ΜΕ ΑΓΑΠΗ ΚΑΙ ΑΦΟΣΙΩΣΗ

Πράξ. ς΄ 1-7

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἐλθὼν ᾿Ιωσὴφ ὁ ἀπὸ ᾿Αριμα­θαίας, εὐσχήμων βουλευτής, ὃς καὶ αὐτὸς ἦν προσδεχόμενος τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, τολ­μήσας εἰσῆλθε πρὸς Πιλᾶτον καὶ ­ᾐτήσατο τὸ σῶμα τοῦ ᾿Ιησοῦ. ὁ δὲ Πιλᾶτος ἐθαύμασεν εἰ ἤδη τέθνηκε, καὶ προσκαλεσάμενος τὸν κεντυρίωνα ἐπη- ρώτησεν αὐτὸν εἰ πάλαι ἀπέθανε· καὶ γνοὺς ἀπὸ τοῦ κεντυρίωνος ἐδωρήσατο τὸ σῶμα τῷ ᾿Ιωσήφ. καὶ ἀγοράσας σινδόνα καὶ καθελὼν αὐτὸν ἐνείλησε τῇ σινδόνι καὶ κατέθηκεν αὐτὸν ἐν μνημείῳ, ὃ ἦν λελατομημένον ἐκ πέτρας, καὶ προσεκύλισε λίθον ἐπὶ τὴν θύραν τοῦ μνημείου. ἡ δὲ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ Μαρία ᾿Ιωσῆ ἐθεώρουν ποῦ τίθεται. Καὶ διαγενομένου τοῦ σαββάτου Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ Μαρία ἡ τοῦ ᾿Ιακώβου καὶ Σαλώμη ἠγόρασαν ἀρώματα ἵνα ἐλθοῦσαι ἀλείψωσιν αὐτόν. καὶ λίαν πρωῒ τῆς μιᾶς σαββάτων ἔρχονται ἐπὶ τὸ μνημεῖον, ἀνατείλαντος τοῦ ἡλίου. καὶ ἔλεγον πρὸς ἑαυτάς· τίς ἀποκυλίσει ἡμῖν τὸν λίθον ἐκ τῆς θύρας τοῦ μνημείου; καὶ ἀναβλέψασαι θεωροῦσιν ὅτι ἀποκεκύλισται ὁ λίθος· ἦν γὰρ μέγας σφόδρα. καὶ εἰσελθοῦσαι εἰς τὸ μνημεῖον εἶδον νεανίσκον καθήμενον ἐν τοῖς δεξιοῖς, περιβεβλημένον στολὴν λευκήν, καὶ ἐξεθαμβήθησαν. ὁ δὲ λέγει αὐταῖς· μὴ ἐκθαμβεῖσθε· ᾿Ιησοῦν ζητεῖτε τὸν Ναζαρηνὸν τὸν ἐσταυρωμένον· ἠγέρθη, οὐκ ἔστιν ὧδε· ἴδε ὁ τόπος ὅπου ἔθηκαν αὐτόν. ἀλλ᾿ ὑπάγετε ­εἴπατε τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ καὶ τῷ Πέτρῳ ὅτι προάγει ὑμᾶς εἰς τὴν Γαλιλαίαν· ἐκεῖ αὐτὸν ὄψεσθε, καθὼς εἶπεν ὑμῖν. καὶ ἐξελθοῦσαι ἔφυγον ἀπὸ τοῦ μνημεί­ου· εἶχε δὲ αὐτὰς τρόμος καὶ ἔκστασις, καὶ οὐδενὶ οὐδὲν εἶπον· ἐφοβοῦντο γάρ.

