Σάββατο 12 Οκτωβρίου

06 savvato

Εὐαγγέλιον: ἡμέρας, Σαβ. δ΄ ἑβδ. Λουκᾶ (Λκ. ς΄ 1-10)

1 Ἐγένετο δὲ ἐν σαββάτῳ δευτεροπρώτῳ διαπο­ρεύεσθαι αὐτὸν διὰ τῶν σπορίμων· καὶ ἔτιλλον οἱ μαθη­ταὶ αὐτοῦ τοὺς στάχυας καὶ ἤσθιον ψώχοντες ταῖς χερσί. 2 τινὲς δὲ τῶν Φαρισαίων εἶ­πον αὐτοῖς· τί ποιεῖτε ὃ οὐκ ἔξεστι ποιεῖν ἐν τοῖς σάβ­βα­σι; 3 καὶ ἀποκριθεὶς πρὸς αὐ­τοὺς εἶπεν ὁ Ἰησοῦς· οὐ­δὲ τοῦτο ἀνέγνωτε ὃ ἐποίησε Δαυῒδ ὁπότε ἐ­πείνασεν αὐ­­τὸς καὶ οἱ μετ᾿ αὐτοῦ ὄντες; 4 ὡς εἰσῆλθεν εἰς τὸν οἶκον τοῦ Θεοῦ καὶ τοὺς ἄρτους τῆς προθέσεως ἔλαβε καὶ ἔφαγε, καὶ ἔδωκε καὶ τοῖς μετ᾿ αὐτοῦ, οὓς οὐκ ἔξεστι φαγεῖν εἰ μὴ μόνους τοὺς ἱερεῖς; 5 καὶ ἔλεγεν αὐτοῖς ὅτι κύριός ἐστιν ὁ υἱὸς τοῦ ἀν­θρώπου καὶ τοῦ σαββάτου. 6 Ἐγένετο δὲ καὶ ἐν ἑτέρῳ σαββάτῳ εἰσελθεῖν αὐτὸν εἰς τὴν συναγωγὴν καὶ διδά­σκειν· καὶ ἦν ἐκεῖ ἄνθρω­πος, καὶ ἡ χεὶρ αὐτοῦ ἡ δε­ξιὰ ἦν ξηρά. 7 παρετήρουν δὲ οἱ γραμ-ματεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι εἰ ἐν τῷ σαββάτῳ θεραπεύσει,­ ἵνα εὕρωσι κατηγορίαν αὐ­τοῦ. 8 αὐτὸς δὲ ᾔδει τοὺς διαλο­γισμοὺς αὐτῶν, καὶ εἶπε τῷ ἀνθρώπῳ τῷ ξηρὰν ἔχοντι τὴν χεῖρα· ἔγειρε καὶ στῆθι εἰς τὸ μέσον. ὁ δὲ ἀνα­στὰς ἔστη. 9 εἶπεν οὖν ὁ Ἰησοῦς πρὸς αὐτούς· ἐπερωτήσω ὑμᾶς τί ἔξεστι τοῖς σάββασιν, ἀγαθοποιῆσαι ἢ κακοποιῆσαι, ψυχὴν σῶσαι ἢ ἀπο­κτεῖ­ναι; 10 καὶ περιβλεψάμενος πάν­τας αὐτοὺς εἶπεν αὐτῷ· ἔκτεινον τὴν χεῖρά σου. ὁ δὲ ἐποίησε, καὶ ἀποκατεστάθη ἡ χεὶρ αὐτοῦ ὡς ἡ ἄλλη.

