὸ ἀποδεικνύεται ἀπὸ τὸ ὅτι ἡ συνείδησή τους τοὺς δίνει μαρτυρία γιὰ κάθε πρά­­ξη τους, ἂν εἶναι καλὴ ἢ κακή.
Πράγματι, ἡ συνείδηση εἶναι κοινὸ χαρακτηριστικὸ ὅλων τῶν ἀνθρώπων. Δὲν ὑπάρχει ἄνθρωπος ποὺ νὰ μὴν ἄκουσε ποτὲ στὸ βάθος τῆς ψυχῆς του μιὰ φωνὴ νὰ τὸν ἐπιδοκιμάζει ἢ νὰ τὸν ἀποδοκιμάζει γιὰ τὶς ἐπιλογές του. Ἡ συνείδηση εἶναι ἡ φωνὴ τοῦ Θεοῦ μέσα μας, ὁ ἔμφυτος διδάσκαλος τῆς ἀρετῆς. Εἶναι ἡ ἄγκυρα, ποὺ ὁ κυβερνήτης Θεὸς ἔβαλε στὸ πλοῖο τῆς ζωῆς μας γιὰ νὰ μᾶς συγκρατεῖ, ὥστε, ὅπως λέει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, νὰ μὴν καταποντισθοῦμε στὸ βυθὸ τῆς ἁμαρτίας (P.G. 48, 1013).
Ὡστόσο δὲν μποροῦμε νὰ ἐπανα-παυ­όμαστε στὴ συνείδηση ποὺ ἔχουμε προσωπικὰ διαμορφώσει. Ὀφείλουμε νὰ καλλιεργοῦμε τὴ συνείδησή μας καὶ νὰ τὴ φωτίζουμε μὲ τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ. Διότι ὅσο περισσότερο φῶς τῆς δίνουμε, τόσο καλύτερα θὰ μᾶς πληροφορεῖ. Ἂν σ’ ἕνα σκοτεινὸ δωμάτιο ἀνάψεις ἕνα σπίρτο, μόλις ποὺ μπορεῖς νὰ διακρίνεις κάποια μεγάλα ἀντικείμενα. Ἂν ὅμως ἀνάψεις τὴ λάμπα, βλέπεις πολὺ καλύτερα· κι ἂν ἀνοίξεις τὰ παράθυρα στὸν ἥλιο, βλέπεις καὶ τοὺς κόκκους τῆς σκόνης. Κάτι παρόμοιο συμβαίνει μὲ τὴ συν­είδηση: Ὅσο ­περισσότερο ­φωτίζεται ἀπὸ τὸ ἀληθινὸ Φῶς, τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, τόσο καλύτερα θὰ λειτουργεῖ.

3. Ἡ ἡμέρα τῆς Κρίσεως

Εἶναι πολὺ σημαντικὸ νὰ ­φέρνουμε συχνὰ στὸ νοῦ μας τὴ μεγάλη ἀλήθεια ὅτι θὰ ἔρθει κάποτε ἡ ὥρα τῆς Κρίσεως γιὰ τὸν καθένα ἀπὸ μᾶς. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος μᾶς τὸ ὑπενθυμίζει στὸ σημερινὸ ἀνάγνωσμα. Λέει ὅτι θὰ ἔρθει ἡμέρα, «ὅτε κρινεῖ ὁ Θε­ὸς τὰ κρυπτὰ τῶν ἀν­θρώπων κατὰ τὸ εὐαγγέλι­όν μου διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ»· δηλαδή, τὴν ἡμέρα ἐκείνη θὰ κρίνει ὁ Θεὸς τὶς ἀπόκρυφες πράξεις τῶν ἀνθρώπων σύμφωνα μὲ τὸ Εὐαγγέλιο ποὺ κηρύσσω. Καὶ θὰ τὶς κρίνει διαμέσου τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ὡς ὑπέρτατου Κριτῆ.
Στὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως ὁμολογοῦ­με τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστὸ «καὶ πάλιν ἐρχόμενον μετὰ δόξης κρῖναι ζῶντας καὶ νεκρούς». Πράγματι, θὰ ἔλθει ὁ Χριστὸς καὶ θὰ καθίσει «ἐπὶ θρόνου δόξης» γιὰ νὰ κρίνει, νὰ δικάσει τὸν κόσμο. Καὶ θὰ ἔρθει ξαφνικά, σὰν τὴν ἀστραπὴ ποὺ βγαίνει στὴν ἀνατολὴ καὶ φαίνεται στὴ δύση (Ματθ. κδ΄ 27). Κανεὶς ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ γνωρίζει τὸν ἀκριβὴ ­χρόνο τῆς ἐλεύσεώς Του. Ὅλοι μας ὅμως ἔχουμε χρέος νὰ ζοῦμε «ἐν εἰρήνῃ καὶ μετανοίᾳ» καὶ νὰ ζητοῦμε τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ ἔχουμε «καλὴν ἀπολογίαν ἐπὶ τοῦ φοβεροῦ βήματος τοῦ Χριστοῦ».