1. Ἡ ἀγάπη ποὺ τολμᾶ

Ἡ Κυριακὴ τῶν Μυροφόρων εἶναι ἀφιερωμένη στὰ πρόσωπα ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα μὲ πολλὴ ἀγάπη ἀλλὰ καὶ περισσὴ εὐλάβεια φρόντισαν γιὰ τὴν ἀ­­­­ποκαθήλωση τοῦ ἀχράντου Σώματος τοῦ Κυρίου καὶ τὸν ἐνταφιασμό Του. Πρόκειται γιὰ τὸν Ἰωσὴφ ποὺ καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἀριμαθαία, τὸν Νικόδημο, τὸν νυκτερινὸ μαθητὴ τοῦ Κυρίου, καὶ τὶς Μυροφόρες γυναῖκες.
Αὐτὴ ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν Κύριο, στὴν περίπτωση τοῦ Ἰωσὴφ καὶ τοῦ Νικοδήμου ἐκδηλώθηκε μὲ ἡρωι­σμὸ καὶ αὐταπάρνηση. Ὁ Ἰωσήφ, «εὐσχή­μων βουλευτής», δηλαδὴ σεβα­στὸ καὶ ἐπίσημο μέλος τοῦ Ἰουδαϊκοῦ Συν­εδρίου, ἦταν αὐτὸς ποὺ τόλμησε νὰ παρουσιαστεῖ στὸν Πιλάτο καὶ νὰ ζητήσει τὸ ἅγιο Σῶμα τοῦ Κυρίου γιὰ νὰ τὸ ἐνταφιάσει.
Τόλμησε! Χωρὶς νὰ ὑπολογίζει τὶς ἀντιδράσεις τῶν Ἰουδαίων ἢ τὴν τυ­χὸν ἀπόρριψη τοῦ αἰτήματός του. Τόλ­μησε! Κι ἂς γνώριζε ὅτι αὐτὸ ἔθετε σὲ κίνδυνο τὸ ἀξίωμα, τὴν περιουσία, τὴν ἴδια του τὴ ζωή!
Αὐτὴ τὴν τόλμη καλούμαστε κι ἐμεῖς νὰ ἀποκτήσουμε. Τόλμη γιὰ νὰ ὁμολογοῦμε τὴν πίστη μας, ἀκόμη κι ἂν δεχόμαστε εἰρωνεῖες γι’ αὐτό· νὰ θυσιάζουμε τὸν ἑαυτό μας χάριν τῶν ἄλλων· νὰ μένουμε πιστοὶ στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὅ,τι κι ἂν αὐτὸ μᾶς κοστίσει.
Εἰδικὰ στὴν ἐποχή μας χρειάζεται τόλμη γιὰ νὰ εἶναι κανεὶς γνήσιος μαθητὴς τοῦ Κυρίου. Διότι, ὅπως τονίζει κι ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ὁ Θεὸς δὲν μᾶς ἔδωσε «πνεῦμα δειλίας, ἀλλὰ δυνάμεως» (Β΄ Τιμ. α΄ 7).

2. Ἡ ἀγάπη ποὺ ἀγρυπνεῖ

Στὸ μεταξὺ οἱ πιστὲς κι ἀφοσιωμένες μαθήτριες τοῦ Κυρίου ποὺ εἶχαν παρατηρή­σει προσεκτικὰ τὸν τόπο ὅπου ἐνταφιά­στηκε τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ, περίμεναν νὰ περάσει ἡ ἀργία τοῦ Σαββάτου, γιὰ νὰ πᾶνε καὶ νὰ τὸ ἀλείψουν μὲ ἀρώματα καὶ νὰ ἐκδηλώσουν ἔτσι τὸν σεβασμὸ καὶ τὴν ἀγάπη τους πρὸς τὸν λατρευτό τους Διδάσκαλο.
Πράγματι ξεκίνησαν γιὰ τὸ μνημεῖο «λίαν πρωῒ τῆς μιᾶς σαββάτων», πολὺ πρωὶ τῆς πρώτης ἡμέρας τῆς ἑβδομάδος.Τὴν ὥρα ποὺ ὁ ἥλιος ἄρχισε νὰ διαλύει τὸ πρωινὸ σκοτάδι, οἱ γυναῖκες αὐτὲς ἔτρεξαν στὸν τάφο τοῦ Κυρίου γιὰ νὰ ἐπιτελέσουν τὸ ἱε­ρό τους ἔργο. Εἶναι χαρακτηριστικὸς ὁ πόθος τῶν ἁγίων Μυροφόρων νὰ ­βρεθοῦν στὸν τάφο τοῦ Κυρίου «ὄρθρου βαθέος». Εἶναι ἀξιοθαύμαστη καὶ ἡ τόλμη τους νὰ βαδίσουν μέσα στὴ νύχτα χωρὶς νὰ ὑπολογίσουν τὸν κίνδυνο ποὺ διέτρεχαν. Τόσο δυνατὴ ἦταν ἡ ἀγάπη καὶ ἡ ἀφοσίωσή τους πρὸς τὸν Σωτήρα Χριστό.
Ἀλήθεια ἔχουμε ἐμεῖς παρόμοια ἀγάπη πρὸς τὸν Κύριο;… Ξημερώνει ­Κυριακή. Οἱ καμπάνες τῶν ἐκκλησιῶν χτυποῦν ἀπὸ τὸ πρωί. Μᾶς καλοῦν νὰ ἔλθουμε νὰ λατρεύ­σουμε τὸν Κύριο. Κι ἂν οἱ ­Μυροφόρες εἶ­χαν τέτοιο πόθο γιὰ τὸ νεκρὸ Σῶμα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ, μὲ πόσο μεγαλύτερο πόθο πρέπει νὰ προσερχόμαστε στὸν ἱερὸ ναὸ οἱ πιστοὶ χριστιανοὶ ποὺ γνωρίζουμε ὅτι ἐκεῖ θὰ συναντήσουμε τὸν ἀναστημένο Κύ­­­­ριο, τὸν αἰώνιο Νικητὴ τοῦ θανάτου;! Ἐ­­­μεῖς ποὺ ἔχουμε τὴ μοναδικὴ εὐλογία νὰ κοι­νωνοῦμε τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ ­Χριστοῦ, ἂς διδαχθοῦμε ἀπὸ τὸ παράδειγμα τῶν Μυροφόρων καὶ κάθε Σάββατο βράδυ ἂς ἀφήνουμε ἄλλες ἀπασχολήσεις καὶ περισπασμούς. Ὅλη ἡ σκέψη καὶ ἡ καρδιά μας ἂς εἶναι στραμμένη στὴ λατρεία τοῦ Θεοῦ. Μὲ τέτοιο πόθο καὶ κατάλληλη προετοιμασία ἂς ξεκινοῦμε κάθε Κυριακὴ πρωί-πρωὶ γιὰ νὰ ἔλθουμε στὴν ἐκκλησία. Ἐκεῖ ποὺ μᾶς περιμένει ὁ ἀναστὰς Κύριος γιὰ νὰ μᾶς χαρίσει εἰρήνη, παρηγοριὰ κι ἐλπίδα!