ΕΡΜΗΝΕΙΑ Π. Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑ

1 Τό πρῶτο Σάββατο τοῦ μηνός Νισάν, ἀπό τόν ὁποῖο ἄρχιζε τό νέο ἔτος, καί ἡ ἡμέρα αὐτή ἦταν ἡ δεύ­τε­ρη ἑορτή μετά τόν ἑορτασμό τῆς ἀρχιμηνιᾶς καί πρω­το­χρονιᾶς τοῦ ἰουδαϊκοῦ ἔτους, συνέβη νά περνᾶ ὁ Ἰη­σοῦς διασχίζοντας κάποια σπαρμένα χωράφια. Καί οἱ μα­θητές του μα­δοῦσαν τά στάχυα καί τά ἔτριβαν μέ τά χέρια τους κι ἔτρωγαν τόν καρπό τους. 2 Μερικοί τότε ἀπό τούς Φαρισαίους τούς εἶπαν: Για­τί τό κάνετε αὐτό, ἀφοῦ δέν ἐπιτρέπεται νά γίνεται τό Σάβ­βατο; Τήν ἡμέρα αὐτή ἀπαγορεύεται κάθε εἴδους ἐρ­γασία. 3 Ὁ Ἰησοῦς τότε τούς ἀποκρίθηκε: Δέν διαβάσατε οὔτε κἄν ἐκεῖνο πού ἔκανε ὁ ἔνδοξός σας βασιλιάς Δαβίδ, ὅταν πείνασε κι αὐτός κι ἐκεῖνοι πού ἦταν μαζί του; 4 Πῶς δηλαδή μπῆκε στόν οἶκο τοῦ Θεοῦ καί πῆρε τούς ἄρτους πού ἦταν βαλμένοι πάνω στήν τράπεζα τῆς προ­­θέσεως γιά θυσία στό Θεό, καί ἔφαγε καί ἔδωσε καί σ’ ἐκείνους πού ἦταν μαζί του; Αὐτούς ὅμως τούς ἄρ­τους δέν ἐπιτρέπεται νά τούς φάει κανείς ἄλλος πα­ρά μόνο οἱ ἱερεῖς. Κι ὅμως στήν περίσταση ἐκείνη οὔτε ὁ Θεός οὔτε ἡ Γραφή ἀποδοκίμασε τήν πρά­ξη αὐτή. Ἀλλά οὔτε κι ἐσεῖς κατακρίνετε τόν Δαβίδ, ἄν καί αὐτό πού ἔκανε εἶναι πολύ περισσότερο ἀπό ἐκεῖνο πού κάνουν τώρα οἱ μαθητές μου. 5 Καί τούς ἔλεγε: Ὁ υἱός τοῦ ἀνθρώπου εἶναι κύριος τοῦ Σαβ­βά­­του καί ἔχει ἐξουσία ἀκόμη καί νά τροποποιήσει τό θε­σμό αὐτό. Διότι εἶ­ναι ὁ τέλειος ἄνθρωπος καί δέν ἔχει ἀνάγκη νά παι­δα­­­γωγηθεῖ ἀπό τό θεσμό τοῦ Σαββάτου. Ἀλλά καί ὡς Θεός ἔχει ὁρίσει ὁ ἴδιος τό θεσμό αὐτό. Ὅ,τι λοιπόν ἔκαναν τώρα οἱ μαθητές, τό ἔκα­ναν μέ τή σιωπηρή συγκατάθεση τοῦ Διδασκάλου τους, πού εἶναι κύριος τοῦ Σαββάτου. 6 Κάποιο ἄλλο Σάββατο εἰσῆλθε ὁ Ἰησοῦς στή συναγωγή καί δίδασκε σ’ αὐτή. Ἐκεῖ ἦταν κάποιος ἄνθρωπος, πού τό δεξιό του χέρι ἦταν ξερό καί ἀκίνητο. 7 Οἱ γραμματεῖς καί οἱ Φα­ρισαῖοι μάλιστα τόν παραφύλαγαν καί τόν παρακολουθοῦσαν προσεκτικά, γιά νά δοῦν ἐάν θά θεραπεύσει τόν ἀνάπηρο τήν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου, γιά νά βροῦν κατηγορία ἐναντίον του, ὅτι κατέλυε τήν ἀργία τοῦ Σαββάτου. 8 Αὐτός ὅμως ὡς καρδιογνώστης γνώριζε τίς σκέψεις τους. Καί εἶπε στόν ἄνθρωπο πού εἶχε τό ξερό καί ἀκίνητο χέρι: Σήκω καί στάσου στή μέση τῆς συ­να­γωγῆς. Κι ἐκεῖνος σηκώθηκε καί στάθηκε ἐκεῖ ὄρθιος. 9 Τότε ὁ Ἰησοῦς εἶπε στούς γραμματεῖς καί στούς Φα­ρι­σαίους: Θά σᾶς κάνω ἕνα ἐρώτημα: Τί ἐπιτρέπεται νά κάνει ὁ ἄν­θρωπος τήν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου; Ἐπι­τρέ­πεται νά κά­νει καλό, ἤ μπορεῖ νά παραλείψει τήν εὐ­ερ­γε­σία τοῦ συναν­θρώ­­που του κι ἔτσι νά τοῦ προξενήσει κάποιο κα­κό; Ἐπιβάλλεται τό Σάββατο νά σώσει τή ζωή τοῦ συναν­θρώ­­που του, ἤ μπορεῖ καί νά μήν τόν βο­ηθήσει ἐνῶ αὐ­τός βρίσκεται σέ κίνδυνο κι ἔτσι ἐμ­μέ­σως νά τόν θα­να­τώσει; Βεβαίως εἶναι ἐπιτρεπτό ἠθικῶς ἀλλά καί ἐπι­βε­βλη­μένο καί τήν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου νά κάνει ὁ κα­­θένας μας τό καλό καί νά σώσει τή ζωή τοῦ συναν­θρώ­­που του. 10 Κι ἀφοῦ κοίταξε τριγύρω ὅλους αὐτούς περιμένον­τας νά τοῦ ἀπαντήσουν, εἶπε στόν ἀνάπηρο: Ἅπλωσε τό χέρι σου. Αὐτός τότε, ἄν κι ἀπό τήν ἀσθένειά του δέν μποροῦσε νά τό κάνει αὐτό, ὅμως φανερώνοντας τήν πίστη του κατέβαλε προσπάθεια κι ἔκανε ὅπως τοῦ εἶ­πε ὁ Κύριος. Καί τό χέρι του ἔγινε πάλι ὑγιές σάν τό ἄλ­λο.