3. Ἡ ἀγάπη ποὺ ὑπερνικᾶ τὰ ἐμπόδια

Βέβαια, βαδίζοντας στὴν ὁδὸ τοῦ Κυρίου, πολλὲς φορὲς συναντοῦμε ­δυσκολίες καὶ ἐμπόδια. Ἂς μὴν ἀπογοητευόμαστε ὅ­­μως.
Πολὺ μᾶς διδάσκουν καὶ στὸ σημεῖο αὐ­τὸ ἡ ἐπιμονὴ καὶ ἡ πίστη τῶν ­Μυροφόρων γυναικῶν. Καθὼς προχωροῦσαν πρὸς τὸ μνημεῖο, ἔλεγαν μεταξύ τους: «Τίς ἀποκυλίσει ἡμῖν τὸν λίθον;». Ποιὸς θὰ μᾶς κυλίσει ἐκεῖνο τὸν ὀγκόλιθο ἀπὸ τὴν εἴσοδο τοῦ μνημείου; Καὶ τὰ ἔλεγαν αὐτὰ μεταξύ τους, διότι ὁ λίθος ποὺ ἔφραζε τὸν τάφο ἦταν τεράστιος καὶ δὲν ἦταν εὔκολο νὰ μετακινηθεῖ.
Παρ’ ὅλα αὐτὰ δὲν γύρισαν πίσω. Ἔμειναν σταθερὲς στὴν πορεία καὶ τὴν ἀποστολή τους. Καὶ δικαιώθηκαν γιὰ τὴν πίστη καὶ τὴ σταθερότητά τους. Διότι μόλις ­ἔστρεψαν τὰ μάτια τους πρὸς τὸ μνημεῖο, παρατήρησαν μὲ ἔκπληξη ὅτι ὁ ­ὀγκόλιθος εἶχε μετατοπισθεῖ καὶ δὲν εἶχαν πλέον δυσ­κολία στὴν πρόσβαση. Πλησίασαν, κι ἐκεῖ δέχθη­καν τὸ χαρμόσυνο ἄγγελμα τῆς Ἀνα­στά­σεως τοῦ Κυρίου.
Δυσκολίες καὶ ἐμπόδια συναντοῦμε κι ἐ­­­μεῖς συχνὰ στὴ ζωή μας. Κάποτε τὰ προβλήματα φαίνεται ὅτι ὁδηγοῦν σὲ ἀδιέξοδο. Ἂς μὴν ἀπογοητευόμαστε ὅμως. «Τὰ ἀδύνατα παρὰ ἀνθρώποις δυνατὰ παρὰ τῷ Θεῷ ἐστι» (Λουκ. ιη΄ 27). Ἂς προχωροῦμε πάντοτε μὲ πίστη κι ἐλπίδα. Ἡ ἐλπίδα στὸν ἀναστάντα Κύριο δὲν θὰ μᾶς ντροπιάσει καὶ δὲν θὰ μᾶς διαψεύσει ποτέ.